Μια αμυντική πολιτική που να αναπτύσσει την Ελλάδα – όχι να την εγκλωβίζει στην εξάρτηση

Διαβάζεται σε 6'
Ευρωστρατός
Ευρωστρατός AP Photo Giannis Papanikos

Πώς μπορεί να υλοποιηθεί αμυντική πολιτική που μπορεί να έχει ένα ολιστικό όραμα ως προς τις προκλήσεις, τους περιορισμούς και την αβεβαιότητα του ΧΧΙ αιώνα.

«Στις δύσκολες εποχές των γεωπολιτικών ανακατατάξεων η ενίσχυση της Εθνικής μας Ασφάλειας είναι αναγκαία. Μέχρι σήμερα η Ελλάδα αγοράζει προστασία, μέσω πανάκριβων και όχι πάντα αναγκαίων αμυντικών εξοπλισμών. Η παρούσα κυβέρνηση έχει προχωρήσει τα τελευταία έξι χρόνια σε εξοπλισμούς άνω των 20 δις ευρώ, χωρίς να έχει επενδύσει ούτε βίδα στην Εθνική Αμυντική Βιομηχανία» δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του στο Συνέδριο του Economist (5/9/2025).

Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη επένδυσε σε αμυντικούς εξοπλισμούς, αλλά παραμέλησε την ικανότητα της χώρας να συντηρεί, να εκσυγχρονίζει και να καινοτομεί στους τομείς την γνώσης και της τεχνολογίας με προσδιορισμό την άμυνα και την ασφάλεια της Ελλάδας. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι μια άμυνα που ένοπλα φαίνεται ισχυρή, αλλά στηρίζεται σε μια απόλυτη διαρθρωτική τεχνολογική εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές που καθορίζουν ρυθμούς, κόστη, τεχνικούς και γεωπολιτικούς όρους. Μια από τις συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι η αποδόμηση των τεχνικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων για την κατασκευή, την παραγωγή, τη συντήρηση και την υποστήριξη στρατιωτικού εξοπλισμού.

Άλλη είναι η αποδυνάμωση της πιθανότητας ανάπτυξης παραγωγικής καινοτομίας με εφαρμογή στην άμυνα, την ασφάλεια και τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στην Ελλάδα, διώχνοντας Έλληνες επαγγελματίες εκπαιδευμένους σε πανεπιστήμια και κέντρα Έρευνας και Ανάπτυξης στην Ελλάδα προς το εξωτερικό. Το συμπέρασμα είναι ότι αυτή δεν είναι στρατηγική ασφάλειας· είναι συνταγή ευαλωτότητας.

Η εναλλακτική υπάρχει και είναι βάσιμη: να μετατραπεί η αμυντική πολιτική από κέντρο κόστους σε μοχλό τεχνολογικής κυριαρχίας, εθνικής ανθεκτικότητας και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης για την Ελλάδα. Ο πυρήνας της μπορεί να βασιστεί σε ένα δόγμα αμυντικό αλλά όχι παθητικό, ένα δόγμα αποτρεπτικό απέναντι σε κάθε εξωτερική απειλή, διπλωματικό στη διαχείριση γεωπολιτικών κρίσεων, προστατευτικό της εθνικής κυριαρχίας και ταυτόχρονα χρήσιμο και προετοιμασμένο για βοήθεια στην κοινωνία.

Με αυτή τη βάση, η αμυντική πολιτική μπορεί να έχει ένα ολιστικό όραμα ως προς τις προκλήσεις, τους περιορισμούς και την αβεβαιότητα του ΧΧΙ αιώνα, με σαφή διασύνδεση άμυνας, βιομηχανίας, επιστήμης και κοινωνικής προστασίας. Αυτό σημαίνει φύλαξη συνόρων και θαλάσσιου χώρου, αλλά επίσης ενεργειακή ασφάλεια, ανθεκτικές υποδομές και ικανότητα αντιμετώπισης πυρκαγιών και φυσικών καταστροφών.

Πώς μπορεί να υλοποιηθεί;

Πρώτον, βάζοντας σε κίνηση τον «έλικα ανάπτυξης» (όρος καινοτομίας του Ερνέστο Σάββατο) για να ενώσει Ένοπλες Δυνάμεις, στρατιωτικούς χρήστες, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, πολιτικούς τεχνολόγους και επιχειρήσεις σε ένα ευέλικτο, δυναμικό, συστημικό οικοσύστημα. Για να λειτουργήσει χρειάζονται προγράμματα με στοχευμένες δαπάνες προσδιορισμένες σε δημόσιες–ιδιωτικές συμπράξεις συμπαραγωγής και συμπαραγώγιμης συντήρησης, κέντρα αριστείας πάνω σε κρίσιμες τεχνολογίες (αισθητήρες, λογισμικό αποστολής, κυβερνοάμυνα, συστήματα μη επανδρωμένων), και μια τολμηρή πολιτική ανοικτών προδιαγραφών ώστε κάθε νέο τεχνολογικό έργο να δένει με την εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή και μεταφορά τεχνογνωσίας.

Δεύτερον, να σπάσει ο φαύλος κύκλος του «αγοράζω–εξαρτώμαι–πληρώνω» και να χτιστούν ικανότητες με χρηματοοικονομικά εργαλεία που κινητοποιούν δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους. Δεν αρκεί να παραλαμβάνονται πλατφόρμες τελευταίας γενιάς· πρέπει να μπορεί το αμυντικό σύστημα να τις διαμορφώνει στις λειτουργικές του ανάγκες. Η πολιτική αμυντικών έργων και προμηθειών οφείλει να ανταμείβει τη διαλειτουργικότητα, την επεκτασιμότητα και την εγχώρια προστιθέμενη αξία. Κάθε ευρώ που πηγαίνει σε αμυντική καινοτομία πρέπει να επιστρέφει ως εξαγώγιμο προϊόν, καλοπληρωμένη εργασία και ικανότητα συντήρησης/αναβάθμισης εντός συνόρων.

Τρίτον, με μια εξωτερική πολιτική ενεργητική και πολυδιάστατη, που διαφοροποιεί συνεργασίες και αλυσίδες αξίας. Όπως τοποθέτησε ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του, «Η Ελλάδα οφείλει να ανακτήσει την ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που υλοποίησε τη περίοδο 15-19. Να λειτουργήσει ως ενεργειακός και εμπορικός κόμβος της Ευρώπης με την Ασία και την Αφρική […] να αναπτύξει τις σχέσεις της πέρα από την περιοχή μας, με την Ινδία, την Κίνα και την Ρωσία […]. Κυρίως όμως να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.» Η ανάπτυξη δεσμών με οικονομίες που μπορούν να μεταφέρουν τεχνογνωσία και βιομηχανικές ικανότητες, είναι πολύ σημαντικό στοιχείο μιας αμυντικής καινοτομικής πολιτικής, πάντα με όρους αμοιβαιότητας και εθνικού συμφέροντος.

Τέταρτον, με μια άμυνα στην υπηρεσία της ελληνικής ανάπτυξης με κοινωνική ένταξη. Όπως η κοινωνική πολιτική εγγυάται δικαιώματα και η οικονομική πολιτική προωθεί βιώσιμη μεγέθυνση, έτσι και η πολιτική άμυνας μπορεί και οφείλει να είναι πυλώνας καινοτομίας, κυριαρχίας και εθνικής συνοχής. Η άμυνα μπορεί να παραμείνει αποτρεπτική, αλλά μπορεί να είναι και ανθρώπινη, ανθεκτική, χωρίς αποκλεισμούς: ένα σύστημα που προστατεύει τους πολίτες, ενισχύει την επιστήμη και δυναμώνει τη βιομηχανία, συμπληρώνοντας την πολιτική προστασία και την εσωτερική ασφάλεια.

Τέλος, μια αμυντική πολιτική χωρίς παραγωγικό μετασχηματισμό γεννά ακριβή εξάρτηση· μια αμυντική πολιτική ως πλατφόρμα καινοτομίας γεννά κυριαρχία, ανθεκτικότητα και κοινωνική συνοχή. Σε μια πρωτότυπη τοποθέτηση, ο Τσίπρας ανέφερε ότι η «ανασύσταση της Εθνικής Αμυντικής μας Βιομηχανίας, πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα την επόμενη πενταετία. Η Άμυνα όμως δεν είναι ζήτημα μόνο εξοπλισμών, αλλά συστημικής αντοχής και αξιοπιστίας. Η στρατιωτική αποτροπή πρέπει να στηρίζεται σε οικονομική ισχύ και σε μια διεκδικητική διπλωματία.»

Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι στο γεωπολιτικό ταμπλό. Η επιλογή δεν είναι ανάμεσα σε «λιγότερη» ή «περισσότερη» άμυνα, αλλά ανάμεσα σε μια άμυνα που εξαρτά και μια άμυνα που αναπτύσσει την Ελλάδα.

Η Νατάσα Λοΐζου

*Η Νατάσα Λοΐζου είναι διεθνής σύμβουλος στρατηγικού σχεδιασμού και καινοτομίας, ερευνήτρια στη διεθνή ασφάλεια, την εθνική άμυνα και τον έλεγχο όπλων, πιστοποιημένη εκπαιδεύτρια. Εκπρόσωπος Ασφάλειας και Άμυνας του Fundación Encuentro (Αργεντινή). Μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα. Γραμματέας Στρατηγικής του Διοικητικού Συμβουλίου της AIPFE (Κύπρος).

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα