Καρκίνος προστάτη: Πώς φτάσαμε από το PSA στην Τεχνητή Νοημοσύνη

Διαβάζεται σε 17'
Τεστ PSA για τον καρκίνο του προστάτη
Τεστ PSA για τον καρκίνο του προστάτη iStock

Τις νεότερες εξελίξεις στη διάγνωση και θεραπεία που μεταμορφώνουν το τοπίο του καρκίνου του προστάτη αναφέρει σε συνέντευξή του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Cornell Παναγιώτης Βλαχοστέργιος.

Φως στις καίριες πτυχές γύρω από τη διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου του προστάτη ρίχνει σε συνέντευξή του στο NEWS 24/7 o Δρ. Παναγιώτης Βλαχοστέργιος, επίκουρος καθηγητής Παθολογίας–Ογκολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Cornell.

Όπως εξηγεί ο καθηγητής, ο καρκίνος αυτός αποτελεί τη συχνότερη κακοήθεια στους άνδρες και μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις της σύγχρονης ογκολογίας.

Μέσα από τις απαντήσεις του, ο Δρ. Βλαχοστέργιος αναλύει τις νεότερες εξελίξεις στη διάγνωση, καθώς και τις καινοτόμες θεραπευτικές προσεγγίσεις που μεταμορφώνουν το τοπίο της νόσου.

Ο Δρ. Παναγιώτης Βλαχοστέργιος MD MSc PhD, επίκουρος καθηγητής Παθολογίας-Ογκολογίας στην Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Cornell
Ο Δρ. Παναγιώτης Βλαχοστέργιος MD MSc PhD, επίκουρος καθηγητής Παθολογίας-Ογκολογίας στην Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Cornell

Παράλληλα, τονίζει τη σημασία της πρόληψης, της σωστής ενημέρωσης και της εξατομικευμένης ιατρικής, υπογραμμίζοντας ότι η έγκαιρη διάγνωση και η στοχευμένη αντιμετώπιση μπορούν να εξασφαλίσουν εξαιρετικά ποσοστά επιβίωσης και καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ασθενείς.

Κύριε Βλαχοστέργιο, σε ποια ηλικία πρέπει να ξεκινά ο προληπτικός έλεγχος (screening) για έναν άνδρα χωρίς οικογενειακό ιστορικό και πότε σε έναν με ιστορικό;

Ο προληπτικός έλεγχος για καρκίνο του προστάτη (screening) εξαρτάται από το οικογενειακό ιστορικό και άλλους παράγοντες κινδύνου. Οι διεθνείς οδηγίες έχουν μικρές διαφορές, αλλά γενικά συμφωνούν στα εξής:

Για άνδρες χωρίς οικογενειακό ιστορικό:

Ηλικία έναρξης ελέγχου: 50 ετών

Τύπος ελέγχου: PSA (Prostate-Specific Antigen) με αιματολογική εξέταση

+/- Δακτυλική εξέταση από το ορθό (DRE)

Συχνότητα: Αν το PSA είναι φυσιολογικό, κάθε 1-2 χρόνια, ανάλογα με τα επίπεδα PSA και τον κίνδυνο.

Για άνδρες με οικογενειακό ιστορικό (π.χ. πατέρας ή αδελφός με καρκίνο προστάτη):

Ηλικία έναρξης ελέγχου: 45 ετών

Αν υπάρχουν πολλαπλοί συγγενείς πρώτου βαθμού ή ο καρκίνος εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία (<55 έτη) η εξέταση μπορεί να ξεκινήσει από τα 40 έτη

Τύπος ελέγχου: PSA + DRE

Ο έλεγχος δεν συνιστάται μαζικά για όλους τους άνδρες χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση κινδύνου. Πρέπει να βασίζεται σε πληροφόρηση και κοινή απόφαση με τον γιατρό, αφού συζητηθούν τα πιθανά οφέλη (π.χ. πρώιμη διάγνωση), αλλά και οι κίνδυνοι (π.χ. υπερδιάγνωση, ψευδώς θετικά αποτελέσματα, περιττές βιοψίες). Ορισμένες οδηγίες (όπως οι ΗΠΑ USPSTF) δεν συνιστούν τακτικό έλεγχο μετά τα 70 έτη, εκτός αν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος.

Ποια είναι η συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου του προστάτη στην Ελλάδα και σε ποιες ηλικίες καταγράφετε η μεγαλύτερη συχνότητα;

Η μεγαλύτερη συχνότητα καρκίνου προστάτη στην Ελλάδα καταγράφεται στις ηλικίες 70 ετών και άνω. Η εμφάνιση πριν τα 50 είναι εξαιρετικά σπάνια (λιγότερες από 5 περιπτώσεις/100.000).

Αυτό το διάγραμμα πίτας παρουσιάζει την εκτιμώμενη κατανομή των νέων περιστατικών καρκίνου του προστάτη στην Ελλάδα, ανά ηλικιακή ομάδα, βάσει στοιχείων από το GLOBOCAN 2020.

Η μεγαλύτερη επιβάρυνση καταγράφεται στις ηλικίες 70-79 ετών (35%). Ακολουθούν οι 80+ (25%) και οι 60-69 (25%). Οι ηλικίες κάτω των 60 αντιπροσωπεύουν μικρότερο ποσοστό (<15%), κάτι που επιβεβαιώνει τη σημασία της ηλικίας ως βασικού παράγοντα κινδύνου.

Που οφείλετε κατά τη γνώμη σας μια πιθανή αύξηση των περιστατικών;

Μια πιθανή αύξηση των περιστατικών καρκίνου του προστάτη στην Ελλάδα (και διεθνώς) δεν σημαίνει απαραίτητα αύξηση του πραγματικού κινδύνου. Οφείλεται σε ένα σύνολο παραγόντων, που διακρίνονται σε δημογραφικούς, ιατρικούς και περιβαλλοντικούς. Ο συχνότερος λόγος αύξησης είναι η ευρύτερη χρήση του PSA (Prostate-Specific Antigen) που οδηγεί σε πρώιμη διάγνωση, συχνά και για αργά εξελισσόμενους όγκους, που παλαιότερα δεν ανιχνεύονταν.

Δεύτερον, ο καρκίνος του προστάτη είναι ηλικιοεξαρτώμενος. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες υρωπαϊκές χώρες, ο πληθυσμός γερνάει (αύξηση ηλικιακής ομάδας 65+). Αυτό αυξάνει από μόνο του τη συχνότητα, ακόμα και χωρίς αύξηση του κινδύνου ανά άτομο.

Τρίτον, η καλύτερη κατανόηση και ανίχνευση γονιδιακών μεταλλάξεων (π.χ. BRCA2) έχει αυξήσει τα περιστατικά σε υψηλού κινδύνου πληθυσμούς.

Τέταρτον, η «δυτικοποίηση» της διατροφής που συνίσταται σε υψηλή πρόσληψη ζωικών λιπών, επεξεργασμένου κρέατος, και χαμηλή κατανάλωση φυτικών ινών σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο. Επομένως οι αλλαγές στον τρόπο ζωής στην Ελλάδα (παχυσαρκία, καθιστική ζωή) μπορεί να επηρεάζουν τη μακροχρόνια εμφάνιση.

Πέμπτον, με τη χρήση PSA, ανιχνεύονται και πρώιμοι εντοπισμένοι όγκοι που δεν θα προκαλούσαν πρόβλημα στη ζωή του ασθενούς. Αυτό μπορεί να «φουσκώνει» τα στατιστικά περιστατικά χωρίς να αντικατοπτρίζει σοβαρότερη επιβάρυνση.

Έκτον, παλαιότερα, πολλά περιστατικά δεν καταγράφονταν σωστά ή καθόλου, γεγονός που αλλάζει με την ευρωπαϊκή επιτήρηση και τη δημιουργία του Εθνικού Μητρώου Νεοπλασιών.

Τι ποσοστό εξ αυτών εξελίσσεται σε μεταστατικό καρκίνο;

Βάσει των πιο πρόσφατων ερευνητικών δεδομένων από την Ευρώπη και την Ελλάδα, μπορούμε να συνοψίσουμε τα εξής για την εξέλιξη του καρκίνου του προστάτη σε μεταστατικό στάδιο. Περίπου 10–20% των ανδρών με διαγνωσμένο καρκίνο του προστάτη αναπτύσσουν μεταστατική νόσο κατά τη διάρκεια της ζωής τους, κυρίως σε μορφή Μεταστατικού ευνουχοάντοχου  (mCRPC) ή Μεταστατικού ορμονοευαίσθητου (mHSPC) καρκίνου του προστάτη.

Το ποσοστό εξαρτάται από τη σταδιοποίηση κατά τη διάγνωση (π.χ. πολλοί ασθενείς διαγιγνώσκονται ήδη εξαρχής στο στάδιο IV), τη συμμόρφωση στη θεραπεία, τη γενετική προδιάθεση (π.χ. BRCA2), καθώς και την προσβασιμότητα σε σύγχρονες θεραπείες (π.χ. ορμονοθεραπείες δεύτερης γενιάς). Με την εφαρμογή τακτικού ελέγχου (screening) και εξατομικευμένης θεραπείας, το ποσοστό μεταστατικής εξέλιξης μειώνεται σημαντικά. Έτσι, οι ασθενείς με εντοπισμένο καρκίνο και κατάλληλη παρακολούθηση έχουν πολύ υψηλά ποσοστά επιβίωσης.

Ποια είναι η αξία του PSA (Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο) και της δακτυλικής εξέτασης στη διαγνωστική προσέγγιση;

Το PSA (ειδικό προστατικό αντιγόνο) και η δακτυλική εξέταση από το ορθό αποτελούν τις δύο βασικές μη επεμβατικές μεθόδους για την αρχική αξιολόγηση της πιθανότητας ύπαρξης καρκίνου του προστάτη και χρησιμοποιούνται κυρίως για προσυμπτωματικό έλεγχο και όχι ως διαγνωστικά εργαλεία μεμονωμένα. Το PSA είναι μια πρωτεΐνη που παράγεται από τα κύτταρα του προστάτη και μετριέται στο αίμα.· Τα αυξημένα επίπεδά του μπορεί να υποδηλώνουν παρουσία καρκίνου αλλά μπορεί επίσης να αυξηθούν σε περιπτώσεις καλοήθους υπερπλασίας ή προστατίτιδας.

Παρά την υψηλή ευαισθησία του στην ανίχνευση της νόσου (~80%), παρουσιάζει χαμηλή ειδικότητα (~25-30%), γεγονός που σημαίνει ότι αρκετές από τις αυξημένες τιμές PSA δεν σχετίζονται με καρκίνο αλλά με καλοήθεις παθήσεις (υπερπλασία ή προσταίτιδα) οδηγώντας συχνά σε υπερδιάγνωση και περιττές βιοψίες. Από την άλλη πλευρά η δακτυλική εξέταση επιτρέπει στον ιατρό να ψηλαφίσει τον προστάτη διαμέσου του ορθού προκειμένου να εντοπίσει ασυμμετρίες, σκληρύνσεις ή οζώδεις αλλοιώσεις που μπορεί να σχετίζονται με κακοήθεια.

Παρόλο που η δακτυλική εξέταση έχει σχετικά χαμηλή ευαισθησία (~50-60%) μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη σε περιπτώσεις όπου το PSA είναι φυσιολογικό αλλά υπάρχει κλινική υποψία. Η μεγαλύτερη διαγνωστική αξία επιτυγχάνεται όταν το PSA και η δακτυλική εξέταση συνδυάζονται καθώς ο συνδυασμός αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα πρώιμης ανίχνευσης του καρκίνου. Εφόσον εντοπιστεί κάποιο εύρημα είτε σε επίπεδο PSA είτε στην κλινική εξέταση, ακολουθεί πιο εξειδικευμένος έλεγχος με πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία ή βιοψία προστάτη.

Νεότεροι δείκτες όπως ο λόγος ελεύθερου προς ολικό PSA, ο δείκτης υγείας του προστάτη (PHI) και η ταχύτητα αύξησης του PSA έχουν προστεθεί στην κλινική εργαλειοθήκη με στόχο να μειώσουν τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα και να ενισχύσουν την ειδικότητα της διάγνωσης. Συνολικά το PSA αποτελεί το βασικότερο εργαλείο προσυμπτωματικού ελέγχου ενώ η δακτυλική εξέταση λειτουργεί συμπληρωματικά ενισχύοντας την κλινική εκτίμηση και οδηγώντας σε ασφαλέστερη απόφαση για περαιτέρω διερεύνηση ή παρακολούθηση.

Πόσο σημαντική είναι η πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία (mpMRI) στη διάγνωση πλέον;

Η πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία (mpMRI) έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια ως εξαιρετικά σημαντική στη σύγχρονη διαγνωστική προσέγγιση του καρκίνου του προστάτη και έχει αλλάξει θεμελιωδώς τον τρόπο με τον οποίο εντοπίζονται και αξιολογούνται οι ύποπτες βλάβες. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές βιοψίες που πραγματοποιούνταν τυφλά σε διάφορα σημεία του προστάτη, η mpMRI επιτρέπει την εντοπισμένη απεικόνιση ύποπτων περιοχών και έτσι οδηγεί είτε σε στοχευμένη βιοψία είτε σε αποφυγή της εφόσον δεν υπάρχει καμία ενδείξη ύποπτης αλλοίωσης. Η mpMRI συνδυάζει διαφορετικές τεχνικές ακολουθίες όπως τις T2-σταθμισμένες εικόνες, τον δυναμικό ενισχυμένο σκιαγραφικό έλεγχο και την διάχυση, με στόχο να απεικονίσει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τόσο τη μορφολογία όσο και την κυτταρική πυκνότητα των ιστών του προστάτη.

Αυτό επιτρέπει στους ακτινολόγους να αξιολογήσουν με ακρίβεια τη βαρύτητα των βλαβών μέσω του συστήματος PI-RADS που βαθμολογεί τις περιοχές από 1 έως 5 με βάση την πιθανότητα κακοήθειας. Η χρήση της mpMRI πριν από την πρώτη βιοψία βοηθά να μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των περιττών βιοψιών σε άνδρες με ήπια αύξηση του PSA και να στοχευτούν ακριβέστερα οι περιοχές υψηλού κινδύνου σε όσους χρειάζονται τελικά δειγματοληψία.

Επιπλέον, η mpMRI είναι χρήσιμη και στην παρακολούθηση ασθενών που βρίσκονται υπό ενεργό επιτήρηση καθώς μπορεί να εντοπίσει αλλαγές στην εικόνα του όγκου χωρίς να απαιτείται άμεση επανάληψη της βιοψίας.
Η σημασία της επιβεβαιώνεται και από τις διεθνείς οδηγίες που πλέον τη συνιστούν ως βασικό βήμα πριν από οποιαδήποτε απόφαση για βιοψία σε άνδρες με αυξημένο PSA ή ύποπτη δακτυλική εξέταση. Συμπερασματικά, η mpMRI έχει μετατρέψει τη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη σε πιο ακριβή, στοχευμένη και εξατομικευμένη διαδικασία, περιορίζοντας την υπερδιάγνωση και αυξάνοντας την αναγνώριση των επιθετικών μορφών.

Τι σημαίνει το σκορ Gleason και πώς επηρεάζει τις θεραπευτικές αποφάσεις;

Το σκορ Gleason είναι ένα ιστολογικό σύστημα ταξινόμησης που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την βιολογική επιθετικότητα του καρκίνου του προστάτη με βάση τη μικροσκοπική εμφάνιση των κυττάρων που παρατηρούνται στη βιοψία. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους προγνωστικούς δείκτες και παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στη σταδιοποίηση της νόσου όσο και στις θεραπευτικές αποφάσεις.

Στη βιοψία του προστάτη ο παθολογοανατόμος εντοπίζει τις δύο επικρατέστερες αρχιτεκτονικές μορφές του καρκίνου και τις βαθμολογεί η καθεμία από το 1 έως το 5 με βάση το πόσο διαφοροποιημένα ή αφύσικα εμφανίζονται τα κύτταρα. Ο συνολικός Gleason score προκύπτει από το άθροισμα αυτών των δύο βαθμολογιών. Για παράδειγμα ένα σκορ 3+4=7 σημαίνει ότι η κυρίαρχη μορφολογία έχει βαθμό 3 και η δευτερεύουσα βαθμό 4. Όσο υψηλότερος είναι ο αριθμός τόσο χαμηλότερη είναι η διαφοροποίηση και πιο επιθετικός ο όγκος.

Οι βαθμοί 6 ή μικρότεροι αντιστοιχούν σε καλά διαφοροποιημένους, χαμηλού κινδύνου όγκους, οι βαθμοί 7 υποδηλώνουν ενδιάμεσο κίνδυνο ενώ οι βαθμοί 8 έως 10 υποδεικνύουν υψηλού κινδύνου ή πολύ επιθετικούς καρκίνους. Έχει σημασία και η σειρά των αριθμών: για παράδειγμα ένα σκορ 3+4=7 θεωρείται λιγότερο επιθετικό από ένα 4+3=7. Το Gleason score επηρεάζει άμεσα τις θεραπευτικές αποφάσεις καθώς καθορίζει εάν ο ασθενής μπορεί να αντιμετωπιστεί με ενεργό επιτήρηση, χειρουργική επέμβαση, ακτινοθεραπεία, ορμονοθεραπεία ή συνδυασμούς αυτών. Ασθενείς με Gleason 6 μπορεί να παρακολουθούνται χωρίς άμεση θεραπεία ενώ εκείνοι με Gleason 8-10 χρειάζονται επιθετική και συνήθως πολυπαραγοντική προσέγγιση.

Το σκορ ενσωματώνεται πλέον και στο σύστημα Grade Group (1 έως 5) που χρησιμοποιείται από τις σύγχρονες διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες για ακόμα καλύτερη πρόβλεψη της συμπεριφοράς της νόσου. Συνοπτικά το Gleason score αποτελεί θεμέλιο της ογκολογικής στρατηγικής στον καρκίνο του προστάτη καθώς επιτρέπει την ακριβή εκτίμηση της βιολογικής συμπεριφοράς του όγκου και καθοδηγεί εξατομικευμένες και τεκμηριωμένες θεραπευτικές επιλογές.

Πότε είναι η Ενεργός Παρακολούθηση (Active Surveillance) η κατάλληλη επιλογή και για ποιους ασθενείς;

Η Ενεργός Παρακολούθηση (Active Surveillance) αποτελεί μια συντηρητική θεραπευτική στρατηγική που ενδείκνυται για ασθενείς με χαμηλού κινδύνου καρκίνο του προστάτη, οι οποίοι ενδέχεται να μην χρειαστούν άμεσα ή ποτέ ριζική θεραπεία. Αντί για άμεση χειρουργική επέμβαση ή ακτινοθεραπεία, επιλέγεται η τακτική και στενή παρακολούθηση με σκοπό την έγκαιρη παρέμβαση μόνο αν υπάρξουν σημεία προόδου της νόσου.

Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό καρκίνων του προστάτη, ιδιαίτερα σε μεγαλύτερους άνδρες ή σε καλά διαφοροποιημένους όγκους, παραμένουν κλινικά ασήμαντοι, δηλαδή δεν επηρεάζουν τη ζωή ή τη μακροχρόνια υγεία του ασθενούς. Επομένως, αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες παρενέργειες της θεραπείας (ακράτεια, στυτική δυσλειτουργία, κ.ά.) χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η πρόγνωση.

Η ενεργός παρακολούθηση είναι κατάλληλη για ασθενείς με τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Gleason score 6 (Grade Group 1)
  • PSA ≤10 ng/mL
  • Κλινικό στάδιο ≤ T2a
  • Λιγότερο από 3 θετικά δείγματα στη βιοψία και με χαμηλό ποσοστό διήθησης
  • Απουσία ύποπτων αλλοιώσεων στην mpMRI ή PI-RADS ≤3
  • Προσδόκιμο ζωής >10 έτη, αλλά όχι εξαιρετικά υψηλού κινδύνου για άλλες νόσους
  • Ασθενείς που επιθυμούν να αποφύγουν άμεσα ριζική θεραπεία, κατόπιν πλήρους ενημέρωσης
  • Η παρακολούθηση περιλαμβάνει τακτική μέτρηση PSA (κάθε 3–6 μήνες), δακτυλική εξέταση, επαναληπτικές βιοψίες και κατά περίπτωση επαναληπτικές mpMRI για ανίχνευση πιθανών μεταβολών. Αν εντοπιστεί επιδείνωση, όπως αύξηση Gleason score, ταχεία αύξηση PSA ή ύποπτη απεικονιστική εξέλιξη, τότε προχωρά κανείς σε ριζική θεραπεία.

Ποιες είναι οι κύριες επιλογές ριζικής θεραπείας για τον εντοπισμένο καρκίνο του προστάτη; (π.χ. ριζική προστατεκτομή, ακτινοθεραπεία).

Η ριζική θεραπεία για τον εντοπισμένο καρκίνο του προστάτη περιλαμβάνει κυρίως τη ριζική προστατεκτομή και την ακτινοθεραπεία και η επιλογή της κατάλληλης προσέγγισης βασίζεται σε παράγοντες όπως η ηλικία του ασθενούς το προσδόκιμο ζωής η επιθετικότητα του όγκου η γενική κατάσταση υγείας και οι προσωπικές του προτιμήσεις.

Η ριζική προστατεκτομή είναι η χειρουργική αφαίρεση ολόκληρου του προστάτη μαζί με τις σπερματοδόχες κύστεις και συχνά και τους λεμφαδένες της περιοχής και πραγματοποιείται είτε με ανοικτή είτε με λαπαροσκοπική είτε με ρομποτικά υποβοηθούμενη τεχνική και εφαρμόζεται κυρίως σε νεότερους άνδρες με καλή υγεία που μπορούν να υποβληθούν σε γενική αναισθησία και επιθυμούν μια οριστική λύση χωρίς μακροχρόνια παρακολούθηση.

Η ακτινοθεραπεία είναι μια μη επεμβατική επιλογή που εφαρμόζεται εξωτερικά με σύγχρονες τεχνικές όπως η ακτινοθεραπεία έντασης διαμόρφωσης ή η στερεοτακτική ακτινοβολία και συχνά συνδυάζεται με ορμονοθεραπεία ειδικά σε περιπτώσεις ενδιάμεσου ή υψηλού κινδύνου προσφέροντας ισοδύναμα ποσοστά ελέγχου της νόσου με το χειρουργείο.

Η βραχυθεραπεία δηλαδή η εσωτερική ακτινοβόληση με ραδιενεργούς σπόρους εντός του προστάτη εφαρμόζεται κυρίως σε περιπτώσεις χαμηλού κινδύνου και μικρού μεγέθους όγκου και προσφέρει στοχευμένη θεραπεία με μικρότερη επιβάρυνση των γειτονικών ιστών.

Εναλλακτικές θεραπείες όπως η κρυοθεραπεία ή ο θεραπευτικός υπέρηχος υψηλής έντασης δοκιμάζονται σε επιλεγμένους ασθενείς και βρίσκονται ακόμα υπό αξιολόγηση σε κλινικά πρωτόκολλα.

Η επιλογή θεραπείας γίνεται πάντοτε εξατομικευμένα σε συνεννόηση με την ιατρική ομάδα με στόχο τη μέγιστη αποτελεσματικότητα με τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του ασθενούς.

 Ποιες είναι οι νεότερες εξελίξεις στην αντιμετώπιση του προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του προστάτη;

Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις στην αντιμετώπιση του προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου του προστάτη επικεντρώνονται στη στοχευμένη θεραπεία με αντιανδρογόνα νέας γενιάς όπως darolutamide, apalutamide, enzalutamide, abiraterone σε άνδρες με ορμονοευαίσθητο μεταστατικό καρκίνο προστάτη (mHSPC) με ή χωρίς την προσθήκη χημειοθεραπείας με δοσεταξέλη σε επιλεγμένους ασθενείς με υψηλό φορτίο πρωτοεμφανιζόμενης μεταστατικής νόσου.

Οι συνδυασμοί αυτοί προστίθενται στη βασική αντι-ορμονική θεραπεία στέρησης ανδρογόνων και οδηγούν σε βελτίωση στην ολική επιβίωση των ασθενών. Μια άλλη σημαντική καινοτομία αφορά τη θεραπευτική στόχευση ασθενών με μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1/2 με τη χρήση αναστολεων PARP όπως το olaparib καθώς και την ευρύτερη χρήση τους σε συνδυασμό με νεότερα αντιανδρογόνα σε ασθενείς με μεταστατικό ευνουχοάντοχο καρκίνο προστάτη.

Μια τρίτη στρατηγική που αυξάνει την επιβίωση είναι η ραδιονουκλιδική θεραπεία με PSMA-Lutetium 177 η οποία στοχεύει άμεσα τα καρκινικά κύτταρα με ελάχιστη επίδραση στους γύρω ιστούς βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής και μειώνοντας τον πόνο σε μεταστατικούς ασθενείς.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ενθαρρυντικά αποτελέσματα υπάρχουν και για άλλες θεραπείες  σε προσεκτικά επιλεγμένους ασθενείς (ανοσοθεραπείες, στόχευση όγκων με απώλεια PTEN, στόχευση νευροενδοκρινούς διαφοροποίησης, CAR-T κύτταρα, εμβόλια καρκίνου) οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται ακόμα σε κλινικές δοκιμές αλλά προσφέρουν ελπίδα για εξατομικευμένη θεραπεία.

Ποιες είναι οι συχνότερες παρενέργειες κάθε θεραπείας (χειρουργείο, ακτινοθεραπεία, ορμονοθεραπεία) και πώς αντιμετωπίζονται;

Η ριζική προστατεκτομή δηλαδή η χειρουργική αφαίρεση του προστάτη συνοδεύεται συχνότερα από ακράτεια ούρων και στυτική δυσλειτουργία. Η ακράτεια μπορεί να είναι παροδική ή μόνιμη και αντιμετωπίζεται με ασκήσεις ενδυνάμωσης πυελικού εδάφους φυσικοθεραπεία ή και εμφύτευση τεχνητού σφιγκτήρα σε βαριές περιπτώσεις. Η στυτική δυσλειτουργία οφείλεται στη διατομή ή βλάβη των νεύρων που ελέγχουν τη στύση και η αποκατάστασή της επιχειρείται με φαρμακευτικά σκευάσματα όπως αναστολείς PDE5 ή με ενέσεις στο πέος ή με χρήση αντλιών κενού.

Η εξωτερική ακτινοθεραπεία μπορεί να προκαλέσει κυρίως ερεθισμό του ορθού και της ουροδόχου κύστης οπότε εμφανίζονται συμπτώματα όπως συχνοουρία επιτακτική ούρηση αιματουρία ή διάρροια που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι παροδικά και αντιμετωπίζονται με αλλαγές στη διατροφή χρήση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή τοπικών παραγόντων ενώ σπανιότερα απαιτείται διακοπή θεραπείας ή επεμβατική αντιμετώπιση. Επίσης η στυτική λειτουργία μπορεί να επηρεαστεί σταδιακά μέσα σε μήνες ή χρόνια από το τέλος της ακτινοθεραπείας

Η ορμονοθεραπεία η οποία χρησιμοποιείται κυρίως σε προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο προκαλεί συστηματικές παρενέργειες λόγω της μείωσης της τεστοστερόνης. Οι συχνότερες περιλαμβάνουν εξάψεις, κόπωση, απώλεια μυϊκής μάζας, αύξηση βάρους, μείωση της λίμπιντο, οστεοπόρωση, και διαταραχές στο μεταβολισμό όπως αύξηση σακχάρου και λιπιδίων. Για την αντιμετώπισή τους εφαρμόζονται αλλαγές στον τρόπο ζωής, άσκηση, διατροφική παρέμβαση, χορήγηση βιταμίνης D και ασβεστίου, καθώς και ειδικά φάρμακα κατά της οστεοπενίας ή του διαβήτη σε πιο σοβαρές περιπτώσεις.

Συνολικά οι παρενέργειες κάθε θεραπείας μπορεί να επηρεάσουν την ποιότητα ζωής του ασθενούς σε μικρό ή μεγάλο βαθμό αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι διαχειρίσιμες και συχνά αναμενόμενες. Για τον λόγο αυτό απαιτείται στενή παρακολούθηση σωστή ενημέρωση και διεπιστημονική προσέγγιση με τον Ουρολόγο Παθολόγο-Ογκολόγο, και Ακτινοθεραπευτή ογκολόγο.

Ποιες νέες θεραπείες και οι διαγνωστικές μέθοδοι αναμένεται να αλλάξουν το τοπίο τα επόμενα χρόνια;

Τα επόμενα χρόνια αναμένεται να αλλάξουν σημαντικά οι θεραπευτικές και διαγνωστικές προσεγγίσεις στον καρκίνο του προστάτη χάρη σε εξελίξεις που συνδυάζουν την ιατρική ακριβείας, την τεχνητή νοημοσύνη, και τα νέα ραδιοφάρμακα. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η αξιοποίηση του PSMA τόσο σε επίπεδο PET απεικόνισης όσο και ως στόχος θεραπείας με ραδιονουκλίδια ενώ παράλληλα αναπτύσσονται θεραπείες που στοχεύουν άλλους επιφανειακούς υποδοχείς καρκινικών κυττάρων πέρα από το PSMA προσφέροντας νέες δυνατότητες για εξατομικευμένη προσέγγιση.

Αυξάνεται επίσης η χρήση της πολυπαραμετρικής μαγνητικής τομογραφίας σε συνδυασμό με λογισμικά τεχνητής νοημοσύνης που αναλύουν βιοψίες και απεικονιστικά δεδομένα με μεγαλύτερη ακρίβεια ενώ αναπτύσσονται υγρές βιοψίες που εντοπίζουν κυκλοφορούντα καρκινικά κύτταρα και ελεύθερο DNA στο αίμα επιτρέποντας τη μη επεμβατική παρακολούθηση και διάγνωση.

Νέες μορφές ορμονικής θεραπείας και στοχευμένων θεραπειών υπόσχονται καλύτερο έλεγχο της μεταστατικής νόσου με λιγότερες παρενέργειες ενώ ανοσοθεραπευτικές στρατηγικές και συνδυασμοί θεραπειών ερευνούνται εντατικά για την επέκταση της επιβίωσης σε ασθενείς με ανθεκτική νόσο.

Τέλος, η εισαγωγή πολυγονιδιακών εργαλείων πρόγνωσης και η βιοπληροφορική ανάλυση μεγάλων δεδομένων μπορούν να συμβάλλουν στην καλύτερη επιλογή της κατάλληλης θεραπείας για κάθε ασθενή με βάση τα μοριακά χαρακτηριστικά του όγκου του ανοίγοντας μια νέα εποχή στην εξατομικευμένη ογκολογική διαχείριση των ασθενών.

Τι περισσότερο έχουν να προσφέρουν στον ασθενή θεραπείες;

Το Nubeqa (δραστική ουσία darolutamide) είναι ένας νεότερος αντιανδρογόνος παράγοντας δεύτερης γενιάς. Το Nubeqa έχει εγκριθεί από τους μεγαλύτερους διεθνείς οργανισμούς (FDA και EMA) και συμπεριλαμβάνεται πλέον στις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες (NCCN, EAU, ASCO) τόσο για ασθενείς με μη μεταστατικό ευνουχοάντοχο όσο και για ασθνείς με μεταστατικό ορνονοευαίσθητο καρκίνο προστάτη.

Ανήκει στην ίδια κατηγορία με φάρμακα όπως το enzalutamide και το apalutamide αλλά παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα όσον αφορά τις παρενέργειες, την ανοχή και τη συμβατότητα με καθημερινές δραστηριότητες.

Τι προσφέρει στον ασθενή:

  • Επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου καθυστερώντας σημαντικά την εμφάνιση μεταστάσεων και την ανάγκη για επιθετικότερες θεραπείες.
  • Βελτίωση της συνολικής επιβίωσης ειδικά όταν χορηγείται σε συνδυασμό με αντι-ορμονική αγωγή με ή χωρίς χημειοθεραπεία σε περιπτώσεις μεταστατικού ορμονοευαίσθητου καρκίνου.
  • Ελάχιστη διέλευση στον εγκέφαλο κάτι που σημαίνει λιγότερες νευρολογικές και ψυχιατρικές παρενέργειες όπως κόπωση, σπασμοί ή διαταραχές συγκέντρωσης που παρατηρούνται συχνότερα με άλλα αντιανδρογόνα.
  • Καλύτερη ποιότητα ζωής λόγω του ηπιότερου προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών το οποίο περιλαμβάνει μικρότερη συχνότητα μυϊκής αδυναμίας, πτώσεων, εξάψεων και διαταραχών στον ύπνο.
  • Χορήγηση από το στόμα με δύο δόσεις ημερησίως που επιτρέπει στον ασθενή να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς συχνές νοσηλείες ή ενέσιμες θεραπείες.
  • Καλή συνδυασιμότητα με άλλες θεραπείες όπως η χημειοθεραπεία ή η εξωτερική ακτινοθεραπεία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα