Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΠΕΡΠΑΤΗΣΕ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΟΝΕΙΡΩΝ
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του (23/10/1925), το NEWS 24/7 παρουσιάζει ένα μικρό αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Τα πρώτα χρόνια, οι συνθετικές περίοδοι, οι επιτυχίες και το Όσκαρ, η σχέση του με το ρεμπέτικο και τη λαϊκή μουσική, το ιδιαίτερο μουσικό του ιδίωμα, οι πολιτικές του θέσεις, η παρακαταθήκη.
Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, μέσα από την οποία αντήχησε ο εσωτερικός του κόσμος, χαρακτηρίζεται από περιπλανώμενη φαντασία, σφοδρή ψυχική συγκίνηση και μια αισθητική πραγματικότητα που συμβαδίζει με τη μεγαλοφυΐα, την καλαισθησία και την κομψότητα. Η ουσία της τέχνης του, εύγλωττη και εκφραστική στον υπερθετικό βαθμό, μεταμόρφωσε τις ονειροπολήσεις του σε “χλωμό λυκόφως”, σε μια σπάνια έκσταση ευαισθησίας, η οποία άγγιξε μέσα από τον πλούτο των ήχων της, αναρίθμητες αποχρώσεις αρμονίας και μελωδίας. Σήμερα, 100 χρόνια μετά τη γέννησή του (23/10/1925), το Magazine τιμά τη μνήμη ενός γίγαντα της τέχνης και του πολιτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
“Η υποκειμενική εσωτερικότητα αποτελεί την αρχή της μουσικής”, έγραφε τον 19ο αιώνα ο Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος Έγελος. Αυτή η εσωτερικότητα, της οποίας το πνευματικό στοιχείο εκφράζεται μέσα από τον πολύμορφο σχηματισμό ήχων και αρμονικών σχέσεων, είναι που προάγει τη μουσική σε πραγματική τέχνη. “Το ελεύθερο και καθαρό ηχείν της ψυχής” χαρακτήρισε σε όλες τις βαθμίδες του, το έργο του Χατζιδάκι, με πεισματικά παρούσες πάντοτε την λεπτότητα και την ευγένεια, αποτυπωμένες στο πεντάγραμμο με χρωματισμούς και μοτίβα μιας μοναδικής μουσικής ανάγνωσης.
“Το τραγούδι μου είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ’ απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες. Και μην ξεχάσετε. Σαν φύγετε από δω, δεν σας ανήκει παρά μονάχα το αίσθημα, η σκέψη και τα ερωτήματα, που ολόκληρο το βράδυ σας μετέδωσα μεσ’ απ’ τη μουσική μου. Σε μένα απομένει το τραγούδι, η μαγική στιγμή μου, που είναι μια εξαίσια απάντηση αρκεί να με ρωτήσετε. Ρωτήστε με λοιπόν. Κι ύστερα σας παρακαλώ σωπάστε!
Γιατί θα τραγουδήσω!”
Μάνος Χατζιδάκις, “Ο καθρέφτης και το μαχαίρι” (1988)
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη (το πατρικό του, χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα, σώζεται και έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο). Ήδη από τα τέσσερα χρόνια του, ξεκίνησε μαθήματα πιάνου, βιολιού και ακορντεόν. Το 1932, μαζί με τη μητέρα του και την αδερφή του, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Έξι χρόνια μετά, το 1938, ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που υποχρέωσε τον νεαρό Μάνο να κάνει διάφορες δουλειές για να βοηθήσει το οικογενειακό εισόδημα: εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, ως παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, ως υπάλληλος στο φωτογραφικό πρακτορείο του Μεγαλοκονόμου και ως βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο.
Την τριετία 1940-1943 παρακολούθησε στο Ωδείο Αθηνών μαθήματα θεωρίας και αρμονίας από τον Μενέλαο Παλλάντιο, ενώ παράλληλα ξεκίνησε και σπουδές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε σύντομα. Από το 1944 μέχρι το 1946 πήρε μαθήματα πιάνου από την Angele Marceau, όμως η γνωριμία του με καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής, όπως οι Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Γκάτσος, Γιάννης Τσαρούχης και Άγγελος Σικελιανός, καθώς και η συμμετοχή του σε διάφορες πολιτικές οργανώσεις, τον έκαναν να εγκαταλείψει το ωδείο, αντιδρώντας με αυτόν τον τρόπο στις “πειθαρχημένες” και “στείρες” σπουδές, που δεν ταίριαζαν στο αυτοδίδακτο, ελεύθερο, επαναστατικό του πνεύμα.
Στράφηκε στην υποκριτική, παρακολουθώντας μαθήματα στη σχολή του νεοσύστατου τότε Θεάτρου Τέχνης, όμως μετά από παραίνεση του Κάρολου Κουν, εγκατέλειψε το όνειρό του να γίνει ηθοποιός και αποφάσισε να αφοσιωθεί στη μουσική. Προς το τέλος της Κατοχής, συμμετείχε ενεργά στην εθνική αντίσταση ως μέλος της Ε.Π.Ο.Ν. και εκεί συναντήθηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον συνδέθηκε με δυνατή φιλία. Την ίδια περίοδο έγραψε τα πρώτα του έργα, πραγματοποιώντας το συνθετικό του ντεμπούτο το καλοκαίρι του 1944, στην κωμωδία “Ο τελευταίος ασπροκόρακας” του Αλέξη Σολομού, που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης, εγκαινιάζοντας με αυτόν τον τρόπο μια γόνιμη συνεργασία με τον Κουν που διήρκεσε περίπου 15 χρόνια.
Α’ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1944-1950)
Εκεί λοιπόν, στα μέσα της δεκαετίας του ’40, τοποθετείται το ξεκίνημα της μεγάλης καριέρας του Μάνου Χατζιδάκι, η οποία, σύμφωνα με τις πληροφορίες που ο ίδιος ο συνθέτης παρέθεσε στη χρονολογική του αυτοβιογραφία (1990), χωρίζεται σε έξι επιμέρους περιόδους. Η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει κυρίως μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, αλλά και κάποιους κύκλους τραγουδιών. Ξεχωρίζουν η σουίτα για πιάνο “Για μια μικρή λευκή αχιβάδα” (1947, με τραγούδια του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη και άλλων, παιγμένα στο πιάνο) και η μουσική επένδυση σε παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης (Γυάλινος Κόσμος, Ματωμένος Γάμος, Λεωφορείον ο Πόθος).
Το 1946 είχε την πρώτη του κινηματογραφική συνεργασία, στην ταινία “Αδούλωτοι Σκλάβοι” (ντεμπούτο στο σινεμά για την Έλλη Λαμπέτη). Το 1950, ο Χατζιδάκις ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής στο “Ελληνικό Χορόδραμα” της Ραλλούς Μάνου, με το οποίο παρουσίασε τέσσερα μπαλέτα του: Μαρσύας (1950), “Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές” (1951), “Το Καταραμένο Φίδι” (1951) και “Ερημιά” (1958). Πολύ σημαντικός σταθμός σε αυτή την πρώτη περίοδο, υπήρξε και η ιστορική του διάλεξη στο Θέατρο Τέχνης για το ρεμπέτικο τραγούδι (31/1/1949), που ολοκληρώθηκε με συναυλία του Μάρκου Βαμβακάρη και της Σωτηρίας Μπέλλου. Περισσότερα όμως για αυτήν την ομιλία, θα αναφέρουμε σε επόμενη ενότητα.
Β’ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1951-1954)
Σε αυτή την περίοδο, ο Χατζιδάκις ασχολήθηκε με τη σύνθεση κλασικών έργων, ενώ συνέχισε να γράφει μουσική για κινηματογραφικά έργα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη “Μαγική Πόλη” του Νίκου Κούνδουρου (1954). Από το 1950, όταν η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη, του ανέθεσε τη σύνθεση της μουσικής για τις “Χοηφόρους” από την “Ορέστεια” του Αισχύλου, ξεκίνησε και η σχέση του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Τα επόμενα χρόνια επένδυσε μουσικά τραγωδίες και κωμωδίες όπως η “Μήδεια” (1956), οι “Εκκλησιάζουσες” (1956), η “Λυσιστράτη” (1957), οι “Όρνιθες” (1959) και οι “Βάκχες” (1962).
Γ’ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1955-1966)
Από το 1955 και μετά, ακολούθησε μια περίοδος που χαρακτηρίστηκε από δημιουργικό οργασμό. Οι συνθέσεις του Χατζιδάκι για το θέατρο και τον κινηματογράφο, διαδέχονταν η μια την άλλη, με πολύ μεγάλες επιτυχίες. Η “Στέλλα” του Κακογιάννη (1955), το “Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο” του Σακελλάριου (1955) και ο “Δράκος” του Κούνδουρου (1956), είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα της δουλειάς του, η οποία έφτασε στην κορύφωσή της με το “Ποτέ την Κυριακή” του Ζυλ Ντασέν (1960) και “Τα παιδιά του Πειραιά”, που του χάρισαν το Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού το 1961.
Ο ίδιος δεν παρέστη στην τελετή για να παραλάβει το αγαλματίδιο, το οποίο του εστάλη ταχυδρομικώς στην Ελλάδα. Η βράβευση αυτή τον έκανε γνωστό σε όλον τον κόσμο, εκείνος όμως είχε δηλώσει πως του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει τη σχέση του με το ακροατήριό του, με τον τρόπο που ο ίδιος θα ήθελε: “Το Όσκαρ δεν αποτελεί για μένα στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας, αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα”. Παράλληλα, ο συνθέτης συνέχισε να πρωταγωνιστεί σε όλα τα “μέτωπα”. Το 1959 κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Α’ Φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ., με το “Κάπου υπάρχει η αγάπη μου” σε ερμηνεία της Νάνας Μούσχουρη, επιτυχία που επανέλαβε έναν χρόνο αργότερα με το “Κυπαρισσάκι” και την “Τιμωρία”, και πάλι με την Μούσχουρη.
Στο θέατρο έγραψε τη μουσική για τις παραστάσεις “Ο κύκλος με την κιμωλία” του Μπέρτολτ Μπρεχτ (1956), “Ευρυδίκη” του Ζαν Ανούιγ (1960) και “Το γλυκό πουλί της νιότης” του Τένεσι Γουίλιαμς (1960), ενώ στον κινηματογράφο χάρισε αξέχαστες μελωδίες σε ταινίες όπως η “Μανταλένα”, “Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος”, “Η Αλίκη στο ναυτικό”, “Το κλωτσοσκούφι”, “Ραντεβού στην Κέρκυρα” και πολλές άλλες. Δυο από τις κορυφαίες στιγμές του ήρθαν λίγο αργότερα, πρώτα το 1962 με την σπονδυλωτή παράσταση “Οδός Ονείρων” στο θέατρο Μετροπόλιταν (αντίπαλο δέος στην “Όμορφη Πόλη” του Μίκη Θεοδωράκη που παιζόταν λίγα μέτρα πιο πέρα, στο θέατρο Παρκ) και έναν χρόνο μετά, το 1963, με το soundtrack της ταινίας του Ελία Καζάν, “America, America”.
Προς το τέλος αυτής της περιόδου, ο Χατζιδάκις μας χάρισε ένα από τα αριστουργήματά του, το περίφημο “Χαμόγελο της Τζοκόντας”, έναν δίσκο που ηχογραφήθηκε το 1965 στη Νέα Υόρκη με παραγωγό τον φημισμένο Κουίνσι Τζόουνς. Τα 12 τραγούδια (στην Ελλάδα το άλμπουμ είχε μόνο τα 10) προορίζονταν αρχικά για τη Γαλλίδα τραγουδίστρια Ζακλίν Ντανό, όμως τελικά κυκλοφόρησαν ορχηστρικά με την υποσημείωση του συνθέτη “δέκα τραγούδια στο ίδιο κλίμα για ορχήστρα”. Πρόκειται για ένα μνημείο ηχητικής πληρότητας, αρμονικής τελειότητας και αισθητικού κάλλους, ορόσημο στην ελληνική δισκογραφία και τρανή απόδειξη της συνθετικής μεγαλοφυΐας του Μάνου Χατζιδάκι.
Δ’ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1967-1971)
Το 1966, ο Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου μαζί με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη, θα ανέβαζαν στο Μπρόντγουεϊ το έργο “Illya Darling”, τη διασκευή δηλαδή του “Ποτέ την Κυριακή” σε μιούζικαλ. Κατά τη διάρκεια της εξαετούς παραμονής του στις ΗΠΑ, ο συνθέτης ήρθε σε επαφή με νέα ακούσματα και μουσικές φόρμες, ταξίδεψε και αφουγκράστηκε όλα τα κινήματα αμφισβήτησης της εποχής, γοητεύτηκε από το μπλουζ και την ψυχεδέλεια (λέγεται ότι είχε περάσει και από το κοινόβιο των Jefferson Airplane στο Σαν Φρανσίσκο) και συνέχισε να δημιουργεί (κύκλους τραγουδιών, ορχηστρικά και κινηματογραφικά έργα, καθώς και δυο όπερες).
Στη Νέα Υόρκη γνωρίστηκε με τους New York Rock & Roll Ensemble, ένα συγκρότημα από σπουδαστές της περίφημης μουσικής σχολής Juilliard, οι οποίοι έπαιζαν κλασικά κομμάτια με ροκ όργανα και ροκ τραγούδια με κλασικά όργανα. Αυτό το τολμηρό για την εποχή fusion, ενθουσίασε τον Χατζιδάκι, ο οποίος συνεργάστηκε με την μπάντα στην ηχογράφηση ενός άλμπουμ που προοριζόταν για soundtrack μιας κινηματογραφικής ταινίας, η οποία όμως δεν γυρίστηκε ποτέ. Ο δίσκος με τίτλο “Reflections” και αγγλικούς στίχους, αποτελεί ένα πραγματικό έργο τέχνης και αποδεικνύει την πολυδιάστατη μουσική ευελιξία του συνθέτη.
Κυκλοφόρησε το 1970 και συνδυάζει όλες τις επιρροές του Μάνου από την Αμερική: ροκ, ψυχεδέλεια και τελικά, ένα μοναδικό δείγμα του λεγόμενου μπαρόκ-ποπ (είδους που υπηρέτησαν μπάντες όπως οι Love, οι Moody Blues, οι Beatles και άλλοι). Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε το 1993 με ελληνικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου και ερμηνεία της Αλίκης Καγιαλόγλου, με τον τίτλο “Αντικατοπτρισμοί”. Το 2005, οι Raining Pleasure διασκεύασαν το άλμπουμ με τους αυθεντικούς αγγλικούς στίχους των New York Rock & Roll Ensemble και τον αρχικό τίτλο “Reflections”. Όμως η αρχική ηχογράφηση του 1970 παραμένει ένα μικρό μουσικό θαύμα, αξεπέραστο σε ύφος, τεχνική, έμπνευση και συναισθήματα.
Ε’ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1972-1983)
Ο Μάνος Χατζιδάκις επέστρεψε τον Ιούλιο του 1972 στην Ελλάδα και λίγους μήνες αργότερα, από τον Σεπτέμβριο μέχρι και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ηχογράφησε έναν από τους γνωστότερους κύκλους τραγουδιών του, τον “Μεγάλο Ερωτικό”, ένα μνημείο ανυπότακτου πάθους, ονειρικής εσωτερικότητας, ρεμβώδους ψηλάφησης του πόνου και της ηδονής, με μοναδικές ερμηνείες από την Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό. Το 1975 διορίστηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, διευθυντής στο ραδιοφωνικό Τρίτο Πρόγραμμα του ΕΙΡΤ και αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η θητεία του στο Τρίτο Πρόγραμμα (1975-1982) αποτελεί μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς στην ιστορία της ελληνικής ραδιοφωνίας για την υψηλή ποιότητα και ποικιλία των εκπομπών, για την πολυσυλλεκτικότητα των παραγωγών που προσέλαβε σε αυτές, αλλά και για το πλήθος των πολιτιστικών εκδηλώσεων που διοργάνωσε σε όλη την Ελλάδα. Παράλληλα με αυτές του τις δραστηριότητες, το συνθετικό του ταλέντο συνέχισε να χαρίζει σπάνιες δημιουργίες, τόσο με κύκλους τραγουδιών, όπως “Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι κι ο Αλκιβιάδης” (1973), η “Αθανασία” (1975), “Τα παράλογα” (1976) και η “Πορνογραφία” (1982), όσο και με κινηματογραφικά soundtracks, όπως το “Sweet Movie” του Ντούσαν Μακαβέγιεφ (1974).
Παράλληλα, το 1980 ολοκλήρωσε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, την “Εποχή της Μελισσάνθης”, μια καντάτα σε 25 μέρη (σε ποίηση του ίδιου του συνθέτη), για ώριμη γυναικεία φωνή (Μαρία Φαραντούρη), δυο νεανικές ανδρικές (Βασίλης Λέκκας & Γιώργος Μιχαλισλής), δυο χορωδίες (η Χορωδία του Τρίτου και η Παιδική Χορωδία Ροτόντα Θεσσαλονίκης), ορχήστρα δωματίου με το μπουζούκι ως σολιστικό όργανο (Χρήστος Ψαρρός & Βασίλης Ηλιάδης) και στρατιωτική μπάντα. Ο Χατζιδάκις δούλευε αυτό το έργο επί μια δεκαετία, είναι αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και αναφέρεται στην εποχή της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (1944) και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν.
ΣΤ’ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1984-1994)
Περνάμε στην έκτη συνθετική περίοδο του Μάνου Χατζιδάκι, την τελευταία της ζωής του, αλλά εξίσου δημιουργική με τις προηγούμενες. Ξεκινώντας με τους κύκλους τραγουδιών “Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς” (1984) και “Σκοτεινή μητέρα” (1986) και το τελευταίο πέρασμά του από τον κινηματογράφο με τη μουσική επένδυση στην ταινία “Ήσυχες μέρες του Αυγούστου” του Παντελή Βούλγαρη (1992), φτάνουμε στο “κύκνειο άσμα” του, “Τα τραγούδια της αμαρτίας”, έναν κύκλο τραγουδιών σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου και Γιώργου Χρονά (1994).
Το 1985 ίδρυσε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία “Σείριος”, με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών πάνω σε ποιοτικά και όχι εμπορικά κριτήρια. Τέσσερα χρόνια αργότερα, δημιούργησε την Ορχήστρα των Χρωμάτων, για να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και Ελλήνων συνθετών. Ο Χατζιδάκις υπήρξε διευθυντής της Ορχήστρας μέχρι το 1993, δίνοντας συνολικά 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη (στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα), κυκλοφόρησε ένα ακόμα εμβληματικό έργο του, η ανολοκλήρωτη καντάτα “Αμοργός”, μελοποίηση του ομότιτλου ποιήματος του Νίκου Γκάτσου.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
Η εργογραφία του Μάνου Χατζιδάκι έχει καταγραφεί αρχικά από τον ίδιο τον συνθέτη και παρουσιάστηκε εκ νέου από τον Βασίλη Αγγελικόπουλο και κατόπιν από τη Ρενάτα Δαλιανούδη. Η εκδοχή της τελευταίας περιλαμβάνει 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών, 16 μπαλέτα και 3 όπερες. Κάποια από αυτά τα έργα είναι είτε ανέκδοτα, είτε ανολοκλήρωτα. Ο Χατζιδάκις είχε επιλέξει και αριθμήσει 51 έργα του, αυτά που εκείνος αξιολόγησε ως τα πιο σημαντικά.
Να συμπληρώσουμε ότι ο συνθέτης είχε εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές με τους τίτλους “Μυθολογία” (1966) και “Μυθολογία δεύτερη” (1982). Επίσης, το 1980 εξέδωσε μια συλλογή από 36 δοκίμια που εκφώνησε στην εκπομπή του “Το σχόλιο του Τρίτου από τον Μάνο Χατζιδάκι” από το 1978 μέχρι το 1980, με τίτλο “Τα σχόλια του Τρίτου” (και υπότιτλο “Μια νεοελληνική μυθολογία”), καθώς και μια συλλογή από 36 κείμενα του Χατζιδάκι (συνεντεύξεις, δοκίμια, άρθρα, ομιλίες συν 65 φωτογραφίες) με τίτλο “Ο καθρέφτης και το μαχαίρι” (1988).
Ο ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ
Ο Μάνος Χατζιδάκις, παρά το γεγονός ότι είχε κλασική μουσική παιδεία από το ωδείο, από πολύ νωρίς αναγνώρισε την αξία της λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής παράδοσης. Νέος ακόμα, γοητεύτηκε από τον Μάρκο Βαμβακάρη και τα τραγούδια του και υπερασπίστηκε σθεναρά τα ρεμπέτικα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω στο κείμενο, ιστορική έχει μείνει η διάλεξή του στις 31 Ιανουαρίου του 1949 στο Θέατρο Τέχνης για το ρεμπέτικο τραγούδι, μια ομιλία που σχεδόν σόκαρε το αθηναϊκό κοινό, αφού εκείνη την εποχή, αυτού του είδους η μουσική, είχε ταυτιστεί με το κοινωνικό περιθώριο.
Όπως ευθαρσώς είχε δηλώσει από το βήμα: “Λοιπόν, δεν νομίζω πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατόν να μας σταθεί εμπόδιο για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν’ αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σ’ εμάς και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχουμε, νομίζω, σήμερα τίποτα άλλο για να ισχυρισθούμε το ίδιο”. Όλα εκείνα που είπε στην ομιλία του ο Χατζιδάκις, προκάλεσαν αντιδράσεις, όμως ο ίδιος έδωσε τη δική του απάντηση λίγους μήνες μετά, όταν ηχογράφησε το μπαλέτο “Έξι λαϊκές ζωγραφιές”, ένα έργο με ρεμπέτικα τραγούδια παιγμένα στο πιάνο. Σε όλη την μετέπειτα πορεία του, έμεινε πάντοτε συνεπής στην αγάπη του για αυτό το είδος της μουσικής, υιοθετώντας συχνά πυκνά στοιχεία της στις δικές του συνθέσεις.
ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
Ο Μάνος Χατζιδάκις ανέπτυξε ένα δικό του, απόλυτα προσωπικό μουσικό ιδίωμα, συνδυάζοντας με έναν μοναδικό τρόπο, από τη μια τις κλασικές σπουδές του και τις επιταγές των λόγιων συνθετικών πρακτικών και από την άλλη τη σφοδρή του επιθυμία να στηρίξει το έργο του στους πυλώνες της ελληνικής παράδοσης. Πέτυχε να γεφυρώσει με σπάνια ηχοχρώματα τις δυτικές φόρμες με την ελληνική λαϊκή και δημοτική μουσική, δημιουργώντας στην ουσία το “έντεχνο” λαϊκό τραγούδι (όρος που επινοήθηκε αργότερα από τον Μίκη Θεοδωράκη για να περιγράψει το νέο αυτό μουσικό “κράμα”).
Φρόντισε όμως να προσεγγίσει την έννοια “λαϊκός” με τους δικούς του όρους και με μια προσωπική αυστηρότητα, αφού ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του μη λαϊκό, αλλά έναν αστό παρατηρητή: “Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό, δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του. Εμένα μ’ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς τη βία του χρόνου, χωρίς την αγωνία του χώρου, χωρίς τη φθορά της τάξης του”.
Ο Χατζιδάκις υπήρξε ο πρώτος που αντιμετώπισε την παράδοση έξω από το αυστηρό ηθογραφικό της πλαίσιο και σε όλη της την έκταση, εντάσσοντας ακόμα και τα πλέον απορριπτέα για την κοινωνία της εποχής του λαϊκά στοιχεία, σε ένα αυτόνομο ύφος που κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “μεταφυσική του ωραίου” και απελευθέρωση της αισθητικής. “Επιχειρηματολόγησε” υπέρ της χειραφέτησης της αντίληψης, εκπληρώνοντας τις ανεξάντλητες δυνατότητες της μουσικής ποικιλομορφίας σε τέτοια επίπεδα και δομές, ώστε να οδηγήσει τις παρτιτούρες του στην πληρότητα και την τελειότητα.
Ο Χατζιδάκις ενορχήστρωσε τολμηρά, λιτά και πάνω απ’ όλα με φαντασία, εξερευνώντας ολόκληρο το τόξο της αρμονίας. Συνδύασε μαεστρικά στις συνθέσεις του το κλαρινέτο με το σαντούρι, το όμποε με το κανονάκι, το τσέλο με το μπουζούκι, το πιάνο με τη λατέρνα, αναδεικνύοντας τους λαϊκούς δρόμους και τους ρυθμούς του χασάπικου, του χασοποσέρβικου, του ζεϊμπέκικου, φτάνοντας σε σύνθετες “προκλήσεις”, όπως για παράδειγμα τα 5/8 ή τα 11/8. Υπήρξε απόλυτα συνειδητοποιημένος συνθέτης, με σπάνια ομοιογένεια και συνέπεια στο χαρακτηριστικότατο, άμεσα αναγνωρίσιμο στιλ και ύφος – αυτό το προσωπικό του μουσικό ιδίωμα – ακόμα και όταν απομακρυνόταν από αυτό.
Ο ίδιος φρόντισε πολλές φορές να το αποσαφηνίσει: “Δεν είναι το τραγούδι μου μια μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια”. Ασυμβίβαστος στη σκοπιμότητα των μουσικών “νοημάτων”, ακούραστος εργάτης της ακουστικής πραγματοποίησης και της μουσικής ανάγνωσης μέσα από την ηχητική φαντασία, ο Χατζιδάκις ξεπέρασε προκαταλήψεις, μένοντας πάντοτε πιστός στις αρχές του.
Ο “ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ” ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Στη διάρκεια της κατοχής, ο Χατζιδάκις ήταν ενταγμένος στην Ε.Π.Ο.Ν., αρθρογραφούσε και δημοσίευε ποιήματά του στο περιοδικό της οργάνωσης, “Νέα γενιά”, με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης. Συμμετείχε στον θίασο “Ενωμένοι Καλλιτέχνες” του ΚΚΕ, στο κλιμάκιο των πρωτοεμφανιζόμενων καλλιτεχνών με συντονιστή τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Το 1946 αποστασιοποιήθηκε από την κομματική αντίληψη και δράση, αναπτύσσοντας μια προσωπική πολιτική σκέψη, με κεντρικούς άξονες την αμφισβήτηση, την αναθεώρηση και τη διαρκή αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας στον σύγχρονο κόσμο.
Έλεγε ο ίδιος: “Είμαι δημοκράτης αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς. Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής. Εγώ περιέχω τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει”. Σε ορισμένα έργα του, όπως “Τα Παράλογα” (1976), “Η εποχή της Μελισσάνθης” (1980), η “Πορνογραφία” (1982) και οι “Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς” (1983), αποτύπωσε την πολιτική του σκέψη. Ο Χατζιδάκις συνήθιζε να παρεμβαίνει συχνά και με έντονο τρόπο στον δημόσιο βίο. Με άρθρα του στο περιοδικό “Το Τέταρτο”, αλλά και με πλήθος συνεντεύξεων και δηλώσεων, πάλεψε ενάντια στον λαϊκισμό, τον συντηρητισμό και την αμετροέπεια της εξουσίας. Οι παρεμβάσεις του αυτές είχαν κόστος για τον ίδιο, με αποκορύφωμα τον βρώμικο και αισχρό πόλεμο που δέχτηκε από την εφημερίδα “Αυριανή”.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Ο Μάνος Χατζιδάκις εξέφρασε όλες τις τάσεις της καρδιάς και της ψυχής, με σαφήνεια και κατανόηση, προσφέροντας λόγο, ορμή, νόημα, γνώμη και έμφαση, μέσα από τη ζωγραφική των ήχων. Άγγιξε το “αξιοθαύμαστο” της μουσικής με σπάνιο αισθητικό κύρος, ανυψώνοντας και συγκλονίζοντας το πνεύμα του ακροατή του, με την έξοχη δύναμη της φαντασίας και τη γνώση της τέχνης. Ορμητικός και γενναιόδωρος, δημιούργησε θαύματα και εκπλήξεις πάνω στο πεντάγραμμο και αποτέλεσε – μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη – τον βασικό πυλώνα που καθόρισε τις εξελίξεις στην ελληνική μουσική στον 20ο αιώνα.
Συγκίνησε ποικιλότροπα και ενδόμυχα, ξεπέρασε τους μουσικούς διαχωρισμούς, ξύπνησε και κράτησε ζωντανές όλες τις αισθήσεις, προσπέρασε το οικοδόμημα της κλασικής μουσικής επιλέγοντας να παρουσιάσει το τραγούδι “ως ερωτική πράξη και όχι ως μια έκφραση τέχνης”. “Πιστεύω”, έλεγε ο ίδιος, “στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων και όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας”. Με το ρομαντικό πιάνο του, μας χάρισε αμέτρητα ταξίδια στη γλυκιά μελαγχολία των αντικατοπτρισμών, δημιουργώντας αξεπέραστα μοτίβα που ισορρόπησαν θαυμαστά στον προσωπικό του ορίζοντα.
Εδώ τελειώνει η μουσική για την Οδό Ονείρων.
Εδώ τελειώνουν τα όνειρα
που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδιά
δίχως να το γνωρίζετε.
Τώρα είναι αργά
κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί.
Εγώ, αθεράπευτα πιστός σ’ αυτόν τον δρόμο
θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί
για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε.
Να τα φυλάξω
και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά
πάλι σε μουσική.
Καληνύχτα
Μάνος Χατζιδάκις – Οδός Ονείρων (Επίλογος)
* Πηγές: hadjidakis.gr, ertecho.gr, users.uoa.gr, vlioras.gr, academia.edu, “Αισθητική της μουσικής” Καρλ Ντάλχαους, wiki
* Βίντεο: Μάνος Χατζιδάκις – “Ο Μεγάλος Ερωτικός” (1972)
* Βίντεο: Μάνος Χατζιδάκις – “Το χαμόγελο της Τζοκόντας” (1965)
* Βίντεο: The New York Rock & Roll Ensemble – “Reflections” (1970)