ΣΤΟ ΦΕΤΙΝΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ, Η ΒΙΑ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΟΥ
Από χιουμοριστικές ή σουραλιστικές αποτυπώσεις σοβαρών κοινωνικών φαινομένων, μέχρι σπαρακτικές δραματοποιήσεις και οργισμένα ντοκουμέντα, η βία –κοινωνική, καπιταλιστική, και φυσικά γενοκτονική– ήταν ο κοινός παράγοντας ενός ιδιόμορφου φεστιβάλ Βενετίας που ποτέ δε μας άφησε αδιάφορους.
Υπάρχουν σίγουρα πολλές καταδικαστικές διαπιστώσεις πάνω στην αίσθηση προόδου (ή μάλλον, μη προόδου) του 21ου αιώνα, αλλά ένας μικρός συμβολισμός που προέκυψε μέσα από το φετινό, 82ο φεστιβάλ Βενετίας, έχει μείνει στο μυαλό μου: Δύο από τις αιχμηρά σατιρικές ταινίες πάνω στο σύγχρονο κοινωνικό αδιέξοδο, δύο ταινίες από αυτές που τις βλέπεις και αμέσως σχολιάζεις το πόσο απίστευτα επίκαιρες είναι, το πόσο καθοριστικά μιλάνε για το Εδώ Και Τώρα… αποτελούν ριμέικ ταινιών που γυρίστηκαν πριν 20 χρόνια.
Μάλλον δεν πάνε και τρομερά καλά τα πράγματα.
Οι εν λόγω ταινίες, το Καμία Άλλη Επιλογή (No Other Choice) του Παρκ Τσαν-γουκ και η Βουγονία (Bugonia) του Γιώργου Λάνθιμου ήταν δύο από τις πιο κοινής αποδοχής, αιχμηρές, ευρηματικές και –στην τελική– καθαρά διασκεδαστικές ταινίες του φετινού φεστιβάλ. Έφυγαν (πλήρως ακατανόητα) με άδεια χέρια από την επιτροπή του Αλεξάντερ Πέιν, όμως έδωσαν από τις πρώτες μέρες του φεστιβάλ τον τόνο.
Το να διαβάζεις τον κόσμο γύρω σου στην τέχνη που αφομοιώνεις –όπως και να αναλύεις τον κόσμο γύρω σου μέσα από την τέχνη που αφομοιώνεις– δεν είναι ούτε πρωτόγνωρο ούτε αξιοσημείωτο από μόνο του. Κάθε καλό έργο είναι εξάλλου ένα καθρέφτης.
Φέτος, σε αυτή την εγκατάσταση αντικατοπτρισμών, δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα άλλο πέρα από βία.
ΟΜΙΛΙΕΣ, ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ
Σημάδι ίσως πως επιτέλους τα πράγματα έχουν αλλάξει, είναι η ξεκάθαρη εξωστρέφεια του φετινού φεστιβάλ σχετικά με την Παλαιστίνη. Στην μεγάλη πορεία που έγινε το πρώτο Σάββατο της διοργάνωσης, με εκκίνηση το σταθμό της Σάντα Μαρία Ελιζαμπέτα και με κατεύθυνση την περιοχή του φεστιβάλ, είχαμε μαζευτεί αρκετές χιλιάδες άτομα – ένας εντυπωσιακός αριθμός ατόμων που γέμισε, στην τελική ευθεία της πορείας, την παραλιακή οδό Λουνγκομάρε Μαρκόνι από άκρη σε άκρη, φτάνοντας μέχρι και τα σημεία ελέγχου για την είσοδο στο φεστιβάλ.
Εκεί η πορεία σταμάτησε όπως αναμενόταν, όμως μέσα σε ένα πάρα πολύ δυναμικό κλίμα, το να βλέπουμε τόσο κόσμο συγκεντρωμένο σε αυτό το πλήθος ήταν και ένα είδος ψυχολογικής υποστήριξης. Μια πολύ απτή υπενθύμιση ίσως, της θέσης που έχει το συγκεκριμένο ζήτημα στην δημόσια σφαίρα του φεστιβάλ. Πως δεν πρόκειται για κάποιο περιθωριακό αίτημα, αλλά για μια μαζική κραυγή χιλιάδων.
Το ίδιο το φεστιβάλ δεν πήρε κάποια επίσημη θέση, κάτι που δυστυχώς έχουμε συνηθίσει πια από τους θεσμούς αυτή την φρικτή διετία. Όμως πρέπει να πω, έχοντας πάει στις δύο τελευταίες Μπερλινάλε για παράδειγμα (όπου το σκέφτεσαι δύο και τρεις φορές πριν εκφραστείς), ή ακόμα και στις απολιτίκ Κάννες, η φετινή Βενετία τουλάχιστον είχε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα όπου ένιωθες όντως άνεση στην έκφραση.
Μου άρεσε που σε κάθε συνέντευξη τύπου ταινίες του Mubi, οι εκάστοτε σκηνοθέτες ρωτήθηκαν για τους δεσμούς του streamer με την πολεμική μηχανή του Ισραήλ. Μου άρεσε που στις περισσότερες συνεντεύξεις που έκανα, οι καλλιτέχνες ένιωσαν την ανάγκη (ή υποχρέωση) να τοποθετηθούν και να αναφερθούν στη γενοκτονία. Με συγκίνησαν κάποιες ομιλίες στην τελετή λήξης, κάποιες αληθινά θαρραλέες ομιλίες που στάθηκαν στο πλευρό της Παλαιστίνης ακόμα κι όταν το δυσκολότερο πράγμα για τους καλλιτέχνες.
Η ινδή σκηνοθέτρια Ανουπάρνα Ρόι, που κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο παράλληλο τμήμα των Οριζόντων για το Songs of Forgotten Trees, δήλωσε πως «είναι ευθύνη μας» να σταθούμε στο πλευρό της Παλαιστίνης και συμπλήρωσε πως «μπορεί αυτό να ενοχλήσει την χώρα μου, αλλά δεν με νοιάζει πια». Τις μέρες που ακολούθησαν υπήρξε πράγματι πολύ μεγάλο κύμα αντίδρασης εναντίον της στην Ινδία για το σχόλιό της.
Η τυνήσια Κάουτερ Μπεν Χανία, η δημιουργός της δίχως αμφιβολία ταινίας του φεστιβάλ, Η Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ, έδωσε έναν φλογισμένο λόγο για την γενοκτονία στην Παλαιστίνη και για τη μητέρα της Χιντ Ρατζάμπ που βρίσκεται ακόμα εκεί, κινδυνεύοντας κάθε μέρα. Η συνταρακτική ταινία αποτελεί αναπαράσταση μιας μέρας στη δουλειά, των εργαζομένων στην Ερυθρά Ημισέληνο, και τις προσπάθειες διάσωσης της 6χρονης Χιντ που βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα αυτοκίνητο μαζί με τα πτώματα των συγγενών της, πολιορκούμενη από την μανιασμένο γενοκτονικό στρατό του Ισραήλ.
Η Χιντ βρέθηκε νεκρή στο αυτοκίνητο, το οποίο δέχθηκε συνολικά 335 σφαίρες από τα ισραηλινά πυρά. Η ταινία κάνει χρήση των αληθινών ηχογραφήσεων από τις κλήσεις της Χιντ προς την Ερυθρά Ημισέληνο, σπάζοντας επιθετικά την όποια ψευδαίσθηση ή απόσταση ασφαλείας δίνει η μυθοπλασία. Ένας κινηματογραφικός δυναμίτης που πολύ συνειδητά επιλέγει να μην αφήσει το παραμικρό περιθώριο στον θεατή, σα να σου λέει πως στον κόσμο που ζούμε σήμερα, δεν έχουμε την επιλογή να μείνουμε αδιάφοροι μπροστά στην εξελισσόμενη γενοκτονία – έτσι και ως θεατές, δε θα μπορούμε να κρυφτούμε από τίποτα.
Παρά το γεγονός πως, ακατανόητα, έχασε το Χρυσό Λιοντάρι, η Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ γράφτηκε μάλλον ξεκάθαρα στην ιστορία ως η ταινία του φεστιβάλ, και λειτούργησε ως ένα φυσικό αποκορύφωμα μιας διοργάνωσης στην οποία η Παλαιστίνη βρέθηκε διαρκώς στο επίκεντρο. Λίγες μέρες μετά, 4.000 δημιουργοί, ηθοποιοί και εργάτες του κινηματογράφου, υπέγραψαν την τεράστιας σημασίας δέσμευση εναντίον της συνεργασία με ισραηλινούς φορείς. Είπαμε, το κλίμα επιτέλους έχει αλλάξει.
ΛΑΝΘΙΜΟΣ, ΠΑΡΚ ΤΣΑΝ-ΓΟΥΚ, ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ ΚΑΙ THE ROCK: Η ΒΙΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Η βία ήταν παντού στη φετινή διοργάνωση, στις ιστορίες που λέει φέτος το σινεμά. Και μάλιστα με έναν συχνά ανατριχιαστικά επίκαιρο τρόπο. Πολύς κόσμος σκέφτηκε τον Λουίτζι Μαντζιόνε βλέποντας την αρχική τοποθέτηση της Βουγονίας του Γιώργου Λάνθιμου όπου ένας συνωμοσιολόγος απαγάγει μια πανίσχυρη CEO επειδή πιστεύει πως είναι εξωγήινη που θέλει να καταστρέψει τη Γη. Μια βιτριολική περιπέτεια που σατιρίζει τον corporate κόσμο και το πώς τα όπλα και η γλώσσα της προόδου αφοπλίζονται στην υπηρεσία του καπιταλιστικού συστήματος ισχύος, η ταινία είναι διασκεδαστική και παιχνιδιάρικη, αλλά είναι ταυτόχρονα πάρα πολύ σκληρή απέναντι στην ίδια την ανθρωπότητα. Ποιος μπορεί να πει ότι έχει άδικο;
Όπως και η Βουγονία, έτσι και το Καμία Άλλη Επιλογή του Παρκ Τσαν-γουκ λέει ξανά μια ιστορία που έχουμε δει στο σινεμά πριν δύο δεκαετίες. Η ταινία του Λάνθιμου θεωρώ πως βελτιώνει αισθητά το υλικό κυρίως σε επίπεδο τόνου και ευρύτερης συμπαντικής ματιά, ενώ από την πλευρά του ο Παρκ Τσαν-γουκ προσθέτει ακόμα περισσότερο και πιο καρτουνίστικο χιούμορ στην κατάμαυρη σάτιρα που ήταν Το Τσεκούρι του Κώστα Γαβρά – στον οποίο αφιερώνεται κι η ταινία.
Εδώ η βία αντιμετωπίζεται με υπερβολή και χιούμορ, όμως σε αλληγορικό επίπεδο δεν υπάρχει άνθρωπος που δε νιώσει seen. Το φιλμ ακολουθεί έναν άντρα που, έχοντας χάσει τη δουλειά του, αποφασίζει να σκοτώσει τους υπόλοιπους υποψήφιους για μια θέση που έχει ανάγκη. Μια κωμική περιπέτεια θανάτου και απόγνωσης στην αρένα του ύστατου καπιταλισμού, όπου οι εργάτες τίθεται ο ένας απέναντι στον άλλον σε μια αιμοσταγή μάχη κυριαρχίας. Εδώ η βία προκύπτει ως μοναδικό μέσο επιβίωσης, πάντοτε συνδεδεμένη με μηχανισμούς εξουσίας και (μη) επιλογής.
Μια από τις 2-3 κορυφαίες ταινίες του φεστιβάλ –και πραγματικά αδυνατώ να καταλάβω γιατί έμεινε εκτός Διαγωνιστικό–, το Nuestra Tierra της Λουκρέσια Μαρτέλ (του Zama, που βάλαμε στην 20άδα καλύτερων ταινιών του 21ου αιώνα) ακολουθεί τη δικαστική υπόθεση του φόνου ενός γηγενούς ακτιβιστή γης στην Αργεντινή, του Χαβιέ Τσοκομπάρ. Από αυτή την υπόθεση, το ντοκιμαντέρ της Μαρτέλ φτάνει να λέει την ιστορία των ανθρώπων που κατέχουν αυτή τη γη εδώ και αιώνες, και κατ’επέκταση την ιστορία της ίδιας της γης.
Σήμερα, η αποικιοκρατία παίρνει τη μορφή μιας δαιδαλώδους γραφειοκρατίας, με τοπικές κυβερνήσεις και τοπικά συμφέροντα να έρχονται μαζί για να κλέψουν κάτι που δεν είναι δικό τους. Η βία ωστόσο παραμένει πάντα ωμή και εμφανής. Ενώ καταθλίβει η υπενθύμιση πως μέχρι και σήμερα, μέχρι δηλαδή και τον «εξευγενισμένο» 21ο αιώνα, καμία γη δεν είναι εξασφαλισμένη όπως μεγαλώσαμε νομίζοντας – η αρπαγή γης παίρνει διαφορετικές μορφές, από τις περιοχές του Τσοκομπάρ μέχρι την ιαπωνική ύπαιθρο του Διάβολος Δεν Υπάρχει, και φυσικά μέχρι την Παλαιστίνη.
Πιο ψηλά, στη Βόρειο Αμερική, το A HOUSE OF DYNAMITE βρίσκει την οσκαρική Κάθριν Μπίγκελοου (Zero Dark Thirty) να επιστρέφει ξανά στους μιλιταριστικούς εφιάλτες της, καθώς φαντάζεται ένα σενάριο πυρηνικού ολέθρου που βρίσκει μάλλον αναπόφευκτο. Είναι μια ταινία γυρισμένη σαν ένα εκπληκτικά αγωνιώδες πολιτικό θρίλερ, όπου πολιτική και ηθική χάνονται πλήρως μέσα σε ένα δαιδαλώδες σύστημα διαδικασιών και αποφάσεων που είναι σαν κανείς να μην παίρνει και κανείς να μην εγκρίνει – απλώς να υπάρχουν.
Είναι ένα φανταστικό θρίλερ, παρά τον αμερικανοκεντρισμό και τον –απίστευτα κι όμως αληθινά– απολιτίκ χαρακτήρα του. Που θυμίζει όμως πως κάθε σύρραξη και κάθε μακελειό, είναι σε μεγάλο ποσοστό το αποτέλεσμα μικρών, απρόσωπων πράξεων με αντίκρυσμά (αλλά και φόντο) το κενό.
Ο Frankenstein του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο δεν είναι ακριβώς η πιο ευρηματική που θα δούμε φέτος, όμως την ψυχή και το όποιο ενδιαφέρον της, το βρίσκει στο πρόσωπο του Τέρατος, σπαρακτικά παιγμένο από τον Τζέικομπ Ελόρντι. Η βία της δημιουργίας, του κύκλου της ζωής, και τελικά η βία του να αναζητάς με ορμή (και οργή) τον όποιο θεό / δημιουργό σου, δίνει στο φιλμ την καρδιά του.
Η βία, με τη μορφή της εξουσίας, μπορεί ακόμα να συνδέεται με την ιδέα της πειθαρχίας και του ελέγχου ενός φυλακισμένου σώματος. Στο Smashing Machine του Μπένι Σάφντι, με τον The Rock να πηγαίνει καρφί για Όσκαρ, το σώμα του Μαρκ Κερ γίνεται θέαμα, γίνεται αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Η βία υπογραμμίζεται από τον τρόπο με τον οποίο ο Κερ είναι ευγενικός, φροντιστικός και απόλυτα ελεγχόμενος στις άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής του ζωής, διοχετεύοντας ανασφάλειες, εγωισμούς και οργή μακριά από τους προσωπικούς του χώρου – εκεί δηλαδή όπου διαχειρίζεται το σώμα του ως χτυπημένο brand.
Πάρα πολύ σκληρό και κοφτερό είναι με τον τρόπο του το ψυχολογικό θρίλερ Μετά το Κυνήγι, όπου κάθε αλληλεπίδραση των χαρακτήρων κόβει και ματώνει. Ένας καθηγητής κατηγορείται γι σεξουαλική κακοποίηση από φοιτήτρια, καθώς τα διαφορετικά background, μεγαλώματα, προνόμια και φυσικά πιστεύω των διαφόρων χαρακτήρων, τους φέρνουν μεταξύ τους αντιμέτωπους με θυμό. Το #me_too σε έναν κόσμο που θέλει να λογίζεται ως προοδευτικός, αλλά ίσως δεν είναι έτοιμος να κάνει όλη τη σκληρή δουλειά για να φτάσει εκεί.
Το φιλμ του Λούκα Γκουαντανίνο με τη Τζούλια Ρόμπερτς και την Άιο Αντεμπίρι επιθυμεί να στρέψει έναν καθρέφτη προς το κοινό (τα λέγαμε εξάλλου στην αρχή για τους καθρέφτες στην τέχνη), την ώρα που εξετάζει τις διαφορετικές αντιδράσεις και δυναμικές ενός εκρηκτικού ensemble χαρακτήρων. Εδώ, μια απλή συζήτηση μοιάζει με συνθήκη πολέμου και, για να φτάσεις στην άλλη άκρη του τούνελ πρέπει να αντέξεις ανελέητο σφυροκόπημα.
ΕΝΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ ΕΛΠΙΔΑΣ
Αν όλα τα παραπάνω έργα αναδεικνύουν πτυχές της βίας (ωμή, πειθαρχική, αποικιοκρατική, καπιταλιστική, στρατιωτική), το The Testament of Ann Lee της Μόνα Φάστβολντ λειτουργεί σαν αντιστάθμισμα. Η συν-σεναριογράφος του The Brutalist συνθέτει με αυτό το πλήρως ιδιοσυγκρασιακό φιλμ, μια αναπολογητική κατάθεση πίστης σε μια ανθρώπινη ουτοπία.
Στο θρησκευτικό μιούζικαλ εποχής, που έμεινε δυστυχώς και πολύ αδίκως αβράβευτο από την επιτροπή, η Αμάντα Σέιφριντ παίζει τη θρησκευτική ηγέτη Ανν Λι, που δημιουργεί μια δική της θρησκεία όπου η αγνότητα περιβάλλει τα πάντα. Από την σεξουαλική μη-έκφραση των πιστών (που παίρνουν όρκο αγαμίας), μέχρι την ουτοπική κοινότητα πασιφισμού και αλληλοβοήθειας που δημιουργείται.
Στη διάρκεια της ταινίας –και της ζωής της Ανν Λι– βλέπουμε την Αμερική να γεννιέται στο φόντο, και μια βία ελέγχου να επιβάλλεται. Όποια κι αν είναι η κατάληξη, για την Ανν και για την εκκλησία της, αυτό το γεγονός δε μπορεί αλλάξει ποτέ: Έζησε και πέθανε πιστεύοντας και σε μια ουτοπία την οποία δε σταμάτησε να υπηρετεί.
‘Εχει πάντα ενδιαφέρον όταν βλέπουμε θρησκευτικές ταινίες να γυρίζονται από μη πνευματικούς σκηνοθέτες. Η Φάστβολντ προφανώς και δεν ασπάζεται τις διδαχές της εκκλησίας των σέικερς που ίδρυσε η Ανν Λι, όμως βρίσκει εκεί ένα καταφύγιο, και μια τόσο παθιασμένη αναζήτηση ειρήνης και συλλογικότητας. Ή την πίστη/ελπίδα/πεποίθηση πως, δεν είναι δυνατόν, κάπως έτσι θα μπορεί να σπάει αυτός ο κύκλος βίας. Χωρίς αυτή την πίστη, τι κάνουμε εδώ; Τι είμαστε καν;