ΜΠΕΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ: ΟΤΑΝ ΔΙΑΒΑΣΑ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ, ΣΚΕΦΤΗΚΑ “ΠΩΣ ΘΑ ΤΑ ΚΑΝΩ ΕΓΩ ΑΥΤΑ”;
Μια συζήτηση με τη μεγάλη ηθοποιό, η οποία επιστρέφει στο σινεμά μετά από δεκαετίες για χάρη του Γιάννη Οικονομίδη και της νέας του ταινίας, “Σπασμένη Φλέβα”.
Μια Τετάρτη -με αυτήν τη ζέστη που πρέπει να συνηθίσουμε αλλά δεν τα καταφέρνουμε ακόμα- οδηγήσαμε μέχρι το Ξυλόκαστρο για να διακόψουμε τις διακοπές της Μπέτυς Αρβανίτη.
Στο λόμπι του ξενοδοχείου όπου έμενε, η ησυχία θύμιζε θέατρο, δυο ώρες πριν την παράσταση. Όλοι περίμεναν να πέσει ο ήλιος για να βγουν απ’ τα δωμάτιά τους, κι έτσι, όταν η μεγάλη ηθοποιός έκατσε μαζί μας για να κουβεντιάσουμε, δεν ακουγόταν τίποτα πέρα από κάποια κλιματιστικά. Ούτε καν το ασανσέρ.
Εξαρχής, γνωρίζαμε ότι βασικό θέμα της συζήτησης θα ήταν ο Γιάννης Οικονομίδης και η νέα, πολυαναμενόμενη ταινία του, “Σπασμένη Φλέβα”. Εξάλλου για χάρη του, η Μπέτυ Αρβανίτη επέστρεψε στον κινηματογράφο μετά από δύο δεκαετίες με έναν ρόλο μάλλον έκπληξη -τουλάχιστον με βάση αυτά που άφησε να εννοηθούν στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Και με αφορμή τη μεγάλη της επιστροφή στο σινεμά, η συζήτηση έκανε κύκλους γύρω απ’ τη ζωή της, τους ρόλους της και όσα την έμαθε το θέατρο -κυρίως- για τον εαυτό της.
Ο δικός σας ο ρόλος ποιος είναι στη “Σπασμένη Φλέβα”;
Παίζω έναν ρόλο που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υποδυθώ: μια κυρία των Νοτίων Προαστίων, πάμπλουτη, που είναι ερωτευμένη με έναν νεότερο άντρα, ο οποίος δεν είναι ακριβώς ζιγκολό, είναι κάτι ανάμεσα. Δεν είναι σχέση εκμετάλλευσης, αλλά τον βοηθά οικονομικά όσο μπορεί.
Βέβαια, δεν έχει και πολλά χρήματα, γιατί η οικογένεια της, της έχει δεσμεύσει τα πάντα. Έχει ξεσπάσει σκάνδαλο με αυτή την ιστορία και οι κόρες της την έχουν “δέσει” οικονομικά.
Ο άντρας βασίζεται πάνω της, έχει μεγάλη ανάγκη από λεφτά αλλά εκείνη δεν μπορεί πια να τον στηρίξει.
Οπότε, υπάρχει και σχέση αλλά και οικονομική εκμετάλλευση.
Ναι. Η ηρωίδα είναι μια “high class” γυναίκα, αλλά ταυτόχρονα ζωντανή, ερωτική. Δεν είναι κρύα φιγούρα.
Και ήταν και κάτι τελείως καινούργιο για μένα. Αυτά τα ερωτικά πάθη δεν τα έπαιξα όταν ήμουν πιτσιρίκα και τα παίζω τώρα. Τι να πω… (σ.σ. γελάει)
Είναι κλασική ταινία Οικονομίδη; Με ένταση, φωνές;
Έχει κάτι από αυτό, αλλά, κατά τη γνώμη μου, ο Οικονομίδης εδώ κάνει κάτι πιο βαθύ, πιο καινούργιο. Το ύφος του παραμένει. Θα ακουστούν κάποιες λέξεις όχι και τόσο “καθαρές”… Αλλά είναι καταπληκτική δουλειά.
Τον θαύμαζα πάντα. Όταν διάβασα το σενάριο, το βρήκα εξαιρετικό. Και όταν τελικά είδα την ταινία, ενθουσιάστηκα. Όχι μόνο επειδή αποδόθηκε το σενάριο αλλά επειδή το πήγε ακόμα πιο πέρα, το εμβάθυνε.
Το σενάριο σας το έδειξε μαζί με τον Μουρίκη; Μαζί δεν το έχουν γράψει;
Ναι, μαζί το έγραψαν, αλλά δεν ήταν ο Μουρίκης μπροστά όταν μου το πρότειναν.
Ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ με τον Οικονομίδη. Ο ρόλος είναι μικρός, σαν guest star –τρεις σκηνές όλες κι όλες. Αλλά πολύ συμπυκνωμένος και πολύ ολοκληρωμένος. Φαίνεται ποια είναι αυτή η γυναίκα, τι κουβαλάει, πού καταλήγει.
Του είχα κάνει μια συνέντευξη όταν είχε βγει η “Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς” και μου είχε πει ότι σε κάποιες σκηνές υπήρχε τέτοια ένταση, που οι ηθοποιοί έφευγαν απλώς για να ηρεμήσουν, όχι επειδή τσακώνονταν.
Καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοείς γιατί ο Οικονομίδης αυτό κάνει: σε οδηγεί σε κάτι πολύ προσωπικό. Και είναι πολύ απαιτητικός, ζητάει την απόλυτη αλήθεια σε πραγματικά υπερβολικό βαθμό. Για μένα αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο, αλλά πολύ ενδιαφέρον.
Βρήκα μια παλιά σας συνέντευξη όπου λέγατε πως τον ξεχωρίζατε από τους νέους σκηνοθέτες. Τότε δεν είχε κάνει ακόμα ούτε το “Μικρό Ψάρι”, δεν ήταν τόσο πολύ γνωστός. Οπότε θεωρώ ότι ήταν ειλικρινή τα λόγια σας τότε.
Απόλυτα. Γενικώς, δεν λέω ψέματα.
Και πώς προέκυψε τελικά να παίξετε σε ταινία του;
Μου το πρότειναν. Τον Γιάννη τον ήξερα. Είχε ήδη πει το “ναι” να παίξει στην ταινία η Μαρία Κεχαγιόγλου – είμαστε πολύ φίλες και έχουμε δουλέψει μαζί στο θέατρο. Εκείνη μού το ανέφερε πρώτη, γιατί σκεφτόταν μήπως θα το αρνηθώ.
Γιατί να αρνηθείτε;
Γιατί είναι προκλητικός ρόλος. Δεν είναι εύκολο να το κάνεις. Όταν το διαβάζεις, λες: “Κάτσε, πώς θα τα κάνω εγώ αυτά;”. Αλλά στη διαδικασία, ο Οικονομίδης με έκανε να νιώσω πολύ άνετα.
Μα τι κάνετε πια σε αυτήν την ταινία; Μας βάζετε σε αγωνία.
Κοίτα, σε αυτή την ταινία πέρασα πάρα πολύ καλά. Ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία γιατί έχω κάνει εκατό ταινίες, αλλά ήταν άλλου τύπου. Και εμένα με ενδιέφερε πάρα πολύ ο νέος κινηματογράφος και οι νέοι σκηνοθέτες. Και εδώ πραγματικά μου ζητήθηκε κάτι παραπάνω από αυτά που μου ζητούσαν συνήθως. Ήταν πιο απαιτητικό.
Είχα διαβάσει ότι έχετε πει: “Εκ του ασφαλούς δεν γίνεται τέχνη. Πρέπει να εκτεθείς”.
Ακριβώς. Το πιστεύω απόλυτα.
Άρα, το κάνατε κι εδώ αυτό.
Το “παράκανα”! (σ.σ. γελάει)
Είχατε σταματήσει για χρόνια τον κινηματογράφο. Από το 1982 μέχρι σήμερα έχετε παίξει μόνο σε μία ταινία, το “Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου”, το 2002. Σωστά;
Ναι. Από τότε αφιερώθηκα στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.
Είχατε προτάσεις;
Είχα, αλλά δεν με ενδιέφεραν. Δεν είχα χρόνο. Δεν δοκίμαζα κάτι απλώς “για να το κάνω”. Έκανα μόνο μία μικρού μήκους ταινία ενός πολύ νέου σκηνοθέτη, τον Κωνσταντίνου Σαμαρά γιατί ήθελα να τον στηρίξω.
Είχατε ξεκινήσει το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Δεν σκεφτήκατε να παίξετε σε ταινίες ή τηλεόραση για οικονομικούς λόγους; Για να ρίξετε τα λεφτά στο θέατρο;
Μα δεν βγαίνουν και τόσα πολλά από τις ταινίες! Σιγά. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε.
Μου είπατε ότι ο ρόλος σας στη “Σπασμένη Φλέβα” είναι προκλητικός. Αλλά είχατε παίξει και σε μια ταινία με τον τίτλο “Τρούμπα ’67”, έτσι;
Προ αμνημονεύτων ετών! (γέλια) Ναι, αλλά δεν είχε τίποτα το προκλητικό. Μόνο ο τίτλος. Ο σκηνοθέτης ήταν αξιόλογος, ο Γρηγόρης Γρηγορίου -έχει φύγει πια.
Με ενδιέφερε πάρα πολύ να κάνω μια πόρνη, αλλά δεν σημαίνει ότι είχε σκηνές τέτοιες.
Εκεί έπαιζε και ο Φούντας.
Φυσικά. Είχαμε κάνει και μαζί ένα σίριαλ στις αρχές του ‘70 –τη “Γαλήνη” του Ηλία Βενέζη. Πολύ συμπαθητικός άνθρωπος.
Αν και έπαιζε σκληρούς ρόλους.
Ναι, αλλά ήταν γλυκύτατος.
Έχετε πει σε παλιότερες συνεντεύξεις ότι θεωρείτε τις ελληνικές ταινίες του ’60 υπερτιμημένες. Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζατε ότι είχαν μια “χειροποίητη” ποιότητα, κι ότι περνούσατε καλά.
Ακριβώς. Υπήρχε αυτή η χαρά τότε. Ήταν άλλα χρόνια.
Υπήρχε αυτό το “χειροποίητο” στοιχείο στα γυρίσματα του Οικονομίδη;
Υπήρχε κάτι τελείως διαφορετικό – και για αυτό θέλω να μιλήσω. Στις παλιές ταινίες υπήρχε όντως μια χειροποίητη ποιότητα, κάτι πολύ συγκινητικό. Ήμασταν όλοι μια ομάδα, το συνεργείο, οι ηθοποιοί, υπήρχε μια πολύ δυνατή σχέση.
Αλλά εδώ, ειλικρινά, εντυπωσιάστηκα απόλυτα. Το συνεργείο αποτελούνταν από νέα παιδιά, εξαιρετικά καλλιεργημένα, άλλου επιπέδου. Και ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα πάρα πολύ ευχάριστα από αυτό. Δεν το φανταζόμουν.
Μιλάτε για τεχνικούς και καμεραμάν;
Ναι, όλοι. Ήταν καταπληκτικοί. Ευγενικοί, έξυπνοι, με γνώσεις, με σεβασμό. Ένας κι ένας. Δηλαδή είχαν δει θέατρο, ήξεραν επί της ουσίας πράγματα. Και η παραγωγή εξίσου άψογη. Η όλη ατμόσφαιρα της διαδικασίας ήταν εξαιρετική.
Γενικά ο Οικονομίδης είναι από τους πιο ευαίσθητους και από τους πιο ευγενείς ανθρώπους.
Τι είχατε δει που σας ενθουσίασε όταν τον πρωτοανακαλύψατε;
Το “Σπιρτόκουτο”. Ήταν κάτι εντελώς καινούριο. Από τότε είχα την αίσθηση πως αυτός ο άνθρωπος θα εξελιχθεί πολύ καλά. Και θα στενοχωριόμουν αν δεν γινόταν.
Στη “Σπασμένη Φλέβα” είναι πιο βαθύς, πιο ώριμος. Πιστεύω απλώς ότι βρίσκεται σε μια άλλη φάση της ζωής του, με περισσότερη ωριμότητα. Μεγαλώνει, έχει παιδί… Η ίδια η ζωή τον οδήγησε εκεί.
Στο θέατρο τον είχατε παρακολουθήσει; Στο “Στέλλα Κοιμήσου”;
Δεν το είχα δει. Επειδή κάνω πολύ θέατρο και είμαι ολοκληρωτικά δοσμένη εκεί, δεν προλαβαίνω να δω άλλες παραστάσεις. Είναι απίστευτο αυτό. Φέτος, έπαιξα τη “Μάνα Κουράγιο” στο Εθνικό και, για πρώτη φορά αφού τελειώσαμε, βρήκα λίγο χρόνο να δω πέντε πράγματα.
Tις παλιές ελληνικές ταινίες τις θεωρείτε υπερτιμημένες. Το ίδιο πιστεύετε και για τη “Νύχτα Γάμου”;
Συμπαθητική είναι, αλλά τι να πω, ότι είναι το αριστούργημα του αιώνα;
Αυτό ήταν ένα θεατρικό έργο που παιζόταν τότε από την Κάκια Αναλυτή. Δεν είχα καμία σχέση με εκείνη. Ουδείς γνωρίζει γιατί βρέθηκα εκεί. (χαμογελάει)
Δεν τα βλέπετε αυτά πια, ε;
Ε, τι να βλέπω μωρέ.
Ε, δεν ξέρω, μπορεί να το παίζει η τηλεόραση και να το αφήσετε πέντε λεπτά και να πείτε “για να δούμε τι κάναμε τότε”.
Όχι. Μερικές φορές βλέποντας ένα πλάνο, λέω “νόστιμη ήμουνα τότε”. Κάπως έτσι. Αλλά όντας μέσα στο θέατρο τόσο βαθιά και ανεβάζοντας αυτά τα έργα που έχω ανεβάσει και παίζοντας αυτούς τους ρόλους, ε, πώς να με ικανοποιήσουν;
Τουλάχιστον τα παίξατε την κατάλληλη περίοδο, στην αρχή της καριέρας σας, όχι αργότερα.
Μα και τότε που το έκανα δεν το πίστευα. Δεν το σνόμπαρα ούτε το υποτιμούσα, αλλά δεν το έκανα με πάθος. Το έκανα τόσο όσο. Από πάντα αυτό που με ενδιέφερε ήταν το θέατρο.
Αλλά το θέμα είναι το εξής: ότι περνώντας τα χρόνια, το σινεμά είναι αυτό που μένει.
Αυτό είναι το δίκαιο και το άδικο.
Και το δίκαιο και το άδικο και όλα. Μα το θέατρο είναι κάτι θνησιγενές. Γεννιέται, παίζεις, τελειώνει.
Και μένει μόνο η εντύπωση.
Και μόνο σ’ αυτούς που το ‘χουν δει. Πώς εγώ να θέλω να με έχει δει στο θέατρο ένα παιδί σήμερα 20-25 χρονών; Είναι αδύνατον. Γιατί έχω κάνει και άλλα πράγματα πριν από το θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.
Μέχρι το 1987 που ιδρύσατε το θέατρο αυτό, ποια δουλειά θεωρείτε ότι ήταν η καλύτερή που είχατε κάνει;
Πολλές. Είχα δουλέψει με τον Σεβαστίκογλου, είχα παίξει τη Μάρσα του Τσέχωφ, είχα συνεργασίες με τον Τριβιζά, με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο. Πολύ ωραίες δουλειές.
Ήταν δύσκολο να παίζετε σε αυτές τις ταινίες και ταυτόχρονα να κάνετε “σοβαρό” θέατρο; Μήπως ο κόσμος μπερδευόταν;
Όχι. Άλλο κοινό έβλεπε τις ταινίες, άλλο το θέατρο. Δεν ήρθαν να με δουν στο θέατρο επειδή ήμουν η “Μπέτυ Αρβανίτη από τις ταινίες”. Ερχόταν θεατρόφιλο κοινό, που είχε κάνει ήδη τη διάκριση.
Ο Δημήτρης Καραντζάς μου είπε μια ενδιαφέρουσα ιστορία για εσάς που δεν την ξέρει πολύς κόσμος. Μου είπε πως όταν παίζατε στον “Γυάλινο Κόσμο” κάποια στιγμή άνοιξε κάποια καταπακτή κατά λάθος, περίπου ένα μέτρο βάθος, και πέσατε μέσα.
Ωχχχ. Ακόμα το πληρώνω αυτό…
Μου είπε ότι όλοι φοβήθηκαν πως χτυπήσατε, αλλά εσείς συνεχίσατε κανονικά την παράσταση.
Τέτοια είμαι…
Λέει ότι είστε πολύ παθιασμένη με το θέατρο.
Παρ’ όλα αυτά, με φωνάζει τεμπέλα! Στην πλάκα, βέβαια, γιατί σίγουρα δεν είμαι.
Έχει ξανασυμβεί αυτό; Να πάθετε κάτι στη σκηνή και να συνεχίσετε σαν να μη συμβαίνει τίποτα;
Παρεμφερή πράγματα. Ήταν τρομερό αυτό. Πώς βγήκα μετά, ο Θεός ξέρει. Και τα παιδιά μου λένε εκείνη την ώρα “πρέπει να σταματήσουμε”. Λέω, “δεν είναι δυνατόν να σταματήσουμε τώρα”.
Ευτυχώς που ήταν ακόμα ζεστό και μπόρεσα να συνεχίσω.
Μετά; Πήγατε στο νοσοκομείο;
Όχι. Πήγα απλώς στον γιατρό και στις υπόλοιπες παραστάσεις έπαιξα με νάρθηκα. Δεν γινόταν αλλιώς. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι. Και με παυσίπονα, φυσικά. Και δεν ήταν η μόνη φορά… Έχω κάνει εγχείρηση στο μάτι γιατί παραλίγο να το χάσω και ατάκα πήγα και έπαιξα! Τότε παίζαμε τη Μπερνάρντα Άλμπα, νομίζω. Φόρεσα γυαλιά για να παίξω.
Είναι τέτοια η αδρεναλίνη εκείνη την ώρα, που δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Οι Άγγλοι το λένε “doctor theatre”. Και έχουν δίκιο. Γιατί άνθρωπος είσαι και εσύ. Και έχεις πονοκέφαλο, έχεις γρίπη, έχεις χίλια δυο πράγματα. Ε, όταν βγαίνεις στη σκηνή, δεν τα έχεις. Μετά τα ξαναέχεις. (γελάει)
Μου αρέσει πάρα πολύ ο Καραντζάς. Τον αγαπώ πολύ.
Πολύ έξυπνος. Και ευγενής.
Και ευαίσθητος. Έχει όλα τα καλά. Εγώ θα ήθελα να είχα δουλέψει περισσότερο με τον Δημήτρη, αλλά κι αυτός έχει τα δικά του και δεν γίνεται λόγω του θεάτρου.
Και πολύ απαιτητικός, βέβαια.
Τι σημαίνει «απαιτητικός» στον χώρο σας;
Τελειομανία. Σου ζητάει κι άλλο κι άλλο. Κάτι βλέπει ότι μπορείς να το κάνεις και στο ζητάει μέχρι εξάντλησης, μέχρι να μην μπορείς πια.
Λέει πχ την ίδια πρόταση να την πεις αλλιώς. Την ίδια κίνηση να την κάνεις ακόμα καλύτερα;
Κυρίως, με μεγαλύτερη αλήθεια. Με μεγαλύτερο βάθος.
Είχατε πει κάποτε ότι βαρεθήκατε να σας διαλέγουν. Θέλατε να αποφασίζετε εσείς.
Ναι. Μέχρι να γίνει το θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, αναγκαστικά έμπαινα στο όνειρο ενός άλλου, που με διάλεγε. Που μου πρότεινε ρόλο. Έτσι, δεν μπορείς να εκτεθείς προσωπικά. Μόνο αν επιλέξεις εσύ ο ίδιος, μπορείς να εκτεθείς. Γιατί όλοι λέμε για το “καλό θέατρο” αλλά ο καθένας έχει μια άλλη εικόνα του “καλού θεάτρου”.
Αν δεν εκτεθείς, δεν καταλαβαίνει ο άλλος τι ακριβώς εννοείς “καλό θέατρο”. Το να εκτεθείς έχει ένα τεράστιο ρίσκο αλλά έτσι προχωράει η τέχνη. Δεν γίνεται αλλιώς.
Δεν υπάρχει τέχνη επί του ασφαλούς κατά τη γνώμη μου.
Τώρα όμως σας διάλεξε ο Οικονομίδης, αλλά αυτό δεν σας πείραξε.
Α, τώρα… Τώρα ήταν αλλιώς. Πάντως, μου πήρε καιρό για να αποφασίσω. Μιλήσαμε πολύ. Πώς το φαντάζεται, πώς το θέλει. Με έπεισε. Απόλυτα. Μα είμαι φαν του.
Λέγατε πριν για έκθεση και σκεφτόμουν ότι κάθε χρόνο παίζετε και άλλη παράσταση. Άρα και κάθε χρόνο εκτίθεστε. Αλλά φαντάζομαι ότι αυτό το σημείο της ψυχής σας που θέλετε να εκθέσετε κάθε χρόνο δεν είναι το ίδιο.
Ασφαλώς. Γιατί μια παράσταση τι είναι; Είναι μια εμπειρία ολόκληρη. Είναι μια ζωή. Τελειώνοντας, λοιπόν, μια παράσταση, μετά βγαίνεις αλλιώς μέσα απ’ αυτή. Δεν είσαι ο ίδιος. Είσαι εσύ συν αυτή η εμπειρία της παράστασης.
Προσπαθώ να καταλάβω τι μπορεί να εκθέτει κάθε φορά κάποιος που να είναι λίγο διαφορετικό. Για παράδειγμα όταν κάνατε τον “Γυάλινο Κόσμο” με τον Καρατζά, ποιο κομμάτι της ψυχής σας εκθέσατε; Μιλάω λίγο χειροπιαστά. Καταλαβαίνετε τι εννοώ;
Καταλαβαίνω. Περιοχές που ίσως δεν τις είχα αγγίξει. Και το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα είναι ότι μερικές φορές, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει μεγαλύτερο και σπουδαιότερο συναίσθημα από το να σε εκπλήσσει ο ίδιος σου εαυτός. Να λες: Ναι; Το έκανα;
Θεωρώ ένα απ’ το πιο τολμηρά πράγματα που έχω κάνει τον “Βασιλιά Ληρ”, που ανεβάσαμε πρόπερσι. Ε, αυτό ήταν για μένα μία πολύ διαφορετική εμπειρία. Και θεωρώ ότι είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω κάνει.
Τι μπορεί να έχετε μάθει για τον εαυτό σας μέσα από μια παράσταση;
Τι έχω μάθει; Μα δε θα σας το πω (χαμογελάει). Είναι δυνατόν; Έχω μάθει πολλά κακά του εαυτού μου και πολλά καλά. Μάλλον όχι πολλά καλά. Πολλά κακά. Και αυτό είναι προχώρημα.
Τέλος πάντων, δεν τελειώνει αυτή η ιστορία, αυτό είναι σίγουρο. Γιατί όσο πιο πολύ βαθιά θέλεις να μπεις και να βγεις, τόσο πιο ανεπαρκής αισθάνεσαι.
Αισθάνεστε ακόμα έτσι;
Ε, βέβαια. Αλλιώς, τι ενδιαφέρον θα είχε; Δεν με ενδιαφέρει να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου. Και όσο μαθαίνεις, τόσο καταλαβαίνεις πόσα δεν ξέρεις. Εκεί είναι η πρόκληση, εκεί που λες έχει και άλλο, έχει κι άλλο, έχει και άλλο. Γιατί δεν έχει;
Ε, δεν ξέρω (γελάμε).
Όχι, θέλω να πω ότι και σε όλες τις δουλειές, δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να πει “και τώρα είμαι ικανοποιημένος. Έχω κάνει τα πάντα”.
Αν το έχει πει, εντάξει, νομίζω ότι τελειώνει. Δηλαδή γιατί να συνεχίσει;
Μπορεί να το κάνει μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού.
Μπορεί, ναι. Για εμένα όμως δεν αρκεί αυτό, εγώ είμαι πιο περίεργη. Έχω φοβερή περιέργεια για το θέατρο, για την υποκριτική, για τον άνθρωπο, για τη ζωή την ίδια. Από αυτήν την περιέργεια ξεκινάω. Με ενδιαφέρουν πάρα πολλά.
Παραδείγματος χάριν, με ενδιαφέρει, πώς γίνεται κάποιος να είναι σίριαλ κίλερ.
Βλέπετε και crime ντοκιμαντέρ;
Όχι, δεν βλέπω. Αλλά τη μόνη φορά στη ζωή μου που έχω σκηνοθετήσει, ήταν ένα έργο για έναν ένα σίριαλ κίλερ.
Ποιο ήταν αυτό;
Λεγόταν «Η τέχνη του κ. Χάαρμαν» με τον Χρήστο Στέργιογλου. Μόνο αυτό με ενδιέφερε να σκηνοθετήσω. Κι αν δεν ήταν και ο Χρήστος που αισθανόμουν ότι θα το κάνει καλά, δεν θα το έκανα.
Αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να φύγει από το όριο και να γίνει σίριαλ κίλερ. Και με ενδιέφερε να το ψάξω.
Το έργο βγήκε καλό αλλά όταν τελείωσα με τη σκηνοθεσία, αισθάνθηκα ότι δεν μου πάει καθόλου αυτό, γιατί μόλις τελειώνεις τη σκηνοθεσία, είσαι απ’ έξω. Δεν μπορείς να επέμβεις με τίποτα.
Κι εμένα με ενδιαφέρει το προχώρημα κατά τη διάρκεια των παραστάσεων.
Δεν Θα μπορούσατε να σκηνοθετήσετε και να παίξετε κιόλας;
Ε, όχι δα. Δεν τα τολμάω τόσα πολλά.
Πέρα από όλα αυτά, θέλω πάντως να σας ρωτήσω και για την Ψιψινέλ…
Α, γούσταρα!
Κάνατε μεταγλωττίσεις γενικά; Ή αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία;
Μόνο αυτή έχω κάνει. Δεν κράτησε και για μεγάλο διάστημα.
Πώς προέκυψε;
Μου την πρότεινε ένας φίλος μου τότε, ο Γιώργος ο Πρωτοπαπάς –έχει φύγει πια. Μου λέει: Έλα να το κάνεις, μωρέ. Και δεν είχε καν κείμενο.
Δεν είχε κείμενο το γατί;
Όχι! Εγώ τα ‘λεγα όλα. Δηλαδή η γάτα έκανε “αααα”, δύο λέξεις είχε όλο κι όλο, και εσύ έλεγες ό,τι ήθελες. Και γελάγαμε πολύ.
Έβαλα τώρα να το ακούσω, και δεν κατάλαβα ότι ήσασταν εσείς. Δεν την αναγνώριζα τη φωνή.
Ε, πώς να με καταλάβεις; Ήταν άλλη φωνή! (σ.σ. μιμείται τη φωνή που έκανε)
Σας καταλάβαιναν τότε τα παιδιά; Σας έλεγε κανείς κάτι;
Βέβαια. Έχω ένα εγγόνι σήμερα– το λατρεύω, πεθαίνω και τα πάντα όλα. Ο οποίος φυσικά ξέρει την Ψιψινέλ. Και του κάνει μεγάλη εντύπωση που είναι η γιαγιά του.
Πόσο χρονών είναι;
Έξι. Έχω πάθει την πλάκα της ζωής μου.
Και πώς και δεν κάνατε κι άλλες μεταγλωττίσεις;
Όχι, αυτό με ενδιέφερε γιατί είχε πλάκα. Δεν ήταν για να έχω δουλειά στη μεταγλώττιση. Ήταν μοναδικό.
Εκεί γνώρισα και τον Σοφοκλή Πέππα, που μετά δουλέψαμε πολύ στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Ήταν μια ωραία ομάδα.
Πώς βλέπετε τους ηθοποιούς που κάνουν μεταγλωττίσεις ως κύρια δουλειά;
Πολύ καλά κάνουν! Και κάποιοι είναι εξαιρετικοί, και τους αφορά και τους ενδιαφέρει. Εγώ δεν είχα ποτέ τον χρόνο γι’ αυτό. Και ούτε θα μπορούσα να το κάνω συστηματικά –είναι πολύ χρονοβόρο.
Ψάχνοντας τις ταινίες που έχετε παίξει είδα και τη “Χαραυγή της νίκης”. Είναι αυτή η ταινία που ο Δήμος Σταρένιος λέει “Μας αγαπάνε οι Γερμανοί, σαν φίλοι ήρθανε”.
Καλά, ο Δήμος Σταρένιος ήταν ένας άνθρωπος πολύ γλυκός, πολύ ιδιαίτερος. Ήταν αριστούργημα.
Έχετε παίξει σε όλες αυτές τις ταινίες με όλους αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους θέλουμε να σας ρωτάμε αλλά εσάς δεν σας ενδιαφέρει να μιλάμε για αυτές τις ταινίες. Εμείς όμως ψάχνουμε πληροφορίες γι αυτούς.
Ναι, μόνο που δεν είμαι πολύ κατάλληλη γιατί δεν έκανα και πάρα πολλή παρέα με ανθρώπους απ’ τα γυρίσματα.
Οι φίλοι μου ήταν από το θέατρο πιο πολύ.
Ποιοι ήταν οι φίλοι σας αν επιτρέπετε;
Α, να ο Πέππας πχ. Ο Γιάννης Βόγλης. Η Μαρία Κεχαγιόγλου είναι πολύ αγαπημένη μου, η Λουκία Μιχαλοπούλου. Όλα αυτά τα παιδιά έχουν περάσει από το δικό μας θέατρο και έχουμε μια πολύ αγαπησιάρικη σχέση.
Και πώς και δεν έγινε και ο γιος σας ηθοποιός; (σ.σ. Πρόκειται για τον πολύ γνωστό συγγραφέα, Αλέξη Σταμάτη)
Ναι… Ευτυχώς δεν έγινε! (γελάει) Εγώ πιστεύω ότι για να γίνεις ηθοποιός πρέπει να μην μπορείς χωρίς αυτό. Γιατί αλλιώς… είναι μεγάλη ταλαιπωρία. Μόνο αν πραγματικά δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, πρέπει να το ακολουθήσεις. Αλλιώς είναι μαζοχισμός.
Είναι δύσκολο πράγμα, να θέλεις να γίνεις ηθοποιός.
Ο Παντελής Βούλγαρης τους αγαπά πολύ τους ηθοποιούς. Έχει πει ότι είναι ένα παράξενο είδος ανθρώπων που φεύγουν από το σπίτι τους, πάνε κάπου, βάφονται, μεταμορφώνονται για δύο ώρες σε κάτι άλλο –σε δολοφόνους, σε οτιδήποτε– και μετά ξαναγίνονται οι προηγούμενοι εαυτοί τους.
Ο Μίνως Βολανάκης είχε πει ότι οι ηθοποιοί είναι οι πιο γενναιόδωροι άνθρωποι γιατί προσφέρουν τον εαυτό τους ολόκληρο, μέσα κι έξω, γι’ αυτή τη δουλειά.
Είδα μια άλλη συνέντευξή σας όπου λέγατε ότι ο Μίνως Βολανάκης είναι ο πιο σημαντικός άνθρωπος που έχετε γνωρίσει.
Δεν υπάρχει σημαντικότερος για μένα. Θεωρώ τον εαυτό μου πάρα πολύ τυχερό που τον γνώρισα. Ήταν ένας άνθρωπος… δεν μπορώ καν να πω «ήταν». Γιατί για μένα συνεχίζει να είναι.
Με έχει καθορίσει σε όλα τα επίπεδα. Όχι μόνο ως ηθοποιό αλλά και ως άνθρωπο.
Θέλετε να μου δώσετε ένα παράδειγμα, για να καταλάβω; Πώς σας καθόρισε;
Ήταν ο πιο ελεύθερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Θεωρούσε ότι αυτό το κομμάτι της ζωής ήταν δικό του και θα το ζούσε όπως εκείνος επιθυμούσε. Και αυτό δεν το συναντάς συχνά.
Ναι, ακούγεται απλό…
…αλλά δεν είναι. Καθόλου.
Ήταν τόσο βαθύς. Τόσο ουσιαστικός. Τόσο ευαίσθητος. Τόσο… ποιητικός. Ποιητής, κανονικά.
Είχε τρομερές γνώσεις – αλλά όχι για να τις επιδεικνύει. Τις είχε για τον εαυτό του. Για την εσωτερική του χρήση, αν μπορώ να το πω έτσι. Δεν τις κουβαλούσε για να πει: «Δείτε τι ξέρω». Δεν ήταν αυτός ο τύπος. Ήταν για τον ίδιο. Για να βλέπει βαθύτερα, να κατανοεί τον κόσμο.
Ήταν τόσο ευγενής. Δηλαδή έλεγε ότι “εγώ θέλω να σε κάνω να θέλεις αυτό που θέλω”. Είχε μια μία γοητεία απίστευτη. Σε γοήτευε, σε παρέσυρε, ένα πράγμα σαν γκουρού.
Έχετε μεγαλώσει στα Εξάρχεια. Ζείτε ακόμα εκεί;
Όχι, τώρα μένω στον Λυκαβηττό.
Ωστόσο, πώς σας φαίνεται η κατάσταση σήμερα στα Εξάρχεια; Με το λεγόμενο gentrification, τα Airbnb… Πώς τα βλέπετε εσείς;
Δεν ξέρω ακριβώς. Δηλαδή, πάω στα Εξάρχεια – τρώω, κυκλοφορώ. Αλλά δεν ζω πια στην πλατεία. Δεν έχω αυτή την καθημερινή εμπειρία για να πω κάτι παραπάνω.
Αλλά εμένα μου αρέσουν όλα. Τα βλέπω σαν στάδια ζωής. Είναι φάσεις. Θα περάσουμε κι αυτό το στάδιο, μετά θα έρθει ένα άλλο… Και θα πάει παραπέρα. Και –ποιος ξέρει– μπορεί να γίνει και καλά.
Γενικά έτσι βλέπετε τα πράγματα; Αισιόδοξα; Ότι πάντα πάμε προς κάτι καλύτερο;
Ελπίζω, ναι… Αλλά γίνονται και τέρατα. Εγκλήματα απίστευτα. Τι να πρωτοπεί κανείς; Να μιλήσουμε για τους πολέμους; Σηκώνω τα χέρια ψηλά.
Είναι τερατώδη πράγματα. Δηλαδή… Ο Τραμπ. Τι είναι αυτό το πράγμα;
Παρακολουθείτε ειδήσεις;
Πώς δεν παρακολουθώ; Αλλά τι να πεις για έναν ολόκληρο λαό που βγάζει αυτό το πράγμα; Τι να πεις;
Έχει πάρει η ακροδεξιά με πολλές μορφές, έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε πολλά σημεία.
Πάρα πολύ. Και εμένα αυτό με τρομάζει τρομερά. Τρομερά. Χριστέ μου, όχι.