Το Δουβλίνο τόλμησε. Η Αθήνα γιατί όχι;

Διαβάζεται σε 4'
O πρωθυπουργός της Ιρλανδίας
O πρωθυπουργός της Ιρλανδίας AP

Η Ιρλανδία συνδέει την ηθική με το εθνικό συμφέρον. Δεν απομονώνεται· ηγεμονεύει αξιακά. Χτίζει συμμαχίες με βάση τη συνέπεια και όχι τον φόβο.

Η απόφαση της ιρλανδικής κυβέρνησης να καταθέσει νομοσχέδιο που απαγορεύει τις εισαγωγές προϊόντων από τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη δεν είναι απλώς συμβολική. Είναι νομικά τεκμηριωμένη, θεσμικά τολμηρή και ηθικά επιτακτική. Η Ιρλανδία βασίζεται σε μια συμβουλευτική γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης που εκδόθηκε το 2023 κατόπιν αιτήματος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Το Διεθνές Δικαστήριο κάλεσε όλα τα κράτη να μην αναγνωρίζουν ή ενισχύουν, μέσω εμπορικών ή επενδυτικών σχέσεων, καταστάσεις παραβίασης διεθνούς δικαίου, όπως αυτή της ισραηλινής κατοχής στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Η Ιρλανδία, όπως έκανε και με το αίτημα αναγνώρισης του παλαιστινιακού κράτους, σμιλεύει ένα διεθνές προφίλ που συνδέει την ηθική με το εθνικό συμφέρον. Δεν απομονώνεται· ηγεμονεύει αξιακά. Χτίζει συμμαχίες με βάση τη συνέπεια και όχι τον φόβο. Και ταυτόχρονα υποδεικνύει πως ακόμη και μικρές χώρες μπορούν να διαμορφώνουν την Ευρώπη που θέλουν αρκεί να διαθέτουν θάρρος.

Το επιχείρημα ότι τέτοιες κινήσεις είναι αρμοδιότητα της ΕΕ δεν στέκει. Η Ιρλανδία αξιοποιεί την εξαίρεση που προβλέπει το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για μονομερείς εμπορικούς περιορισμούς σε περιπτώσεις συστηματικής παραβίασης διεθνούς δικαίου και ανθρωπιστικού κώδικα. Δεν είναι νομικός ακτιβισμός. Είναι κράτος δικαίου που σέβεται τον εαυτό του.

Αυτό που κάνει τη στάση της Ιρλανδίας ακόμη πιο ηχηρή είναι ότι η κυβέρνηση του Simon Harris προέρχεται από την ίδια πολιτική οικογένεια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Και όμως, το Δουβλίνο τολμά εκεί που η Αθήνα σιωπά. Η απόσταση δεν είναι ιδεολογική. Είναι ζήτημα βούλησης.

Η Ελλάδα ακολουθεί μια γραμμή αμήχανης ισορροπίας: σιωπή ή αποχή σε κρίσιμες ψηφοφορίες του ΟΗΕ, μονομερής στήριξη του Ισραήλ, ακόμη και όταν το κόστος αξιοπιστίας είναι εμφανές. Παράλληλα, έχει επενδύσει σε μια σχέση στρατηγικής εγγύτητας με το Ισραήλ, ως μέσο βελτίωσης των προσβάσεών της στα αμερικανικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Αυτή η επιλογή, όμως, αρχίζει να χάνει την αξία της, ειδικά σε μια συγκυρία όπου οι ΗΠΑ επανακαθορίζουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, ακόμη και χωρίς προσυνεννόηση.

Η Ουάσινγκτον, υπό την ηγεσία Τραμπ, επιδιώκει πλέον μια νέα περιφερειακή αρχιτεκτονική στη Μέση Ανατολή, με πιο ανοιχτούς διαύλους προς το Ιράν, τους Χούθι, ακόμα και τη μεταβατική κυβέρνηση της Συρίας. Η απουσία διαβούλευσης με το Ισραήλ είναι ενδεικτική. Οι ακροδεξιοί εταίροι του Νετανιάχου, που επένδυσαν σε μια πολιτική λευκής επιταγής, διαπιστώνουν πως ο Αμερικανός Πρόεδρος προχωρά εκτός ισραηλινής ατζέντας.

Μέσα σ’ αυτό το ρευστό περιβάλλον, η ελληνική ταύτιση με τις αδιάλλακτες εκδοχές της ισραηλινής πολιτικής μοιάζει ασύμφορη και ηθικά επίφοβη. Το επιχείρημα περί στρατηγικών επενδύσεων οφείλει να συνυπολογίζει και τη φθορά αξιοπιστίας που συνεπάγεται η απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής κριτικής στις ισραηλινές ενέργειες. Ιδίως όταν η χώρα μας επιμένει να ζητά σεβασμό για τα ζητήματα της κατεχόμενης Κύπρου και των Βαρωσίων, είναι τουλάχιστον αντιφατικό να αποφεύγει κάθε αναφορά στις ισραηλινές πολιτικές εποικισμού στη Δυτική Όχθη.

Η Ιρλανδία μάς προσφέρει ένα διαφορετικό παράδειγμα. Μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα που επιλέγει να λειτουργήσει ως φορέας ηθικής συνοχής και θεσμικής πρωτοπορίας. Που κατανοεί πως ο μόνος τρόπος να επηρεάσεις το διεθνές περιβάλλον δεν είναι να γίνεσαι δεδομένος, αλλά προβλέψιμος σε ό,τι αφορά τις αρχές σου. Σε μια Ευρώπη που δυσκολεύεται να αρθρώσει ενιαίο λόγο για την Παλαιστίνη, η Ιρλανδία διαμορφώνει de facto προηγούμενο.

Η Ελλάδα οφείλει, έστω και τώρα, να ισορροπήσει τη στάση της. Όχι απαραίτητα μέσω ρήξης, αλλά μέσω παρεμβάσεων χαμηλής όχλησης και υψηλού ηθικού φορτίου: πρωτοβουλίες για ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα, αποκατάσταση σχέσεων με μετριοπαθείς παλαιστινιακούς φορείς, συνεργασία με την Κύπρο και τους Άραβες εταίρους μας για στοχευμένες δράσεις ανοικοδόμησης και ειρήνευσης.

Όταν η ελληνική διπλωματία επιμένει να ευθυγραμμίζεται με τις πιο σκληρές εκδοχές μιας πολιτικής που καταστρέφει, χάνει το προνόμιο της αξιοπιστίας. Και μαζί του, χάνει και το δικαίωμα να επικαλείται την ευρωπαϊκή της ταυτότητα.

Ας το πούμε απλά: το Δουβλίνο τολμά ό,τι η Αθήνα δεν τολμά ούτε να συζητήσει. Και αυτό δεν είναι θέμα Ισραήλ–Παλαιστίνης. Είναι θέμα δημοκρατικής συγκρότησης και πολιτικής συνείδησης. Είναι ζήτημα αν μια χώρα, μικρή ή μεγάλη, θέλει να βλέπει τον εαυτό της ως παίκτη που υπερασπίζεται τη διεθνή νομιμότητα ή ως θεατή που αρκείται στο ρόλο του πρόθυμου συμμάχου.

Αν η Ιρλανδία μπορεί να υπερασπιστεί το διεθνές δίκαιο εντός της ίδιας ευρωπαϊκής πολιτικής οικογένειας, η Ελλάδα δεν έχει καμία δικαιολογία να σιωπά. Το παράδειγμα είναι ήδη εδώ – και μας κοιτά κατάματα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα