Μαρτυρία από τη Δυτική Όχθη: “Συνάδελφοί έφευγαν το βράδυ και δεν ξέραμε αν θα τους ξαναδούμε”
Διαβάζεται σε 12'
Η Μαριάννα Σταμουλάκη περιγράφει την αποστολή της στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.
- 02 Αυγούστου 2025 07:11
«Δεν φοβήθηκα για μένα. Φοβόμουν – και συνεχίζω να φοβάμαι – για τους συναδέλφους μου στη Γάζα. Για ανθρώπους που δουλεύουν ασταμάτητα μέσα στον συνεχή κίνδυνο, χωρίς φαγητό, χωρίς φάρμακα, χωρίς καμία εγγύηση ασφάλειας. Που επιστρέφουν κάθε βράδυ στις οικογένειές τους χωρίς να ξέρουμε αν θα τους ξαναδούμε το πρωί». Η Μαριάννα Σταμουλάκη επέστρεψε πρόσφατα από αποστολή με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη ως υπεύθυνη Ανθρωπιστικών Υποθέσεων. Μας μεταφέρει ιστορίες και εικόνες μιας ωμής και σκληρής πραγματικότητας που εξελίσσεται εδώ και πάνω από 20 μήνες μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου, χωρίς καμία συνέπεια για τους υπαίτιους.
«Ήμουν στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, συγκεκριμένα στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, από τον Μάρτιο ως τον Μάιο του 2025. Η αποστολή μου είχε διάρκεια έξι μηνών και επικεντρωνόταν στην Γάζα, αλλά δυστυχώς δεν ήταν εφικτό να βρίσκομαι συνεχώς επί τόπου, καθώς οι ισραηλινές αρχές έχουν επιβάλει πολύ αυστηρούς περιορισμούς στη χορήγηση εργασιακών αδειών για το διεθνές και ανθρωπιστικό προσωπικό. Πρόκειται για μια πολιτική που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων που περιορίζουν τη δράση διεθνών οργανώσεων και την πρόσβαση των Παλαιστινίων σε βασικές υπηρεσίες. Παρά τα εμπόδια, η ομάδα μας καθώς και άλλες οργανώσεις συνεχίζουν να προσπαθούν, αλλά η πίεση που ασκείται στο ανθρωπιστικό έργο είναι πλέον ασφυκτική. Για το υπόλοιπο της αποστολής μου, συνέχισα να εργάζομαι απομακρυσμένα από το Αμμάν, μέχρι και τα τέλη Ιουλίου».
Η καθημερινότητα στα κατεχόμενα Παλαιστινιακά εδάφη
«Η καθημερινότητα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα ελέγχου και περιορισμών που έχουν επιβάλει οι ισραηλινές αρχές. Οι άνθρωποι προσπαθούν να διατηρήσουν μια ρουτίνα, να πάνε στη δουλειά, να στείλουν τα παιδιά στο σχολείο, να φροντίσουν τις οικογένειές τους, αλλά όλα αυτά γίνονται μέσα σε ένα περιβάλλον που είναι εξαιρετικά ασταθές και περιοριστικό.
Οι μετακινήσεις δεν είναι ποτέ αυτονόητες. Είχαμε συναδέλφους που ξεκινούσαν για παράδειγμα από τη Ραμάλλα και περνούσαν καθημερινά από σημεία ελέγχου για να φτάσουν στο γραφείο μας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ. Κάποιες μέρες μπορεί να χρειάζονταν ώρες, χωρίς να υπάρχει κανένας τρόπος να το προβλέψουν ή να το διαχειριστούν.
Η παρουσία των ισραηλινών δυνάμεων ήταν έντονη. Εγώ προσωπικά ξαφνιάστηκα με το πόσες δυνάμεις ασφαλείας και πόσους ένοπλους εποίκους έβλεπες σε κάθε γωνία, σε περάσματα, στα μέσα συγκοινωνίας, κοντά σε σημεία λατρείας ή εμπορικούς δρόμους και σοκάκια. Η επιτήρηση ήταν ορατή και σχεδόν απτή. Αυτό δημιουργούσε μια σταθερή αίσθηση ελέγχου, ακόμη κι όταν τίποτα δεν φαινόταν να συμβαίνει.
Ακούγαμε συχνά για κατεδαφίσεις σπιτιών, πολλές φορές σε γειτονιές πολύ κοντινές. Κατά την περίοδο της αποστολής μου, βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη η εκστρατεία “Iron Wall” στη Βόρεια Δυτική Όχθη, που οδήγησε στον βίαιο εκτοπισμό δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων και στην καταστροφή ολόκληρων προσφυγικών κοινοτήτων, όπως το Τζενίν, το Nur Shams και η Τουλκαρέμ.
Αυτό το πλαίσιο βίας και αποκλεισμού έχει σοβαρές επιπτώσεις στην καθημερινή ασφάλεια, στην ψυχική και σωματική υγεία, και στη δυνατότητα των ανθρώπων να ζουν με κάποια σταθερότητα. Οι ανάγκες παραμένουν, αλλά οι συνθήκες επιβίωσης γίνονται διαρκώς πιο δύσκολες.
Η εικόνα αυτή της καθημερινής ζωής δεν είναι αποσπασματική. Όλα αυτά – η εντεινόμενη στρατιωτική παρουσία, οι μαζικοί εκτοπισμοί, οι κατεδαφίσεις, τα σημεία ελέγχου και οι διοικητικοί αποκλεισμοί – συνιστούν στοιχεία μιας de facto προσάρτησης της Δυτικής Όχθης, η οποία λαμβάνει χώρα μέσω πρακτικών που παραβιάζουν κατάφωρα το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Το Διεθνές Δικαστήριο, άλλωστε, έχει κρίνει την κατοχή αυτή ως παράνομη, επισημαίνοντας ότι συνιστά μορφή φυλετικού διαχωρισμού και παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των Παλαιστινίων.
Εγώ είχα το προνόμιο να κινούμαι πιο ελεύθερα και εντέλει να φύγω. Οι Παλαιστίνιοι γύρω μου δεν είχαν αυτή την επιλογή, σίγουρα όχι χωρίς να διακινδυνεύσουν εκτοπισμό ή ακόμη και το δικαίωμα τους για επιστροφή. Για εκείνους, αυτή η πραγματικότητα είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση.
«Στη Γάζα συμβαίνει μία συνειδητή και συστηματική καταστροφή»
Η λέξη «ανθρωπιστική κρίση» δεν επαρκεί πια για να περιγράψει αυτό που συμβαίνει στη Γάζα. Δεν πρόκειται για μια κατάρρευση συστημάτων λόγω σύρραξης, αλλά για μια συνειδητή και συστηματική καταστροφή. Αυτό που βλέπουμε είναι μια μεθοδική εξόντωση του παλαιστινιακού πληθυσμού από τις ισραηλινές αρχές, μέσα από στρατιωτικές επιχειρήσεις, πλήρη αποκλεισμό και την καταστροφή κάθε προϋπόθεσης για επιβίωση. Οι ομάδες μας στη Γάζα γίνονται καθημερινά μάρτυρες μιας γενοκτονίας που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας: μαζικές απώλειες, διαρκείς εκτοπισμοί κατεστραμμένες υποδομές και απόλυτη στέρηση βασικών αγαθών, τροφίμων, νερού και φαρμάκων. Πρόκειται για μια σκόπιμη αποδόμηση κάθε όρου που επιτρέπει την ανθρώπινη ύπαρξη, και δεν εξαιρείται κανείς και καμία από αυτό.
Από όσα βιώνουμε καθημερινά, ένα πράγμα που για μένα φανερώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη φύση αυτής της γενοκτονίας είναι η συστηματική εργαλειοποίηση της ανθρωπιστικής βοήθειας. Οι ισραηλινές αρχές είτε απαγορεύουν εντελώς την είσοδό της είτε επιτρέπουν ελάχιστες ποσότητες, αρκετές μόνο για να συντηρείται η εικόνα ότι η βοήθεια δεν εμποδίζεται. Έτσι συντηρείται η εικόνα πως υπάρχει ανθρωπιστική απόκριση, ενώ στην πραγματικότητα η κλίμακα της βοήθειας είναι ασύγκριτα μικρότερη από τις ανάγκες και στην πράξη η πρόσβαση παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη και απολύτως ελεγχόμενη. Αυτή η πρακτική δεν αποσκοπεί στην ανακούφιση του πληθυσμού – χρησιμοποιείται για να εξαντλήσει, να εξαναγκάσει σε εκτόπιση και τελικά να εξαλείψει τις συνθήκες ζωής στη Γάζα.
Στο πεδίο, η κατάσταση είναι ακραία. Μέχρι τα μέσα Ιουλίου, περίπου 900 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί προσπαθώντας να λάβουν βοήθεια, είτε καθ’ οδόν είτε περιμένοντας σε σημεία διανομής. Συνάδελφοί μας περιμένουν μαζί με τις οικογένειές τους στις ίδιες ουρές, αντιμετωπίζοντας τους ίδιους κινδύνους με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Τα περιστατικά υποσιτισμού αυξάνονται δραματικά, ειδικά στα παιδιά και τους ηλικιωμένους, ενώ οι υγειονομικές συνθήκες έχουν καταρρεύσει.
Αυτό που προκαλεί βαθιά ανησυχία είναι πως ενώ οι ανθρωπιστικές οργανώσεις διαθέτουν τις προμήθειες και τα μέσα για να ανταποκριθούν, οι ισραηλινές αρχές παρεμποδίζουν ενεργά τη διανομή τους. Η ανθρωπιστική βοήθεια δεν έχει αποτύχει, αλλά της αφαιρείται η δυνατότητα να λειτουργήσει ουσιαστικά και βάσει αρχών καθώς εργαλειοποιείται από τις ισραηλινές αρχές ως διαπραγματευτικό χαρτί. Η στέρησή της συνιστά συλλογική τιμωρία, και αυτό είναι έγκλημα πολέμου.
Ως εργαζόμενοι και εργαζόμενες στον ανθρωπιστικό τομέα, δεν μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστική βοήθεια όσο η πρόσβαση εξαρτάται από εκείνους που επιβάλλουν εξ’ αρχής τους αποκλεισμούς. Και όσο καθυστερεί η διεθνής πολιτική βούληση να επιβάλει πραγματικές συνέπειες, οι άνθρωποι στη Γάζα συνεχίζουν να πεθαίνουν από αιτίες που θα μπορούσαν να προληφθούν.
Οι προκλήσεις στο πεδίο
Οι ομάδες μας στη Γάζα εργάζονται σε συνθήκες που αγγίζουν τα όρια του αδύνατου. Η πλειονότητα του προσωπικού μας είναι Παλαιστίνιοι συνάδελφοι και συναδέλφισσες – γιατροί, νοσηλευτές, φαρμακοποιοί, οδηγοί, διοικητικό προσωπικό – που συνεχίζουν να προσφέρουν φροντίδα, την ίδια στιγμή που ζουν οι ίδιοι την απώλεια, την πείνα και την ανασφάλεια.
Οι συνθήκες εργασίας είναι εξοντωτικές. Σχεδόν όλες οι ιατρικές δομές στη Γάζα έχουν υποστεί βομβαρδισμούς ή έχουν λάβει εντολές εκκένωσης, αναγκάζοντας προσωπικό και ασθενείς να διαφύγουν με τα πόδια, μέσα σε πανικό και κίνδυνο, χωρίς καμία διασφάλιση προστασίας. Ελάχιστα νοσοκομεία λειτουργούν ακόμη και αυτά με σοβαρές ελλείψεις σε φάρμακα, αναισθητικά, καθαρό νερό και καύσιμα.
Κι όμως, οι ομάδες μας συνεχίζουν, παρά την πείνα, την εξάντληση και την απώλεια. Μέχρι σήμερα, έχουμε θρηνήσει 12 συναδέλφους. Άλλοι έχουν τραυματιστεί, έχουν χάσει αγαπημένα πρόσωπα, σπίτια, ολόκληρες τις κοινότητες τους. Και παρ’ όλα αυτά, πολλοί συνεχίζουν να επιστρέφουν στη δουλειά ξανά και ξανά, να φροντίζουν ασθενείς, να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να σώσουν ζωές. Η αφοσίωσή τους είναι μια πράξη αντίστασης που μας διδάσκει τι σημαίνει να επιμένεις στην ανθρωπιά, ακόμη και όταν όλα καταρρέουν γύρω σου, μια πράξη βαθιάς αντοχής και αξιοπρέπειας, σε συνθήκες που κανένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε να βιώνει.
Μία ιστορία που δεν θα ξεχάσω
Ήταν περίπου στις αρχές της αποστολής μου, ένα Σάββατο, όταν με κάποιες συναδέλφισσες αποφασίσαμε να πάμε μια μονοήμερη εκδρομή στη Βηθλεέμ. Ήδη ήμασταν αρκετά συναισθηματικά φορτισμένες έχοντας δει από κοντά το Τείχος, μια τεράστια τσιμεντένια κατασκευή ύψους οκτώ μέτρων που διατρέχει τη Δυτική Όχθη, χωρίζοντας γειτονιές, κοινότητες και ζωές. Είναι ίσως η πιο ορατή έκφραση της ισραηλινής πολιτικής διαχωρισμού, που έχει μετατρέψει την Παλαιστίνη σε μια συρραφή θυλάκων πίσω από φράγματα και σημεία ελέγχου.
Πήγαμε με δημόσια συγκοινωνία – παλαιστινιακό λεωφορείο. Στην επιστροφή, όπως πάντα, περάσαμε από ένα σημείο ελέγχου. Για εμάς, η διαδικασία ήταν σχετικά ομαλή, περιμέναμε στην ουρά δίπλα από το λεωφορείο ώστε να δείξουμε τα έγγραφά μας, ενώ γινόταν ο έλεγχος των αποσκευών.
Όμως ένα έφηβο αγόρι, 13-14 ετών, που ταξίδευε μαζί μας, φορούσε μια keffiyeh – την κλασική λευκή και μαύρη παλαιστινιακή μαντίλα. Οι ισραηλινές δυνάμεις στο checkpoint, παιδιά κι αυτοί, 18-20 χρονών, τον τράβηξαν σε ξεχωριστή γραμμή. Μια νεαρή στρατιώτης τον σημάδευε με το ημιαυτόματό όπλο της ενώ του φώναζαν. Τον ανάγκασαν να βγάλει τα παπούτσια του, το παντελόνι, τη μπλούζα – εκεί, μπροστά σε όλους.
Δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει ότι συνιστούσε απειλή. Ήταν παιδί. Και εμείς ήμασταν μάρτυρες σε μια πράξη καθαρής ταπείνωσης, από αυτές που μέχρι τότε είχα μόνο ακούσει από μαρτυρίες συναδέλφων. Όταν τελικά τον άφησαν να επιστρέψει, πήρε την μαντίλα και την πέταξε μέσα στις αποσκευές. Ξαναμπήκε στο λεωφορείο σιωπηλός και έκατσε ήσυχα στη θέση του.
Ήταν μια σκηνή ωμής απανθρωποποίησης, ένα μάθημα για το πώς η κατοχή συνθλίβει την αξιοπρέπεια σε κάθε επίπεδο, πώς η καταστολή λειτουργεί όχι μόνο μέσω της βίας, αλλά και μέσα από τον εξευτελισμό. Και ήταν ακριβώς αυτός ο μηχανισμός απανθρωποποίησης που με έκανε να καταλάβω πώς είναι δυνατό να προχωρά μια γενοκτονία στη Γάζα χωρίς φρένο – γιατί, όταν αφαιρείς από έναν λαό την ανθρώπινη υπόσταση, ανοίγεις τον δρόμο για την εξόντωσή του.
Ο φόβος
Δεν φοβήθηκα για μένα. Αλλά φοβόμουν – και συνεχίζω να φοβάμαι – για τους συναδέλφους μου στη Γάζα. Για ανθρώπους που δουλεύουν ασταμάτητα μέσα στον συνεχή κίνδυνο, χωρίς φαγητό, χωρίς φάρμακα, χωρίς καμία εγγύηση ασφάλειας. Που επιστρέφουν κάθε βράδυ στις οικογένειές τους χωρίς να ξέρουμε αν θα τους ξαναδούμε το πρωί. Έχουμε ήδη χάσει συναδέλφους.
Και παρότι η αποστολή μου έχει ολοκληρωθεί και βρίσκομαι πλέον στην Ελλάδα, το μυαλό μου παραμένει εκεί. Ο φόβος δεν φεύγει εύκολα όταν αυτό που εξελίσσεται στη Γάζα είναι η μεθοδική εξόντωση ενός ολόκληρου πληθυσμού.
Αυτό το αίσθημα – ότι ζούμε την αρχή του τέλους – ήταν παρόν σε πολλές συζητήσεις με Παλαιστίνιους και μη συναδέλφους και συναδέλφισσες. Είτε βρίσκονταν στη Γάζα, είτε στη Δυτική Όχθη, είτε σε άλλες χώρες, σε διαδικτυακές συναντήσεις. Ιδιαίτερα για όσες και όσους εργαζόμαστε χρόνια στον ανθρωπιστικό τομέα, και ειδικά στο κομμάτι των ανθρωπιστικών υποθέσεων, η αίσθηση ήταν κοινή: αυτό που εξελίσσεται είναι η εξόντωση των Παλαιστινίων σε πραγματικό χρόνο και συμβαίνει με την πλήρη απουσία διεθνούς πολιτικής βούλησης να επιβληθούν κυρώσεις ή να υπάρξει πραγματική λογοδοσία.
Το αποτύπωμα της αποστολής
Αυτή η αποστολή με σημάδεψε βαθιά, όχι μόνο ως επαγγελματία, αλλά πρωτίστως ως άνθρωπο. Δεν ήταν απλώς μια εμπειρία σε δύσκολες συνθήκες· και αντικειμενικά, για μένα, οι συνθήκες κάθε άλλο παρά δύσκολες ήταν σε σχέση με την καθημερινότητα των συναδέλφων μου. Ήταν, στην ουσία, μια ωμή αντιπαράθεση με την πραγματικότητα μιας μεθοδικής εξόντωσης, που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου, χωρίς καμία συνέπεια για τους υπαίτιους.
Έχω εργαστεί και στο παρελθόν σε περίπλοκα και επώδυνα περιβάλλοντα. Αλλά ποτέ δεν βίωσα με τόση καθαρότητα την αίσθηση ότι διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη ενός ολόκληρου λαού – του Παλαιστινιακού λαού. Και μαζί της, κάτι βαθύτερο: η ίδια η έννοια της ανθρωπιάς, όχι ως αφηρημένη αξία, αλλά ως πράξη, ως ευθύνη.
Αυτή η αποστολή μου άφησε μια πεποίθηση ακλόνητη: δεν μπορούμε να σταθούμε ουδέτεροι. Η σιωπή απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα είναι συνενοχή. Δεν υπάρχουν «ίσες αποστάσεις» απέναντι στη γενοκτονία. Η στάση μας απέναντι σε αυτό που συμβαίνει στη Γάζα είναι, τελικά, το μέτρο της δικής μας ανθρωπιάς.