Ο ΑΓΕΡΑΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ ΠΑΙΖΕΙ ΑΚΟΜΑ ΣΤΑ… 58 ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ!
Τα τιμημένα γηρατειά του παγκόσμιου ποδοσφαίρου έχουν για κορυφαίο εκπρόσωπο τους ένα σχεδόν … 60χρονο, που συνεχίζει απτόητος την καριέρα του. Τον λένε Κασουγιόζι Μιούρα και πριν από λίγες μέρες έκανε το ντεμπούτο του για 40ή σεζόν στην πολύχρονη καριέρα του που ξεκίνησε από την Σάντος, την ομάδα του Πελέ…
Είναι γεννημένος στις 26 Φεβρουαρίου 1967. Κλεισμένα, δηλαδή, τα 58 για τον Καζουγιόσι Μιούρα, για τους Γιαπωνέζους ποδοσφαιρόφιλους ο King Kazu. Ο “βασιλιάς” που όχι μόνο δεν πήρε σύνταξη από τα γήπεδα, αλλά συνεχίζει να παίζει μπάλα – σε επαγγελματικό επίπεδο – για 40 συναπτά έτη! Παίζει στην Ατλέτικο Σουζούκα, δανεικός από την Γιοκοχάμα, και πριν από τρεις εβδομάδες (στις 17 Ιουνίου) έκανε το ντεμπούτο του για φέτος.
Μπήκε οκτώ λεπτά πριν από τη λήξη του ματς, δείχνοντας σε πολύ καλή κατάσταση, γιατί όπως έλεγε ο ίδιος στην εκκίνηση της χρονιάς δεν αισθανόταν το ίδιο. Χρειάστηκε να βάλει στο φουλ τις μηχανές του, για να νιώσει ξανά έτοιμος να πατήσει το χορτάρι. Ιδού το βίντεο:
Διαχρονικά ο σερ Στάνλεϊ Μάθιους έχει μείνει στην ιστορία ως ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, παίζοντας μέχρι τα πενήντα του για 33 χρόνια. Ο “μάγος της ντρίπλας” μοίρασε την καριέρα του πριν και μετά τον πόλεμο, φορώντας τη φανέλα της Στόουκ Σίτι και της Μπλάκμπουλ και ολοκλήρωσε την καριέρα του στο Τορόντο σαν δανεικός.
Tο ρεκόρ στο βιβλίο Γκίνες το κρατάει ένας Αιγύπτιος, που πριν από πέντε χρόνια όταν ήταν 74 ετών (και 125 ημερών) ο Ετζελντίν Μοχάμεντ, αγωνίστηκε σε ένα παιχνίδι του αιγυπτιακού πρωταθλήματος, με τη φανέλα της ομάδας “6 Οκτώβρη”. Έκανε μάλιστα διπλό ρεκόρ, αφού και έγινε ο γηραιότερος άνθρωπος που μπήκε έπαιξε σε ένα αγώνα ποδοσφαίρου και έβαλε γκολ (με πέναλτι).
Πιο μεγάλος σε ηλικία από τον Μιούρα είναι ο Ρομπέρτο Καρμόνα. Γεννημένος στις 30 Απριλίου του 1962, o Ουρουγουανός σέντερ-μπακ παίζει ανελλιπώς από το 1980, με τελευταία ομάδα τη Νουέβο Κασάμπο, που παίζει στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα.
Στο Μουντιάλ του 2018 στη Ρωσία, ο τερματοφύλακας της Αιγύπτου Εσάμ Ελ Χανταρί, απόκρουσε πέναλτι στον αγώνα με τη Σαουδική Αραβία. Ήταν 45 ετών, ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που εμφανίστηκε σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Σε αυτή την ηλικία, σταμάτησε το ποδόσφαιρο, ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν, που ολοκλήρωσε την καριέρα του στην Πάρμα…
Αλλά ο “δικός μας”, Καζουγιόσι Μιούρα, είναι αυτός που παίζει από τo 1986 στο υψηλό επαγγελματικό επίπεδο, ξεκινώντας την καριέρα του από τη Βραζιλία και την ομάδα του Πελέ, την θρυλική Σάντος! Είναι ένα ακόμη παράδοξο της καριέρας του, αφού το να παίξει ένας Γιαπωνέζος στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα δεν είναι δα και το πιο συνηθισμένο γεγονός που μπορεί να συναντήσει κανείς στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Όλα αυτά τα χρόνια, ο “βασιλιάς Καζου” έγινε ο πρώτος Ασιάτης που αγωνίστηκε ποτέ στη Serie A της Ιταλίας (Τζένοα), έβαλε 55 γκολ με την Εθνική Ιαπωνίας την οποία οδήγησε στα τελικά του Μουντιάλ του 1998, χωρίς όμως ο ίδιος να συμπεριληφθεί στην αποστολή για τα γήπεδα της Γαλλίας, λίγους μήνες αργότερα!
H τιμωρία και τα βίντεο του θείου
Ένας σχεδόν … εξηντάρης επιθετικός τα βάζει με πολύ νεότερους αντιπάλους, που όταν ο ίδιος ξεκινούσε την καριέρα του δεν είχαν καν γεννηθεί. Μπορεί και οι … γονείς τους! Πολλά χρόνια πίσω, όταν ήταν παιδάκι, το ταλέντο της οικογένειας ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Γιασουτόσι. Ο πατέρας του Νάγια ήταν παράγοντας της ομοσπονδίας, ο θείος του έτρεχε την ομάδα της Σιζουόκα. Σε ένα ματς, όπου ο αδερφός του Γιάσου είχε για μια άλλη φορά διαπρέψει, ο μικρός Καζού αστόχησε από μια πλεονεκτική θέση. Ο θείος του τον έβγαλε εκτός ομάδας και τον ανάγκασε να τρέχει γύρω-γύρω από το γήπεδο, μέχρι να τελειώσει το ματς!
Ο μετέπειτα δεύτερος σκόρερ όλων των εποχών της Εθνικής Ιαπωνίας, πίστευε ότι πολύ δύσκολα θα γινόταν ποδοσφαιριστής. Μέχρι που ο αυστηρός θείος του έδειξε μερικά βίντεο από τα Μουντιάλ του 1970, του 1974 και του 1978, τα περισσότερα με αγώνες της Βραζιλίας. Ήταν το κλικ που εγινε μέσα του και έτσι κάθε μέρα, από τις 6 το πρωί, βρισκόταν στο γήπεδο, δοκιμάζοντας να ντριπλάρει σαν τον … Ριβελίνο. Αυτές τις κινήσεις τις τελειοποίησε αργότερα και έμεινε στην ιστορία, ως η προσποίηση του Καζού.
Πώς βρέθηκε, όμως, στη Βραζιλία; Ο πατέρας του ταξίδεψε μέχρι το Σάο Πάουλο και ίδρυσε μια ακαδημία ποδοσφαίρου στην πολυπληθή γιαπωνέζικη κοινότητα (τη μεγαλήτερη διεθνώς) και ο 15χρονος Καζού, που έφτασε ένα χρόνο αργότερα, πήγε στα τμήματα υποδομής της τοπικής Γιουβέντους. Εκεί κατάλαβε γρήγορα ότι “Γιαπωνέζους” φώναζαν οι Βραζιλιάνοι, όσους δεν μπορούσαν να κάνουν καλό κοντρόλ. Ο ήρωας μας που είχε είδωλο τον Ριβελίνο, έχανε την μπάλα εύκολα και ένιωθε πάνω του τα κοροϊδευτικά βλέμματα των μπαλαδόρων συμπαικτών του.
Δεν ήταν εύκολα χρόνια. Ζούσε σε ένα μικρό, υγρό δωμάτιο, με ψύλλους. Προσπαθούσε να μάθει πορτογαλικά, αλλά και να παίξει ποδόσφαιρο. Δεν τα πολυκατάφερνε και η συνήθης αποδοκιμασία από την εξέδρα κατέληγε στο απαξιωτικό: “ρε Γιαπωνέζε, δεν πας το μικρό Τόκιο (σ.σ την περιοχή του Σάο Πάουλο, που έμεναν οι συμπατριώτες του) να τηγανίσεις τεμπούρα”!
Για ένα παιδί όλο αυτό το βάρος ήταν δυσβάσταχτο. Κάποια στιγμή, είπε στην οικογένεια του ότι ήθελε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα. Ο πατέρας του ήταν έξαλλος, τον χαστούκισε και του είπε: “Αν είσαι τόσο αδύναμος, τότε γύρνα στην Ιαπωνία”.
Η απόφασή του ήταν να μείνει και να παλέψει. Προσαρμόστηκε στη βραζιλιάνικη ζωή, έφτιαξε πρώτα απ’ όλα το κοντρόλ του και εκμεταλλευόμενος την έμφυτη ταχύτητα του, άρχισε να διακρίνεται. Λίγο πριν κλείσει τα 19 του, η Σάντος του πρόσφερε το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο. Έπαιξε μόλις δυο αγώνες με την ομάδα του Πελέ, στον δεύτερο μάλιστα, μια εφημερίδα τον βαθμολόγησε με … 2 στα 10!
Βρήκε καταφύγιο στην κεντρική Βραζιλία σε μια ομάδα ονόματι Ματσουμπάρα, όπου τα ταξίδια κρατούσαν … μια μέρα και οι παίκτες έτρωγαν σε σταθμούς διοδίων και κοιμόντουσαν μέσα στο πούλμαν, που τους μετέφερε από τη μια πόλη στην άλλη.
Εκεί ο Μιούρα έδωσε τα ρέστα του, δουλεύοντας ακατάπαυστα και πιστεύοντας στον εαυτό του. Το παιδάκι που του έκαναν μπούλινγκ τα βραζιλιανάκια και οι “μάγκες” της εξέδρας, άρχισε να γίνεται ένας ξεχωριστός ποδοσφαιριστής. Οι εφημερίδες πια δεν του έβαζαν δυο στα δέκα, αλλά τον αποκαλούσαν “ο Καρατε Κιντ του ποδοσφαίρου” (σε ένα ματς με τη φανέλα της Κορτίμπα)αναγκάζοντας μέχρι κι αυτόν ακόμα τον Ζίκο να του δώσει δημόσια συγχαρητήρια.
Το αστέρι του άρχισε να λάμπει, την Παλμέιρας, επέστρεψε στη Σάντος όμως το πεπρωμένο του ήταν πίσω στην Ιαπωνία.
Είδωλο σε όλη την Ιαπωνία
Η επιστροφή στην πατρίδα του συνέπεσε με τη δημιουργία της J League, της γιαπωνέζικης επαγγελματικής λίγκας. Το ποδόσφαιρο προσπαθούσε να πάρει τα σκήπτρα της δημοφιλίας από το μπέιζμπολ και αυτό το πρωτάθλημα βοήθησε πάρα πολύ. Ο Καζού έγινε είδωλο για εκατομμύρια φιλάθλους, με τα χρώματα της Βένρτι Καβασάκι, τα οποία φόρεσε για πρώτη φορά το 1990.
Το 1993 στην πρώτη σεζόν της J League αναδείχθηκε MVP του πρωταθλήματος και πρώτος σκόρερ μπροστά από τον Γκάρι Λίνεκερ αλλά και τον Ζίκο, που έπαιζαν τότε στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Δεν υπήρχε δημοφιλέστερος αθλητής στην Ιαπωνία εκείνα τα χρόνια. Το πρόσωπο του βρισκόταν σε κάθε διαφημιστική πινακίδα, είτε αυτή αφορούσε καφέ, είτε σαμπουάν για τα μαλλιά.
Οι εμφανίσεις του στο πρωτάθλημα αλλά και με την Εθνική Ομάδα της Ιαπωνίας τον έκαναν ακόμα πιο αγαπητό στο κοινό. Με την Βέρντι Καβασάκι, πήρε τους δυο πρώτους τίτλους της J League, ενώ με την Γιομιούρι Καβασάκι κατέκτησε τέσσερις συνεχόμενους . Ο απόλυτος πρωταγωνιστής του γιαπωνέζικου ποδοσφαίρου έπαιξε δέκα χρόνια στην Εθνική Ομάδα (89 συμμετοχές) και έγινε ο πρώτος Ιάπωνας που αναδείχθηκε παίκτης της χρονιάς στην Ασία. Με 55 γκολ είναι δεύτερος σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής Ιαπωνίας, πίσω από τον Κουνισίγκε Καμαμότο.
Το 1994 στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου (των ΗΠΑ) σκόραρε 13 γκολ σε ισάριθμους αγώνες, αλλά η Ιαπωνία έμεινε εκτός τελικής φάσης. Τέσσερα χρόνια αργότερα, έβαζε 14 γκολ στα προκριματικά, όντας ο κορυφαίος παίκτης στο δρόμο προς τη Γαλλία. Όλως περιέργως, όμως, το όνομα του δεν συμπεριλήφθηκε στην γιαπωνέζικη αποστολή για την τελική φάση της Γαλλίας. Ο κόουτς Τακέσι Οκάντα ήταν κατηγορηματικός: “Ο Καζού δεν έχει θέση στα σχέδια μου για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν μπορούσα να του βρω θέση και ρόλο, είτε στην ενδεκάδα, είτε αν τον χρησιμοποιούσα σαν αναπληρωματικό”
Ο αποκλεισμός του προκάλεσε σοκ, καθώς το 1998 ο Μιούρα ήταν 31 ετών, σχεδόν στο ζενίθ της καριέρας του. Κι όμως δεν τον θεωρούσαν ικανό να παίξει στο Μουντιάλ. Αγωνίστηκε ξανά στην Εθνική Ιαπωνίας μετά από δυο χρόνια…
Το 2012 και ενώ ήταν 45 ετών, έγινε μέλος της Εθνικής Ομάδας της Ιαπωνίας στο ποδόσφαιρο σάλας. Έπαιξε μάλιστα στο Παγκόσμιο Κύπελλο της ίδιας σεζόν, παίρνοντας μια μικρή ρεβάνς για τον αποκλεισμό του το 1998…
Γκολ στην Ιταλία, στα 56 του στην Πορτογαλία!
Η διεθνής καριέρα του Μιούρα, ωστόσο, που ξεκίνησε στη Βραζιλία, είχε μερικά χρόνια αργότερα και συνέχεια.Τη σεζόν 1994-95 έφυγε δανεικός και αγωνίστηκε στο ιταλικό πρωτάθλημα που τότε παρέμενε το πιο δύσκολο σε όλο τον πλανήτη. Φόρεσε τη φανέλα της Τζένοα και έπαιξε σε 21 ματς του καμπιονάτο, σκοράροντας μάλιστα στο ντέρμπι με την Σαμπντόρια. Ένα ιστορικό γκολ, αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν το πρώτο που πέτυχε στην Ιταλία, Ασιάτης ποδοσφαιριστής. Να το γκολ:
Το 1999 βρέθηκε στην Κροατία για να φορέσει τη φανέλα της Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Ποιος περίμενε, όμως, ότι … 25 χρόνια αργότερα, στα 56 του δηλαδή, πρώτα θα συνέχιζε το ποδόσφαιρο και ύστερα θα έφτανε μέχρι την Πορτογαλία. Ο Καζού συνέχιζε απτόητος την καριέρα του στην Ιαπωνία και στις 26 Ιανουαρίου 2023 έφυγε για την Ολιβαρέινσε της οποίας το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών είχε πάρει ο ιδιοκτήτης της Γιοκοχάμα.
Ο Μιούρα έγινε ο γηραιότερος αθλητής που έπαιξε σε επαγγελματικό επίπεδο μετά τολν βολεϊμπολίστα Μιγκέλ Μάγια, που είχε αγωνιστεί σε ηλικία 47 ετών στην Σπόρτιγνκ Κλαμπ.
Το ντεμπούτο του (στην Liga Portugal 2) έγινε στις 22 Απριλίου 2023, όταν μπήκε αλλαγή στο 90ό λεπτό στο 4-1 επί της Ακαντέμικο Βισέου.
Ένα μήνα αργότερα έπαιζε 20 λεπτά στο τελευταίο ματς της χρονιάς όταν η Ολιβαρέινσε νίκησε τη Λεϊσόες μρ 4-3, σε μια συμβολική κίνηση την οποία ο κόουτς της Λεϊσόες Βίτορ Μαρτίνς το βρήκε … περίεργο. Μάλλον περίεργος ήταν ο ίδιος με την ανικανότητα να σκεφτεί ότι ένας 56χρονος που παίζει ακόμα ποδόσφαιρο δεν βραβεύεται γιατί ήταν ο καλύτερος όλων, αλλά για το κατόρθωμα του να παίξει ανταγωνιστικά με τα παιδιά και τα εγγόνια του.
“Θα πεθάνω στο γήπεδο”
Τον Ιούνιο του 2024 ο Μιούρα έγινε παίκτης της Ατλέτικο Σουζούκα, όπως μετονομάστηκε η Σουζούκα Πόιντ Γκέτερς. Συνέχισε να σπάει τα ρεκόρ ου γηραιότερου ποδοσφαιριστή σε συμμετοχές. Και ένα χρόνο αργότερα ξαναβρέθηκε στα γήπεδα για να συνεχίσει την διαδρομή του, που ξεκίνησε όταν ήταν 18 ετών. Σαράντα χρόνια πριν!
“Φυσικά και δεν φανταζόμουν όταν ξεκινούσα ότι αυτή η καριέρα θα συνεχιζόταν για τόσα χρόνια” παραδέχεται συχνά και προσθέτει: “Παρόλα αυτά δε νομίζω ότι έχω κάνει κάτι τρομερό. Προσπαθώ κάθε φορά να βγάζω τον καλύτερο εαυτό και όλη την ενέργεια που διαθέτω, χρόνο με τον χρόνο. Υπάρχει, πλέον, πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας με τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές μέσα στο γήπεδο. Σα να παίζει ο πατέρας με τα παιδιά του είναι. Θα ήθελα να ρωτήσω εγώ αυτά τα παιδιά, πως με βλέπουν. Αν υπάρχει μυστικό; Όχι. Καλή διατροφή, καλός ύπνος, πάθος και αφιερωμένος σε αυτό που κάνω. Και πάνω απ’ όλα να το λέει η καρδιά μου…”
Μια καρδιά που χτυπάει πολύ δυνατά, όταν έχει την μπάλα στα πόδια και πασάρει, ή ντριπλάρει. Θα σταματήσει, όπως λέει ο ίδιος, μια μέρα μέσα σε ένα γήπεδο…
ΥΓ: Σε όλα τα ρεκόρ, πάντως, υπάρχει και κάποιος που τα αμφισβητεί. Σύμφωνα με τον Ουκρανό Μίκολα Λικχόβινταρ που αγωνίζεται στην τρίτη εθνική του ουκρανικού πρωταθλήματος με την Ρεάλ Φάρμα, αυτός -σε ηλικία 59 ετών – είναι ο γηραιότερος επαγγελματίας και όχι ο Κινγκ Καζού!
Πηγές: SI, The Athletic, Wikipedia