Director Paolo Sorrentino poses for photographers on the red carpet for the opening ceremony and the premiere of the film 'La Grazia' during the 82nd edition of the Venice Film Festival in Venice, Italy, on Wednesday, Aug. 27, 2025. (Photo by Scott A Garfitt/Invision/AP)

ΜΕ ΣΟΚ ΞΕΚΙΝΑ ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ: ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΞΑΝΑΔΕΙ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ ΤΟΣΟ ΣΥΓΚΡΑΤΗΜΕΝΗ

Επίσης: Η Γάζα βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε συζήτησης (αλλά κανείς δεν απαντά) κι ο Κόπολα είναι εκεί για να βραβεύσει τον Χέρτσογκ.

Ποιος να μας το έλεγε πως θα φτάναμε να βλέπαμε και στοχαστικό late era έργο από τον Πάολο Σορεντίνο, έναν άνθρωπο που –με τα καλά του και με τα κακά του– πάντα εκπροσωπούσε έναν ανεξέλεγκτο μαξιμαλισμό στην μεγάλη (και την μικρή, όταν χρειαζόταν) οθόνη.

Οι συνθέσεις, τα χρώματα, οι φάτσες, ο χορός, ο πόθος, το φλερτ, η μίξη κομματιών της Ιστορίας και προσωπικών σημείων αναφοράς – όλα αυτά μαζί σε ένα μπλέντερ που δε σταματούσε να γυρνά. Από την πολιτική όπερα του Il Divo μέχρι την ολοζώντανη Μεγάλη Ομορφιά κι από το άκρως προσωπικό Χέρι του Θεού μέχρι την στα όρια της αυτο-παρωδίας Παρθενόπη, ο Σορεντίνο ήταν πάντα ένας και μοναδικός και ξέφρενος.

Αλλά… οι άνθρωποι πάντα μπορούν να σε εκπλήξουν.

Το La Grazia (Grace), η νέα του ταινία με την οποία άνοιξε το 82ο φεστιβάλ Βενετίας, δεν είναι τίποτα από όλα αυτά.

Όχι πως δεν καταλαβαίνεις πως βλέπεις Σορεντίνο, και όχι πως το λέμε απαραιτήτως σαν αρνητικό, αλλά η αλήθεια να λέγεται, ένα μικρό σοκ το υποστήκαμε. Τα κάδρα δεν σφύζουν από χρώμα, ζωή και υπερβολή. Η κίνηση και η λαγνεία δεν είναι χειμαρρώδεις. Ακόμα κι η ξεσηκωτική μουσική όταν έρχεται, μοιάζει σα να εισβάλει σε ένα χώρο πλήρους ακινησίας, κάνοντας τα πάντα για να ξεσηκώσει λίγο ένα πανηγύρι, αλλά φευ.

Είναι σαν η ταινία να αντιστέκεται στα ίδια τα ένστικτα του σκηνοθέτη της. Το οποίο είναι σίγουρα ενδιαφέρον. Αλλά προς τι το όλο άγχος;

LA GRAZIA: ΑΚΟΜΑ ΚΙ Ο ΠΑΟΛΟ ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ ΜΕΛΑΓΧΟΛΕΙ

Στη νέα του ταινία μετά το λίγο-πολύ αποδεκτό ως φιάσκο της Παρθενόπης (μια ταινία που όχι απλώς θάφτηκε πρόπερσι στις Κάννες αλλά θεωρήθηκε ως Σορεντίνο στα όρια της αυτο-παρωδίας χωρίς να το θέλει) ο ιταλός auteur επιστρέφει με ένα πολιτικό δράμα και πρωταγωνιστή τον Τόνι Σερβίλο.

Όταν κολλήσεις, απλά κάνε αυτό που ξέρεις να κάνει με κλειστά μάτια, σωστά;

Αλλά όχι ακριβώς! Στο La Grazia, ο Σερβίλο παίζει έναν ιταλό πρωθυπουργό ανάγκης. Έναν νομικό που βρέθηκε να διοικεί επειδή η χώρα έπρεπε να ενωθεί για να ξεπεράσει μια βαθιά δημοσιονομική κρίση κι έτσι έδωσε τα κλειδιά σε έναν μη-πολιτικό. Η ταινία παρακολουθεί τους τελευταίους μήνες της τελευταίας θητείας του Μαριάνο Ντε Σάντις, ο οποίος έχει κάποια τελευταία διλήμματα να αντιμετωπίσει καθώς σουλατσάρει άσκοπα και άψυχα μες στους μεγάλους χώρους του Μεγάρου του – τόσο μεγάλοι, άδειοι και ψυχροί, που ούτε τα αρχαία στο φόντο δε μπορούν να τους ζωντανέψουν και να τους δώσουν ψυχή.

Τόνι Σερβίλο AP

Ο Μαριάνο σκέφτεται για το αν θα υπογράψει τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, κάτι με το οποίο δεν διαφωνεί ηθικά, αλλά φοβάται πως μπορεί να οδηγήσει σε εκμετάλλευση. Παράλληλα πιέζεται από τον παλιό του φίλο και πιθανό επόμενο πρωθυπουργό, να ακυρώσει την ποινή μιας γυναίκας η οποία σκότωσε τον βίαιο παρτενέρ της. Και ανάμεσα σε όλες τις σκηνές φιλοσοφικών θεωρήσεων πάνω σε αυτά τα ζητήματα, μονολογεί το όνομα της Ορόρα, της αγαπημένης συζύγου του που έχει πεθάνει και που ακόμα του λείπει – κι η οποία τον είχε απατήσει μια φορά πριν 40 χρόνια, με έναν μυστηριώδη εραστή που ο Μαριάνο δεν γνωρίζει.

Αν όλο αυτό ακούγεται πληθωρικό ως περιγραφή, σας διαβεβαιώ πως στην εκτέλεση είναι σχεδόν νηφάλιο. Ο Σορεντίνο στέκεται και αφουγκράζεται. Σκέφτεται τον χρόνο που περνά (και που, βασικά, έχει περάσει ήδη). Σκέφτεται τις αποφάσεις που ήθελε να πάρει και δεν πήρε. Σκέφτεται τα γηρατεία. (Υπάρχει μια εντυπωσιακή σκηνή άφιξης του ομολόγου του από την Πορτογαλία. «Μοιάζω τόσο γερασμένος;» ρωτάει το δεξί του χέρι, καθώς ένα παλλόμενο beat ντύνει μουσικά μια slow motion σκηνή ‘καταστροφής’). Σκέφτεται την κληρονομιά του στον κόσμο (όπως εκφράζεται στην ταινία τόσο μέσα από τα ηθικά διλήμματα του Μαριάνο και το κοινωνικό αποτύπωμα που θα αφήσουν, όσο και τη σχέση του μη χαρισματικού αυτού πρωθυπουργού με την τρομερά ικανή κόρη του, επίσης νομικό).

Σκέφτεται την Ορόρα.

Το γήρας, ο χρόνος, η ζωή, ο θάνατος, είναι σκέψεις που πάντα διαπερνούν το έργο του Σορεντίνο. Αλλά καθώς εδώ έχει πάρει την απρόσμενη απόφαση να καθηλώσει στιλιστικά και αφηγηματικά τον εαυτό του και να πει την ιστορία μέσα από έναν ήρωα-φάντασμα (του οποίου το παρατσούκλι είναι «ενισχυμένο τσιμέντο», αν αναρωτιέστε πόσο φαν είναι στα πάρτυ), αυτές οι ιδέες αναδεικνύονται σε πρώτης γραμμής κείμενο αντί για subtext. Είναι λες και το πάρτυ έχει τελειώσει, αφήνοντας πίσω του φόβους και αμφιβολίες.

Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που πάσχει σε ρυθμό και σε ζωντάνια, αλλά που ο Σορεντίνο καταφέρνει να μετουσιώσει σε κάτι αν όχι βαθυστόχαστο, τότε τουλάχιστον ζεστό, ειλικρινές και κατά τόπους συγκινητικό (και αστείο). Δεν είναι μια από τις μεγάλες ταινίες του, αλλά είναι σίγουρα από τις πιο μοναδικές.

ΟΛΟΙ ΡΩΤΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΖΑ

Μέρα έναρξης για το φεστιβάλ Βενετίας, που θα πει ότι παραδοσιακά έχουμε τις συνεντεύξεις τύπου των διαφόρων επιτροπών. Ο Πρόεδρος της επιτροπής του Διαγωνιστικού, Αλεξάντερ Πέιν, ρωτήθηκε για τη θέση του φεστιβάλ για την Παλαιστίνη, απάντησε πως, «με κάθε ειλικρίνεια, νιώθω πως δεν είμαι προετοιμασμένος για αυτή την ερώτηση. Είμαι εδώ για να κρίνω και να μιλήσω για το σινεμά. Οι πολιτικές μου θέσεις, είμαι σίγουρος, συμφωνούν με πολλών από εσάς», είπε, συμπληρώνοντας πως ο καλλιτεχνικός διευθυντής Αλμπέρτο Μπαρμπέρα είναι ο αρμόδιος να απαντήσει τυχόν ερωτήσεις για τη Γάζα – για την οποία υπήρξαν πολλές.

O Μπαρμπέρα, μιλώντας στο Variety, παραδέχθηκε πως «θα με εξέπληττε αν δεν συνέβαιναν διαδηλώσεις υπέρ της Γάζας» στο φεστιβάλ, ταυτόχρονα όμως ξεκαθάρισε πως η διοργάνωση δεν θέλει να φανεί πως παίρνει θέση υπέρ μιας πλευράς ή της άλλης, λες και πρόκειται για αγώνα ποδοσφαίρου.

Τοπικές συλλογικότητες στο μεταξύ έχουν ήδη ζητήσει από το φεστιβάλ να πάρει επίσημη θέση, σε μια ανοιχτή επιστολή που υπογράφεται από μεγάλες προσωπικότητες του ιταλικού (και όχι μόνο) σινεμά ανάμεσα στις οποίες ο Τόνι Σερβίλο, οι αδερφές Αλίτσε και Άλμπα Ρορβάχερ, ο Μάρκο Μπελόκιο, ο Ματέο Γκαρόνε, αλλά κι οι Σελίν Σιαμά, Κεν Λόουτς και άλλοι διεθνώς καταξιωμένοι καλλιτέχνες.

«Η Μπιενάλε είναι, όπως πάντα, ανοιχτή σε διάλογο», απαντά η διοίκηση.

Μια πορεία διοργανώνεται, παράλληλα, για το Σάββατο, που θα κινηθεί από την κεντρική στάση της Σάντα Μαρία Ελιζαμπέτα μέχρι την καρδιά του Λίντο όπου διεξάγεται το φεστιβάλ. Ενώ ήδη σήμερα, μια μικρή παρέμβαση 30-40 ατόμων μπροστά από τη Sala Grande έφερε το μήνυμα της Παλαιστίνης στο κέντρο της διοργάνωσης, δίνοντας τον τόνο για τις επόμενες μέρες.

Την ίδια ώρα, συνεχίζονται οι πιέσεις απέναντι στον streaming κολοσσό Mubi ο οποίος δέχθηκε επένδυση από fund που χρηματοδοτεί στρατιωτική τεχνολογία για τον ισραηλινό στρατό, ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών ακόμα και από σκηνοθέτες που συνεργάζονται με το Mubi – ανάμεσά τους ο Άκι Καουρισμάκι, ο Ράντου Ζούντε, ο Τζόσουα Οπενχάιμερ αλλά και, σύμφωνα με πληροφορίες του Variety και επιπλέον ονόματα ανάμεσά τους κι αυτό της Αριάν Λαμπέντ.

Το La Grazia του Σορεντίνο είναι μια ταινία που αγοράστηκε από το Mubi, που σημαίνει πως –ειρωνικά– το φετινό φεστιβάλ Βενετίας άνοιξε κυριολεκτικά με το λογότυπο του Mubi. Φυσικά και ο Σορεντίνο (που την περασμένη βδομάδα χαρακτήρισε ανοιχτά την κατάσταση στη Γάζα ως “γενοκτονία”) ρωτήθηκε σχετικά στη συνέντευξη τύπου, όπου και απάντησε πως αυτή είναι μια ερώτηση που πρέπει να απαντήσουν εκπρόσωποι του Mubi, που βρίσκονται μες στην αίθουσα.

Ο εν λόγω εκπρόσωπος, αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο.

ΚΟΠΟΛΑ ΒΡΑΒΕΥΕΙ ΧΕΡΤΣΟΓΚ

Κόπολα και Χέρτζογκ AP

Στην διάρκεια της τελετής έναρξης του φεστιβάλ, και πριν την προβολή της ταινίας του Σορεντίνο, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ανέβηκε στην σκηνή για να απονείμει τον τιμητικό Χρυσό Λέοντα στον σπουδαίο Βέρνερ Χέρτσογκ, ο οποίος παρουσιάζει φέτος εδώ το ντοκιμαντέρ του Ghost Elephants.

«Έχει γράψει όπερες, έχει σκηνοθετήσει ρόλους, έχει παίξει. […] Αν ο Βέρνερ έχει όρια, δεν ξέρω ποια είναι», είπε ο Κόπολα, σημειώνοντας πως φιλμ του Χέρτσογκ όπως το Αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ ή το Φιτζκαράρλντο τον ενέπνευσαν να κάνει το σινεμά που έκανε – πάντα μέσα από πειράματα, πάντα τεστάροντας τα όρια της τέχνης και της αφήγησης.

«Η ζωή του Βέρνερ και η ίδια η ύπαρξή του αποτελούν πρόκληση για όλους: αν μπορείτε, αντιγράψτε τον. Και όλοι μας αναρωτιόμαστε αν θα το κάνει ποτέ κανείς. Βέρνερ, θα φάω το καπέλο μου αν εμφανιστεί κάποιος που μπορεί να το κάνει», είπε ο Κόπολα καθώς ένα συγκινημένος Χέρτσογκ εμφανίστηκε στη σκηνή για να παραλάβει το τιμητικό του βραβείο.

Τις επόμενες μέρες θα απονεμηθεί άλλος ένας τιμητικός Χρυσός Λέοντας, στην ηθοποιό Κιμ Νόβακ.

Το πρόγραμμα του φεστιβάλ ξεκινά για τα καλά σήμερα Πέμπτη, με τις επίσημες πρεμιέρες για δύο από τα πιο πολυαναμενόμενα φιλμ της σεζόν: Τη Βουγόνια του Γιώργου Λάνθιμου και το Jay Kelly του Νόα Μπόμπακ.

Σχετικό Άρθρο
Info:

Το 82ο φεστιβάλ Βενετίας διεξάγεται 27 Αυγούστου ως 6 Σεπτεμβρίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα