“Μίτση”: Μαγεία, θυμός και ενηλικίωση στην ελληνική επαρχία
Διαβάζεται σε 12'
Η Γεύη Δημητρακοπούλου σκηνοθέτησε τη βραβευμένη στο φετινό φεστιβάλ Δράμας “Μίτση” και απαντά στις ερωτήσεις του NEWS 24/7 λίγο πριν την προβολή της ταινίας της στις Νύχτες Πρεμιέρας.
- 05 Οκτωβρίου 2025 07:24
«Ήθελα να δημιουργήσω μια ιστορία με επίκεντρο ένα αγοροκόριτσο», μας λέει η Γεύη Δημητρακοπούλου.
«Το να είσαι αγοροκόριτσο είναι αποδεκτό σαν ταυτότητα όσο σε βλέπουν οι τριγύρω ακόμα ως παιδί, αλλά έρχεται κάποια στιγμή που αρχίζουν όλοι να αναρωτιούνται πότε θα μεγαλώσεις, που όμως στην πραγματικότητα σημαίνει ‘πότε θα αρχίσεις να μοιάζεις περισσότερο με κοπέλα’».
Με αυτό σαν σημείο εκκίνησης ξετυλίγεται μια από τις πιο ξεχωριστές μικρού μήκους ταινίες των τελευταίων χρόνων, και την οποία απολαύσαμε στο φετινό φεστιβάλ Δράμας.
Στην ταινία η Mίτση, ένα 13χρονο αγοροκόριτσο, έρχεται αντιμέτωπη με ένα τοπικό έθιμο όταν της έρχεται για πρώτη φορά περίοδος. «Για να έχεις τη δύναμη να αντέχεις τον πόνο τώρα που έγινες γυναίκα», της λέει η γιαγιά της.
Η Γεύη Δημητρακοπούλου σκηνοθετεί μια ταινία ενηλικίωσης που προσπαθεί παρέα με την νεαρή ηρωίδα της να εντοπίσει μια προσωπική συναισθηματική αλήθεια μέσα στην αγριότητα της πατριαρχικής παράδοσης, με την Φίλια Παπαγγελίδη να κερδίζει ένα πάρα πολύ δίκαιο βραβείο Α’ Γυναικείας Ερμηνείας στη Δράμα. (Η ταινία κέρδισε και το ανεξάρτητο βραβείο Onassis Culture.)
Στην ανταπόκρισή μας από το φετινό φεστιβάλ Δράμας, είχαμε ξεχωρίσει τη “Μίτση” μέσα στα κορυφαία φιλμ της φετινής επιλογής, γράφοντας πως «ξεχωρίζει επειδή στην πραγματικότητα δεν αποτελεί ποτέ συρραφή ιδεών αλλά έρχεται με πειθώ να παρουσιάσει κάτι ολότελα δικό της. Στιγμιότυπα μιας επαρχίας που μοιάζει ξεχασμένη, και μιας κοριτσίστικης εφηβείας γεμάτης καταπιεσμένο θυμό: Σαν λεπτομέρεια μιας λαογραφικής εξερεύνησης που εστίασε στα αισθήματα ενός κοριτσιού επειδή φώναζαν (σιωπηλά) τόσο δυνατά».
«Και μαζί, μια διαπραγμάτευση της ελευθερίας μέσα σε μια διαγενεακή καταπίεση, και μια εντυπωσιακά πολυεπίπεδη σχέση της Μίτση με την γιαγιά της, που αρνείται να χαρακτηριστεί μονοσήμαντα. Οι δυο τους μοιράζονται σκηνές όπου ακόμα κι αν δεν ανταλλαχθεί λέξη, ξέρεις πως υπάρχουν θάλασσες επικοινωνίας – και αγριότητα, και έγνοια μαζί. […] Ένα φιλμ που με αυτοπεποίθηση και έγνοια και διακριτικό αισθητικό πλούτο, δημιουργεί έναν πολυδιάστατο κινηματογραφικό κόσμο».
Τώρα, η “Μίτση” κάνει το πρώτο της πέρασμα από την Αθήνα, στο πλαίσιο των Νυχτών Πρεμιέρας. Η ταινία προβάλλεται στο slot της Κυριακής 5 Οκτωβρίου στις 17.00 στο Άστορ, ενώ στη συνέχεια θα έχουμε την ευκαιρία να τη δούμε ξανά όταν το πρόγραμμα του φεστιβάλ Δράμας ταξιδέψει στην Αθήνα και μετά στη Θεσσαλονίκη.
Ως τότε, και με αφορμή την προβολή στις Νύχτες Πρεμιέρας, αφήνουμε την σκηνοθέτρια Γεύη Δημητρακοπούλου να μας ξεναγήσει στον κόσμο της ταινίας της.
Τι σε έκανε να θες να αφηγηθείς την ιστορίας της Μίτσης; Υπήρξε κάποιο προσωπικό ή λαογραφικό ερέθισμα που λειτούργησε ως πρώτος σπινθήρας για το σενάριο;
Η πρώτη και κύρια επιθυμία μου ήταν να δημιουργήσω μία ιστορία με επίκεντρο της ένα αγοροκόριτσο, γιατί νιώθω πως μεγαλώνοντας δεν είχα πολλές τέτοιες αναφορές ενώ τις αναζητούσα με αγωνία. Το να είσαι αγοροκόριτσο είναι αποδεκτό σαν ταυτότητα όσο σε βλέπουν οι τριγύρω ακόμα ως παιδί, αλλά έρχεται κάποια στιγμή που αρχίζουν όλοι να αναρωτιούνται πότε θα μεγαλώσεις, που όμως στην πραγματικότητα σημαίνει ‘πότε θα αρχίσεις να μοιάζεις περισσότερο με κοπέλα’.
Εγώ επέλεξα ως ‘σημείο μετάβασης’ αυτής της συνθήκης την άφιξη της πρώτης περιόδου, που είναι κοινωνικά φορτισμένη ως ένα πέρασμα από μία κατάσταση σε μία άλλη. Το έθιμο του χαστουκιού που την συνοδεύει και υπάρχει στην ταινία, είναι προσωπικό βίωμα κοντινών μου γυναικών και μεγάλωσα με αυτήν την ιστορία να επαναλαμβάνεται στο οικογενειακό μου background.
Συζητώντας για αυτό το έθιμο του χαστουκιού, ανακάλυψα πως πολλές φίλες είτε το είχαν πάθει είτε το είχαν ακούσει να συμβαίνει. Υπήρχε κάτι μέσα σε αυτήν την ιστορία κάθε φορά που την άκουγα, μία έκπληξη, κάτι αναπάντεχο που συνέβει στη ζωή κάποιας γυναίκας που έφαγε χαστούκι χωρίς να το περιμένει απλά και μόνο αδιαθέτησε. Σαν ένα βίαιο καλωσόρισμα στο τι θα ακολουθήσει από εδώ και μπρος. Γράφoντας λοιπόν την ταινία, ήθελα να αντιστρέψω αυτή τη μορφή βίας, να δώσω τη δύναμη στο άτομο που την λαμβάνει.
Πώς δουλέψατε την ταυτότητα μιας νεαρής ηρωίδας που παλεύει –είτε το συνειδητοποιεί απόλυτα είτε όχι– με έμφυλους ρόλους και κοινωνικές προσδοκίες;
Προσπάθησα να είμαι αρκετά προσεκτική με τα παιδιά που παίζουν στην ταινία, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πως θα καθορίσεις- έστω και άθελα σου, ένα νεαρό άτομο που θέλει να παίξει σε μία ταινία. Ήταν κύριο μέλημα μου να μην υπερ ταυτιστούν και χαθεί το όριο μεταξύ ρόλου και αληθινής προσωπικότητας πάνω στον ενθουσιασμό. Με τη Φήλια Παπαγγελίδη, την Μίτση της ταινίας, υπήρξε νομίζω μία αμοιβαία σύνδεση και αλληλοκατανόηση μεταξύ μας. Είναι πραγματικά ένα υπερταλαντούχο κορίτσι, με πολύ ανοιχτό πνεύμα και διαίσθηση που κατανοεί ενστικτωδώς το ρόλο και μπαίνει μέσα στον χαρακτήρα, σαν αυτό να είναι μία υποκριτική δύναμη που την κατέχει εδώ και δεκαετίες.
Δεν έγινε ποτέ κάποια θεωρητική συζήτηση μεταξύ μας για ζητήματα φύλου. Η δική μου προσέγγιση, ειδικά στην αρχή των προβών μας , ήταν η σωματικότητα του χαρακτήρα. Να πλάσουμε το πως η Μίτση υπάρχει, κινείται και αντιδρά σε αυτήν την πραγματικότητα της ιστορίας. Στη συνέχεια, και αφού ήρθε μαζί μας και η Αγάπη Σαλτογιάννη (η μικρή Μαρία της ταινίας), φτιάξαμε τον κόσμο της ταινίας και τη σχέση μεταξύ τους με το να δημιουργούμε σκηνές οι οποίες δεν υπήρχαν στο σενάριο. Παίζαμε και φανταζόμασταν το πως θα λειτουργούσαν οι χαρακτήρες και οι δυναμικές μεταξύ τους σε καθημερινά ενδεχόμενα της ζωής τους στο χωριό.
Δεν προβάραμε ποτέ κάποια σκηνή ή διάλογο που υπήρχε στο σενάριο, γιατί δεν είχε σημασία για εμένα να ξέρουν τι γίνεται στην ταινία για την υποκριτική τους και εγώ φοβόμουν να μην χάσουμε την αυθεντικότητα και τον αυθορμητισμό των παιδιών. Πέρα από το χαστούκι, το οποίο φυσικά έπρεπε να γνωρίζει η Φήλια πως θα συμβεί, τα κορίτσια δεν ήξεραν τίποτα για το τι συμβαίνει στην ταινία. Πήγαμε στο γύρισμα και όσο στήναμε με το crew, τους έλεγα τι γίνεται στην σκηνή και τα κορίτσια ήξεραν τι θα έκανε ο χαρακτήρας τους.
Η σκηνές που μοιράζονται η Μίτση με τη γιαγιά είναι όλες θησαυρός. Πώς δούλεψες αυτή τη σχέση, τι σημεία αναφοράς είχες, ποια ήταν σκηνοθετική σου προσέγγιση ώστε να αναδειχθούν στοιχεία αυτής της σχέσης που συχνά δεν μπαίνουν καν σε λέξεις;
Στη μεταξύ τους σχέση είναι κυρίως η ομοιότητα που φέρνει την σύγκρουση. Γιατί στην ουσία η Μίτση και η Γιαγιά είναι δύο γυναίκες με πολύ κοινά στοιχεία προσωπικότητας, μεγαλωμένες όμως σε άλλη εποχή. Οπότε επειδή η γλώσσα δεν θα είναι μέσω σύνδεσης μεταξύ τους, προσπάθησα να συνομιλήσουν και να πουν τα πιο σημαντικά μέσω του βλέμματος τους. Μιλάμε με τα μάτια και αυτό νομίζω είναι κάτι που σκηνοθετικά ήθελα και εγώ να υποστηρίξω και ίσως αν γύριζα τώρα ξανά την ταινία θα το έκανα ακόμα περισσότερο.
Γενικά ποτέ δεν μπορώ να απαντήσω στο τι σημεία αναφοράς έχω, γιατί η αγάπη μου για τον κινηματογράφο είναι χαοτική και πολύπλευρη σε διάφορα είδη και σκηνοθετικές ματιές. Μια ταινία που θα ήθελα εγώ να έχω κάνει και τα βλέμματα που υπάρχουν μέσα της με κάνουν να μην αναπνέω, είναι το “Πορτραίτο Μιας Γυναίκας που Φλέγεται” της Σελίν Σιαμά.
Στο παραπάνω context, η ταινία είναι σαφώς και ιστορία ενηλικίωσης. Τι σύνδεση έχεις με αυτές τις ιστορίες και αυτό το σινεμά; Είχες σημεία αναφοράς ή/και πράγματα να αποφύγεις;
Νομίζω πως δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου ότι τώρα κάνω μία ταινία ενηλικίωσης. Δεν μελέτησα ή δεν είχα κάποια τέτοια φόρμουλα κατά νου κατά τη δημιουργία της. Τη “Μίτση” έχω ακούσει να την κατατάσουν σε διάφορες κατηγορίες: φεμινιστική, sci fi, ταινία με μαγικά.
Εγώ περισσότερο θα ήθελα να νιώθει σαν μία queer ιστορία, μιας και για εμένα η πρωταγωνίστρια είναι ένα queer άτομο. Ένα παιδί που δεν θέλει να γίνει γυναίκα, που δεν θέλει να καταταχθεί σε κάποιο δίπολο, θέλει απλά να είναι ό,τι είναι, όπως είναι. Με προβληματίζει η αλήθεια είναι πως πολύ λίγοι είδαν αυτή τη σκοπιά μέσα στην ταινία. Νομίζω πως έχουμε συνηθίσει όταν μιλάμε για queer ταινίες να χρειαζόμαστε κάποιου είδους ερωτικότητα ή σεξουαλικότητα μέσα στην ιστορία για να την εκλάβουμε ως τέτοια.
Κάθε λεπτομέρεια συνεισφέρει στην δημιουργία ενός κόσμου που ισορροπεί στο προσωπικό, το ονειρικό, το (μαγικά) ρεαλιστικό. Πώς δουλέψατε στην ταινία σε τεχνικό επίπεδο, και ποιες ήταν κάποιες συγκεκριμένες δυσκολίες και προκλήσεις που αντιμετώπισες;
Η αλήθεια είναι πως σε αυτήν την ταινία ήμουν πολύ τυχερή να έχουμε μία ομάδα πολύ ενωμένη μεταξύ μας, όπου είμαστε συνεργάτες αλλά και φίλοι και αυτό εμένα προσωπικά με βοηθάει πολύ. Και με την παραγωγή μου τη Marni films, τη Μίνα Ντρέκη και την Ηρώ Αηδόνη και με το Διευθυντή Φωτογραφίας Δημήτρη Λαμπρίδη και τις Art Director μου Rectifier έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές σε διάφορα projects και υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη μεταξύ μας.
Με τη Σμαρώ Παπαευαγγέλου που έκανε το μοντάζ της ταινίας, ήταν εδώ και χρόνια μεγάλη μου επιθυμία να καταφέρω να συνεργαστώ μαζί της γιατί είναι η αγαπημένη μου μοντέζ όπως και με τη Βάλια Τσέρου την sound designer μας της οποίας πάντα με εκπλήσει ο ήχος σε κάθε ταινία της. Είναι πραγματικά όλοι και όλες οι προαναφερόμενοι καταπληκτικοί επαγγελματίες και από τη δική μου πλευράς ως σκηνοθέτις υπάρχει μεγάλη ασφάλεια στη γνώση πως τα συγκεκριμένα άτομα θα λάβουν το σενάριο και θα το διαβάσουν πέρα και πίσω από τις λέξεις.
Θα δημιουργήσουν ο καθένας έναν κόσμο που θα ενώνεται και θα εναρμονίζεται με τον κόσμο του κάθε κρίκου αλυσίδας που χρειάζεται για να δημιουργηθεί μία ταινία. Οπότε στο τεχνικό κομμάτι το να έχεις μία τόσο δυνατή ομάδα αυτομάτως μειώνει τις προκλήσεις.
Στο πρακτικό και εκτελεστικό κομμάτι της ταινίας, σαν δυσκολία κατά τη διάρκεια του γυρίσματος, είχαμε μόνο μια σκηνή που δεν ξέραμε αν θα καταφέρουμε να γίνει, αυτή με τη φωτιά. Για να έχουμε τις απαραίτητες άδειες, έπρεπε ο καιρός να είναι με το μέρος μας. Τελικά από την πυροσβεστική μας έδωσαν άδεια να ανάψουμε φωτιά για δέκα μόνο λεπτά.
Ήταν δύσκολη σκηνή, γιατί είχαμε παιδιά μπροστά σε φωτιές, πολύ δύσκολο camera movement και ελάχιστο χρόνο να βγουν οι ερμηνείες όπως πρέπει. Ήταν το πιο αγωνιώδες δίλεπτο που έζησα, γιατί στην ουσία ήμασταν όλοι και όλες τόσο προετοιμασμένοι που η σκηνή βγήκε στο πρώτο take.
Το στοιχείο του φανταστικού, με τις ενδεχόμενες μαγικές δυνάμεις, κρύβεται πίσω από την ιστορία, ανάμεσα στις λέξεις της. Ποια είναι η σχέση σου με το σινεμά είδους, και με τι λογική προσέγγισες αυτά τα στοιχεία, προκειμένου να διατηρηθεί ο υπαινικτικός του χαρακτήρας; Είχες συγκεκριμένες επιρροές ή ‘οδηγούς’;
Η κολλητή μου μου είπε τις προάλες ‘Μα εσύ όλο sci fi κάνεις’ και γέλασα γιατί δεν το είχα δει ποτέ έτσι. Αλλά ναι ίσως έχω μία προσωπική έφεση στο υπερφυσικό ή στο παράλογο, μου αρέσει να ξεφεύγω από τους κανόνες της λογικής όταν γράφω μία ταινία. Σαν να θέλω να αγγίξω κάτι που δεν ξέρω, αλλά νιώθω πως υπάρχει.
Δεν εννοώ θεϊκά πράγματα, γιατί όπως το λέω ίσως έτσι ακούγεται, αλλά καταστάσεις που δεν μπαίνουν σε λέξεις, που συμβαίνουν και τα κατηγοριοποιούμε κυρίως στη σφαίρα της τυχαιότητας. Όπως το να κοιτάζεις κάποιον άγνωστο στο δρόμο που περπατάει και αυτός να σκοντάφτει. Ή να βλέπεις κάποιον στον ύπνο σου και την επόμενη ημέρα να σε παίρνει τηλέφωνο. Συμβαίνει, και συμβαίνει συνέχεια.
Μία δική μου ανησυχία ήταν πώς θα απεικονίζονταν το κομμάτι του μαγικού στην ταινία, γιατί δεν ήθελα να βγει υπερβολικό καθ’ολη τη διάρκεια, ήθελα η μαγεία να είναι μέρος της πραγματικότητας, να περνάει σαν κάτι πολύ φυσιολογικό μέσα σε όλη την αφήγηση. Κάτι όπως στον “Ευτυχισμένο Λάζαρο” της Αλίτσε Ρορβάχερ, που βλέπεις μια ταινία ρεαλισμού και συμβαίνει κάτι ‘μαγικό’ και απλά το αγκαλιάζεις χωρίς να χρειάζεται να το σκεφτείς περαιτέρω.
Μου αρέσει και αυτός ο κινηματογράφος, δεν ξέρω αν μπορώ να πω πως είναι συγκεκριμένη μου επιλογή ή ότι θέλω να κάνω το ίδιο – εξάλλου αλλάζω και εγώ η ίδια, μετά από κάθε ταινία.
Η “Μίτση” της Γεύης Δημητρακοπούλου προβάλλεται την Κυριακή 5 Οκτωβρίου στις 17.00 στο Άστορ, στο πλαίσιο των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας. Η πρεμιέρα της ταινίας πραγματοποιήθηκε στο φετινό φεστιβάλ Δράμας, όπου και κέρδισε το βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου.