Κοινωνικές Δομές στη Σύγχρονη Ελλάδα: Εργασία, Ιδιοκτησία και το Μικροαστικό Φαινόμενο

Κοινωνικές Δομές στη Σύγχρονη Ελλάδα: Εργασία, Ιδιοκτησία και το Μικροαστικό Φαινόμενο
Shutterstock

Η Ελλάδα, με μείζονα ιδιοπροσωπία, περιλαμβάνεται στην ενότητα των πολύ αναπτυγμένων χωρών. Η ιδιοπροσωπία της αφορά, ιδίως, στην εκτεταμένη μικρή ιδιοκτησία και την ευρεία αυτοαπασχόληση.

Αμφότερα τα φαινόμενα διαμορφώθηκαν στην φάση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και δεν έχουν προκαπιταλιστική προέλευση. Ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού καπιταλισμού είναι μάλλον αργόσυρτος ή σημειώνει παλινωδίες, μέχρι τη μεταπολίτευση του 1974. Η επάνοδος στη νομιμότητα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και αργότερα η ένταξη στην ΕΟΚ σηματοδοτούν την εξαιρετική ανάπτυξή της και την υπόδειξη της αισθητής βελτίωσης σε όλους τους μετρήσιμους δείκτες της χώρας και της ευημερίας του λαού. Στο πεδίο της ανθρώπινης ανάπτυξης (σύμφωνα με τους δείκτες του ΟΗΕ), η ελληνική κοινωνία (ιδίως, μετά το 1980) δείχνει να κινείται με εξαιρετικές επιταχύνσεις, πιο γρήγορες μάλιστα σε σχέση με πρωτοπόρες χώρες, στο σύγχρονο κόσμο.

Η ισχυρή ένδειξη περί της σημασίας της ιδιοκτησίας μπορεί να ανιχνευθεί στην ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Η κοινωνία είναι αγροτική, μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του ’50. Στον αγροτικό χώρο, ωστόσο, η έλλειψη της διαδοχής στο αγροτικό επάγγελμα και την αυτοαπασχόληση δεν συνοδεύθηκε από την αναίρεση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας (τις τελευταίες δεκαετίες, μεταξύ 42 και 47 στρεμμάτων). Η αγροτική απασχόληση δεν αποτελεί ελκυστική δραστηριότητα για τους σύγχρονους Έλληνες. Τα δύο στοιχεία, όμως, της κοινωνικής αυτονομίας του αγρότη, δηλαδή η μικρή ιδιοκτησία και η αυτοαπασχόληση, είναι επιθυμητά, ως πρότυπα αξιοπρεπούς διαβίωσης.

H μικρή ιδιοκτησία έχει διαδοθεί πολύ στα αστικά κέντρα. Είναι αξιοσημείωτο, πως αφορά και σε μεγάλες ομάδες μισθωτών. Στην ουσία, η διάδοση της μικρής ιδιοκτησίας στις κατοικίες και τα λοιπά αστικά ακίνητα αποτελεί τη μερική αναπαραγωγή της μικροαστικής ιδιότητας. Είναι ένα από βασικά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας, το γεγονός ότι οι ιδιόκτητες κατοικίες είναι περίπου το 80% (συμβαίνει κάτι ανάλογο και σε άλλες μεσογειακές χώρες) των συνολικών (στη Γερμανία και την Ολλανδία, το αντίστοιχο ποσοστό κινείται περί το 43% και το 56%) και δεν έχουν στην πλειονότητά τους χρέη (σε άλλες αναπτυγμένες χώρες, οι κατοικίες είναι περισσότερο χρεωμένες). Στην ελληνική κοινωνία, η μισθωτή εξάρτηση δεν σημαίνει, λοιπόν, και την αυτόματη προλεταριοποίηση. Ακόμη και στην φάση κατά την οποία η πλειονότητα των εργαζομένων εντάσσεται στο μισθωτό καθεστώς της απασχόλησης, το έσχατο κοινωνικό κατώφλι διαμορφώνεται από τη μικρή ιδιοκτησία και όχι από την εργασιακή ιδιότητα.

Είναι εύλογο η ιδιοκτησία, να διαμορφώνει συστηματικά τις κοινωνικές στάσεις και τις ιδεολογικές προδιαθέσεις ευρύτατων κοινωνικών ομάδων.

Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας εντάσσεται σίγουρα η φύση της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας (ισχνής αριθμητικά και ποσοστιαία, όπως συμβαίνει και σε παγκόσμια κλίμακα) στο πλαίσιο της κοινωνικής οργάνωσης, δηλαδή των καπιταλιστών. Δεν υπάρχει καπιταλισμός, χωρίς καπιταλιστές, και αυτοί είναι εργοδότες (ελάχιστοι καπιταλιστές, παγκοσμίως, δεν είναι αμέσως εργοδότες). Η προέλευση των αστικών στρωμάτων στην χώρα μας είναι κυρίως οι εμπορικές ή διαμεσολαβητικές δραστηριότητες. Ισχυρές επιχειρηματικές ομάδες δραστηριοποιήθηκαν στον εφοπλισμό. Η αρχική σύστασή τους αποκλίνει από τον κανόνα, τον οποίο διαμόρφωσε η αγγλική πρωτοτυπία για τη μετάβαση στον καπιταλισμό. Στο αγγλικό παράδειγμα, το παραγωγικό κεφάλαιο επιβλήθηκε επί του εμπορικού κεφαλαίου. Τα ελληνικά αστικά στρώματα δεν ασχολήθηκαν συστηματικά με τη γη. Συνεσταλμένα είναι τα ενδιαφέροντά τους για τη βιομηχανία. Η επιδεξιότητα και οι ξεχωριστές ικανότητες των ελληνικών αστικών στρωμάτων αφορούν στην εφοπλιστική και την εμπορική εξωστρέφεια. Η προσδοκία πρόσβασης στην ευρεία ευρωπαϊκή αγορά (αρχικά στην ΕΟΚ) και τις πιστώσεις της Ε.Ε. ανασυνθέτει, μερικώς, την επιχειρηματική πρακτική τους. Οι εργαζόμενοι, ωστόσο, δεν έχουν την απτή εμπειρία και αίσθηση, ότι αυτά τα αστικά στρώματα είναι οι κύριοι εργοδότες τους.

Το εργοδοτικό δυναμικό υποκαθιστούν, για δεκαετίες στον εικοστό αιώνα, οι μικροί επιχειρηματίες, οι οποίοι απασχολούν πολύ μικρό αριθμό μισθωτών ανά κατάστημα (κατά μέσο όρο 4-6 άτομα), και το Δημόσιο. Οι μικροί εργοδότες είναι συνήθως μικρέμποροι, επιχειρηματίες του τουρισμού, λοιποί επαγγελματίες και βιοτέχνες. Κάποτε, αυτές οι ομάδες προσδιορίζονται με εννοιολογικά ασαφείς νεολογισμούς, όπως συμβαίνει με τους «μικρομεσαίους». Η εσωτερική αγορά, χωρίς να επιτρέπει μεγάλα ανοίγματα, είναι ένα γόνιμο έδαφος για την αξιοπρεπή επαγγελματική δραστηριότητα και διασφαλίζει σε ομαλές συνθήκες ένα σταθερό εισόδημα, πάνω από το μέσο μισθό. Ορισμένες φορές διαμορφώνονται συνθήκες μιας προσωπικής περιουσίας, δίπλα στο μικρό ατομικό κεφάλαιο του επιχειρηματία.

Σε αυτό το οικονομικό πλαίσιο, ξεχωρίζει, μέχρι και σήμερα, μια πολύ ευάριθμη ομάδα αυτοαπασχολουμένων, είτε αποτελούμενη από αγρότες είτε από επαγγελματίες στις προαναφερθείσες δραστηριότητες. Η αυτοαπασχόληση παλαιότερα συμπληρωνόταν από τη βοηθητική οικογενειακή εργασία, ενώ σήμερα η επικουρική συμβολή της οικογένειας έχει συρρικνωθεί αρκετά. Tο πιο σημαντικό συνοδό στοιχείο της αυτοαπασχόλησης είναι η ιδιοκτησία. Οι αυτοαπασχολούμενοι είναι η μείζων ομάδα των μη-μισθωτών εργαζομένων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των απασχολουμένων, μέχρι το 1990, στην χώρα. Μέχρι την ουσιαστική οικονομική βελτίωση (από το 1974), τα εισοδήματα τους επιτρέπουν, μόνον, τη στενάχωρη επάρκεια. Μετά το 1991, το άθροισμα των αυτοαπασχολουμένων και των εργοδοτών είναι ευρύ και σχετικά σταθερό, ενώ οι σημαντικές αυξήσεις στο εισόδημα (με καταλύτη τον τουρισμό-επισιτισμό) συμβάλλουν στη διαμόρφωση συνθηκών μιας αξιοπρεπούς επάρκειας, κατά την οποία η μικρή παραγωγή επιτρέπει ακόμη και την «πολυτελή» κατανάλωση, μαζί με τη δυνατότητα για μετρημένες επαγγελματικές επενδύσεις.

Στη μεταπολεμική περίοδο, στα επιτεύγματα της ελληνικής κοινωνίας περιλαμβάνονται η εκπαιδευτική βελτίωση και η αξιοσημείωτη ανάπτυξη των επιστημονικών επαγγελμάτων.

Πολλοί νέοι επιστήμονες αναπαράγουν, παρά τον εκσυγχρονισμό των επαγγελμάτων, την ιδιότητα των αυτοαπασχολουμένων (ιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, λογιστές, εκπαιδευτικοί-φροντιστές κ.ά.). Στο Δημόσιο οι απόφοιτοι της ανώτερης/ανώτατης εκπαίδευσης είναι η συντριπτική πλειονότητα. Στο Δημόσιο, μαζί με τον δημόσιο τομέα, εργάζεται περίπου το ένα πέμπτο των απασχολούμενων και αυτό (παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα) υπολείπεται αναλογικά από αρκετές πρωτοπόρες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Το κράτος, άλλωστε, είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης στο σύγχρονο καπιταλισμό, διεθνώς.  

Οι μισθωτοί είναι σήμερα η πλειονότητα των απασχολουμένων. Η μισθωτή εργασία αυξάνεται με αργούς ρυθμούς και η αναλογία της στην απασχόληση (περί το 65-66%) είναι σημαντικά μικρότερη από την αντίστοιχη σε πρωτοπόρες χώρες, όπως  στις ΗΠΑ (άνω του 93%) και την Ιαπωνία (κοντά στο 90%). Στην ύπαιθρο, η μισθωτή εργασία είναι ένα επεισοδιακό φαινόμενο, μέχρι τη σημαντική ένταξη μεταναστών. Από το 1991, η μείζων, ίσως και η συντριπτική, πλειονότητα των μισθωτών (μαζί με τους εισερχόμενους μετανάστες) που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα είναι μέλη της εργατικής τάξης, με την πιο σαφή έννοια και ανεξάρτητα από τον τομέα παραγωγής. Η εργατική τάξη, ωστόσο, είναι εξαιρετικά κατακερματισμένη, σε έναν μεγάλο αριθμό (για το μέγεθος της οικονομίας της χώρας) επιχειρήσεων. Ενώ είναι η αισθητή πλειονότητα, αυτή λειτουργεί ως ελάσσονος σημασίας μειονότητα. Το φαινόμενο της συνδικαλιστικής οργάνωσης, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, είναι σποραδικό και η συλλογική δράση περιστασιακή.

Η συνδικαλιστική συσσωμάτωση των μισθωτών στην ελληνική κοινωνία επιβεβαιώνεται, σε σημαντικό βαθμό, μόνο στο Δημόσιο και τις δημόσιες επιχειρήσεις, μετά από την ουσιαστική κάμψη του εξουσιαστικού αυταρχισμού, δηλαδή μετά από το 1981. Η διαμόρφωση πραγματικών ή άτυπων ιεραρχιών εμποδίζει την ενότητα και την, έστω, συμμαχική δραστηριοποίηση των φορέων της μισθωτής εργασίας.

Στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν έχει αναπτυχθεί και δράσει, πέραν της εργατικής τάξης, μια αισθητή σε μέγεθος νέα μεσαία τάξη (ή «νέα μικροαστική τάξη»). Το φορντικό-τεϊλορικό πρότυπο οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας είχε επεισοδιακές εμφανίσεις στην χώρα μας. Οι εργαζόμενοι της μεσαίας στελέχωσης των επιχειρήσεων δεν αναπτύχθηκαν σημαντικά. Σήμερα, οι επιχειρήσεις περιορίζουν αυτές τις μορφές στελέχωσης και τους αντίστοιχους λειτουργούς. Το Δημόσιο είναι ο μόνος χώρος σχετικής συγκέντρωσης των νέων μεσαίων στρωμάτων.

Η ελληνική κοινωνία προσδιορίζεται περισσότερο, από κάθε άλλη αναπτυγμένη κοινωνική οργάνωση, από την παρουσία των παραδοσιακών μεσαίων ή μικροαστικών στρωμάτων. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας 1981-1990, έχουν τη δυναμική της πραγματικής κοινωνικής πλειονότητας. Η υπέρ-εκπροσώπηση αυτών των στρωμάτων πρέπει να αποδοθεί, μέχρι τουλάχιστον τα μέσα της δεκαετίας 1971-1980, στους αγρότες και τις οικογένειες τους. Η σημαντική ανάπτυξη ανάλογων  (αναντίστοιχων σε μέγεθος), μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων, υποδεικνύει τη φθίνουσα, αλλά και ανθεκτική, εξέλιξη του παραδοσιακού μικροαστικού φαινόμενου στην χώρα. Το παραδοσιακό μικροαστικό φαινόμενο αντέχει ακόμη, παρά την πρόσφατη οικονομική ταλαιπωρία και τις πιέσεις από την εξελισσόμενη διαφοροποίηση της απασχόλησης.

Τα ευρύτατα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα, στην ελληνική κοινωνία, ο αντικειμενικός κατακερματισμός της εργατικής τάξης (με επιβιώσεις του μικροαστικού προσδιορισμού, όπως δηλώνει η μικροϊδιοκτησία στα ακίνητα) και η ειδική κατανομή των νέων μεσαίων στρωμάτων σχηματίζουν ένα πραγματικά ενδιαφέρον, αλλά αντιφατικό, κοινωνικό πλαίσιο. Η μεγάλη διάχυση των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων στον πληθυσμό, ο κατά περιόδους ριζοσπαστισμός τους και η ευλόγως ισχυρή εκλογική δύναμή τους επηρεάζει καταλυτικά όλες τις κομματικές δυνάμεις, όπως και τις πολιτικές επιλογές κατά τη διαχείριση της εξουσίας. Η επαγγελματική επιβίωση και η ιδιοκτησιακή σταθερότητά τους υποδεικνύουν, ότι οι συλλογικές διεκδικήσεις των μικροαστών είναι διαχρονικά πιο αποτελεσματικές από εκείνες των μισθωτών.

Η διάχυση μικροαστικών κατηγοριών στον πληθυσμό, σε ολόκληρη τη μεταπολεμική εποχή, και η αντικειμενική σύμπλεξή τους και με τις μάζες των μισθωτών (ιδίως, στο πλαίσιο της οικογένειας) διαμορφώνει τους αγωγούς σχηματισμού των γενικών κοινωνικών στάσεων ή συμπεριφορών. Ο κοινωνικός συντηρητισμός είναι διάχυτος και εύλογος, σε ένα βαθμό, λόγω της αδήριτης ανάγκης για τη διατήρηση της μικρής ιδιοκτησίας. Χρωματίζεται από τον σύμφυτο ατομισμό, καθώς η στενότητα της χρηματικής ρευστότητας δεν επιτρέπει την ευρεία διανομή των διαθεσίμων πόρων. Ο ατομισμός ωθεί στη διάθεση για τον κοινωνικό ανταγωνισμό, που λαμβάνει συχνά τη μορφή του προπετούς διαγκωνισμού μεταξύ των ομοίων, επιτρέπει την αποφυγή κάποιων επιβαρών οικονομικών συνθηκών, είναι συγκυριακά διεξοδικός σε ατομική βάση, αλλά είναι μακροπρόθεσμα και κοινωνικά ατελέσφορος.

Είναι μια πρόκληση για την ελληνική κοινωνία η ανίχνευση συλλογικών στρατηγικών, πέραν των ατομικών ιδιοτελειών. Οι εφικτοί κοινωνικοί στόχοι, οι οποίοι διεγείρουν τις συλλογικές πρακτικές (όπως τον συνεργατισμό), είναι δυνατόν να αξιοποιούν και να διευρύνουν τις υπαρκτές διαστάσεις της ευημερίας, με εφαλτήριο τις αρετές της ατομικής αυτονομίας.

*Ο Ανδρέας Ν. Λύτρας είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα