Η περίπτωση των Eurofighter και της γερμανικής στροφής
Διαβάζεται σε 7'
Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους, πολιτικός αναλυτής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, γράφει στο NEWS 24/7 για το ζήτημα των Eurofighter, τους αστερικούς που υπάρχουν σε συμφωνίες για όπλα, καθώς και τη στάση της Γερμανίας.
- 30 Ιουλίου 2025 06:11
Οι διεθνείς εξοπλιστικές συμφωνίες με την Τουρκία έχουν αναπόφευκτα υψηλή ειδησεογραφική αξία στην Ελλάδα. Κάθε σημαντική στρατιωτική ενίσχυση της γείτονος γίνεται αντιληπτή ως πιθανή απειλή.
Η διατήρηση μιας ισορροπίας ισχύος στο Αιγαίο (και πλέον σε ευρύτερο γεωγραφικό πεδίο) αποτελεί διαχρονικό και σταθερό στόχο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής – ιδίως μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. Από τότε, οι εξαγωγές οπλικών συστημάτων έχουν διαμορφώσει όσο λίγα άλλα ζητήματα τις σχέσεις Αθήνας–Ουάσιγκτον και αποκτούν σταθερά αυξανόμενη σημασία και έναντι άλλων εταίρων.
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 – σχεδόν μισό αιώνα πριν – εργαζόμουν πάνω στη διδακτορική μου διατριβή για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η αναλογία 7:10 στις αμερικανικές εξαγωγές όπλων προς την Ελλάδα και την Τουρκία βρισκόταν σε όλα τα πρωτοσέλιδα. Κάθε παιδί γνώριζε τότε αυτόν τον τύπο, που φάνταζε για τις ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής σαν να ήταν χαραγμένος σε γρανίτη. Η σημερινή γενιά έχει εξοικειωθεί με άλλα ακρωνύμια – καμία ανάλυση, καμία προσέγγιση στις γεωστρατηγικές προκλήσεις δεν γίνεται πλέον χωρίς αναφορές σε F-16 και F-35, ενίοτε και σε S-400.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις – μαζί με τη ανήσυχη κοινή γνώμη – αποδίδουν πάντοτε μέγιστη σημασία στην αποφυγή οποιασδήποτε υστέρησης στον εξοπλιστικό ανταγωνισμό με την Τουρκία. Το ζήτημα αφορά την ποσότητα, αλλά και την ποιότητα των οπλικών συστημάτων. Αθήνα και Άγκυρα έχουν ως κοινό σημείο την εξάρτησή τους από ξένες χώρες για την προμήθεια σύγχρονου πολεμικού εξοπλισμού. Εφόσον η Αθήνα, για λόγους πολλαπλούς, δεν μπορεί να αποτρέψει τις εξαγωγές όπλων προς την Τουρκία, προσπαθεί – ως δεύτερη γραμμή άμυνας – να εξασφαλίσει δεσμευτικούς όρους ότι ο εξοπλισμός αυτός δεν θα χρησιμοποιηθεί εναντίον της Ελλάδας.
Αντίστοιχες απαιτήσεις έχει διατυπώσει η Αθήνα και προς τις κυβερνήσεις των τεσσάρων ευρωπαϊκών κρατών που παράγουν από κοινού το μαχητικό Eurofighter, μετά τη δήλωση ενδιαφέροντος της Τουρκίας για την αγορά 40 αεροσκαφών αυτού του τύπου, που κατασκευάζονται από κοινοπραξία εταιρειών της Ισπανίας, της Ιταλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας. Η γερμανική κυβέρνηση είχε μέχρι πρόσφατα μπλοκάρει αυτήν τη συμφωνία δισεκατομμυρίων ευρώ με τη χρήση βέτο. Σε μια αξιοσημείωτη μεταστροφή, ο νέος Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς έδωσε τώρα το πράσινο φως.
Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί καμπή στις γερμανοτουρκικές σχέσεις και επηρεάζει – έστω και έμμεσα – και τη γερμανοελληνική εξίσωση. Σε πρόσφατο μου σχόλιο για κυρίως ελληνικό κοινό, ανέλυσα τη νέα γερμανική πολιτική, παραπέμποντας σε δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου, σύμφωνα με τα οποία η Τουρκία θα επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τα Eurofighter μόνο στο πλαίσιο αποστολών του ΝΑΤΟ – και κατά συνέπεια δεν θα μπορεί να τα στρέψει κατά της Ελλάδας.
Ακολούθησαν αρκετές επιστολές και αντιδράσεις στις οποίες θέλω να αναφερθώ εδώ. Κοινό χαρακτηριστικό όλων είναι η άποψη ότι τέτοιες συμφωνίες ή όροι είναι κενές περιεχομένου όταν πρόκειται για την Τουρκία, διότι δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τον Ερντογάν. Το ευρύ αυτό κλίμα καχυποψίας καθιστά ακόμη πιο επιτακτικό το ερώτημα: Πώς μπορούν οι προμηθευτές – εν προκειμένω οι ευρωπαϊκές εταιρείες του Eurofighter – να εμποδίσουν την Άγκυρα, παρά τις υποσχέσεις της, να χρησιμοποιήσει τα αεροσκάφη εναντίον ενός συμμάχου του ΝΑΤΟ, δηλαδή της Ελλάδας, αν τα πράγματα φτάσουν στα άκρα;
Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Δεν υπάρχει απλή απάντηση. Ας δούμε τι προβλέπεται στις σχετικές περιπτώσεις, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και διεθνώς.
Πολιτικές δεσμεύσεις και όροι χρήσης δεν είναι σπάνιοι στον διεθνή χώρο των εξοπλιστικών συμφωνιών. Πολλές συμβάσεις περιλαμβάνουν λεγόμενες ρήτρες τελικής χρήσης ή πολιτικές προϋποθέσεις, που περιορίζουν τη χρήση των όπλων. Στην προκειμένη περίπτωση, η γερμανική έγκριση φέρεται να συνδέεται με την υποχρέωση της Άγκυρας να χρησιμοποιεί τα Eurofighter αποκλειστικά σε αποστολές του ΝΑΤΟ – μια μορφή πολιτικής αιρεσιμότητας που έχει στόχο να αποκλείσει χρήση κατά της Ελλάδας. Το πρόβλημα: οι εν λόγω ρήτρες συχνά δεν έχουν νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα και βασίζονται σε πολιτικές συμφωνίες. Και τι αξία έχουν νομικές συμφωνίες σε έναν κόσμο όπου όλο και περισσότερο δεν επικρατεί το δίκαιο αλλά ο νόμος του ισχυρού;
Η λογική συνέπεια είναι ότι η τήρηση τέτοιων δεσμεύσεων δεν διασφαλίζεται μέσω νομικών μηχανισμών, αλλά μέσω πολιτικών διαδικασιών – όπως η παρακολούθηση από τις υπηρεσίες πληροφοριών, η διπλωματική πίεση και – σε τελική ανάλυση – η απειλή μελλοντικής διακοπής εξαγωγών. Η τελευταία αυτή επιλογή αποτελεί ίσως την πιο ισχυρή εγγύηση. Τα μαχητικά αεροσκάφη, όπως και τα υποβρύχια ή τα συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας, είναι εξαιρετικά περίπλοκα τεχνικά συστήματα που χρειάζονται συντήρηση και ανταλλακτικά. Αυτό δημιουργεί εξάρτηση του αγοραστή από τον προμηθευτή και προσφέρει στον τελευταίο ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο.
Ωστόσο, με ρεαλιστική ματιά, δεν υπάρχει εγγύηση ότι ο αγοραστής (η Τουρκία) δεν θα χρησιμοποιήσει τα όπλα (Eurofighter) εναντίον της βούλησης των προμηθευτών (του ευρωπαϊκού κονσόρτσιουμ) κατά μιας χώρας του ΝΑΤΟ όπως η Ελλάδα. Υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο υπόλοιπο ρίσκου.
Μια συνεκτική πολιτική ανάλυση απαιτεί την κατανόηση των κινήτρων και των συμφερόντων όλων των εμπλεκομένων. Η εξισορρόπηση της στρατιωτικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που λαμβάνει υπόψη η νέα γερμανική κυβέρνηση στην πολιτική της προς την Τουρκία. Πρωταρχικός στόχος – όπως τόνισε ο νέος καγκελάριος – είναι η ενίσχυση της τουρκικής σύνδεσης με τη Δύση και η αποτροπή της γεωπολιτικής της απομάκρυνσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι εξοπλιστικές συμφωνίες αποτελούν εργαλεία σύνδεσης και εξάρτησης.
Για τη διασφάλιση της ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το Βερολίνο (και άλλες δυτικές κυβερνήσεις) δεν επιλέγουν τον δρόμο του αφοπλισμού. Τέτοιες προσεγγίσεις δεν έχουν πέραση σε έναν κόσμο που δαπανά ασύλληπτα ποσά για πολεμικό υλικό. Αντίστοιχα, η Αθήνα ανταποκρίνεται με νέα εξοπλιστικά προγράμματα. Στην καλύτερη περίπτωση, οι ευρωπαίοι κατασκευαστές όπλων μπορούν να αναμένουν νέες παραγγελίες. Πρόκειται για τη γνωστή σπείρα εξοπλισμών που στις μέρες μας επιταχύνεται εκ νέου.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο αρχικό μας θέμα: τα Eurofighter για την Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε συγκρατημένα στην αλλαγή στάσης του Βερολίνου. Τη στρατηγική πρόκληση – αλλά και την έλλειψη ρεαλιστικών επιλογών – περιγράφει με σαφήνεια η ακόλουθη τοποθέτηση, την οποία παραθέτω αυτούσια:
«Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα με ισχυρή αμυντική βιομηχανία. Κι αν πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να μπλοκάρει οποιαδήποτε αγορά αμυντικού εξοπλισμού προς την Τουρκία, είναι βαθιά νυχτωμένος. Δεν έγινε ποτέ, δεν μπορεί να γίνει. Αυτό το οποίο μπορεί να γίνει, όμως, είναι να ευαισθητοποιήσουμε τους ευρωπαίους συμμάχους μας ότι υπάρχουν αιρεσιμότητες και όροι στον τρόπο με τον οποίο τα αεροσκάφη αυτά θα παραδοθούν και ενδεχομένως θα χρησιμοποιηθούν και θα υποστηριχθούν στο μέλλον. Και αυτό πιστεύω ότι θα το πετύχουμε».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και προέρχονται από τηλεοπτική του συνέντευξη σε μεγάλο αθηναϊκό σταθμό την ημέρα που η είδηση για τη γερμανική συναίνεση στην πώληση των Eurofighter στην Άγκυρα κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα.
Ο Δρ Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι Κύριος Ερευνητής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).