Θύμα της γεωργιανής μαφίας “Vor V Zakone” η γιαγιά του Γιώργου Πρίντεζη

Θύμα της γεωργιανής μαφίας “Vor V Zakone” η γιαγιά του Γιώργου Πρίντεζη
Γιώργος Πρίντεζης Eurokinissi Sports

Οι δράστες είχαν ακινητοποιήσει τη γιαγιά του μπασκετμπολίστα του Ολυμπιακού και της απέσπασαν χρήματα και κοσμήματα

Η γιαγιά του μπασκετμπολίστα Γιώργου Πρίντεζη ήταν ανάμεσα στα θύματα της σπείρας των ληστών της Vor V Zakone που εξαρθρώθηκε από την Ασφάλεια Αττικής.

Έπεσε θύμα των ληστών μέσα στο σπίτι της, επί της οδού Αργυροκάστρου, στον Άγιο Δημήτριο, όπου οι δράστες ακινητοποίησαν με απειλή βίας εκείνη και την οικιακή της βοηθό από την Γεωργία, ενώ δεν σεβάστηκαν ούτε τον κατάκοιτο σύζυγό της. Αφαίρεσαν ένα ρολόι, χρήματα, τιμαλφή και κοσμήματα αξίας και εξαφανίστηκαν.

Θύμα παρόμοιας ενέργειας έπεσε και ένας ηλικιωμένο στο σπίτι του στο Χαλάνδρι επί της οδού Δρυοπίδος, όπου οι δράστες και πάλι με απειλή και χρήση βίας, ακινητοποίησαν τον ίδιο και την οικιακή του βοηθό επίσης από την Γεωργία και του αφαίρεσαν 12.000 ευρώ και τιμαλφή αξίας 250.000 ευρώ.

Κοινό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις και γενικά στην πλειονότητα των περιπτώσεων που χτυπούσαν οι Γεωργιανοί ληστές και διαρρήκτες, ήταν ότι  οι οικιακοί βοηθοί ήταν ομοεθνείς τους, κάτι το οποίο εξετάζουν με μεγάλη προσοχή οι Αρχές, αφού φαίνεται πως είχαν αναπτύξει δίκτυο πληροφόρησης μέσω κάποιων καταστημάτων και καφέ που συχνάζουν ομοεθνείς τους.

Πέρα από τις πέντε συλλήψεις, ανάμεσά τους και ο αρχηγός τους, ταυτοποιήθηκε ως μέλος της οργάνωσης και ένας 48χρονος Γεωργιανός, ο οποίος αναζητείται, ενώ από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι στο παρελθόν έχει διαπράξει ληστείες σε οικίες κατά τις οποίες προκαλούσε σοβαρές σωματικές βλάβες στους ενοίκους και άτυχα θύματά του, με τη χρήση ηλεκτρικού σίδερου και σε βάρος του εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης για παρόμοια αδικήματα.

Μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί δύο ληστείες που είχαν διαπράξει σε Άγιο Δημήτριο και Χαλάνδρι καθώς και 9 περιπτώσεις διαρρήξεων σε οικίες, σε Αθήνα, Νέα Σμύρνη, Καλλιθέα, Παγκράτι, Κολωνό και Χαλάνδρι, ενώ εξετάζεται η συμμετοχή τους σε δεκάδες επιπλέον περιπτώσεις.

Από τη μέχρι στιγμής έρευνα, που βασίστηκε στη συνδυαστική μελέτη και ανάλυση στοιχείων, προέκυψε ότι η εγκληματική οργάνωση ήταν δομημένη στο πλαίσιο των διεθνικών εγκληματικών ομάδων του ευρασιατικού οργανωμένου εγκλήματος, με κύριο χαρακτηριστικό την πίστη και την αφοσίωση στην «ομάδα», η οποία διασφαλιζόταν από το γεγονός ότι τα μέλη της έχουν κοινή εθνική βάση.

Ο «αρχηγός» συμμετείχε στο σύνολο των αξιόποινων πράξεων και ήταν αυτός που έδινε τις εντολές στα υπόλοιπα μέλη, έχαιρε απόλυτου σεβασμού των μελών της οργάνωσης και μάλιστα ήταν αυτός που επέλεγε τα άτομα που θα ενταχθούν στην οργάνωση.

Τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης ήταν κακοποιοί επιπέδου «δρόμου» (street level criminals), που ενεργούσαν με διακριτούς ρόλους (φυσικοί αυτουργοί, τσιλιαδόροι, κατοπτεύοντες κλπ.), τηρώντας μεταξύ τους κανόνες σχετικής ιεραρχίας, ενώ σε περίπτωση που ο «στόχος» απαιτούσε την παρουσία περισσότερων ατόμων, στρατολογούσαν εκτάκτως νέα άτομα για ενίσχυση.

Κατά την εγκληματική τους δραστηριότητα και προκειμένου να καταστήσουν δυσχερή τον εντοπισμό τους από τις αστυνομικές Αρχές, τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν αυτοκίνητα που ήταν καταχωρημένα σε στοιχεία τρίτων αλλοδαπών προσώπων.

Ορμητήριο της ομάδας αποτελούσαν καταστήματα στο κέντρο των Αθηνών, στα οποία σύχναζαν κυρίως ομοεθνείς τους και τους προσέφεραν ασφάλεια προκειμένου να καταστρώνουν με ακρίβεια τα επιχειρησιακά τους σχέδια. Αρκετές φορές μάλιστα, τα μέλη της οργάνωσης μετά από τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων συγκεντρώνονταν όλοι μαζί στα καταστήματα αυτά, προκειμένου να προβούν στην αποτίμηση των αποτελεσμάτων των ενεργειών τους και στο μοίρασμα των κερδών.

Από τη διερεύνηση της υπόθεσης προέκυψε ότι τα αντικείμενα που αφαιρούσαν από τις οικίες, τα πωλούσαν σχεδόν αμέσως σε διάφορα ενεχυροδανειστήρια της Αθήνας, αποκομίζοντας μεγάλα οικονομικά οφέλη.

Αναφορικά με τον τρόπο δράσης τους, προέκυψε ότι τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν συγκεκριμένη εφαρμοζόμενη μεθοδολογία, την οποία σπάνια διαφοροποιούσαν.

Συγκεκριμένα στο στάδιο της προπαρασκευής των ενεργειών τους, αφού εντόπιζαν τους «στόχους», μετέβαιναν πρωινές ώρες όταν οι ένοικοι τους έλειπαν και προχωρούσαν στην κατόπτευση των οικιών και στην παρακολούθηση της ευρύτερης περιοχής, ώστε να είναι σε θέση να καταστρώσουν το καλύτερο δυνατό σχέδιο για την επίτευξη τους στόχου τους.

Επιπλέον απέκρυπταν, σε σημεία κοντινά της οικίας που θα ενεργούσαν, τα διαρρηκτικά τους εργαλεία, μηδενίζοντας τις πιθανότητες να βρεθούν στην κατοχή τους σε ενδεχόμενο έλεγχο από τις διωκτικές Αρχές. Μάλιστα η ενδυμασία τους ήταν εναρμονιζόμενη, κάθε φορά, στην περιοχή που επέλεγαν να δράσουν, για να μην κινούν υποψίες.

Κατά τη διάρκεια των κλοπών τουλάχιστον δύο μέλη της οργάνωσης επιτηρούσαν εξωτερικά την οικία, ενώ έτερο μέλος που βρισκόταν εντός, συνομιλούσε διαρκώς στο τηλέφωνο με τους «τσιλιαδόρους» για να έχει άμεση ενημέρωση αν πλησίαζε κάποιος από τους ενοίκους ή τις αστυνομικές Αρχές.

Τα μέλη της οργάνωσης κατείχαν ιδιαίτερη τεχνογνωσία και εξειδίκευση στους διαφόρους τύπους κλειδαριών, επιλέγοντας τα απαραίτητα εργαλεία που απαιτούνται για τη διάρρηξη της θύρας.

Από τα σπίτια αφαιρούσαν κυρίως χρήματα, χρυσαφικά, ασημικά, ρολόγια, φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα, μέρος των οποίων έστελναν σε χώρες του εξωτερικού.

Σε όλα τα στάδια της παράνομης δράσης τους, λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα και κάρτες SIM, καταχωρημένες σε ονόματα ανύπαρκτων αλλοδαπών.

Στις περιπτώσεις ληστειών τα μέλη της οργάνωσης, χρησιμοποιώντας συναφή μεθοδολογία, επέλεγαν οικίες που διέμεναν κυρίως ηλικιωμένα άτομα και δρούσαν κυρίως κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, προκειμένου τα υποψήφια θύματά να κοιμούνται και να μην είναι σε θέση να αντιδράσουν.

Απέκρυπταν τα χαρακτηριστικά τους με κουκούλες και γάντια και αφού εισέρχονταν στις οικίες, ακινητοποιούσαν τα θύματά τους χρησιμοποιώντας σωματική βία και τα εξανάγκαζαν να τους υποδείξουν σημεία με χρήματα και τιμαλφή.

Σημειώνεται, ότι οι συλληφθέντες δεν εργάζονταν και δεν είχαν άλλο τρόπο βιοπορισμού ως χρησμένα μέλη της «Vor V Zakone», που ορκίζονται να μην εργαστούν ποτέ νόμιμα, πλην της παράνομης δραστηριότητας τους. Οι έρευνες θα συνεχιστούν για την πλήρη διακρίβωση του εύρους της εγκληματικής τους δραστηριότητας, την συμμετοχή τους σε παρόμοιες αξιόποινες πράξεις, καθώς και τον εντοπισμό λοιπών μελών της οργάνωσης. Όπως προέκυψε επίσης, για έναν από τους συλληφθέντες εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης στην Ισπανία για ληστείες που έχει διαπράξει και εκεί.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα