ΕΜΜΑ ΣΤΟΟΥΝ ΣΤΟ NEWS 24/7: “ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΟ ΟΤΑΝ ΣΟΥ ΖΗΤΟΥΝ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙΣ ΧΑΛΙΑ”
Έμμα Στόουν, Τζέσι Πλέμονς κι ο σεναριογράφος Γουίλ Τρέισι μιλούν στο NEWS24/7 για τη “Βουγονία” και τη συνεργασία με τον Γιώργο Λάνθιμο.
Ένα κομμάτι της μεγάλης μας κουβέντας με τον Γιώργο Λάνθιμο που είχε μεγάλο ενδιαφέρον, ήταν ο τρόπος με τον οποίο υπογράμμιζε την τεράστια συνεισφορά των συνεργατών του. Όχι μόνο στη Βουγονία, αλλά και ευρύτερα, στον τρόπο που προσεγγίζει τις ιστορίες που λέει και τους κόσμους που φτιάχνει.
Ξεκαθάρισε το πόσο σημαντικό είναι να αφήνει ηθοποιούς να δίνουν εκδοχές των χαρακτήρων που έχουν στο μυαλό τους. Και μιλώντας για το σενάριο του Γουίλ Τρέισι (Succession), τόνισε πως «το είδα για να σιγουρευτώ ότι είχε νόημα να γίνει ριμέικ και ότι αυτό που θα κάναμε είναι αρκετά διαφορετικό. Όντως το είδα αυτό, και έτσι αποφάσισα να την κάνω», ξεκαθάρισε.
Καθώς λοιπόν η Βουγονία συνεχίζει τον καλπασμό της στα ελληνικά σινεμά, θελήσαμε τώρα να στρέψουμε κι εμείς τη συζήτηση – σε αυτούς τους συνεργάτες του Λάνθιμου που έκαναν, σύμφωνα και με τον ίδιο, να έχει νόημα αυτή η ταινία.
Βρήκαμε μέσω zoom τους πρωταγωνιστές του φιλμ – την βραβευμένη με δύο Όσκαρ Έμμα Στόουν και τον βραβευμένο στις Κάννες Τζέσι Πλέμονς – και τον σεναριογράφο Γουίλ Τρέισι, για να εξετάσουμε την Βουγονία από την δική τους οπτική. Τι λέει αυτή η ταινία για τον κόσμο, πώς ταιριάζει με την δική τους κοσμοθεωρία, τι κρατούν από τα γυρίσματα;
ΕΜΜΑ ΣΤΟΟΥΝ – ΤΖΕΣΙ ΠΛΕΜΟΝΣ: «ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΛΕΕΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ»
Δύο από τους κορυφαίους αυτή τη στιγμή ηθοποιούς στο Χόλιγουντ, τόσο η Έμμα Στόουν όσο κι ο Τζέσι Πλέμονς έχουν κερδίσει σημαντικά βραβεία για τις συνεργασίες τους με τον Λάνθιμο. Η Στόουν φυσικά πήρε το Όσκαρ για το Poor Things, ενώ ο Πλέμονς κέρδισε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στις Κάννες για τις Ιστορίες Καλοσύνης.
Τώρα επανενώνονται μεταξύ τους και με τον Λάνθιμο στην Βουγονία, παίζοντας μια πανίσχυρη CEO και έναν ΠάραΠολύΟνλάιν συνωμοσιολόγο αντιστοίχως, σε μια σύγκρουση που μπορεί και να έχει διακύβευμα το ίδιο το μέλλον της ανθρωπότητας. Αυτά είναι όσα μας είπαν οι δυο τους σε μια κουβέντα μέσω zoom.
Είστε ηθοποιοί που τους αρέσει να πηγαίνουν στα άκρα υπηρετώντας τους χαρακτήρες σας. Όταν παίρνετε ένα σενάριο σαν της Βουγονίας, σας αρέσει αυτή η πρόκληση ή υπάρχουν φορές που θέλετε να μείνετε πιο κοντά στον δικό σας κόσμο;
Έμμα Στόουν: Μου αρέσει να το κρατάω χαλαρό, μωρέ. Εκεί, στο ντεμί. Άλλη μια μέρα στο γραφείο. [γελάει]
Κοίτα, νομίζω πως… τώρα νιώθω ότι είναι πολύ δύσκολο να φανταστώ να μη κάνω κάτι που με προκαλεί ή με βγάζει από την άνεσή μου, ας πούμε. Τώρα που είχα την ευκαιρία να το κάνω… νιώθω πραγματικά τυχερή που έχω παίξει αυτούς τους χαρακτήρες όλα αυτά τα χρόνια.
Οπότε, ναι, σίγουρα έλκομαι από τέτοια πράγματα. Δεν χρειάζεται να είναι ένα συγκεκριμένο είδος ή… δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι κάτι πιο απλό ή πιο αστείο… κάτι «διασκεδαστικό» με έναν τέτοιο τρόπο. Αλλά… εγώ αυτό το θεωρώ διασκεδαστικό. Αυτό εδώ για μένα είναι διασκέδαση. Δεν ξέρω τι λέει αυτό για μένα [γελάει], αλλά πραγματικά περνάω πολύ καλά.
Τζέσι Πλέμονς: Κι εγώ το ίδιο. Νομίζω ότι ψάχνω συνεχώς ρόλους που να νιώθω ότι είναι λίγο εκτός της εμβέλειάς μου, ξέρεις. Σαν περιοχές που δεν έχω εξερευνήσει ακόμα. Και το άλλο στοιχείο είναι ότι νομίζω πως είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο στη δουλειά μας: ότι είναι μέρος της δουλειάς μας να κατανοήσουμε πλήρως την εμπειρία, τον τρόπο ζωής, το σύστημα πεποιθήσεων κάποιου άλλου. Είναι μια πραγματικά ασυνήθιστη, πολύ συγκεκριμένη μορφή μάθησης για έναν άνθρωπο.
Και αυτό είναι μέρος της πρόκλησης. Να προσπαθήσεις να μάθεις κάτι από μέσα προς τα έξω αντί απλώς να το διαβάσεις. Ναι.
Υπάρχει αυτό το tracking shot στη σκηνή με τα μακαρόνια και τη μάχη πάνω στο τραπέζι, πώς ετοιμαστήκατε για αυτήν;
Τζέσι Πλέμονς: Από τεχνική, stunt άποψη, το δουλέψαμε βήμα-βήμα, πολύ αργά, μέχρι να νιώσουν όλοι άνετα. Το γυρίσαμε από μερικές διαφορετικές γωνίες, σωστά; Αλλά χρησιμοποιήθηκε μόνο η μία.
Έμμα Στόουν: Αυτή η λήψη… επίσης, είχαμε και κάποιους περιορισμούς γιατί γυρίζαμε με την κάμερα VistaVision, που είναι ένα τεράστιο μηχάνημα, πανέμορφο αλλά πολύ με τις ορέξεις του. Οπότε έπρεπε να πετύχουμε την κίνηση χωρίς να τα παρατήσει η κάμερα. Εγώ τη λέω «αυτή». [σσ. Στα αγγλικά το “camera” είναι ουδέτερο, αλλά η Στόουν έλεγε “she”] Συχνά έκανε γκχχχ και σταματούσε [γελάμε], και έπρεπε όλοι να περιμένουμε να τη φτιάξουν. Και αυτό συνέβη μερικές φορές μέσα στη σκηνή, γιατί η σκηνή είναι μεγάλη πριν από τη φυσική κορύφωση.
Ήταν όλα πολύ προσεκτικά… μέχρι που δεν ήταν, και ο Τζέσι πέταξε πάνω από το τραπέζι δύο φορές, σπρώχνοντας μακαρόνια και ρίχνοντάς με κάτω. Οπότε… ναι.
Τζέσι Πλέμονς: Κάπως…
Έμμα Στόουν: Διασκεδαστικό! Δεν θα πω ψέματα.
Τζέσι Πλέμονς: Ξέροντας ότι είχαμε το υπόβαθρο της προετοιμασίας και ότι όλα τα γυαλιά ήταν breakaway [σσ. Γυαλί έτοιμο να σπάσει για τις ανάγκες της σκηνής], και μπορούσες επιτέλους να κάνεις χάλια όλο τον χώρο…
Έμμα Στόουν: Είναι τόσο διασκεδαστικό να σου ζητούν να τα κάνεις όλα χάλια στον χώρο!
Οι χαρακτήρες και των δύο σας βιώνουν μια πολύ βαθιά μοναξιά. Ποιες πτυχές βρήκατε πιο συναρπαστικές να ενσαρκώσετε;
Έμμα Στόουν: Νομίζω ότι στην ταινία προσπαθούμε να μην την διανοητικοποιούμε όσο τη φτιάχνουμε. Δεν μιλάμε πολύ για τα θέματα, απλώς ζούμε μέσα στη συνθήκη. Τώρα τα συζητάμε περισσότερο. Είναι ενδιαφέρον που αυτοί οι δύο ζουν σε τόσο απομονωμένα περιβάλλοντα, και σε εντελώς διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά άκρα. Εκείνη σε ένα μεγάλο, αστικό σπίτι, όλο γυαλί, κάνει όλα αυτά τα biohacking για να μείνει νέα, παίρνει συμπληρώματα, τα πάντα.
Και μετά έχουμε τον Τέντι και τον Ντον, και το πώς συγκρούονται οι ζωές τους με αυτούς τους ακραίους τρόπους. Νομίζω ότι η μοναξιά οδηγεί συχνά σε ακραία σκέψη. Όταν δεν έχεις κοινότητα, όταν δεν σε αντανακλούν άλλοι στις σκέψεις σου. Αυτό γεννά τα άκρα που βλέπουμε ανάμεσά τους.
Τζέσι Πλέμονς: Νομίζω ότι είναι κεντρικό στοιχείο της ταινίας. Θυμάμαι στις πρόβες – ο Γιώργος δεν δίνει πολλές οδηγίες… προσπαθείς να αποκωδικοποιήσεις. [γελάει] Αλλά μας πρότεινε μια τριλογία ασπρόμαυρων ταινιών ενός Σκωτσέζου σκηνοθέτη από τις αρχές του ’70 για δύο ορφανά αδέρφια, γύρω στα 9–12. [σσ. Εννοεί πιθανότατα την τριλογία του Μπιλ Ντάγκλας – My Childhood (1972), My Ain Folk (1973), My Way Home (1978) – αισθητικά λιτά δράματα πάνω στην εγκατάλειψη και την απομόνωση]. Αυτό με βοήθησε πολύ να σκεφτώ τη σχέση του Τέντι με τον Ντον. Ο ένας ήταν κυριολεκτικά ό,τι είχε ο άλλος, και όσο περίπλοκη κι αν είναι η σχέση τους, αυτό ήταν ο πυρήνας.
Πάνω στην σκοτεινή εικόνα για τον κόσμο που ζωγραφίζει η Βουγονία, τι νομίζετε ότι χρειάζεται ο κόσμος αυτή τη στιγμή;
Έμμα Στόουν: Αγάπη. Γλυκιά αγάπη.
Τζέσι Πλέμονς: Βασικά… ναι!
Έμμα Στόουν: Ναι, είναι αλήθεια. Νομίζω πως η ταινία έχει ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο γύρω από τις ακραίες απόψεις και την αδυναμία πραγματικής ακρόασης, την έλλειψη λεπτότητας στις θέσεις που κρατάμε και ίσως και έλλειψη ενσυναίσθησης για την πλευρά που δεν είναι η δική μας ή που δεν έχουμε επιλέξει να πιστεύουμε.
Οπότε ναι, ίσως αυτό — περισσότερη ενσυναίσθηση και καλύτερη ικανότητα να ακούμε τις εμπειρίες και τα συστήματα πεποιθήσεων των άλλων. Εσύ;
Τζέσι Πλέμονς: Μου ήρθε στο μυαλό η ιδέα ότι ο κόσμος, και οι δύο πλευρές του φάσματος, θα μπορούσαν πραγματικά να χρησιμοποιήσουν κάτι σαν έναν θεραπευτή ζευγαριών [γελάει], έναν διαμεσολαβητή που να λέει: «Οκέι, τώρα δεν είναι η σειρά σου». Κάτι τέτοιο.
Αυτό που έλεγε και η Έμμα: η ταινία αναπαριστά αυτόν τον ατελείωτο βρόχο όπου μιλάμε ο ένας πάνω στον άλλον, ξαναλέμε τα ίδια επιχειρήματα, προβλέπουμε τι θα πει ο άλλος, χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά. Και… είναι θέμα του να προσπαθείς να πλησιάζεις από τη θέση της κατανόησης και όχι από τη θέση του «να έχεις δίκιο». Θα ήταν ένα καλό σημείο εκκίνησης.
Ισχύει ότι πρέπει να ακούμε περισσότερο, αλλά κάποιοι άνθρωποι έχουν ακραίες πεποιθήσεις που έχουν να κάνουν με την καταστροφή της ίδιας της ύπαρξης των άλλων. Πώς έρχεσαι σε επαφή με αυτό;
Έμμα Στόουν: Αυτό είναι το δύσκολο. Ξέρω ακριβώς τι λες, είναι απολύτως αλήθεια. Ακόμα κι όταν το έλεγα πριν, σκεφτόμουν: «Και τι γίνεται όταν αυτό που ακούς είναι τρελό ή βίαιο ή καταπιεστικό;» Φυσικά. Τότε τι; Να έχεις ενσυναίσθηση γι’ αυτό; Όχι. Είναι πραγματικά αδύνατο να… δεν ξέρω.
Νομίζω ότι αν όλοι ξεκινούσαν από μια βασική ενσυναίσθηση προς τις εμπειρίες των άλλων, αναγνωρίζοντας ότι ο καθένας μεγαλώνει διαφορετικά – οικογενειακά, πολιτισμικά, κοινωνικοοικονομικά – και αν μπορούσες να δεχτείς ότι οι άλλοι δεν σκέφτονται όπως εσύ και δεν πιστεύουν τα ίδια πράγματα, και ότι αυτό είναι εντάξει… Αν προσπαθούσαμε να είμαστε πιο αγαπητοί και πιο φροντιστικοί προς τους άλλους ανθρώπους, θα ήταν υπέροχο.
Αλλά το σύστημα, η δομή μας, είναι τόσο σπασμένη στη βάση της… Πώς το λύνεις αυτό; Πώς ξαναβάζεις τον λαγό στο καπέλο όταν υπάρχει τέτοια ανισότητα;
Τζέσι Πλέμονς: Αυτό που θα προσθέσω είναι ότι, ναι, υπάρχουν απόψεις που δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Αλλά υπάρχει και μια αντίδραση όταν ακούς κάτι τέτοιο, ακόμη και προσωπική δική μου πολλές φορές, μια πλήρης αποσύνδεση. Και αυτό οδηγεί σε ματαιότητα, απάθεια, την αίσθηση ότι όλα είναι σπασμένα.
Νομίζω ότι το να αντισταθείς σε αυτό το συναίσθημα, ακόμη κι όταν αυτό που ακούς είναι αποκρουστικό ή δεν πρέπει να του δοθεί χρόνος, έχει σημασία. Υπάρχει πάντα κάτι από κάτω που μπορείς να εξετάσεις. Και… ναι, να παραμείνεις ενεργός και να παλεύεις για όσα πιστεύεις και όσα έχουν σημασία για σένα.
[ξεφυσάει γελώντας] …ηθοποιοί είμαστε εδώ!
Τι πιστεύετε λοιπόν ότι λέει η ταινία για το να εμπιστευόμαστε άλλους σήμερα;
Έμμα Στόουν: Δεν ξέρω, γιατί αυτοί οι δύο δεν εμπιστεύονται καθόλου ο ένας τον άλλον, και για καλό λόγο. Αλλά η εμπιστοσύνη που χτίζεται στο παρασκήνιο, η δική μου εμπιστοσύνη στον Τζέσι ως ηθοποιό, που είναι απίστευτος, και η σιγουριά ότι στις σκηνές μας θα είμαστε πραγματικά συνδεδεμένοι, αυτό βοηθάει πολύ. Και η εμπιστοσύνη στον Γιώργο και σε όλο το συνεργείο. Οπότε νομίζω είναι ένας χορός ανάμεσα στο να εμπιστεύεσαι και στο να πρέπει να εκτίθεσαι.
ΓΟΥΙΛ ΤΡΕΪΣΙ: «ΔΕΝ ΕΓΡΑΨΑ ΤΗ ΒΟΥΓΟΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ, ΑΛΛΑ ΕΤΥΧΕ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΕΝΑ ΣΕΝΑΡΙΟ ΣΤΟΝ ΤΟΝΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ»
Η Βουγονία είναι η πρώτη φορά που ο Λάνθιμος αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία μιας ταινίας για την οποία δεν ήταν εκεί εξαρχής από την αρχή της ανάπτυξής της. Μεγάλη σημασία σε αυτό έπαιξε για τον ίδιο το σενάριο που είχε στα χέρια του. Ο Λάνθιμος γενικότερα φαίνεται να λειτουργεί με ένα τέτοιο τρόπο – όταν νιώθει πως έχει ένα σενάριο στα χέρια του έτοιμο να γυριστεί, το πρότζεκτ παίρνει άμεση σειρά.
Με τη Βουγονία, διάβασε το σενάριο του Γουίλ Τρέισι (Succession, Το Μενού), που αποτελούσε διασκευή της κορεάτικης ταινίας Save the Green Planet!, και το βρήκε βασικά έτοιμο για γύρισμα. Ο σεναριογράφος Γουίλ Τρέισι μίλησε μαζί μας μέσω zoom για το πώς ο ίδιος ανέπτυξε την ιστορία, γιατί ήθελε να κάνει αυτό το ριμέικ, και πώς δούλεψε με τον Λάνθιμο.
Είχα την ευκαιρία να μιλήσω και με τον Γιώργο Λάνθιμο για την ταινία, και μου είπε ότι του άρεσε πολύ το σενάριο κι ότι μάλιστα τον βοήθησε να αποφασίσει ότι είχε νόημα να κάνει αυτή την ταινία, από τη στιγμή που πρόκειται για ριμέικ. Μπορείς να μιλήσεις λίγο για τη διαδικασία σου, και το τι ήταν αυτό που ένιωσες εσύ ότι έπρεπε να γράψεις; Και από την πλευρά σου γιατί, ουσιαστικά, πίστεψες ότι ήθελες να ξαναπείς αυτή την ιστορία;
Ναι. Δηλαδή, δεν ήμουν σίγουρος στην αρχή ότι όντως ήθελα, γιατί δεν είχα δει ούτε είχα ακούσει ποτέ για την αρχική ταινία. Και επίσης ήμουν, ίσως όπως και ο Γιώργος, όχι και τόσο ενθουσιώδης με την ιδέα να γράψω ένα ριμέικ μιας άλλης ταινίας, ειδικά μιας ταινίας με την οποία δεν είχα καμία σύνδεση.
Όταν τελικά είδα την αρχική ταινία, είδα ένα premise που ένιωσα ότι μπορούσε να προσαρμοστεί στη δική μου φωνή, και πως μέσα από αυτό ίσως μπορούσε να ειπωθεί κάτι για τη δική μας τρέχουσα πολιτισμική και πολιτική στιγμή. Μια σύγχρονη στιγμή, που τότε ένιωθα ότι αφορούσε την Αμερική, αλλά έκτοτε υποψιάζομαι ότι ίσως είναι πιο… μια παγκόσμια πανδημία, ας πούμε.
Και αυτό, νομίζω, ήταν αυτό που ήθελα να επικοινωνήσω. Η διαδικασία του να έχω κάτι να πω πάνω σε αυτό έγινε πολύ πιο εύκολη από τη στιγμή που έτυχε το χρονικό παράθυρο που είχα ελεύθερο για να γράψω την ταινία να είναι το πρώτο κύμα lockdown, η πανδημία του Covid το 2020.
Και βρισκόμουν σε ένα νοητικό χώρο για να γράψω κάτι που ένιωθα πως είναι πολύ διερευνητικό, μπερδεμένο και επείγον, γύρω από την αίσθηση ότι “κάτι πάει πολύ στραβά και κάτι πρέπει να γίνει”. Και έτσι μπορούσα να καταλάβω από πού ερχόταν ο Τέντι, αρκετά πιο εύκολα.
Πάνω σε αυτό, έχει ενδιαφέρον και ο τρόπος με τον οποίο οι χαρακτήρες εκσυγχρονίζονται. Για παράδειγμα, η ηρωίδα της Έμμα Στόουν χρησιμοποιεί τον προοδευτισμό σαν όπλο. Μπορείς να μιλήσεις λίγο για την προσέγγισή σου εδώ;
Ναι. Κοίτα, στο αρχικό φιλμ –και συγχώρεσέ με, το έχω δει μόνο μία φορά, οπότε δεν το θυμάμαι πολύ καλά– αλλά θυμάμαι βέβαια πως στο πρωτότυπο απαγάγουν έναν μεγαλύτερο άντρα, CEO. Και χωρίς να το πολυσκεφτώ, γιατί πραγματικά δεν το πολυσκέφτηκα, απλώς αντέστρεψα αυτή τη δυναμική. Και μου άρεσε η ιδέα να γράψω, όπως είπες, μια CEO που είναι πολύ συνειδητοποιημένη σχετικά με τις πολιτισμικές οπτικές που συνοδεύουν κάθε τι που λέει.
Και, ξέρεις, θεωρώ ότι ένας CEO ενός brand γίνεται και ο ίδιος brand. Και πρέπει να προσαρμόζει προσεκτικά αυτό το brand ώστε να μετακινείται μαζί με τις επικρατούσες πολιτισμικές στάσεις της στιγμής. Και βλέπεις ότι το κάνει αυτό. Και βλέπεις επίσης ότι κάνει eyeroll όταν συνειδητοποιεί πως πρέπει να το κάνει.
Αλλά μετά, φυσικά, ένα από τα πρώτα πράγματα που λέει όταν την απαγάγουν, είναι να επισημάνει πολύ συγκεκριμένα: «Κοίτα, είμαι μια πολύ προβεβλημένη γυναίκα CEO. Αυτό δεν προσθέτει ένα πολιτικοποιημένο οπτικό πλαίσιο σε όλη αυτή την κατάσταση και σε αυτό που έκανες; Νομίζω πως ναι.»
Άρα, όπως είπες, έχει κάπως οπλοποιήσει την ταυτότητά της. Κάτι που, ναι, νομίζω ότι τέτοιες στάσεις πιθανώς ούτε υπήρχαν στον ίδιο βαθμό στην Κορέα, αλλά σίγουρα αυτό το στοιχείο δεν υπήρχε καθόλου στο πρωτότυπο, και ήθελα να γίνει ένα αρκετά έντονο κομμάτι αυτής της εκδοχής της ταινίας.
Επιστρέφοντας στη συνεργασία σου με τον Γιώργο, έχει πολύ ενδιαφέρον το ότι πάντα τον ελκύουν αυτοί οι αιχμηροί, σατιρικοί συγγραφείς – εσύ, ο Τόνι ΜακΝαμάρα, φυσικά ο Ευθύμης Φιλίππου πίσω στην Ελλάδα… Μπορείς να μιλήσεις λίγο για τη συνεργασία σας και το πώς συνδέεται η αίσθηση του χιούμορ σας, αυτό το μαύρο χιούμορ;
Ήταν πραγματικά μια υπέροχη διαδικασία για μένα, και νομίζω μια ασυνήθιστη για τον Γιώργο, με την έννοια ότι συνήθως –ίσως σου το ανέφερε– είναι εκεί από την αρχή με τον συγγραφέα: αναπτύσσει την ιστορία, τη διαμορφώνει, περνάει από πολλά drafts. Και αυτό εδώ απλώς… δεν ήταν έτσι.
Είχα γράψει το σενάριο περίπου έναν χρόνο πριν εκείνος εμπλακεί. Ίσως και περισσότερο από έναν χρόνο. Και εκείνος τότε γύριζε άλλες δύο ταινίες, τελείωνε το Poor Things, και είχε ακόμη τις Ιστορίες Καλοσύνης να γυρίσει. Οπότε, δεν είχε πραγματικά πολύ χρόνο να μπει μέσα στο σενάριο μαζί μου.
Αλλά νομίζω ότι αυτός είναι και ένας λόγος που ήθελε να το κάνει, ένιωσε δηλαδή ότι ήταν ήδη αρκετά κοντά στο να μπορεί να γυριστεί. Φυσικά είχε κάποιες εξαιρετικές σημειώσεις για να το προσαρμόσουμε λίγο περισσότερο προς τη δική του φωνή, αλλά… ήταν όλα εκεί, ξέρεις;
Και νομίζω ότι αυτό που ανακαλύψαμε και οι δύο ήταν ότι επρόκειτο για ένα πολύ ευτυχές ατύχημα: δεν το έγραψα για τον Γιώργο, αλλά απλώς έτυχε να γράψω ένα σενάριο στον τόνο του Γιώργου.
Και όταν πλέον ξεκίνησε η εμπλοκή του, ήμουν φυσικά ενθουσιασμένος, γιατί εκτός από το ότι είναι το κορυφαίο εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας [γελάει], είναι επίσης ένας από τους σπουδαιότερους κινηματογραφιστές στον κόσμο – και το τέλειο ταίριασμα για αυτό που προσπαθούσα να κάνω.
Οπότε… ναι. Ακόμη το θεωρώ θαύμα που συνέβη.
Η Βουγονία (Bugonia) του Γιώργου Λάνθιμου κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.