Μητσοτάκης – Σαμαράς: Ο Τραμπ τους ενώνει, η βεντέτα τους χωρίζει…
Διαβάζεται σε 5'
Μια ιδιότυπη βεντέτα, διανθισμένη με πολλά τραμπικά στοιχεία, βρίσκεται σε εξέλιξη στη ΝΔ μεταξύ του νυν και του πρώην πρωθυπουργού, την οποία η προοδευτική αντιπολίτευση απλώς παρακολουθεί.
- 11 Νοεμβρίου 2025 07:52
Η σχέση του Αντώνη Σαμαρά με την οικογένεια Μητσοτάκη κρατάει σχεδόν τέσσερις δεκαετίες.
Στην πρώτη φάση της κορυφώθηκε στην κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη, όταν ο νεαρός τότε υπουργός Εξωτερικών χάραξε δική του αυτόνομη πορεία, την ανέτρεψε και πρωταγωνίστησε για λίγο ως αρχηγός κόμματος. Πέρασε τη δική του πολιτική έρημο μέχρι που ο Κώστας Καραμανλής τον επανέφερε στο προσκήνιο το 2004 ως ευρωβουλευτή. Και το 2009 πήρε τη μεγάλη ρεβάνς «κλέβοντας» την αρχηγία από την Ντόρα Μπακογιάννη.
Όμως, το 2012 ήταν εκείνος που έκανε το βήμα κάποιας εξομάλυνσης των σχέσεων με την οικογένεια Μητσοτάκη τοποθετώντας τον Κυριάκο σε θέση υπουργού στη συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ. Και τέσσερα χρόνια αργότερα (2016), αφού ο Σαμαράς είχε ηττηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα (εκλογές και δημοψήφισμα), υποστήριξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη μάχη για την αρχηγία της ΝΔ.
Έκτοτε αρχίζει η νέα φάση στη σχέση τους, η οποία πέρασε από σαράντα κύματα. Στην αρχή μέλι-γάλα, σήμερα σύγκρουση μέχρις εσχάτων. Οι κακές γλώσσες θέλουν τον πρώην πρωθυπουργό να συσσώρευσε μεγάλη οργή από τον «παραμερισμό» του, αφού ο νυν δεν τον θεώρησε ικανό για οποιονδήποτε ενεργό πολιτικό ρόλο. Ο ίδιος δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι όσα λέει και ενδέχεται να κάνει (πχ κόμμα) εκπορεύονται από τις «ανησυχίες» του για την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη με έμφαση στα εθνικά θέματα, στα οποία στοχοποιεί ιδιαίτερα τον υπουργό Γ. Γεραπετρίτη. Μια νέα, ιδιότυπη, βεντέτα του Αντώνη Σαμαρά με τον Βενιαμίν της οικογένειας Μητσοτάκη βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ο νυν πρωθυπουργός ξεκίνησε την πρωθυπουργική και κυβερνητική θητεία του με εντελώς διαφορετική πολιτική από τη σημερινή σε ορισμένα ζητήματα. Τότε στις ΗΠΑ κυβερνούσαν οι Δημοκρατικοί και δεν έχει ξεχαστεί ακόμη το «Μπαϊντενόπουλος», με το οποίο προσφώνησε τον τότε πρόεδρο.
Ο κ. Μητσοτάκης ήταν τότε φανατικός υποστηρικτής της «πράσινης» ενέργειας, καυχιόταν ότι έκλεισε όλες τις λιγνιτικές μονάδες (εδώ μια ομιλία του της εποχής) και το ενδιαφέρον για αέριο και πετρέλαιο στις ελληνικές θάλασσες ήταν ανύπαρκτο. Χαρακτηριστική ήταν και μια δήλωση του τότε υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια το 2021 σε αραβικό μέσο ενημέρωσης, που έλεγε τα εξής: «Η Ελλάδα πιστεύει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δεν πρόκειται να αρχίσει να σκάβει τον βυθό της Μεσογείου για να βρει αέριο και πετρέλαιο, για έναν πολύ απλό λόγο… Χρειαζόμαστε 10 με 20 χρόνια για να το βρούμε και να το εκμεταλλευτούμε, και από οικονομική άποψη θα ήταν πολύ πιο ακριβό για παράδειγμα από το δικό σας, της Σαουδικής Αραβίας. Έτσι, οικονομικά δεν οραματίζομαι την Ελλάδα να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου». Και στο σημείο αυτό ο κ. Δένδιας αναφέρθηκε και στο Αιγαίο λέγοντας ότι «είναι ένας παράδεισος στη γη. Δεν σκοπεύουμε να το μετατρέψουμε σε κόλπο του Μεξικού. Η Ελλάδα δεν σχεδιάζει στο άμεσο μέλλον να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου».
Η διαφορά με τα σημερινά πανηγύρια για τις έρευνες αμερικανικών εταιρειών είναι προφανής. Και οφείλεται σε ένα μόνο λόγο: την αλλαγή στην προεδρία των ΗΠΑ. Ο Τραμπ θέλει «τρυπάνια παντού», να πουλήσει ακριβό του LNG στην Ευρώπη και ο κ. Μητσοτάκης ξεχνάει τα δικά του περί «πράσινης» ενέργειας και πανηγυρίζει για τα «τρυπάνια». Αν και όταν κληθεί στην Αμερική, φυσικά θα αντικαταστήσει το «Μπαϊντενόπουλος» ίσως με το «Τραμπόπουλος».
Μέχρι να έρθει ο Τράμπ ο κ. Μητσοτάκης είχε υιοθετήσει και ένα σημαντικό μέρος της woke agenda. Ψήφισε το γάμο των ομοφύλων, έλεγε άλλα για το πόσα φύλα υπάρχουν και, γενικά, η πολιτική του στον τομέα αυτόν ακολουθούσε τις «προχωρημένες» αμερικανικές και ευρωπαϊκές προδιαγραφές.
Αλλά το κόστος ήταν βαρύ για ένα κόμμα με παραδοσιακά δεξιά βάση ψηφοφόρων. Και όταν ήρθε ο Τραμπ ο κ. Μητσοτάκης προσαρμόστηκε πλήρως και τα ανέτρεψε όλα.
Από τη σκοπιά του ο Αντώνης Σαμαράς «πάτησε» πάνω σε όλα αυτά τα «νεωτερικά» της πρώτης περιόδου Μητσοτάκη, για να τον κατηγορήσει ότι απομακρύνει τη ΝΔ από τον παραδοσιακό δρόμο του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Επιπλέον, πλειοδοτώντας σε «πατριωτική» ρητορεία, επέκρινε από καιρού εις καιρόν τον νυν πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του ότι υποχωρεί έναντι της Τουρκίας, φτάνοντας στο σημείο να χρησιμοποιεί πολύ βαριές λέξεις (πχ μειοδοσία), τις οποίες ούτε κόμματα της αντιπολίτευσης χρησιμοποιούν.
Ο κ. Σαμαράς απειλεί τον κ. Μητσοτάκη όχι απλώς με αφαίρεση της αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές (η αυτοδυναμία φαντάζει σήμερα αδύνατη), αλλά και με αφαίρεση του περίφημου μπόνους. Αν ο πρώην πρωθυπουργός κάνει κόμμα, η ΝΔ μπορεί να κινδυνεύσει να μην πιάσει ούτε το 25%, που είναι προϋπόθεση για το μπόνους.
Ο κ. Μητσοτάκης αμύνεται είτε «αγνοώντας» τις επιθέσεις Σαμαρά είτε υιοθετώντας μέρος της ατζέντας του πρώην πρωθυπουργού μέσω «προσαρμογών» στην πολιτική. Για παράδειγμα, υιοθετεί τη «σκληρή» γραμμή Πλεύρη στο μεταναστευτικό και επιτρέπει σε άλλους υπουργούς (Γεωργιάδης) να εκφράζουν «προσωπική» άποψη για την οπλοφορία, την ώρα που το αίμα κυλάει ακόμη στην Κρήτη και άλλος υπουργός(Χρυσοχοίδης) ξεσπαθώνει εναντίον των κουμπουροφόρων.
Μια ιδιότυπη βεντέτα, διανθισμένη με πολλά τραμπικά στοιχεία, βρίσκεται σε εξέλιξη στη ΝΔ μεταξύ του νυν και του πρώην πρωθυπουργού.
Την οποία η προοδευτική αντιπολίτευση απλώς παρακολουθεί, αδυνατώντας να παρέμβει αποφασιστικά και να ρυμουλκήσει τις εξελίξεις προς άλλη κατεύθυνση.