Οι φρεγάτες Belharra έρχονται χωρίς πυξίδα
Διαβάζεται σε 14'
Οι φρεγάτες, όσο τεχνολογικά προηγμένες και αν είναι, παραμένουν απλώς εργαλεία. Η αξία ενός εργαλείου καθορίζεται από τη δεξιοτεχνία και τη σοφία αυτού που το χειρίζεται.
- 15 Οκτωβρίου 2025 07:07
Στο σημερινό διεθνές και περιφερειακό υποσύστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη ρευστότητα, έντονο γεωπολιτικό ανταγωνισμό και ανάδυση αναθεωρητικών στρατηγικών, η απόφαση της Ελληνικής Δημοκρατίας για την απόκτηση των γαλλικών φρεγατών τύπου Belharra έχει προβληθεί από την κυβέρνηση και σημαντικό μέρος του εγχώριου δημόσιου λόγου ως μια κίνηση υψίστης στρατηγικής σημασίας. Η ένταξη των εν λόγω μονάδων επιφανείας στο οπλοστάσιο του Πολεμικού Ναυτικού εντάσσεται σε ένα κυρίαρχο αφήγημα εθνικής ισχύος, το οποίο εστιάζει στην ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας, στη θωράκιση της εθνικής κυριαρχίας και στην προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων έναντι εξωτερικών απειλών. Κάθε σχετική εξέλιξη, από την υπογραφή των συμβάσεων έως την άφιξη των πλοίων, πλαισιώνεται από πανηγυρικές τελετές και δηλώσεις που αποσκοπούν στην εμπέδωση μιας εικόνας εθνικής ομοψυχίας, ασφάλειας και αποφασιστικότητας.
Ωστόσο, μια κριτική ακαδημαϊκή ανάλυση, αποστασιοποιημένη από την εκάστοτε κυβερνητική ρητορική, οφείλει να υπερβεί την επιφανειακή αποτίμηση των τεχνικών δυνατοτήτων ενός οπλικού συστήματος και να διερευνήσει τις βαθύτερες στρατηγικές, οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους που διέπουν μια τέτοιας κλίμακας επένδυση. Υπό αυτό το πρίσμα, αναδύεται ένας ιστός κρίσιμων ερωτημάτων τα οποία συστηματικά παρακάμπτονται ή υποβαθμίζονται στη δημόσια σφαίρα. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν το ιλιγγιώδες δημοσιονομικό βάρος, την απουσία ενός σαφώς αρθρωμένου και συνεκτικού εθνικού στρατηγικού δόγματος το οποίο οι εξοπλισμοί αυτοί καλούνται να υπηρετήσουν, την επισφαλή φύση των συγκυριακών συμμαχιών και, τελικά, την ίδια την αποτελεσματικότητα μιας προσέγγισης που φαίνεται να εξισώνει την εθνική ισχύ σχεδόν αποκλειστικά με την απόκτηση υλικού. Το κεντρικό ερευνητικό ερώτημα που προκύπτει, συνεπώς, είναι κατά πόσον η απόκτηση των φρεγατών Belharra συνιστά προϊόν μιας διορατικής και ολοκληρωμένης στρατηγικής σκέψης ή, αντιθέτως, αποτελεί το πλέον προβεβλημένο σύμπτωμα μιας βαθύτερης στρατηγικής ένδειας και μιας αντιδραστικής λογικής έναντι των περιφερειακών εξελίξεων.
Η οικονομική διάσταση
Η πρώτη και πλέον μετρήσιμη παράμετρος που χρήζει ανάλυσης είναι η οικονομική. Η αρχική συμφωνία για την προμήθεια των τριών πρώτων μονάδων, συμπεριλαμβανομένου του οπλισμού και της αρχικής υποστήριξής τους, υπερβαίνει το ποσό των 3 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το μέγεθος αυτό, ιδίως για μια οικονομία που εξέρχεται από μια παρατεταμένη περίοδο δημοσιονομικής κρίσης και βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές διαρθρωτικές προκλήσεις, είναι από μόνο του εξαιρετικά υψηλό. Ωστόσο, η πραγματική δημοσιονομική επιβάρυνση εκτείνεται πολύ πέραν της αρχικής τιμής αγοράς. Στη σύγχρονη αμυντική οικονομία, η έννοια του «κόστους κύκλου ζωής» ενός οπλικού συστήματος είναι καθοριστική. Σε αυτό περιλαμβάνεται το κόστος της «εν συνεχεία υποστήριξης» (αγγλιστί: Follow-on Support), το οποίο αφορά τις μακροχρόνιες και δεσμευτικές συμβάσεις για τη συντήρηση, τις περιοδικές αναβαθμίσεις των ηλεκτρονικών συστημάτων και του λογισμικού, την προμήθεια ανταλλακτικών και την εκπαίδευση του προσωπικού. Για οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας, όπως οι φρεγάτες Belharra, το κόστος κύκλου ζωής συχνά ισούται ή και υπερβαίνει την αρχική τιμή αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια του επιχειρησιακού τους βίου, που εκτιμάται σε τρεις έως τέσσερις δεκαετίες. Πρόκειται, συνεπώς, για μια τεράστια, μακροχρόνια δημοσιονομική δέσμευση.
Το κρισιμότερο ερώτημα που προκύπτει από αυτή τη δέσμευση είναι αυτό του κόστους ευκαιρίας: ποια είναι η αξία των εναλλακτικών επενδύσεων στις οποίες θα μπορούσε να προβεί η Ελληνική Δημοκρατία με αυτό το κεφάλαιο, εάν δεν το διοχέτευε στο συγκεκριμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα; Η στρατηγική εκτροπή πόρων τέτοιας κλίμακας προς τον αμυντικό τομέα έχει αναπόφευκτες επιπτώσεις σε άλλους, εξίσου κρίσιμους, τομείς της εθνικής ανθεκτικότητας και ισχύος. Το ποσό των 3 δισεκατομμυρίων ευρώ αντιστοιχεί σε σημαντικό ποσοστό του ετήσιου προϋπολογισμού για το σύνολο της δημόσιας Παιδείας ή είναι πολλαπλάσιο του αντίστοιχου προϋπολογισμού για την Έρευνα και την Τεχνολογία, τομείς που αποτελούν τη βάση για τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα και καινοτομία μιας χώρας. Θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει την πλήρη αναδιάρθρωση και στελέχωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας στην περιφέρεια, την ανάπτυξη σύγχρονων ερευνητικών κέντρων, ή την ολοκλήρωση κρίσιμων έργων υποδομής, όπως η πλήρης αναβάθμιση και σηματοδότηση του εθνικού σιδηροδρομικού δικτύου. Η κυβερνητική απόφαση να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα σε ένα μοναδικό οπλικό σύστημα έναντι αυτών των εναλλακτικών, αποκαλύπτει μια αντίληψη που ταυτίζει την εθνική ισχύ σχεδόν αποκλειστικά με τη στρατιωτική της διάσταση, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι παράγοντες όπως η κοινωνική συνοχή, η τεχνολογική αυτονομία, η εκπαιδευτική αναβάθμιση και η οικονομική ευρωστία αποτελούν εξίσου, αν όχι περισσότερο, θεμελιώδεις συντελεστές της συνολικής ισχύος ενός κράτους.
Επιπλέον, η σύμβαση προμήθειας των φρεγατών δεν φαίνεται να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ουσιαστική αναζωογόνηση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, διαιωνίζοντας ένα μοντέλο τεχνολογικής εξάρτησης. Η προσέγγιση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το στρατηγικό παράδειγμα που ακολουθεί με συνέπεια η Τουρκία, η οποία εδώ και δεκαετίες επενδύει συστηματικά στην ανάπτυξη μιας αυτόνομης αμυντικο-βιομηχανικής βάσης. Προϊόντα όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAVs) τύπου Bayraktar, οι κορβέτες κλάσης MILGEM, αλλά και μια ευρεία γκάμα ηλεκτρονικών συστημάτων και πυρομαχικών, αποτελούν το επιστέγασμα μιας μακρόπνοης στρατηγικής που δίνει έμφαση στην εγχώρια έρευνα και ανάπτυξη, στη μεταφορά τεχνογνωσίας και στην παραγωγή προϊόντων με εξαγωγικό προσανατολισμό. Αντιθέτως, η Ελλάδα, με τη συμφωνία για τις Belharra, περιορίζεται στον ρόλο του «καταναλωτή». Η όποια ελληνική συμμετοχή αφορά κυρίως υπεργολαβίες περιορισμένης εγχώριας προστιθέμενης αξίας και όχι ουσιαστική συμπαραγωγή ή μεταφορά κρίσιμης τεχνογνωσίας που θα επέτρεπε την ανάπτυξη μελλοντικών εγχώριων δυνατοτήτων. Κατά συνέπεια, ο κύκλος της εξάρτησης όχι μόνο δεν σπάει, αλλά ενισχύεται: η χώρα παραμένει δέσμια ακριβών εισαγωγών, χωρίς να αναπτύσσει την ικανότητα να σχεδιάζει, να κατασκευάζει και, τελικά, να διαμορφώνει αυτόνομα το αμυντικό της μέλλον.
Η απουσία στρατηγικού δόγματος
Πέραν, ωστόσο, της κρίσιμης οικονομικής παραμέτρου, η ουσιαστικότερη πρόκληση που αναδεικνύεται από την έμφαση στην προμήθεια των φρεγατών Belharra εντοπίζεται στο πεδίο του στρατηγικού σχεδιασμού. Μια εξοπλιστική επένδυση, ανεξαρτήτως του τεχνολογικού της επιπέδου, αποκτά πραγματική στρατηγική αξία μόνον όταν εντάσσεται και υπηρετεί ένα ευρύτερο, συνεκτικό και μακρόπνοο εθνικό στρατηγικό δόγμα. Η τρέχουσα προσέγγιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, ωστόσο, δεν φαίνεται να διέπεται από μια τέτοια ολοκληρωμένη σύλληψη. Αντιθέτως, φανερώνει μια κατά βάση αντιδραστική λογική, η οποία εξαντλείται σε μεγάλο βαθμό στην τακτική απόκριση στις πρωτοβουλίες και τις προκλήσεις που θέτει η Τουρκία, αντί να επιδιώκει την πρόληψη, την πρόβλεψη και, εν τέλει, τη διαμόρφωση του περιφερειακού περιβάλλοντος σύμφωνα με τα εθνικά συμφέροντα.
Η κατάσταση αυτή έρχεται σε έντονη αντίθεση με προγενέστερες περιόδους, κατά τις οποίες η ελληνική εξωτερική πολιτική, παρά τις όποιες αστοχίες της, διέθετε μια κεντρική ιδέα και έναν σαφή στρατηγικό προσανατολισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίοδος που ακολούθησε την κρίση των Ιμίων το 1996, κατά την οποία θεμελιώθηκε το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (εφεξής ΕΑΧ) μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Υπό την πολιτική ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου και με την ακαδημαϊκή θεμελίωση διακεκριμένων Ακαδημαϊκών, όπως ο Καθηγητής Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, το ΕΑΧ δεν συνιστούσε μια απλή στρατιωτική συμμαχία, αλλά μια ολοκληρωμένη γεωπολιτική σύλληψη με σαφείς στρατηγικές προεκτάσεις. Θεμελιωνόταν στην αδιαπραγμάτευτη πολιτική θέση ότι οποιαδήποτε τουρκική στρατιωτική ενέργεια εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας θα αποτελούσε αιτία πολέμου (casus belli) για την Ελλάδα.
Το δόγμα αυτό δεν έμεινε σε επίπεδο διακηρύξεων. Υλοποιήθηκε μέσα από την εντατικοποίηση της στρατιωτικής συνεργασίας, τη διεξαγωγή κοινών ασκήσεων μεγάλης κλίμακας (όπως ο «Τοξότης»), την αναβάθμιση των αμυντικών υποδομών στην Κύπρο (π.χ. αεροναυτική βάση «Ανδρέας Παπανδρέου») και τον κοινό επιχειρησιακό σχεδιασμό. Η στρατηγική λογική του ΕΑΧ ήταν σαφής: δημιουργούσε στρατηγικό βάθος για τον Ελληνισμό, συνέδεε άρρηκτα την ασφάλεια των δύο κρατών, καθιστώντας τα ένα ενιαίο θέατρο επιχειρήσεων, και, το κυριότερο, έστελνε ένα σαφές και αξιόπιστο μήνυμα αποτροπής στην Άγκυρα, αυξάνοντας δραματικά το δυνητικό κόστος οποιασδήποτε επιθετικής ενέργειας. Ήταν ένα δόγμα με πολιτική βούληση, στρατιωτικό σχεδιασμό και γεωπολιτικό όραμα.
Η σταδιακή αποδυνάμωση και τελική εγκατάλειψη αυτού του δόγματος κατά τις επόμενες δεκαετίες, συχνά στο όνομα μιας πολιτικής κατευνασμού ή μιας προσέγγισης με την Τουρκία που δεν απέδωσε τα αναμενόμενα στρατηγικά οφέλη, δημιούργησε ένα κενό, το οποίο παραμένει έκτοτε ακάλυπτο. Η σημερινή ηγεσία επιχειρεί να καλύψει αυτό το στρατηγικό κενό όχι μέσω της διαμόρφωσης μιας νέας, αυτόνομης γεωπολιτικής σύλληψης, αλλά μέσω της επένδυσης σε ένα πλέγμα διμερών και πολυμερών σχέσεων, οι οποίες όμως είναι εκ φύσεως επισφαλείς και συγκυριακές.
Που οδηγεί η στρατηγική των συγκυριακών συμμαχιών
Η τρέχουσα εξωτερική πολιτική της Αθήνας φαίνεται να εδράζεται στην πεποίθηση ότι η ασφάλεια της χώρας μπορεί να διασφαλιστεί μέσω της οικοδόμησης ενός δικτύου συμμαχιών με περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις (Γαλλία, ΗΑΕ, Αίγυπτος, ΗΠΑ). Ωστόσο, μια ανάλυση υπό το πρίσμα του ρεαλισμού αποκαλύπτει τη θεμελιώδη αδυναμία αυτής της προσέγγισης: οι συμμαχίες διαμορφώνονται και διαλύονται με βάση τα εκάστοτε εθνικά συμφέροντα των εμπλεκόμενων μερών, τα οποία σπανίως ταυτίζονται πλήρως και μακροπρόθεσμα.
Η «στρατηγική εταιρική σχέση» με τη Γαλλία, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και η προμήθεια των Belharra, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το Παρίσι, αναμφίβολα, έχει τα δικά του γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο και επιδιώκει την ανάσχεση της τουρκικής επιρροής σε περιοχές όπως η Λιβύη και η υποσαχάρια Αφρική. Ωστόσο, η σύγκλιση αυτή είναι συγκυριακή και εργαλειακή. Για τη Γαλλία, η σχέση με την Ελλάδα είναι ταυτόχρονα και μια εξαιρετικά επικερδής εμπορική συμφωνία για την αμυντική της βιομηχανία. Η προσδοκία ότι το Παρίσι θα διακινδύνευε μια άμεση στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία, σύμμαχο στο ΝΑΤΟ και σημαντικό οικονομικό εταίρο, για την υπεράσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, συνιστά μια μάλλον αισιόδοξη, αν όχι αφελή, εκτίμηση.
Αντίστοιχα, η προσδοκία ουσιαστικής στήριξης από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε περίπτωση κρίσης παραγνωρίζει τον θεμελιώδη ρόλο της Ουάσιγκτον ως εγγυητή της συνοχής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Πρωταρχικό συμφέρον των ΗΠΑ είναι η αποφυγή μιας εσωτερικής ρήξης στο ΝΑΤΟ, ιδίως στη στρατηγικά κρίσιμη νοτιοανατολική του πτέρυγα. Κατά συνέπεια, σε μια ελληνοτουρκική κρίση, η αμερικανική παρέμβαση θα εστιάσει σχεδόν αναπόφευκτα στην «αποκλιμάκωση», στην άσκηση πιέσεων και στις δύο πλευρές για «ψυχραιμία» και στην προώθηση του διαλόγου, αποφεύγοντας συστηματικά να λάβει σαφή θέση υπέρ του ενός ή του άλλου συμμάχου. Η στρατηγική της «ίσων αποστάσεων» είναι σχεδόν δομικό χαρακτηριστικό της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή.
Η ρευστότητα των περιφερειακών συσχετισμών και η αφέλεια μιας στρατηγικής που βασίζεται σε τρίτους αποδεικνύεται με τον πλέον εύγλωττο τρόπο από τις πρόσφατες εξελίξεις. Η ταχύτατη εξομάλυνση των σχέσεων της Τουρκίας με παραδοσιακούς συμμάχους της Ελλάδας, όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ανέτρεψε το αφήγημα της «περιφερειακής απομόνωσης» της Άγκυρας και κατέδειξε ότι τα εθνικά συμφέροντα (οικονομικά, ενεργειακά, ασφαλείας) υπερισχύουν των πρόσκαιρων διπλωματικών αντιπαραθέσεων. Η εγκατάλειψη του φιλόδοξου σχεδίου για τον αγωγό EastMed, ενός έργου που είχε προβληθεί ως γεωστρατηγική απάντηση στην Τουρκία αλλά αποδείχθηκε οικονομικά μη βιώσιμο, καθώς και η διαφαινόμενη αποτυχία της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας και Κύπρου, υπογραμμίζουν περαιτέρω τα όρια μιας εξωτερικής πολιτικής που στηρίζεται σε ευμετάβλητους περιφερειακούς συσχετισμούς και όχι σε μια αυτόνομη και εδραία εθνική στρατηγική.
Μελέτη περίπτωσης: Το λιβυκό ζήτημα
Η περίπτωση της Λιβύης αποτελεί, ίσως, το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα και τη μικρογραφία της στρατηγικής ανεπάρκειας που διέπει την τρέχουσα ελληνική εξωτερική πολιτική. Η διαχείριση της λιβυκής κρίσης από την Αθήνα αποκαλύπτει μια σειρά από δομικές αδυναμίες: την έλλειψη διορατικότητας, την απουσία πολυεπίπεδης διπλωματίας και την αποτυχία κατανόησης των περίπλοκων εσωτερικών και περιφερειακών δυναμικών που διαμορφώνουν το μετα-επαναστατικό τοπίο. Η ελληνική διπλωματία, έχοντας προβεί στην απόφαση να αναστείλει τη λειτουργία της πρεσβείας της στην Τρίπολη για παρατεταμένη χρονική περίοδο, αποστερήθηκε ενός κρίσιμου διαύλου επικοινωνίας, πληροφόρησης και άσκησης επιρροής. Παράλληλα, προέβη σε μια στρατηγική επιλογή υψηλού ρίσκου, επενδύοντας σχεδόν αποκλειστικά στην πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη της μίας πλευράς του εμφυλίου, αυτής του Στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ και του Λιβυκού Εθνικού Στρατού (LNA) στην ανατολική Λιβύη.
Η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε θεμελιωδώς εσφαλμένη. Η Αθήνα βρέθηκε στη «λάθος πλευρά της ιστορίας» όταν η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) στην Τρίπολη, με την καθοριστική στρατιωτική παρέμβαση και υποστήριξη της Τουρκίας το 2020, κατάφερε όχι μόνο να αποκρούσει την επίθεση του Χάφταρ κατά της πρωτεύουσας, αλλά και να σταθεροποιήσει την εξουσία της, ανατρέποντας τις στρατιωτικές ισορροπίες. Το παράνομο και ανυπόστατο από πλευράς διεθνούς δικαίου τουρκολιβυκό μνημόνιο για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, το οποίο υπογράφηκε στα τέλη του 2019, αποτέλεσε ακριβώς το στρατηγικό αντάλλαγμα για αυτή τη σωτήρια τουρκική παρέμβαση. Η Ελλάδα, έχοντας αποξενωθεί από την κυβέρνηση της Τρίπολης, βρέθηκε εκ των υστέρων να αντιμετωπίζει ένα τετελεσμένο γεγονός, χωρίς να διαθέτει τους απαραίτητους μοχλούς πίεσης ή τους διαύλους επιρροής για να το αποτρέψει ή να το διαχειριστεί αποτελεσματικά.
Σήμερα, η ελληνική πολιτική έναντι της Λιβύης παραμένει εγκλωβισμένη σε μια σχεδόν μονοδιάστατη προσέγγιση, η οποία εστιάζει στην επιδίωξη της νομικής ακύρωσης του τουρκολιβυκού μνημονίου. Η θέση αυτή, αν και νομικά ορθή και σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, αποδεικνύεται διπλωματικά αδιέξοδη, καθώς απευθύνεται σε μια κυβερνητική οντότητα στην Τρίπολη η οποία οφείλει την ίδια την πολιτική και στρατιωτική της επιβίωση στην Άγκυρα. Αντί η Ελλάδα να επιδιώξει να καταστεί ένας απαραίτητος και εποικοδομητικός παράγοντας για τη σταθεροποίηση και την ανασυγκρότηση της Λιβύης –προσφέροντας οικονομική, τεχνική και ανθρωπιστική βοήθεια, προωθώντας επενδύσεις και, κυρίως, χτίζοντας γέφυρες επικοινωνίας με όλες τις πολιτικές και φυλετικές συνιστώσες της λιβυκής κοινωνίας, από την Τριπολίτιδα μέχρι το Φεζάν και την Κυρηναϊκή– παραμένει ένας απόμακρος και καχύποπτος γείτονας. Χάθηκε έτσι μια πολύτιμη ευκαιρία για τη δημιουργία πραγματικών μοχλών επιρροής και η χώρα αυτοπεριορίστηκε στον ρόλο του απλού παρατηρητή των εξελίξεων που διαμορφώνονται από άλλους, πιο δραστήριους, περιφερειακούς παίκτες.
Αντί επιλόγου
Η ανάλυση που προηγήθηκε αποδεικνύει ότι η ασφάλεια και η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα κριθεί αποκλειστικά στις γέφυρες διοικήσεως των φρεγατών, αλλά πρωτίστως στα κέντρα λήψης στρατηγικών αποφάσεων. Στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής, η Κυβέρνηση απαιτείται να αποδείξει ότι υπάρχει και σχέδιο πίσω από την ικανότητα υπογραφής δαπανηρών εξοπλιστικών συμβάσεων. Η προσήλωση στην απόκτηση των φρεγατών Belharra, όταν εξετάζεται υπό ένα κριτικό πρίσμα, αποκαλύπτει μια σειρά από ενυπάρχουσες στρατηγικές παγίδες. Πρόκειται για την οικονομική παγίδα μιας διαρκούς δημοσιονομικής αιμορραγίας πόρων που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε άλλους τομείς εθνικής ισχύος· τη βιομηχανική παγίδα της διαιώνισης της τεχνολογικής εξάρτησης· τη στρατηγική παγίδα της ακούσιας εμπλοκής σε σχεδιασμούς και προτεραιότητες τρίτων δυνάμεων· και, τη χειρότερη όλων, την πολιτική παγίδα της αυτάρεσκης αδράνειας που μπορεί να προκαλέσει η ψευδαίσθηση της ασφάλειας που παρέχει η κατοχή υλικού.
Η Ελληνική Δημοκρατία έχει επιτακτική ανάγκη από μια αλλαγή παραδείγματος στην εξωτερική της πολιτική και την πολιτική ασφαλείας. Απαιτείται η μετάβαση από μια αντιδραστική στάση σε μια προορατική στρατηγική, η οποία δεν θα εξαντλείται στην τακτική διαχείριση κρίσεων, αλλά θα στοχεύει στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού περιφερειακού περιβάλλοντος. Αυτό προϋποθέτει την αναβίωση της στρατηγικής σκέψης, την επένδυση στην εγχώρια τεχνογνωσία και την οικοδόμηση μιας πολυδιάστατης εθνικής ισχύος που θα εδράζεται σε μια ανθεκτική οικονομία, μια καινοτόμο τεχνολογική βάση, μια ποιοτική παιδεία και μια συνεκτική κοινωνία.
Οι φρεγάτες, όσο τεχνολογικά προηγμένες και αν είναι, παραμένουν απλώς εργαλεία. Η αξία ενός εργαλείου καθορίζεται από τη δεξιοτεχνία και τη σοφία αυτού που το χειρίζεται. Χωρίς ένα ευφυές, διορατικό και αυτόνομο πολιτικό όραμα —ένα όραμα που σήμερα μοιάζει να εκλείπει— τα εν λόγω πλοία κινδυνεύουν να μετατραπούν σε δαπανηρά πλωτά μνημεία μιας μεγάλης, χαμένης στρατηγικής ευκαιρίας, ως σύμβολα της εποχής που η Ελλάδα επένδυσε στον χάλυβα, παραμελώντας τη σκέψη.
* Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτωρ στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και Ερευνητής στο Κέντρο Ανάλυσης Μεσανατολικής Πολιτικής – ΚΕΑΜΕΠ