Πόσο αθώα είναι η φράση “να Λόλα, ένα μήλο”;

Διαβάζεται σε 17'
Πόσο αθώα είναι η φράση “να Λόλα, ένα μήλο”;

Η ομάδα Deluders (Δήμητρα Ταρούση, Χαρίλαος Φραγκούλης, Μαίρη Χρυσανθακοπούλου) μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή την παράσταση «PARADISE ή μια ιστοριούλα χωρίς καμία τραγικότητα» που παρουσιάζεται στο θέατρο Ρεκτιφιέ – Κέντρο Έρευνας Μεικτών Παραστατικών Τεχνών.

Στο «PARADISE ή μια ιστοριούλα χωρίς καμία τραγικότητα» η παράδοση δεν παρουσιάζεται ως ρομαντικό φόντο, αλλά ως πεδίο μάχης. Η θεατρική ομάδα Deluders (Δήμητρα Ταρούση, Χαρίλαος Φραγκούλης, Μαίρη Χρυσανθακοπούλου) παίρνει αφορμή από τα βιβλία του Παντελή Μπουκάλα «Το αίμα της Αγάπης» και «Μηλιά μου αμίλητη» και στήνει μια παράσταση για όλα εκείνα τα γυναικεία σώματα που πλήρωσαν την «αγάπη» με αίμα. Δημοτικά τραγούδια, μύθοι, παιδικά rimes, οικογενειακές αφηγήσεις και το εμβληματικό έργο «Flag» της Γεωργίας Λαλέ μπλέκονται σε μια σκηνική διαδρομή που ρωτά ευθέως: πόσο παρελθόν κουβαλάει το παρόν μας;

Η ιστορία των γυναικών, οι γυναικοκτονίες, η πατριαρχία και το συλλογικό τραύμα γίνονται θέατρο, μνήμη και αίτημα ελευθερίας.

Η παράσταση «PARADISE ή μια ιστοριούλα χωρίς καμία τραγικότητα» παρουσιάζεται στο θέατρο Ρεκτιφιέ – Κέντρο Έρευνας Μεικτών Παραστατικών Τεχνών (Λεωφ. Κωνσταντινουπόλεως 119, Αθήνα 104 47) μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου, για έναν νέο κύκλο οκτώ παραστάσεων κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15, πριν συνεχίσει το ταξίδι της σε ακόμα περισσότερες πόλεις της Ελλάδας (η παράσταση έχει ήδη ταξιδέψει εκτός Αθηνών και σε κάθε σταθμό- Πάτρα, Αγρίνιο, Χαλκίδα, Κυπαρισσία, Καλαμάτα- συναντήθηκε με θεατές που την αγκάλιασαν).

Η Δήμητρα Ταρούση αναφέρει τι ήταν αυτό που τη γοήτευσε στα βιβλία του Παντελή Μπουκάλα για το Paradise: “Γνώρισα τον Παντελή Μπουκάλα μέσα από το ποίημα «Πτόρθος» από τη συλλογή ποιημάτων «Ρήματα» που έχει βραβευτεί και με το κρατικό βραβείο ποίησης και είναι πραγματικά ένα μικρό βιβλίο που χωράει μέσα του έναν κόσμο – καταφύγιο, για να κουρνιάσεις, να ξαποστάσεις και να ονειρευτείς έναν τόπο μόνο με τις λέξεις του Παντελή.

Εκείνες τις λέξεις που πλάθει και είναι εκείνες που χωρούν ένα σύμπαν που σε χτυπά κατευθείαν στην καρδιά. Έπειτα πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του το «Αίμα της Αγάπης, ο πόθος και ο φόνος στην δημοτική ποίηση» που είναι ένα κομμάτι από τη συλλογή «Πιάνω γραφή να γράψω..», αυτό είναι ένα δοκίμιο κεντημένο από τον ίδιο με τόση λεπτομέρεια και ακρίβεια στον λόγο και τις πηγές τις οποίες χρησιμοποίησε που χρειάζεται σίγουρα χρόνια για να το μελετήσεις γιατί εμπεριέχει όλο τον πλούτο της δημοτικής ποίησης δοσμένο με έναν τέτοιο τρόπο που μας αφορά στο σήμερα αν και οι ιστορίες έρχονται από έναν κόσμο άγνωστο σε εμάς.

Με αυτό το βιβλίο στα χέρια ξεκίνησε το ταξίδι του «Paradise ή μια ιστοριούλα χωρίς καμία τραγικότητα» και η έρευνά μας πάνω στην ερώτηση, πόσο παρελθόν κουβαλάει τελικά το παρόν που ζούμε; Πόσο αίμα έχει χυθεί ανά τους αιώνες και συνεχίζει να χύνεται στο όνομα της αγάπης; Και ίσως τελικά ο κόσμος που κουβαλούν τα δημοτικά τραγούδια δεν είναι και τόσο άγνωστος σε εμάς όσο νομίζουμε. Στην πορεία δημιουργίας του κειμένου πήραμε στα χέρια μας και το βιβλίο «Μηλιά μου, αμίλητη», ένας λόγος σε έξι φωνές, ένας σπαραγμός που χώρεσε μέσα σε λίγες σελίδες.

Σε αυτό το βιβλίο, ο Παντελής γράφει την ίδια ιστορία όπως την αφηγούνται 6 διαφορετικά πρόσωπα, που κάθε ένα από αυτά τα «τσακίζει» με διαφορετικό τρόπο το βάρος της αγίας ελληνικής οικογένειας. Και μέσα εκεί, μέσα στις λέξεις που τόσο αριστοτεχνικά βάζει σε σειρά, εκεί συμπυκνώνεται ένα συλλογικό τραύμα που σέρνεται από γενιά σε γενιά. Όπως γράφει ο Παντελής στην εισαγωγή του βιβλίου αυτού για το πώς ξεκίνησε να γράφει το έργο, έπειτα από πρόσκληση της μουσικού Δήμητρας Τρυπάνη, «Πολιορκήσαμε από κοινού τον σκληρό τραγικό πυρήνα, όχι για να τον σπάσουμε αλλά για να μην μας σπάσει ο ίδιος με το βάρος του, μη μας τσακίσει».

Κάπως έτσι ξεκινήσαμε να χτίζουμε και την παράσταση, για να μη μας τσακίσει το βάρος, για να βρούμε τη δύναμη να μιλήσουμε για πληγές με βαθιές ρίζες, για να αγκαλιάσουμε τα τραύματά μας και να αγκαλιαστούμε με όσες κι όσους μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας, τις ιστορίες τους”.

Πώς δουλέψατε δραματουργικά το υλικό από «Το αίμα της Αγάπης» και τη «Μηλιά μου αμίλητη»;

Η Δήμητρα Ταρούση αναφέρει πως «Το αίμα της Αγάπης» ήταν η βάση πάνω στην οποία ξεκινήσαμε να γράφουμε και να ερευνούμε. Το αίμα που ρέει άφθονο και ακατάσχετο ήταν το βασικό στοιχείο πάνω στο οποίο χτίστηκαν όλες οι ιστορίες στην παράσταση, η οποία είναι μια συνειρμική καταγραφή του αίματος που έχει χυθεί και χύνεται ανά τους αιώνες μέσα από λαϊκά τραγούδια, μύθους και μνήμες των παιδικών μας χρόνων, ιστορίες που «περπατούν ανάποδα στον χρόνο» από το παρόν προς το παρελθόν.

Έχοντας αυτό το βιβλίο σαν οδηγό, γράψαμε κι εμείς δικές μας ιστορίες ή ζητήσαμε από έναν στενό κύκλο φίλων να μας γράψουν την πρώτη φορά που θυμούνται να είδαν πολύ αίμα στη ζωή τους, καθώς και μια ιστορία ενηλικίωσης, καθώς στην παράσταση υπάρχει έντονα και το παιδικό στοιχείο, το πώς μάθαμε τα πράγματα «λάθος» από την αλφαβήτα, γιατί ταυτίσαμε την αγάπη με τον πόνο και τον θάνατο και τη θυσιάσαμε στο όνομα της τιμής. Χτίζοντας λοιπόν τις ιστορίες, πάντα ανατρέχαμε στο βιβλίο «Το αίμα της Αγάπης» και βρίσκαμε κομμάτια που ένωναν το παζλ μας.

Φτάνοντας στο κομμάτι της οικογένειας που υπάρχει στις ιστορίες μας, εκεί που στενεύει ο κλοιός, πριν φτάσουμε στην αρχή του κόσμου, εκεί ήρθε η «Μηλιά μου αμίλητη» ένα βιβλίο που έχοντας ως βάση ένα ροδίτικο παραδοσιακό τραγούδι για μια νέα που αγάπησε άλλον από εκείνον που της όρισαν, μιλά για την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας από τότε μέχρι τώρα, μια οικογένεια έτοιμη να σε φάει εάν παρεκκλίνεις από τους κανόνες. Όταν τραύματα μιας γενιάς έρχονται ορμητικά και στην επόμενη και το αίμα που χύνεται δίνει τη σκυτάλη του στο επόμενο αίμα…αυτό το «από πάππου προς πάππου» που μας στοιχειώνει ακόμα και σήμερα”.

Γυναίκες «που πόθησαν την ελευθερία και δεν πρόλαβαν»

Ποιο είναι για εσάς το πιο σκληρό κομμάτι αυτής της φράσης;

Η Μαίρη Χρυσανθακοπούλου, έτερο μέλος των Deluders αναφέρει: “Girls just wanna have fun λέει το τραγούδι που έχει τόσο εμπνεύσει την παράστασή μας. Πράγματι, αν σκεφτούμε όλες τις ιστορίες που τη συνθέτουν, αφορούν γυναίκες που έγιναν θύματα όταν πόθησαν τη χαρά και την ελευθερία τους. Όταν τόλμησαν να χορέψουν ελεύθερα, να βγουν σε κλαμπ ντυμένες όπως τους αρέσει, να βάλουν παντελόνια και να παίξουν χαρτιά, να αντιμιλήσουν μπροστά στην αντρική εξουσία, να είναι αυτές «οι ομορφότερες» στο πανηγύρι, να διεκδικήσουν την ισότητα στο σεξ, ακόμα και να αυτοκτονήσουν επειδή δεν άντεχαν άλλο ρε αδερφέ, τότε διέπραξαν ύβρι και τιμωρήθηκαν. Για να μην προλάβουν. Νιώθω λοιπόν πως η φράση της ερώτησης πρέπει να παραμείνει ενιαία και αδιάσπαστη ως προς τη σκληρότητα και τη σημασία, γιατί οι γυναίκες στις οποίες αναφέρεται, «δεν πρόλαβαν» ακριβώς επειδή πόθησαν την ελευθερία.

Κατά τα άλλα, είναι πολύ σκληρό το να ποθείς κάτι και να μην προλάβεις να το ζήσεις, όπως και το να μην προλάβεις καν να το ποθήσεις. Κατά την έρευνα για την παράσταση, διαβάσαμε ιστορίες γυναικών στην ηλικία των μαμάδων και των γιαγιάδων μας. Ιδιαίτερα στις μαρτυρίες γυναικών που έζησαν σε χωριά, η φυλακή τους χτιζόταν πριν καν γίνουν γυναίκες.

Ο γάμος αποφασιζόταν συνήθως από τους πατριάρχες των δυο οικογενειών, χωρίς να ερωτηθεί το κορίτσι, καμιά φορά ούτε και το αγόρι. Το μέλλον της γυναίκας ήταν προδιαγεγραμμένο: ζωή χωρίς σεβασμό, χωρίς χάδι, πολλές φορές με ξύλο και βία, σκληρή δουλειά για το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών, σκληρή δουλειά και έξω από το σπίτι, δεν τολμούσες όχι απλά να αντιμιλήσεις στον σύζυγο αλλά ούτε να κοιτάξεις στα μάτια τα πεθερικά. Υπήρχε μόνο η ζωή που είχες. Η ζωή που θα ήθελες να έχεις δεν υπήρχε καν σαν έννοια. Οι γυναίκες αυτές έζησαν σε μια εποχή που δεν πρόλαβαν καν να τολμήσουν να ονειρευτούν τη ζωή τους αλλιώς.

Κι αν σήμερα τα πράγματα έχουν αρχίζει να αλλάζουν, κι αν λέξεις όπως πατριαρχία και γυναικοκτονίες υπάρχουν πια στο δημόσιο λεξιλόγιο, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο. Η πατριαρχία δε σκοτώνει μόνο κυριολεκτικά, με πάταγο και αιματηρά. Πολλές φορές σκοτώνει υπόκωφα, κάθε μέρα κι από λίγο. Κάθε φορά που μια εργαζόμενη δεν προσλαμβάνεται σε μια δουλειά επειδή μπορεί να μείνει έγκυος ή κάθε φορά που μαθαίνει ότι οι άντρες συνάδελφοί της αμείβονται περισσότερο.

Κάθε βράδυ που μια μητέρα πέφτει εξαντλημένη στο κρεβάτι, νιώθωντας ανεπαρκής που πάλι δεν τα πρόλαβε όλα. Κάθε μέρα που μια γυναίκα παραμένει σε έναν δυστυχισμένο ή και βίαιο γάμο επειδή έχει παιδιά και τι θα πει ο κόσμος ή επειδή δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητη. Είναι δύσκολο ακόμα και σήμερα το να αναγνωρίσει μια γυναίκα τα σημάδια, να παραδεχτεί ότι η ζωή της δεν είναι όπως τη θέλει και να ονειρευτεί την ελευθερία της. Αυτό κουβαλά έναν μεγάλο πόνο, αλλά και μια τεράστια χαρά. Και τότε, όταν πλησιάζει στην πηγή αλλά δεν προλαβαίνει να πιει νερό γιατί τη σκοτώνουν, αυτό δε μπορεί παρά να είναι διπλά οδυνηρό”.

Η συμβολή της Γεωργίας Λαλέ

Πότε ήρθε στη διαδικασία το έργο «Flag» της Γεωργίας Λαλέ που παραπέμπει και σε γυναικοκτονίες, σε συλλογικό τραύμα;

Η Δήμητρα Ταρούση απαντά: “Στην παράσταση πηγαίνοντας προς τα πίσω στον χρόνο πέφτουμε πάνω στο αλφαβητάριο, το «να Λόλα, ένα μήλο», που ξαναδιαβάζοντάς το τώρα, αναγνωρίζουμε πως η πατριαρχία τελικά ξεκινά από την αλφαβήτα. Το αγόρι θα είναι πάντα ο λύκος στο παιχνίδι, τα κορίτσια τα προβατάκια, το κορίτσι θα βοηθάει τη μαμά και τη γιαγιά στις δουλειές, όλα τα παιδιά μαζί θα δοξάζουν την πατρίδα και τη σημαία και θα πηγαίνουν στην εκκλησία.

Οι τρεις πρώτες σελίδες του αναγνωστικού είναι Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια, ένα τρίπτυχο ανίκητο στον χρόνο. Στο κομμάτι της πατρίδας και της σχολικής εορτής, θυμηθήκαμε τον Μενούση, ένα τραγούδι που χορεύαμε και τραγουδάγαμε στις σχολικές εορτές, χωρίς να συνειδητοποιούμε την τραγική ιστορία για την οποία μιλάει και χωρίς να μας εξηγήσει και κανείς.

Σε αυτή λοιπόν τη σχολική εορτή, προβάλλεται το έργο της Γεωργίας Λαλέ, ένα σύμβολο για τις γυναικοκτονίες, η δική μας σημαία για όλες εκείνες που λείπουν, σε ένα έθνος το οποίο επιμένει να μην αναγνωρίζει τον όρο «γυναικοκτονία» και οπλίζει τα χέρια των θυτών καθημερινά και μας κάνει να ζούμε συνεχώς με τον φόβο ότι μπορεί να είμαστε εμείς οι επόμενες.

Αυτό το έργο της Γεωργίας είναι φτιαγμένο από σεντόνια γυναικών, σεντόνια στα οποία έχουν ξαπλώσει αυτές οι γυναίκες απελπισμένες και φοβισμένες, όπως αναφέρει και η ίδια η δημιουργός. Στα ίδια σεντόνια που ονειρεύτηκαν, που πόθησαν, που έκαναν έρωτα, σε αυτά τα ίδια σεντόνια κακοποιήθηκαν και δολοφονήθηκαν, αρνούμενες να ζήσουν τη ζωή που τους επιβλήθηκε, από ένα ολόκληρο σύστημα.

Είναι συγκλονιστικό αυτό το έργο γιατί δηλώνει πως για τις γυναίκες σε αυτή τη χώρα, δεν υπάρχει καταφύγιο ούτε στο ίδιο τους το σπίτι, ούτε στο ίδιο τους το κρεβάτι. Θα έλεγα πως αυτό το έργο μετατρέπεται σε «σύμβολο μνήμης», ώστε να μην ξεχάσουμε ποτέ αυτές τις γυναίκες, τα πρόσωπά τους, τις ιστορίες τους, τους λόγους για τους οποίους δολοφονήθηκαν, να μιλάμε για αυτές μέχρι να σταματήσουμε να μετράμε αυτές που χάνονται. Μέχρι να μπορεί η κάθε μια από εμάς να ζει τη ζωή που ονειρεύτηκε, απαλλαγμένη από τα βάρη της κοινωνίας και τα δαγκωμένα μήλα.

Το «Ένα-δύο-τρία, πήγα στην κυρία…» είναι μια παιδική ρίμα που εδώ αποκτά άλλη βαρύτητα. Πότε καταλάβατε ότι αυτό το παιδικό τραγούδι «σηκώνει» τόση βία και ειρωνεία;

Ο Χαρίλαος Φραγκούλης της ομάδας Deluders αναφέρει: “Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο σε αυτή τη μετατόπιση που αναφέρεις, είναι η ένταση που δημιουργείται ανάμεσα στην αθωότητα και τη σκληρότητα. Πώς δηλαδή μέσα σε ένα παραστατικό δευτερόλεπτο προσπαθείς να πεις «παιδιά, αυτό συμβαίνει». Η αντίθεση λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός. Δείχνει πόσο γρήγορα μπορούμε να χάσουμε την αθωότητα, αν δε μιλήσουμε στα παιδιά για τα πλαίσια. Μετατοπίζοντας κι εγώ ελαφρώς την απάντηση, να σου πω ότι στα σχολεία υπάρχει τεράστια βία.

Τα παιδιά έχουν τόση βία φορτωμένη επάνω τους που αναρωτιέμαι πολλές φορές, με ποιόν τρόπο αυτό διορθώνεται πλέον. Μα είναι πολύ λογικό να συμβαίνει. Δε φταίνε τα παιδιά. Εμείς τα ταΐζουμε βία, με δηλώσεις μας, με τις πράξεις μας. Είναι όντως μια ρίμα σε ένα παιδικό τραγουδάκι, που ούτε εμείς φανταζόμασταν τι μπορεί να κουβαλάει”.

Ως ομάδα Deluders συνυπογράφετε σύλληψη, σκηνοθεσία, δραματουργία. Πώς μοιράζεται στην πράξη αυτή η «συλλογική» δημιουργία;

Ο Χαρίλαος Φραγκούλης απαντά: “Με πολύ κόπο. Εμείς είμαστε οι τρεις που φαίνονται, αλλά πίσω μας υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν βοηθήσει ουσιαστικά. Κι αυτό είναι το παράδοξο. Ξοδεύεις όλα σου τα Σαββατοκύριακα ή μετά από μια δύσκολη εργάσιμη μέρα τρέχεις, τηλεφωνείς, γράφεις email, μετά σβήνεις – ξαναγράφεις άλλα. Υπάρχει μια ιδιαίτερη τριβή μεταξύ μας· είμαστε σε επικοινωνία κάθε μέρα, σχεδόν κάθε ώρα. Αλλά δε γίνεται διαφορετικά.

Ο όγκος της δουλειάς– και της δημιουργίας– δε μπορεί να σηκωθεί από έναν άνθρωπο. Κάπως έτσι, από τις μικρές μας αντοχές και τις μεγάλες μας συγκρούσεις, φτιάχνουμε έναν παλμό που μόνο επί ίσοις όροις μπορεί να είναι βιώσιμος”.

Πώς «κουμπώνει» στη δραματουργία σας το υλικό από το βιβλίο «Άγρυπνη να Επιθυμώ» με κείμενα των Pat Parker, Audre Lorde, Cheryl Clarke;

Η Δήμητρα Ταρούση σημειώνει: “Το υλικό από αυτό το τρομερό βιβλίο έρχεται να κουμπώσει στο σημείο εκείνο της παράστασης που γεννιέται η ανάγκη να ξαναγραφτεί σωστά η ιστορία, οι ιστορίες εκείνες των γυναικών που δε μάθαμε ποτέ ή έμειναν στην ιστορία σαν τις μάγισσες που κάηκαν. Που τόλμησαν να μιλήσουν για ελευθερία, να διεκδικήσουν τη ζωή που ήθελαν να ζήσουν, να απαρνηθούν τον «παράδεισο» που τους επέβαλαν και πολεμήθηκαν μέχρι τέλους γι’ αυτό.

Στην παράσταση χρησιμοποιούμε ένα ποίημα της Audre Lorde με τίτλο «Γέννημα, δικό μου» που μιλά για αυτή τη γυναίκα που προϋπήρχε του προπατορικού, που αρνείται τη ρίζα που της δόθηκε και τσακίζει τα «κούφια οστά που την έγνεσαν». Με αφορμή αυτό το ποίημα, εντάσσεται στην παράσταση και η ιστορία της Λίλιθ, της πρώτης γυναίκας που το έσκασε από τον «παράδεισο» που της προσφέρθηκε και για την οποία δε μάθαμε ποτέ σε κανένα βιβλίο.

Το βιβλίο «Άγρυπνη να Επιθυμώ» είναι μια συλλογή κειμένων και ποιημάτων από τρεις μαύρες φεμινίστριες και ακτιβίστριες ποιήτριες που τόλμησαν να μιλήσουν για όσα δε λέγονταν σε μια Αμερική της δεκαετίας του 60 -70 και να υπερασπιστούν σθεναρά με ορμή και γενναιότητα το φύλο και τη φυλή τους και να μιλήσουν για ένα θέμα ταμπού μέχρι και σήμερα, κι αυτό είναι η σεξουαλική απελευθέρωση των γυναικών. Μίλησαν για τη σεξουαλική επιθυμία, την αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος, κι έκαναν ορατή τη λεσβιακή σεξουαλικότητα. Με τα κείμενα και τη δράση τους νίκησαν στην πράξη τον φόβο και χάραξαν τον δρόμο της ελευθερίας, κόντρα στα σκοτάδια της καταπίεσης”.

Πώς έχει αλλάξει η παράσταση από την πρώτη της χρονιά μέχρι τώρα που επιστρέφει για τρίτο χρόνο;

Ο Χαρίλαος Φραγκούλης σημειώνει πως: “Δεν είναι τόσο «αθώα» πλέον. Όταν φτιάχνεται ένα υλικό παράστασης, συνήθως λόγω χρόνου αυτό ωριμάζει πάνω στη σκηνή. Ωραίες όλες οι ιδέες, παλιές και νέες, αλλά σε πραγματικό χρόνο καταλαβαίνεις τι λειτουργεί και τι όχι. Είναι, ακριβώς, σαν τη ζωή.

Όταν έχεις πολυσυζητήσει ένα θέμα, την επόμενη φορά είσαι λίγο πιο έτοιμος. Αυτό σου δίνει μια μεγαλύτερη αιχμηρότητα και σιγουριά αλλά έτσι κινδυνεύεις πάνω στη σκηνή να παίζεις ένα αποτέλεσμα. «Να το ‘χεις έτοιμο» δηλαδή. Το θέμα της παράστασης ωστόσο, είναι τέτοιο που παραμένει ανοιχτό και επίκαιρο και, το σημαντικότερο, εμπνευσμένο από ιστορίες που ειπώθηκαν και συνέβησαν. Αυτό βοηθάει, γιατί πιάνεις τα βιώματά σου, τις αναφορές σου και λες μια ιστορία που όλοι την ξέρουμε, γιατί όλοι έχουμε τραυματιστεί. Ο καθένας στον βαθμό του. Κι έτσι ξαφνικά μπορεί να καταλάβει κανείς και το δεύτερο σκέλος του τίτλου της παράστασης.

Πιστεύετε ότι το θέατρο μπορεί να επηρεάσει τον δημόσιο λόγο γύρω από τη βία κατά των γυναικών ή λειτουργεί κυρίως ως χώρος πένθους και συνεύρεσης;

Η Μαίρη Χρυσανθακοπούλου απαντά: “Πιστεύω πως το θέατρο έχει και τις δυο λειτουργίες. Από τη μία, φυσικά καταλαβαίνω πως μια παράσταση για τις γυναικοκτονίες και την έμφυλη βία στο πλαίσιο της παράδοσης, πιθανότατα θα την επιλέξουν άτομα που καταρχάς αναγνωρίζουν και αποδέχονται το έμφυλο ζήτημα και την ύπαρξη της πατριαρχίας.

Στην περίπτωση αυτή, ο χώρος πένθους και συνεύρεσης που ελπίζουμε πως θα δημιουργηθεί, μπορεί έμμεσα να λειτουργήσει πολύ ενδυναμωτικά για τους ανθρώπους που είχαν αυτή την εμπειρία και να επηρεάσει και τη δημόσια παρουσία τους. Είναι σημαντικό να νιώθουμε ότι δεν είμαστε μόνες και μόνοι, ότι αυτά που μας απασχολούν είναι κοινά.

Είναι ακόμα σημαντικό να αναγνωρίζουμε το διαγενεακό τραύμα και να το πενθούμε, για να μπορέσουμε μετά να σταθούμε λυτρωμένοι απέναντί του ως κοινωνικά όντα. Κατά τα άλλα, θεωρώ ότι όσο υπάρχουν ακόμα δημόσιες ρητορικές και συμπεριφορές που οδηγούν σε ξέπλυμα του θύτη, ενοχοποίηση του θύματος και δευτερογενή θυματοποίηση, τόσο το θέατρο, όπως και κάθε μορφή τέχνης, μπορεί να λειτουργήσει ως μορφή αντίστασης, ενοχλώντας τους «νοικοκυραίους», υπέρμαχους του τρίπτυχου «Πατρίς- Θρησκεία- Οικογένεια», όπως συνέβη και με το έργο Flag της Γεωργίας Λαλέ που λογοκρίθηκε από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών”.

Συντελεστές

Θεατρική ομάδα: Deluders (Δήμητρα Ταρούση, Χαρίλαος Φραγκούλης, Μαίρη Χρυσανθακοπούλου)
Σύλληψη – σκηνοθεσία – δραματουργία: Deluders
Σκηνογραφία – ενδυματολογία: Ανδρέας Κάτσενος
Κίνηση: Μάρω Πέτλη
Σχεδιασμός αφίσας: Άννα Στριμενοπούλου
Φωτογραφίες – Video: Έλλη Ιατρού
Επεξεργασία βίντεο: Νικόλας Ρουμελώτης
Ερμηνεύουν: Δήμητρα Ταρούση, Χαρίλαος Φραγκούλης, Μαίρη
Χρυσανθακοπούλου
Καλλιτεχνική Συνεργάτης: Μαριμίλλη Ασημακοπούλου
Οργάνωση Παραγωγής: Deluders

 

Info

Kάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15, μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου για 8 παραστάσεις στο θέατρο Ρεκτιφιέ – Κέντρο έρευνας μεικτών παραστατικών τεχνών (Λεωφ. Κωνσταντινουπόλεως 119, Αθήνα 104 47)

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα