200 χρόνια Ελληνοτουρκικών Σχέσεων: Μια καθοριστική διελκυνστίνδα

200 χρόνια Ελληνοτουρκικών Σχέσεων: Μια καθοριστική διελκυνστίνδα
Shutterstock

Ο Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κώστας Υφαντής γράφει στο NEWS 24/7 για τις ελληνοτοτρκικές σχέσεις με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων απο την Ελληνική Επανάσταση.

Χωρίς αμφιβολία, οι σχέσεις με την Τουρκία αποτελούν ίσως τον πιο επιδραστικό παράγοντα στην εξέλιξη της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδος. Έχουν προσδιορίσει – και προσδιορίζουν – αποφασιστικά την φυσιογνωμία της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας και ιδιαίτερα της κουλτούρας ασφάλειας του  ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του. Όσο κοινότοπη και αν ακούγεται η παραπάνω εν είδει αξιώματος διατύπωση, κατορθώνει να περιγράψει ένα μεγάλο μέρος της ιστορικής πραγματικότητας.

Πέρα και έξω από μεθοδολογικές αφοσιώσεις, θεωρητικούς σχεδιασμούς και αναλυτικές προτιμήσεις, η σχέση Ελλήνων και Τούρκων, Ελλάδος και Τουρκίας (είτε ως παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία είτε ως φορέας της εκκοσμικευμένης νεωτερικότητας στην Μεσοπολεμική Μέση Ανατολή) έχει (συν)διαμορφώσει ταυτοτικές αντιλήψεις, έχει σφυρηλατήσει ισχυρές πολιτισμικές πεποιθήσεις, έχει παραγάγει αφθονία ιστορικών (ανα)παραστάσεων αλλά έχει σε κάθε της στιγμή και μια κυρίαρχη στρατηγική διάσταση με σαφείς σε κάθε συγκυρία γεωπολιτικές αναφορές. Στην ελληνική κοινωνική και γεωπολιτική πραγματικότητα, η Οθωμανική ή η Κεμαλική – εσχάτως δε η για πολλές και πολλούς μετακεμαλική ή «νεοοθωμανική» (;) – Τουρκία έχει σημαδέψει την ελληνική εθνική διαδρομή στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική διάστασή της. Η εξέλιξη των εντός και εκτός των τειχών ελληνικών εθνικών κοινοτήτων ετεροκαθορίζεται από την ελληνοτουρκική «συνύπαρξη» (συνήθως βίαιη αλλά και ειρηνική). Η Τουρκία αποτυπώνεται στην εθνική αντίληψη ως πηγή κακών και έτσι ως βολικό ερμηνευτικό σχήμα. Ο εθνικός ιστορικός χρόνος οριοθετείται από ευδιάκριτους και συγκεκριμένους όρους-δείκτες που αναφέρονται στην διμερή ελληνοτουρκική διάδραση.

Με αφετηρία την εθνογενετική διαδικασία του «1821», οι επαναστάτες στον ελλαδικό χώρο αναγνωρίζουν την νεότευκτη ιδιοσυγκρασιακή τους ελληνικότητα σε αντίστιξη με μια «άλλη» παρουσία στο χώρο και στον χρόνο.

Αν και αρκετά από τα συμπεριφορικά στοιχεία που συγκροτούν εκείνη την στιγμή το νεοελληνικό πρόσωπο δεν είναι πολύ διαφορετικά από τα κυρίαρχα οθωμανικά, υπάρχουν τα θεμελιώδη της θρησκείας και της γλώσσας και είναι εκείνα που καθορίζουν την αίσθηση και πολύ γρήγορα την συνείδηση του «εθνικού ανήκειν» με όρους αντίστιξης και αποκλειστικότητας. Μια αποκλειστικότητα που εκδηλώνεται και παγιώνεται ως – σε καμία περίπτωση μοναδικό – αλυτρωτικό πρόταγμα, φιλοδοξίες και δράση για πάνω από έναν αιώνα. Οι μεγάλες επιτυχίες αλλά κυρίως οι μεγάλες αποτυχίες και καταστροφές σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνουν την ελληνοτουρκική ιστορική εμπειρία.

Οι Έλληνες βιώνουν την διαδικασία της εθνικής και κρατικής τους ολοκλήρωσης ως ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την συνέχειά της Τουρκική Δημοκρατία. Μια ιστορική εμπειρία της οποίας η περιγραφή είναι σχετικά εύκολη καθώς τα ίχνη της είναι προφανή και συνήθως βίαια. Μεταξύ άλλων, τέσσερεις πόλεμοι και μία τουρκική στρατιωτική επέμβαση έχουν σημαδέψει αλλά και συγκροτήσει την εξέλιξη της ελληνοτουρκικής δυάδας και αξίζουν σύντομης αναφοράς.

Οι τέσσερεις πόλεμοι στους οποίους εμπλέκονται οι δύο πλευρές θα μπορούσαν εύλογα να ειδωθούν ως μέρη ενός continuum που ξεκινά από τις επαναστατικές απόπειρες στην Κρήτη στα τέλη του 19ου αιώνα, συνεχίζεται με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και ολοκληρώνεται με την ήττα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στην Ανατολία και την Μικρασιατική καταστροφή.

Ο πρώτος πόλεμος, που έχει επίσης αποκληθεί ο Πόλεμος των Τριάντα Ημερών ή ο «Ατυχής Πόλεμος» έλαβε χώρα το 1897 σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης ελληνικής ανησυχίας για τις συνθήκες στην Κρήτη η οποία ήταν ακόμη Οθωμανική επικράτεια και όπου οι σχέσεις συνύπαρξης μεταξύ των Ελλήνων Χριστιανών και Τούρκων Μουσουλμάνων επικυρίαρχων είχαν εισέλθει σε τροχιά ταχείας κατάρρευσης. Η έκρηξη μιας ακόμη Κρητικής επανάστασης το 1896 οργανωμένης από την μυστική ελληνική οργάνωση Εθνική Εταιρεία θεωρήθηκε ότι αποτελεί μια ευκαιρία για την προσάρτηση του νησιού στον ελληνικό εθνικό κορμό και στις αρχές του 1897 μεγάλες ποσότητες οπλισμού είχαν ήδη σταλεί στην Κρήτη από την Ελλάδα. Στις 21 Ιανουαρίου ο Ελληνικός Στόλος απέπλευσε  και λίγες ημέρες μετά ελληνικές στρατιωτικές μονάδες αποβιβάστηκαν στην Κρήτη και ανακηρύχθηκε μονομερώς η Ένωση του νησιού με το Ελληνικό Βασίλειο. Σχεδόν αμέσως, οι Ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις επιβάλλουν τον αποκλεισμό της ελληνικής επικράτειας και εμποδίζουν την ροή βοήθειας προς το νησί και τους επαναστάτες. Για τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις η στρατηγική προτεραιότητα ήταν η ανάσχεση της αποσταθεροποίησης του status quo στην Βαλκανική και αλλού στην ήπειρο. Η βίαιη ακύρωση της αλυτρωτικής προσπάθειας στην Κρήτη έχει ως αποτέλεσμα μια παρορμητική αντίδραση. Με επικεφαλής τον Πρίγκιπα Κωνσταντίνο, μία ελληνική στρατιωτική δύναμη περνά τα σύνορά στην υπό Οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία τον Απρίλιο.

Πριν το τέλος του μήνα, μια εξόχως απροετοίμαστη Ελλάδα ηττάται από τον Τουρκικό στρατό, ο οποίος είχε αναδιοργανωθεί υπό Γερμανική εποπτεία. Υπό την αφόρητη πίεση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, τα ελληνικά στρατεύματα αποσύρονται από την Κρήτη και υπογράφεται μια ταπεινωτική ανακωχή στις 20 Μαΐου. Μια Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφεται στις 4 Δεκεμβρίου, αναγκάζει την Ελλάδα να καταβάλει πολεμική αποζημίωση, να αποδεχθεί τον έλεγχο των ελληνικών δημοσιονομικών από μια Διεθνή Δημοσιονομική Επιτροπή και να παραχωρήσει μέρος της ελληνικής επικράτειας στην Θεσσαλία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην συνέχεια, τα Οθωμανικά στρατεύματα αποσύρονται και αυτά από την Κρήτη, η οποία έχει γίνει διεθνές προτεκτοράτο με αυτόνομη κυβέρνηση υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο, τον δευτερότοκο γιό του Βασιλιά Γεώργιου Α’ το 1898. Η Κρήτη ενσωματώνεται τελικά στην Ελλάδα με την Συνθήκη του Λονδίνου το 1913 και το τέλος του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.

Η ήττα του 1897 παρά την απογοήτευση που προκάλεσε δεν ανέκοψε την διαδικασία ολοκλήρωσης. Τα αμέσως επόμενα χρόνια, υπό την εξέχουσα στρατηγική ικανότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου η Ελλάδα κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί την ταχύτατη παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν το 1911 η Ιταλία επιτέθηκε στους Οθωμανούς καταλαμβάνοντας τα Δωδεκάνησα, η Αθήνα χωρίς δισταγμό συνασπίστηκε με την Σερβία, την Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο εναντίον της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1912 και ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1913. Η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα και σχεδόν όλα τα νησιά του Αιγαίου πέρασαν σε ελληνικό έλεγχο.

Η βαλκανική συμμαχία αποδείχθηκε εύθραυστή όταν μία μη ικανοποιημένη από τα ισχνά κέρδη της Βουλγαρία στράφηκε εναντίον των συμμάχων της. Ο πολύ σύντομος Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος το καλοκαίρι του 1913 τελείωσε με την ήττα της Βουλγαρίας και την Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Σε αυτή την περίπτωση, η επέμβαση της Ρουμανίας στην Βουλγαρία έδωσε την ευκαιρία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία να ανακαταλάβει την υπό βουλγαρικό έλεγχο Ανδριανούπολη. Σε έναν κόσμο ρευστών και μεταβαλλόμενων συμμαχιών, Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο έστω και για λίγες εβδομάδες. Η διεύρυνση της Ελληνικής επικράτειας ήταν τεράστια, ενώ και ο πληθυσμός της χώρας σχεδόν διπλασιάστηκε (από 2.8 σε 4.8 εκατομμύρια). Τον Αύγουστο του 1913 οι αλυτρωτικοί στόχοι της «Μεγάλης Ιδέας» έμοιαζαν απολύτως εφικτοί.

H τέταρτη εμβληματική πολεμική αναμέτρηση ξεσπάει ως συνέχεια και προϊόν της έκβασης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ελλάδα επιχειρεί να διευρύνει το πλεονέκτημα που απέκτησε στο πλευρό των νικητών και να ελέγξει περιοχές πέρα από την ανατολική Θράκη και την περιοχή της Σμύρνης στην Ανατολία. Αυτές ήταν περιοχές ο έλεγχος των οποίων ανατέθηκε στην Ελλάδα με την περιώνυμη Συνθήκη των Σεβρών της 10ης Αυγούστου 1920. Μία Συνθήκη που επιβλήθηκε στην καταρρέουσα Οθωμανική κυβέρνηση, προέβλεπε τον κατακερματισμό της τουρκικής επικράτειας και σημάδεψε ανεξίτηλα την πολιτική κουλτούρα και την κουλτούρα ασφάλειας της ρεπουμπλικανικής Τουρκίας. Η «Σεβροφοβία» ή το «Σύνδρομο των Σεβρών» συνοδεύει ως ζωντανό βίωμα την πολιτική εξέλιξη της Τουρκίας και σταθερά παράγει το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα για την θέση της Τουρκίας στον κόσμο. Και είναι σε αυτό το αφήγημα που η Ελλάδα κατέχει περίοπτη θέση ως όργανο ξένης επιβουλής.

Τον Ιανουάριο του 1921, ο Ελληνικός στρατός, παρά τις σοβαρές ελλείψεις και τις πολύ ευάλωτες γραμμές εφοδιασμού, προχωρεί ανατολικά εναντίον των εθνικιστών Τούρκων που αγνοώντας την Οθωμανική κυβέρνηση είχαν αρνηθεί να αναγνωρίσουν την Συνθήκη των Σεβρών.

Η ήττα στον Σαγγάριο Ποταμό τον Σεπτέμβριο του 1921 οδήγησε στην κατάρρευση του μετώπου, στην σχεδόν άτακτη υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων και στην οριστική αποχώρηση των ελληνικών κοινοτήτων από την Μικρά Ασία. Στην Ελλάδα, τον πόλεμο και την ήττα ακολούθησε μια βίαιη πολιτειακή αλλαγή. Η «Μικρασιατική Καταστροφή», καθώς και η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου 1923 σηματοδότησε το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας» και του ελληνικού αλυτρωτισμού με την σημαντική εξαίρεση της Κύπρου, η οποία παραχωρείται κατά κυριαρχία στην Βρετανία και των Δωδεκανήσων που περνάνε στην Ιταλική δικαιοδοσία. Περίπου 1,5 εκατομμύριο Έλληνες και Ελληνίδες αναζητούν καταφύγιο στην Ελλάδα των 5 εκατομμυρίων, ενώ περίπου μισό εκατομμύριο Τούρκοι αναχωρούν από τον ελλαδικό χώρο, δημιουργώντας έτσι ένα εθνικά ομοιογενές κράτος.

Η «Καταστροφή» αποτελεί σημείο αναφοράς για την μετέπειτα πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την παγίωση μιας επιθετικής αντίληψης για τον «άλλο» και στις δύο ακτές του Αιγαίου, παρά τις προσπάθειες Βενιζέλου-Ατατούρκ στον Μεσοπόλεμο. Στην καθ’ ημάς εκδοχή αυτής της αντίληψης, η Τουρκία ποτέ δεν ήταν ειλικρινής εταίρος σε αυτές τις προσπάθειες προσέγγισης. Η στρατηγική του «επιτήδειου ουδέτερου» κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την οποία η Άγκυρα διαπραγματευόταν – και με τις δύο πλευρές – την de facto αναθεώρηση των διευθετήσεων της Λωζάνης δεν βοήθησε στην εμπέδωση σχέσεων εμπιστοσύνης.

Η μεταπολεμική περίοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις οριοθετείται από το ζήτημα της Κύπρου. Είναι στην Κύπρο που συναντώνται και συγκρούονται τα ανταγωνιστικά εθνικά αφηγήματα Ελλήνων και Τούρκων. Ο ένοπλος αγώνας εναντίον της βρετανικής αποικιοκρατίας και το αίτημα για «Ένωση» – ως εφαρμογή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης – στην δεκαετία του 1950 θεωρείται η τελευταία ηρωική καταγραφή στην διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης. Η ισχυρή γεωπολιτική «αντίρρηση» της Τουρκίας υπήρξε καταλυτική για την υπονόμευση της ελληνικής επιθυμίας. Κυρίως, όμως, ήταν οι ψυχροπολεμικές αμερικανικές στρατηγικές προτεραιότητες, καθώς και οι βρετανικές μετα-αυτοκρατορικές αυταπάτες μεγάλης δύναμης που επέβαλαν την ανεξαρτησία ως ένα συμβιβασμό που και στις δύο πλευρές θεωρήθηκε στην καλύτερη περίπτωση κακός, στην χειρότερη εθνική ήττα. Η αδυναμία σοβαρής ανάγνωσης της διεθνούς ψυχροπολεμικής πραγματικότητας, η εσωτερική πολιτική αποσταθεροποίηση της δεκαετίας του 1960 και η ανάδυση μιας ομάδος πραιτωριανών του ελληνικού βαθέως κράτους το 1967 οδήγησαν στην τουρκική εισβολή του 1974 και την επιβολή της de facto διχοτόμησης έκτοτε.

Το ζήτημα της Κύπρου κυριαρχεί και επηρεάζει αποφασιστικά την ατζέντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και την θέαση του κόσμου στην Αθήνα, ακόμη και όταν δεν βρίσκεται ως είδηση ούτε στις τελευταίες σελίδες των ελληνικών ΜΜΕ. Η ένταση στην Κύπρο λειτούργησε και ως καύσιμο (όχι ως αιτία!) για τον τουρκικό αναθεωρητισμό στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Χωρίς την επίλυση του ζητήματος, οι ελληνοτουρκική διελκυνστίνδα θα παραμείνει τεντωμένη. Ο φόβος μιας θερμής αντιπαράθεσης δεν είναι υπερβολικός. Ο κίνδυνος ενός ατυχήματος με δεδομένη την τρομακτική συγκέντρωση πυρός σε ένα τόσο περιορισμένο χώρο είναι υπαρκτός. Η λίστα των προβλημάτων έχει μεγαλώσει επικίνδυνα μαζί με την αίσθηση υπεροχής που κυριάρχησε στην Τουρκία την τελευταία δεκαετία.

Σήμερα, 200 χρόνια μετά την αφύπνιση της ελληνικής εθνικής συνείδησης, η ανάγκες ασφάλειας της Ελλάδος δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από ό,τι σε άλλες συγκυρίες στο παρελθόν.

Για μία ακόμη φορά η Ελλάδα αναζητά  έναν ευνοϊκό(τερο) συσχετισμό ισχύος με την Τουρκία. Μέσα από στρατηγικά σημαντικές συμφωνίες αλλά και ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα που χωρίς αμφιβολία συνιστά τεράστια δημοσιονομική θυσία επιχειρεί να δημιουργήσει συνθήκες εξισορρόπησης της «απειλής εξ ανατολών».

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ακόμη καταδικασμένες να λειτουργούν με όρους που διαμόρφωσε η βεστφαλιανή ιστορική εκδοχή της οργάνωσης του κόσμου, η ευρωπαϊκή «εθνοκρατική» νεωτερικότητα με την αναπόφευκτη γεωπολιτική της διάσταση και η «απελευθερωτική» αλλά και σκοτεινή υποκειμενικότητα του ρομαντισμού.

*Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα