Γιατί ο Τραμπ δεν προσπαθεί να αποκλιμακώσει την κρίση Ινδίας – Πακιστάν

Διαβάζεται σε 8'
Γιατί ο Τραμπ δεν προσπαθεί να αποκλιμακώσει την κρίση Ινδίας – Πακιστάν
Ντόναλντ Τραμπ AP Evan Vucci

Με απάθεια έχει αντιδράσει έως τώρα η αμερικανική κυβέρνηση στην κλιμακούμενη κρίση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Γιατί οι ΗΠΑ δεν ηγούνται διπλωματικών προσπαθειών για να αποφευχθεί ο πόλεμος.

Η κλιμακούμενη ένταση ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν είναι ακριβώς το είδος διεθνούς έκτακτης ανάγκης που, στο παρελθόν, θα ενεργοποιούσε μια πλήρη διπλωματική κινητοποίηση των Ηνωμένων Πολιτειών για την αποτροπή ευρύτερης σύρραξης.

Ωστόσο, η νέα αυτή αναμέτρηση — που ξεφεύγει από τα στενά όρια του Κασμίρ, της αμφισβητούμενης περιοχής με μουσουλμανική πλειοψηφία — αναδεικνύεται σε δοκιμασία για την ικανότητα της κυβέρνησης Τραμπ να διαχειριστεί διεθνείς κρίσεις, καθώς και για τον ρόλο της Αμερικής σε έναν κόσμο όπου η επιρροή της υποχωρεί.

Ο Αμερικανός πρόεδρος, την Τρίτη, αντέδρασε με χαρακτηριστική απάθεια στην αναζωπύρωση των συγκρούσεων. «Είναι κρίμα», είπε. «Απλώς ελπίζω να τελειώσει γρήγορα». Την επόμενη μέρα, δήλωσε πως είναι πρόθυμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του. «Έχω καλές σχέσεις και με τους δύο, τους ξέρω καλά και θέλω να το λύσουν μεταξύ τους», είπε. «Ανταποδίδουν τα χτυπήματα. Ελπίζω να σταματήσει εδώ… Αν μπορώ να βοηθήσω, είμαι διαθέσιμος».

Ο Υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο έχει έρθει σε επαφή με υψηλόβαθμους αξιωματούχους από την Ινδία και το Πακιστάν τις τελευταίες εβδομάδες — ιδίως μετά τις ινδικές επιδρομές εντός πακιστανικού εδάφους την Τρίτη. Ωστόσο, δεν διαφαίνεται κάποια ευρύτερη αμερικανική πρωτοβουλία για συντονισμό διεθνούς διαμεσολάβησης ή διαχείρισης της κρίσης.

Πυραυλική επίθεση στο Πακιστάν AP/K.M. Chaudary

Αυτό ενδέχεται να οφείλεται στο γεγονός ότι οι συνθήκες δεν θεωρούνται ακόμη ώριμες για διπλωματική παρέμβαση, καθώς αναμένεται περαιτέρω κλιμάκωση. Αν και η δήλωση του Πακιστάν ότι κατέρριψε πέντε ινδικά αεροσκάφη ενδέχεται να θεωρηθεί ότι διασώζει το γόητρό του, η πακιστανική ηγεσία έχει δεσμευτεί να απαντήσει με χτυπήματα σε ινδικές στρατιωτικές υποδομές.

Η στάση των ΗΠΑ θα παρακολουθείται με προσοχή τις επόμενες ημέρες, καθώς η δεύτερη θητεία του Τραμπ χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη της παραδοσιακής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, αφήνοντας κενό εκεί που κάποτε υπήρχε πολυμερής αμερικανική ηγεσία.

Ο Τραμπ δείχνει μικρό ενδιαφέρον για τη δημιουργία διεθνών συμμαχιών ή την αξιοποίηση των υπαρχουσών για την επίτευξη κοινών στόχων. Αντιθέτως, προτιμά να χρησιμοποιεί την οικονομική και στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ για να ασκεί πίεση σε μικρότερα κράτη προς όφελος της Αμερικής, χωρίς να κάνει διαχωρισμούς ανάμεσα σε συμμάχους και αντιπάλους.

Παρότι ο Τραμπ έχει θέσει την ειρήνη ως βασικό άξονα της νέας του θητείας, η πρόοδός του στην αποκλιμάκωση σε Ουκρανία και Γάζα, είναι πενιχρή.

Διαδήλωση Πακιστανών στο Λονδίνο AP Alberto Pezzali

Οι διαχρονικές προσπάθειες της Ουάσιγκτον να τερματίσει τη βία στο Κασμίρ

Το Κασμίρ είναι μια περιοχή στα βορειοδυτικά της Ινδίας, που συνορεύει με το Αφγανιστάν, την Κίνα, την Ινδία και το Πακιστάν. Τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν διεκδικούν ολόκληρη την περιοχή, αλλά κάθε χώρα ελέγχει ένα τμήμα της, χωρισμένο από ένα ασταθές σύνορο γνωστό ως “Γραμμή Ελέγχου” (Line of Control). Η Κίνα ελέγχει επίσης ένα τρίτο κομμάτι του Κασμίρ.

Η σπίθα της σύγκρουσης άναψε στα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν η αποχωρούσα αποικιακή δύναμη, η Βρετανία, διαίρεσε την Ινδία σε δύο κράτη: τη σύγχρονη Ινδία, με κυρίως ινδουιστικό πληθυσμό, και το Πακιστάν, όπου υπερισχύει το μουσουλμανικό στοιχείο. Από τότε, οι δύο χώρες έχουν εμπλακεί σε τρεις πολέμους για το Κασμίρ, ενώ τα τελευταία 25 χρόνια έχουν σημειωθεί πολλές μικρότερες συγκρούσεις και ξεσπάσματα βίας για την περιοχή.

Η πιο ανησυχητική από αυτές ήταν η σύγκρουση στο Κάργκιλ το 1999, όταν ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον παρενέβη φοβούμενος, όπως και η αμερικανική κοινότητα πληροφοριών, ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε καταστροφική πυρηνική αναμέτρηση — καθώς και οι δύο χώρες είχαν μόλις πραγματοποιήσει πυρηνικές δοκιμές. Τα τελευταία χρόνια, Ινδία και Πακιστάν έχουν περιορίσει τις πυρηνικές απειλές ακόμη και σε περιόδους έντασης στο Κασμίρ. Και καθώς αποκτούν πιο ώριμο πυρηνικό προφίλ, οι φόβοι για έναν πόλεμο με όπλα μαζικής καταστροφής έχουν κάπως υποχωρήσει.

Παρ’ όλα αυτά, η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να θεωρεί ότι η αποτροπή επιδείνωσης της κρίσης στο Κασμίρ αξίζει την επένδυση της αμερικανικής ισχύος. Αυτό φάνηκε και στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, όταν ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο μεσολάβησε για να αποτρέψει μια σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών πριν από έξι χρόνια. «Δεν νομίζω ότι ο κόσμος αντιλαμβάνεται πόσο κοντά έφτασε η διαμάχη Ινδίας-Πακιστάν στο να εξελιχθεί σε πυρηνική καταστροφή τον Φεβρουάριο του 2019», έγραψε ο Πομπέο στα απομνημονεύματά του με τίτλο Never Give an Inch.

Η κρίση Ινδίας – Πακιστάν σε μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα

Πέρα από την απροθυμία της κυβέρνησης Τραμπ να αναλάβει τον παραδοσιακό ρόλο των ΗΠΑ ως παγκόσμιου ηγέτη, υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους οι διπλωματικές στρατηγικές του παρελθόντος ίσως να μην είναι πλέον αποτελεσματικές μέσα σε μια πιο κατακερματισμένη και ασταθή παγκόσμια τάξη.

Μία από τις συνέπειες της κρίσης στο Κάργκιλ το 1999 ήταν η ενίσχυση των σχέσεων των ΗΠΑ με την Ινδία, μια χώρα όλο και πιο ισχυρή, δυναμική και εύπορη. Από τότε, κάθε αμερικανική κυβέρνηση ακολούθησε τη γραμμή του Κλίντον. Ο ίδιος ο Τραμπ διατηρεί προσωπικά και πολιτικά στενές σχέσεις με τον Μόντι, καθώς και οι δύο είναι εθνικιστές.

Ντόναλντ Τραμπ και Ναρέντρα Μόντι AP Alex Brandon

Η φρικιαστική φύση των επιθέσεων εναντίον άοπλων τουριστών στο Κασμίρ έχει προκαλέσει συμπάθεια προς την Ινδία — όχι μόνο στην Ουάσιγκτον — και μια αίσθηση ότι έχει το δικαίωμα να αμυνθεί, παρότι σε μεγάλο μέρος του κόσμου υπάρχει δυσαρέσκεια για την καταστολή των μουσουλμάνων από τον Μόντι στο ινδικό Κασμίρ τα τελευταία χρόνια. Το Πακιστάν αρνείται ότι στο έδαφός του λειτουργούν τρομοκρατικά στρατόπεδα από τα οποία σχεδιάστηκαν οι επιθέσεις.

Παράλληλα, η ικανότητα των ΗΠΑ να ασκήσουν πίεση στο Πακιστάν έχει μειωθεί, μετά το τέλος της εύθραυστης συμμαχίας τους στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Το Πακιστάν έχει στραφεί πλήρως στη μακρόχρονη πολιτική του συμμαχία με την Κίνα, γεγονός που σημαίνει ότι πλέον κάθε μία από τις δύο αντίπαλες χώρες της Νότιας Ασίας έχει από πίσω της μία υπερδύναμη.

Συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον πρώην πρωθυπουργό του Πακιστάν Ιμράν Καν το 2020. AP Evan Vucci

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει σημειωθεί τεράστια αλλαγή στη θέση των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια», δήλωσε ο Μίλαν Βαϊσνάβ, διευθυντής του προγράμματος για τη Νότια Ασία στο Carnegie Endowment for International Peace, στην Μπέκι Άντερσον του CNN την Τετάρτη. «Η Ινδία είναι ένας από τους πιο σημαντικούς στρατηγικούς εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ η σημασία του Πακιστάν έχει πραγματικά υποχωρήσει. Νομίζω πως η Αμερική αναμένει μια αντίδραση από το Πακιστάν, και ελπίζει ότι από εκεί και πέρα οι δύο πλευρές θα μπορέσουν να διασώσουν το κύρος τους και να βρουν μια διέξοδο».

Αν δεν υπάρξει παρέμβαση από την Ουάσιγκτον, η διαμεσολάβηση ίσως ξεκινήσει από τη Μέση Ανατολή. Το Κατάρ, για παράδειγμα, έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις προσπάθειες επίτευξης εκεχειρίας και απελευθέρωσης ομήρων μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Κατάρ — όπως και το Πακιστάν, κράτος με πλειοψηφία σουνιτών μουσουλμάνων — εξέφρασε συλλυπητήρια και καταδίκασε την επίθεση στο ινδικό Κασμίρ. Σύμφωνα με τον ινδικό Τύπο, ο οποίος συχνά εντείνει τις εντάσεις, η τηλεφωνική επικοινωνία του Εμίρη του Κατάρ, Σεΐχη Ταμίμ αλ-Θάνι, με τον Μόντι ερμηνεύτηκε ως εσκεμμένη υποβάθμιση της κυβέρνησης στο Ισλαμαμπάντ.

Ο Πρωθυπουργός του Κατάρ, Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραχμάν αλ-Θάνι, είχε ξεχωριστές τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Ινδό υπουργό Εξωτερικών και με τον Πακιστανό Πρωθυπουργό Σαρίφ. Σε ανακοίνωσή του, το υπουργείο Εξωτερικών του Κατάρ δήλωσε πως η χώρα «υποστηρίζει πλήρως όλες τις περιφερειακές και διεθνείς προσπάθειες για την επίλυση των διαφορών μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν».

Ο Ουίλασι-Γουίλσι τόνισε ότι οι δανειστές του Πακιστάν, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία, έχουν τη δύναμη να επιβάλουν αυτοσυγκράτηση στο Ισλαμαμπάντ, καθώς το Πακιστάν βρίσκεται εν μέσω βαθιάς οικονομικής κρίσης.

Ωστόσο, εκτός αν η κατάσταση επιδεινωθεί δραματικά, είναι απίθανο οι διεθνείς προσπάθειες για την επίλυση της κρίσης να καθοδηγηθούν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα