ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

Ο “ΛΑΪΚΟΣ” ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

“Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε στο μυαλό μας συνδεδεμένο τον Χατζιδάκι με τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και του Στέλιου Καζαντζίδη -ίσως λόγω της άρρηκτης σχέσης του Μπιθικώτση με τον Μίκη και της διαφορετική ρότας του Καζαντζίδη- όμως ηχογράφησε τραγούδια αξεπέραστα και με τους δύο”.

Καταρχάς έχει έναν πλεονασμό ο τίτλος, γιατί ο Χατζιδάκις είναι συνυφασμένος με την λαϊκότητα. Ακόμη και όταν έγραψε σε μορφές και κώδικες πιο «λόγιους», η ανάγκη και η πρόθεση ήταν η επικοινωνία και όχι η δημιουργία απόστασης. Ακόμη κι όταν η αισθητική των τραγουδιών του έλεγε με έναν τρόπο κάτι σαν «ελάτε εσείς προς τα τραγούδια όχι εκείνα σε εσάς, δική σας είναι όλη η απόσταση που πρέπει να διανύσετε για να συναντηθείτε, δεν θα την μοιράσουμε».

Το λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα ορίζεται ως τέτοιο περισσότερο από τον ήχο του. Σωστό-λάθος, αυτό έχει κυριαρχήσει. Λαϊκή ορχήστρα, λαϊκά περάσματα και δρόμοι. Όταν αυτό συνδυάζεται και με μαζικότητα και με φιλικότητα στο άκουσμα και με την έκφραση της ζωής, των αγωνιών και της χαράς ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων που βρίσκουν την φωνή τους μέσα στα κουπλέ και ενώνονται μέσα στα ρεφρέν, τότε πατάει τις κορυφές του.

Ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή πως ο Χατζιδάκις έγραψε σπουδαία λαϊκά τραγούδια. Ακολούθησε δύο παράλληλους δρόμους. Από την μία επιχείρησε και πέτυχε έναν δικό του ήχο, πιο εσωστρεφή, σχεδόν στοχαστικό, από την άλλη σεβόμενος και αγαπώντας την πλούσια και ακριβή παράδοση του μπουζουκιού συνεργάστηκε με τον «εξωστρεφή» Γιώργο Ζαμπέτα σε κάποιες από τις πλέον γνωστές του ηχογραφήσεις, με αποκορύφωμα το Oscar τού 1960 με «Τα παιδιά του Πειραιά».

Μερκούρη- Ντασέν - Χατζιδάκις AP Photo

Ίσως να πάτησε τις δικές του κορυφές στο λαϊκό, με το «Είμαι αητός χωρίς φτερά», σε λόγια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, στην ταινία «Αγάπη και θύελλα» και κυρίως με το «Αγάπη πού ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» για την ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Εκεί ακούστηκε και το «Ο μήνας έχει δέκα τρεις». Αξίζει να αναζητήσετε στο YouTube μία ηχογράφηση από την ίδια ταινία που αποτελεί ένα σχετικά άγνωστο masterpiece, μία μοναδική στιγμή συνύπαρξής του με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Λέγεται «Φαντασία για μπουζούκι και πιάνο», διαρκεί λιγότερο από δύο λεπτά αλλά είναι δύο λεπτά ατόφιου, ακατέργαστου αισθήματος, έχει μία αλήθεια που σε χτυπάει στα μούτρα και σε ζαλίζει.

Ο ελληνικός κινηματογράφος λειτούργησε ως ένας μοχλός «πίεσης» ή μία ευκαιρία, μέσω συγκεκριμένων παραγγελιών, για αρκετούς συνθέτες να γράψουν ορισμένα από τα πλέον όμορφα τραγούδια τους αλλά και ορχηστρικά θέματα. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μίμης Πλέσσας, είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Ο Χατζιδάκις του «Ποτέ την Κυριακή» (όπου πέρα από τα «Παιδιά του Πειραιά» υπήρχε το «Έγινε παρεξήγηση» αλλά και σπουδαία ορχηστρικά στους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου) του «Αμέρικα Αμέρικα» (με το «Αστέρι του βοριά») και της «Στέλλας», αλλά και ο Χατζιδάκις του «Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο» του «Τοπ καπί» του «Δράκου» και της ταινίας «Το ποτάμι» από όπου προέκυψε ο «Γκρεμός» με την φωνή του Ορφέα Κρεούζη. Ο Χατζιδάκις των ταινιών με την Βουγιουκλάκη, των στίχων του Σακελάριου («Ας είν’ καλά το γινάτι σου», «Μισοφόρια», «Γαρύφαλλο στ΄ αυτί» «Πες μου μια λέξη) του «Μια ζωή την έχουμε» και του «Αλίμονο στους νέους».

Οι λαϊκές ταινίες είχαν ανάγκη από το ανάλογο λαϊκό soundtrack. Είτε με αίτημα τον λαϊκό ήχο είτε με ζητούμενο την λαϊκότητα με την έννοια της οικειότητας και μαζικότητας του ακούσματος. Υπήρξαν κάποιοι που παραδεχόμενοι βέβαια την αξία του Μάνου Χατζιδάκι, άφησαν μια ανεπαίσθητη κατηγορία στο τραπέζι πως ήταν ένας εστέτ συνθέτης.
Αν το εστέτ έχει να κάνει με την αισθητική έχει καλώς, αν έχει να κάνει με το εξεζητημένο, προσωπικά δεν το αισθάνθηκα ποτέ με τα τραγούδια του. Πουθενά στην άτυπη τριλογία του, κάτι σαν τη δική του σπουδή πάνω στο λαϊκό τραγούδι («Αθανασία»- «Της γης το χρυσάφι»- «Επιστροφή»), όλα με λόγια του Γκάτσου, πουθενά στα «Τραγούδια για την Ελένη», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, (ακούστε πάλι το «Μάγκας στο ρυθμό του 9»), αλλά πουθενά ακόμη και στο ημιτελές «Τα τραγούδια της αμαρτίας» με τα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Γιώργου Χρονά. Ένα πιάνο-μία φωνή (Ντόρα Μπακοπούλου, Ανδρέας Καρακότας), δεν πρόλαβε να τα ενορχηστρώσει όπως τα είχε φανταστεί, αλλά τόσο βαθιά λαϊκά.

Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε στο μυαλό μας συνδεδεμένο τον Χατζιδάκι με τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και του Στέλιου Καζαντζίδη -ίσως λόγω της άρρηκτης σχέσης του Μπιθικώτση με τον Μίκη και της διαφορετική ρότας του Καζαντζίδη- όμως ηχογράφησε τραγούδια αξεπέραστα και με τους δύο. Τον τραγούδησαν η Μελίνα, η Μούσχουρη και η Βουγιουκλάκη αλλά και η Πόλυ Πάνου και ο Πάνος Γαβαλάς και ο Σταμάτης Κόκοτας. Η Γαλάνη, ο Μητσιάς και ο Νταλάρας. Η Νίνου και η Βέμπο. Η Μαρία Δημητριάδη, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, η Αλίκη Καγιαλόγλου, η Νένα Βενετσάνου, ο Βασίλης Λέκκας, η Έλλη Πασπαλά και ο Ηλίας Λιούγκος. Η Νταντωνάκη κι ο Ψαριανός. Η Μαρία Φαραντούρη αλλά και ο δεκαεφτάχρονος Γιώργος Ρωμανός. Πήρε από τον καθένα τον καλύτερο εαυτό του, τον ένοιαζε η αλήθεια τού κάθε ερμηνευτή όχι ο κατοχυρωμένος του τρόπος, τους ξεβόλευε.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η Ιστορία έχει φυλάξει και μία περίοπτη θέση στην συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη, στο «Μαγική πόλις» στο θέατρο Παρκ τον Ιούνιο του 1963. Εκεί που ενώθηκε η «Κυρά» με το «Το φεγγάρι κάνει βόλτα»», και τα δύο με την φωνή του Μπιθικώτση.

Δύο χρόνια μετά έγραψε ένα από τα ωραιότερα χασάπικα της δισκογραφίας, το «Πάει ο καιρός» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, όπου κατάφερε να μετατρέψει τους εσχατολογικούς στίχους του Γκάτσου σε γιορτή.

Άφησα για το τέλος δύο ακόμη παραμέτρους της σχέσης του Μάνου Χατζιδάκι με το λαϊκό τραγούδι. Η πρώτη είναι η ματιά του πάνω στα μεγάλα τραγούδια του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Μπαγιαντέρα, του Καλδάρα, του Μητσάκη, στους δίσκους «Πασχαλιές μέσα από την νεκρή γη» και «Ο σκληρός Απρίλης του ’45». Διασκευές για ορχήστρα, που αναδεικνύουν μια κρυμμένη ψυχή, παρά τις πιο περίτεχνες ενορχηστρώσεις. Το ίδιο κατάφερε και στον δίσκο «Τα πέριξ» με την εικοσάχρονη τότε Βούλα Σαββίδη.

Η δεύτερη είναι ο στιχουργός Μάνος Χατζιδάκις. Έγραψε και τους στίχους σε περίπου εκατό τραγούδια του. Δικοί του είναι οι στίχοι στο «Το πέλαγο βαθύ», στο «Φέρτε μου ένα μαντολίνο» στο «Ο ταχυδρόμος πέθανε» στα «Παιδιά κάτω στον κάμπο» στο «Ο κυρ Αντώνης» και βέβαια στα «Παιδιά του Πειραιά». Βαθιά επηρεασμένος από τον Νίκο Γκάτσο που αγαπούσε αλλά κυρίως θαύμαζε, έγραψε λόγια που κάποιος θα μπορούσε να διακρίνει τον ρομαντισμό Γάλλων ποιητών, αλλά το αίσθημα ήταν βαθιά ελληνικό, δηλαδή οικουμενικό, αυτό που υποστήριζε και ο ίδιος.

Έψαχνε τις απομονωμένες μονάδες για να τους απευθυνθεί όχι τα μεγάλα, συμπαγή ακροατήρια. Είχε πει «Όταν λέω κάτι λαϊκό και λαϊκό τραγούδι, δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι».

Δεν έχω ιδέα πώς ακριβώς μπορεί να οριστεί η έννοια του λαϊκού σήμερα. Με κατακερματισμένη κοινωνική διαστρωμάτωση, με σπασμένες συλλογικότητες, με ασαφή χαρακτηριστικά του αυθεντικού, με μάλλον μη αναστρέψιμη επαφή με το παρελθόν μας. Δίχως κοινές ιστορίες δεν υπάρχει λαϊκό. Μπορεί να τις ξαναφτιάξουμε, μπορεί και όχι. Ευλογημένοι που το ζήσαμε σε αυτήν την χώρα, μέσα από το θηριώδες ταλέντο τέτοιων δημιουργών.

Υ.Γ: Θα μπορούσα να επιχειρηματολογήσω και για την λαϊκότητα του «Μεγάλου Ερωτικού», του «Ματωμένου γάμου» και του «Παραμύθι χωρίς όνομα» αλλά θα κατηγορηθώ πως το τραβάω από τα μαλλιά και προσπαθώ να χωρέσω όλο το έργο του Χατζιδάκι κάτω από τον χαρακτηρισμό «λαϊκό τραγούδι» κάτι που βεβαίως δεν ισχύει για το σύνολο του έργου του.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα