ΠΩΣ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ “ΑΝΕΣΤΗΣΕ” ΤΟΝ ΠΑΝΑΪΤ ΙΣΤΡΑΤΙ
Ενενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Παναΐτ Ιστράτι, η συναρπαστική μυθιστορηματική βιογραφία του δια χειρός Κώστα Ακρίβου αποτελεί το ιδανικό εφαλτήριο ώστε να κατανοήσει το πλατύ κοινό ποιος ήταν ο σπουδαίος Ελληνορουμάνος λογοτέχνης και τι έργο άφησε πίσω του. Ο συγγραφέας του βιβλίου «Όνομα πατρός: Δούναβης» μιλά στο NEWS 24/7.
«Μεγαλώνοντας, τα κενά και οι παραλείψεις των προηγούμενων χρόνων γίνονται ενοχές, τις οποίες προσπαθείς ή να τις εξορκίσεις ή να τις “μπαλώσεις” με όποια εργαλεία διαθέτεις σ’ αυτή την ηλικία. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τα βιβλία ή τους συγγραφείς, που για διάφορους λόγους δεν έχεις διαβάσει» τονίζει ευθύς εξαρχής ο συγγραφέας Κώστας Ακρίβος.
Ένα τέτοιο «κενό» ήταν για τον ίδιο ο -διάσημος, όχι όμως όσο θα έπρεπε, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη- Ελληνορουμάνος λογοτέχνης Παναΐτ Ιστράτι. Ώσπου πριν από δέκα περίπου χρόνια έπεσε στα χέρια του η Κυρά Κυραλίνα από τις εκδόσεις Ίνδικτος, σε μετάφραση του Αιμίλιου Χουρμούζιου, το πιο γνωστό του δηλαδή έργο που επιτέλους επανακυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε νέα μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη.
«Μέχρι εκείνη τη μέρα το μόνο που γνώριζα για τον Ιστράτι ήταν η κλασική φωτογραφία του με τον Καζαντζάκη στη σκιά της Ακρόπολης και τίποτα άλλο. Το να έχει γραφτεί ένα τέτοιο μυθιστόρημα εκατό χρόνια πριν, απευθείας στα γαλλικά και από έναν συγγραφέα που δεν είχε τελειώσει καλά καλά το δημοτικό σχολείο ήταν το αρχικό όσο και δυνατό ερέθισμα για να ψάξω να βρω και άλλα έργα του, κυρίως σε παλαιοβιβλιοπωλεία.
Το δεύτερο βιβλίο του που διάβασα ήταν μια μικρόσχημη σκληρόδετη έκδοση από τον Κάκτο, η συλλογή διηγημάτων Ο σφουγγαράς και άλλα διηγήματα, μεταφρασμένα από την Όλγα Τρέμη.»
Στα 57 του τότε ο Ακρίβος είχε ήδη διανύσει ως συγγραφέας μια λαμπρή πορεία, αρχής γενομένης από το σημαδιακό καλοκαίρι του ’93, τότε που έπιασε στα χέρια του το πρώτο δικό του βιβλίο. Επρόκειτο για τη νουβέλα Η δοτική του χάους.
«Δέχομαι τηλεφώνημα από τις εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνης ότι κυκλοφόρησε, κατεβαίνω από τον Βόλο και έρχομαι σε μια αυγουστιάτικη πυρπολημένη Αθήνα, που όμως εγώ την ένιωθα ανοιξιάτικη. Παίρνω λοιπόν το πρώτο αντίτυπο, ανηφορίζω τη Σκουφά και χτυπάω την πόρτα του Ελύτη. Τέτοιο θράσος, τέτοιο “μεθύσι”…» θυμάται σήμερα.
Γεννημένος το 1958 στις Γλαφυρές Μαγνησίας ο Ακρίβος ποδοσφαιριστής, όπως λέει, ήθελε να γίνει όταν ήταν παιδί, όχι συγγραφέας, ευτυχώς όμως βρήκε την πραγματική του κλίση κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας όλως περιέργως και μάλιστα με μια πολύ στενάχωρη αφορμή.
«Στο τελευταίο έτος των σπουδών μου στη Φιλοσοφική Σχολή στα Γιάννενα το ’χω πάρει πια απόφαση ότι καθηγητής φιλολογίας μέλλει να ΄ναι το μέλλον μου» λέει και τονίζει ότι σ’ εκείνη ακριβώς τη φάση άρχισε να διαβάζει ό,τι έπεφτε στα χέρια του. «Δεν θυμάμαι τώρα πότε και πώς ακριβώς πήρα να σκαρώνω στο χαρτί κάποιες ιστορίες. Όμως, το έναυσμα δόθηκε λίγο καιρό αργότερα στον στρατό, όταν η αυτοκτονία ενός φίλου μου με έκανε να γράψω ένα διήγημα που το έστειλα στα ΝΕΑ, σ΄ έναν διαγωνισμό για νέους λογοτέχνες, και πήρε το πρώτο βραβείο».
Περνώντας τα χρόνια ο Ακρίβος, παράλληλα με τα φιλολογικά μαθήματα που δίδασκε (μέχρι το 2017) στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, θα αποδεικνυόταν πολυγραφότατος και θα εξελισσόταν σε μια από τις πλέον έγκριτες πεζογραφικές δυνάμεις της γενιάς του. Στις τρεις και πλέον δεκαετίες της αξιέπαινής του πορείας μέχρι σήμερα έχει υπογράψει μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και ανθολογίες, ενώ είναι και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του PEN Greece.
«Νομίζω θα υποτιμούσαμε τον υποψήφιο αναγνώστη επιλέγοντας εμείς βιβλία για λογαριασμό του, από τη στιγμή μάλιστα που στις μέρες μπορεί να αναζητήσει ο ίδιος στο διαδίκτυο αποσπάσματα, κριτικές και διάφορα άλλα στοιχεία για βιβλία που τον ενδιαφέρουν – ανάμεσα σ΄ αυτά και τα δικά μου» λέει όταν του ζητάω να ξεχωρίσει κάποιες του πεζογραφικές δουλειές, αλλά δεν υπεκφεύγει.
«Ρώτησαν κάποτε έναν πολύτεκνο πατέρα ποιο από τα παιδιά του αγαπάει περισσότερο και εκείνος απάντησε “το ανάπηρο”. Θέλω με αυτό να πω ότι από τα δεκαοχτώ αφηγηματικά βιβλία που έχω γράψει μέχρι σήμερα τρέφω ιδιαίτερη αγάπη για το Αλλάζει πουκάμισο το φίδι (Μεταίχμιο 2013) , μία μυθοπλαστική περιήγηση στην Ελλάδα της κρίσης, που πιστεύω δεν προσέχτηκε όσο θα το περίμενα».
Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να ανακαλύψει την Κυρά Κυραλίνα λίγο μετά την κυκλοφορία του συγκεκριμένου βιβλίου και παρόλο που τα επόμενα χρόνια θα έγραφε κι άλλα μυθιστορήματα, η απόφαση να καταπιαστεί πεζογραφικά με τα έργα και τις ημέρες του Παναΐτ Ιστράτι -μια απόφαση που τελεσφόρησε με την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου, Όνομα πατρός: Δούναβης, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Μεταίχμιο- ήταν επί της ουσίας εξαρχής ειλημμένη.
«Αυτό έγινε όταν συνειδητοποίησα πόσους κανόνες και στερεότυπα παραβίασε» εξηγεί ο Ακρίβος.
«Ο Ιστράτι δεν έχει ανάγκη την αστική τάξη, είτε ως κοινωνικό πλαίσιο είτε ως πηγή έμπνευσης, για να γράψει τον ενδιαφέρει ο απλός άνθρωπος, η φτωχολογιά. Γράφει τα σημαντικά έργα του όχι στη μητρική του γλώσσα αλλά στα γαλλικά. Και το κυριότερο, συνδυάζει τη λογοτεχνική του προτίμηση προς τους ανθρώπους του λαού με την έμπρακτη συμπαράστασή του προς αυτούς, όπως λόγου χάρη όταν πήρε μέρος σε μια αιματηρή απεργία στο πλευρό των ανθρακωρύχων. Αυτό το τελευταίο ήταν το στοιχείο που τον ανέβασε τόσο πολύ στα μάτια του Τζορτζ Όργουελ ώστε τον παρακάλεσε να γράψει τον πρόλογο και για κάποιο δικό του βιβλίο».
«Δεν γράφω κάποια “στεγνή” βιογραφία, αλλά επιχειρώ να καταθέσω μια μυθιστορηματική βιογραφία…» σημειώνει στο νέο του βιβλίο, καθώς και ότι ο Ιστράτι «βίωσε τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της εποχής του (τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος), ασπάστηκε το όραμα για έναν δικαιότερο κόσμο (Οκτωβριανή Επανάσταση), συνευρέθηκε με τις σημαντικότερες προσωπικότητες του καιρού του (Ρομέν Ρολάν, Μαξίμ Γκόρκι, Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, Τζορτζ Όργουελ), περισσότερο όμως από οτιδήποτε άλλο στάθηκε όσο κανείς στο πλευρό των φτωχών και των αδικημένων».
«Από μόνη της η ζωή του Παναΐτ Ιστράτι είναι ένα μυθιστόρημα άρα, θα μου ήταν αρκετό να παραθέσω απλώς τα στοιχεία της ζωής του. Τι γίνεται όμως με εκείνες τις γκρίζες ή σκοτεινές ζώνες του βίου του; Τις κρυφές προθέσεις και τα ανομολόγητα που κρύβονται κάτω από τη γραφή του; Εδώ βρήκα πολύτιμο βοηθό την εικασία, το άλλο όνομα της μυθοπλασίας» συμπληρώνει στο NEWS 24/7.
Για να αναστήσεις όμως στο χαρτί μια πολυσήμαντη ζωή όπως είναι εκείνη του Ιστράτι, δεν αρκεί μόνο να σταθείς στα γεγονότα που σημάδεψαν τον βίο του, γι’ αυτό και ο Ακρίβος από την πρώτη στιγμή που καταπιάστηκε μαζί του τονίζει ότι κατάλαβε πως η ζωή του θα έπρεπε να συνδυαστεί και με το λογοτεχνικό του έργο.
«Επομένως, τον αφηγηματικό ιστό του βιβλίου τον διατρέχουν αλληλοπλεκόμενα τα συμβάντα της ζωής του μαζί με την περιληπτική αναδιήγηση των πιο σημαντικών βιβλίων του. Για τον σκοπό αυτό, χρειάστηκε να αναζητήσω και να διαβάσω όλα τα βιβλία του, να ανατρέξω στην κριτικογραφία γύρω από το έργο του, αλλά και να έρθω σε επαφή με ανθρώπους γνώστες σχετικά με αυτόν, όπως είναι η ελληνίστρια Ελένα Λαζάρ και ο διευθυντής του μουσείου “Παναΐτ Ιστράτι” στη Βραΐλα, δρ Zamphir Balan».
Ανεκτίμητα, προφανώς, για το όλο εγχείρημα ήταν τα ταξίδια του Ακρίβου στη Ρουμανία -όπου εν έτει 1884 ο Έλληνας Κεφαλλονίτης Γεώργιος Βαλσαμής και η Ρουμάνα Ζωίτσα Ιστράτι απέκτησαν τον γιο τους, τον Παναΐτ (ή, αν προτιμάτε, Γεράσιμο Βαλσαμή)- με τον συγγραφέα να ξεχωρίζει ως πιο καθοριστικό το πρώτο.
Έτυχε το 2017 να βρεθεί στη Βραΐλα και αμέσως εντυπωσιάστηκε από το πόσο δυναμικά θυμάται τον Ιστράτι η γενέθλια πόλη του, εκεί όπου δρόμοι, μουσεία, θέατρα, βιβλιοθήκες έχουν το όνομά του. Ξεκινώντας πια να γράφει για αυτόν, έκανε άλλα τρία ταξίδια, με τελευταίο το καλοκαίρι του 2024, «όπου νομίζω ότι μπόρεσα να νιώσω και να μεταφέρω στο βιβλίο κάτι από την ατμόσφαιρα των χρόνων του Ιστράτι».
Ο οποίος Ιστράτι εξαιτίας της λαϊκής καταγωγής του και πριν αναδειχθεί το συγγραφικό του ταλέντο αναγκάστηκε για βιοποριστικούς λόγους να εργαστεί μεταξύ άλλων ως κλειδαράς, ζαχαροπλάστης, χαλκωματής, χαμάλης, φορτοεκφορτωτής, γυρολόγος, χτίστης, φωτογράφος, δημοσιογράφος, ταχυδρόμος.
Για κάποιο διάστημα μάλιστα υπήρξε και συνδικαλιστής στο σωματείο των εργατών του λιμανιού της Βραΐλας, ενώ δουλεύοντας ύρισε σε όλες τις χώρες της Μεσογείου -ανάμεσά τους φυσικά και η Ελλάδα- με το συγγραφικό του ταλέντο να αναδεικνύεται στη Γαλλία. Ταλαιπωρημένος από φυματίωση, πέθανε την άνοιξη του 1935.
Το ταξίδι της ζωής του υπήρξε τρικυμιώδες – κυριολεκτικά (δεδομένου ότι μεταξύ πολλών άλλων λιμανιών έφτασε στην Κονστάντζα, στην Αλεξάνδρεια, στον Πειραιά και στη Νίκαια) και όχι μόνο, οπότε εύλογα το NEWS 24/7 ζητά από τον Κώστα Ακρίβο να ξεχωρίσει τα σημαντικότερα «λιμάνια» στα οποία επέλεξε ή τέλος πάντων έτυχε να «δέσει». Ο συγγραφέας του Όνομα πατρός: Δούναβης σταχυολογεί τρία -«η φιλία του με τον Μιχαήλ Καζάνσκι, η παραδοχή του από τον Ρομέν Ρολάν, η συνεργασία με τον Τζορτζ Όργουελ»- και τονίζει ότι πολύ συχνά κατά τη διάρκεια της έρευνάς του η έκπληξη γινόταν θαυμασμός και ο θαυμασμός του ξανά έκπληξη.
«Γιατί, πώς να πιστέψεις ότι ένα παιδί που δεν είχε τελειώσει καν το δημοτικό σχολείο, όχι απλώς μαθαίνει γαλλικά όχι μόνο για να επικοινωνεί, αλλά γράφει λογοτεχνία σ΄ αυτή τη γλώσσα, αφήνοντας άφωνη τη φιλολογική και λογοτεχνική σκηνή της Γαλλίας;
Ή, τι να σκεφτείς για έναν άνθρωπο, όπως ήταν ο Παναΐτ Ιστράτι, που ενώ θα μπορούσε να δρέπει δάφνες δόξας τόσο στη Σοβιετική Ρωσία όσο και στην Ελλάδα, αυτός δεν επαναπαύτηκε στη φήμη του, αλλά τόλμησε να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα και των δύο χωρών;»
«Το πιο δύσκολο σημείο της συγγραφικής διαδικασίας είναι η στιγμή που θα αρχίσουν τα πρόσωπα του βιβλίου, οι χαρακτήρες, να κουνούν τα πόδια, να μιλάνε και να τους θεωρείς “κανονικούς” ανθρώπους. Αν δεν ακούσω τη φωνή τους και δεν τους βλέπω συνέχεια στον ύπνο και στον ξύπνιο, τότε είναι σκέτα ανδρείκελα» μου είχε πει ο ίδιος ο Ακρίβος κάποτε με αφορμή ένα παλιότερο βιβλίο του. Πόσο διαφορετικά κύλησε στην περίπτωση του Όνομα πατρός: Δούναβης η γραφή δεδομένου ότι οι ήρωες του βιβλίου όντως κάποτε υπήρξαν;
«Στη λογοτεχνία ο συγγραφέας οφείλει να κρατά συνεχώς απόσταση από το αντικείμενό του, είτε αυτό είναι ένα πλάσμα της φαντασίας του είτε διαθέτει υλική υπόσταση. Μονάχα έτσι μπορεί να πετύχει τη σφαιρική θέαση, την καταβύθιση στις κατά καιρούς ψυχολογικές διακυμάνσεις του, αλλά και την ψύχραιμη αποτίμηση των λόγων και των έργων του» λέει και προφανώς ο Ιστράτι δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. «Υπήρξε σεβασμός στα γεγονότα της ζωής του, ωστόσο ως λογοτεχνικό πρόσωπο “αναστήθηκε” μονάχα από τη στιγμή που η ζωή του κρίθηκε κατάλληλη να μπει στο χαρτί, να μετουσιωθεί δηλαδή σε λογοτεχνικό χαρακτήρα».
Αναρωτιέμαι όμως και κάτι ακόμα: Η ικανοποίηση που νιώθει σήμερα, πιάνοντας για πολλοστή φορά στα χέρια του ένα νέο του βιβλίο, με περισσότερα από τριάντα χρόνια να έχουν περάσει από το πρώτο του, κατά πόσο είναι διαφορετική η ικανοποίηση που νιώθει ο ίδιος ως συγγραφέας δεδομένου ότι πρόκειται για ένα πόνημα -μυθιστορηματική βιογραφία- εκτός του συνήθους πεδίου του, αυτού δηλαδή της μυθοπλασίας;
Κι όμως ο Κώστας Ακρίβος συνεχίζει να έχει το γνωστό αίσθημα όπως και σε όλα τα προηγούμενα βιβλία του: «εκείνου του πατέρα (πατρός) που βλέπει το τέκνο του να το παίρνουν τα νερά ενός ποταμού (του Δούναβη;) για να το ταξιδέψουν σε άλλους τόπους, σε άλλες αγκαλιές».
Το Όνομα πατρός: Δούναβης του Κώστα Ακρίβου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.