Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Εθνική Κυριαρχία

default image

Ο Ξ. Γιαταγάνας γράφει για την ανάγκη εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Γιατί η εθνική ανεξαρτησία εκτός ΕΕ, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανείπωτες συμφορές

Του Ξενοφώντα Γιαταγάνα*

Όσοι τάσσονται κατά της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μπορούν έλλογα να υποστηρίζουν την απολυτότητα της εθνικής κυριαρχίας, ιδίως, εκείνοι στη χώρα μας που ευαγγελίζονται την έξοδο από την ευρωζώνη, από την ΕΕ, ακόμα και από το ΝΑΤΟ. Βέβαια, τίθεται και γι αυτούς το πολιτικό ερώτημα ποιά μπορεί να είναι η πραγματική κυριαρχία μιας μικρής χώρας που βρίσκεται απομονωμένη σε μια ασταθή περιοχή δίχως σταθερές οικονομικές και στρατιωτικές συμμαχίες.

Το ερώτημα γίνεται πιο σύνθετο για όσους δεν θέλουν να εκχωρήσουν μηδέ σπιθαμή εθνικής κυριαρχίας μην αμφισβητώντας ταυτόχρονα τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, διεκδικώντας μάλιστα και πράγματα, όπως τα ευρωομόλογα, που βρίσκονται στον πυρήνα και στα προαπαιτούμενα της ενοποίησης.

Στο κείμενο αυτό θα υποστηρίξω διαδοχικά ότι η επέκταση και εμβάθυνση της ενοποίησης αποτελεί υπαρξιακή αναγκαιότητα για τους λαούς της γηραιάς ηπείρου, ότι η ενοποίηση αυτή θα έχει ευεργετικές συνέπειες κυρίως για τις μικρότερες και ασθενέστερες χώρες της ΕΕ και ότι ακριβώς για τους λόγους αυτούς θα πρέπει να απαλλαγούμε από το ιδεολόγημα της απόλυτης και αδιαίρετης εθνικής κυριαρχίας.

Για να έχουν όμως νόημα όλ’αυτά, οφείλουμε να κάνουμε όλοι την εξής αρχική παραδοχή: η Ευρώπη, παρά την κρίση, τις ελλείψεις και τις ατέλειες που την χαρακτηρίζουν, εξακολουθεί να είναι ο δημοκρατικότερος και κοινωνικά δικαιότερος χώρος στον σημερινό κόσμο. Εκατομμύρια άνθρωποι από τα πέρατα της γης ονειρεύονται να έρθουν και να ζήσουν εδώ. Πέρα από τα γεωστρατηγικά δεδομένα, θα ήταν δύο φορές παράδοξο και προοπτικά καταστροφικό, κάποιος που βρίσκεται ήδη στον πυρήνα αυτού του χώρου, να θέλει να τον εγκαταλείψει. 

1. Η αναγκαιότητα της ενοποιητικής εμβάθυνσης: Η ιστορία της ενωμένης Ευρώπης άρχισε με την ΕΚΑΧ στις αρχές της δεκαετίας του 50, που έθεσε υπό υπερεθνικό έλεγχο την παραγωγή άνθρακα και χάλυβας και σκοπό είχε την αποφυγή των πολέμων που ισοπέδωσαν την ήπειρο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια κρίθηκε αναγκαίο να διευρυνθεί το εγχείρημα για να περιλάβει κυρίως την τελωνειακή ένωση και την γεωργική πολιτική προκειμένου να τονωθεί το εμπόριο και να διασφαλιστεί η επισιτιστική επάρκεια. Τη δεκαετία του 80 δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτική συνοχής με την θεσμοθέτηση των διαρθρωτικών ταμείων και την αναδιανεμητική λογική του κοινοτικού προϋπολογισμού. Τη δεκαετία του 90 νομοθετήθηκαν και άλλες κοινές πολιτικές, με κορυφαία αυτή του περιβάλλοντος, και δόθηκε έμφαση στη λειτουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς μέσω της ενίσχυσης των τεσσάρων βασικών ελευθεριών κυκλοφορίας προϊόντων, εργαζομένων, κεφαλαίων και υπηρεσιών. Παράλληλα, άρχισε να προετοιμάζεται η ΟΝΕ, που κορυφώθηκε στα τέλη του αιώνα με την εισαγωγή του Ευρώ ως κοινού νομίσματος των χωρών μελών που ήθελαν και μπορούσαν να πειθαρχήσουν σε ορισμένα κριτήρια δημοσιονομικής σταθερότητας.

Από την αρχή ήταν γνωστό ότι η ΟΝΕ ήταν περισσότερο νομισματική και σχεδόν καθόλου οικονομική ένωση. Η άποψη που επικράτησε ήταν ότι το κοινό νόμισμα σίγουρα θα έχει ανάγκη από μέτρα κοινής οικονομικής υποστήριξης (η ίδρυση της χωλής ΕΚΤ ήταν ένα απ’αυτά), αλλά ότι ο ενοποιητικός συμβολισμός του θα είναι τόσο ισχυρός ώστε να διευκολύνει σταδιακά την υιοθέτηση των μέτρων αυτών. Όμως, τα μέτρα αυτά δεν ελήφθησαν ποτέ και έτσι καταλήξαμε το 2009 να παρακολουθούμε την πορεία της κρίσης αμήχανοι και ανήμποροι να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά.

Τότε φάνηκαν όλες οι αδυναμίες και οι ελλείψεις της ατελούς αρχιτεκτονικής του ευρώ και εμπεδώθηκε η πεποίθηση ότι η ΕΕ για να προχωρήσει οφείλει να ενισχύσει τους κοινούς θεσμούς και να εμβαθύνει τη συνοχή της. Πρώτα αποτελέσματα αυτής της συνειδητοποίησης είναι η τραπεζική ενοποίηση, ο προληπτικός έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών, τα μέτρα Ντράγκι για την ποσοτική χαλάρωση και κυρίως οι μηχανισμοί διάσωσης που έγιναν με καταλύτη τη λύση της ελληνικής κρίσης χρέους. Προφανώς θα υπάρξουν και επόμενα βήματα προς την ίδια κατεύθυνση (ήδη γίνεται λόγος για ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση, με κοινό Υπουργό Οικονομικών, με ενιαίο χωριστό προϋπολογισμό και Κοινοβούλιο της ευρωζώνης).

Κορυφαία στιγμή αυτής της αναπόφευκτης πορείας θα είναι η ανάδειξη της ΕΚΤ σε πραγματική ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα με δυνατότητα έκδοσης ευρωομόλογου προκειμένου να δανείζονται όλα τα κράτη μέλη με το ίδιο επιτόκιο και να γίνεται από κοινού διαχείριση του συνολικού ευρωπαϊκού δημοσίου χρέους. Το ευρώ μπορεί να είναι πράγματι πολύ περισσότερο από κοινό νόμισμα, μπορεί να ενσαρκώνει την ενοποιητική πορεία και να έχει επομένως εκτός από συμβολικό και βαθύτατα πολιτικό χαρακτήρα, αλλά όπως εμφανίζεται σήμερα αποβαίνει περισσότερο παράγοντας αποσύνθεσης παρά συνοχής των μελών της ευρωζώνης. Πράγματι, μόνο η διαφορά των επιτοκίων δανεισμού δημιουργεί υπέρογκα πλεονάσματα στις ισχυρές χώρες, και ιδίως στη Γερμανία, επιτείνει το ανταγωνιστικό μειονέκτημα των ασθενέστερων χωρών, όπως η Ελλάδα, αυξάνοντας συγχρόνως εκθετικά τα ελλείμματα αυτών των χωρών. Προοπτικά, η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε εσωτερικές εντάσεις μεταξύ των χωρών, που είναι ήδη εμφανείς στον καλπάζοντα αντιγερμανισμό, και πυροδοτεί ευρωσκεπτικιστικές και εθνοκεντρικές τάσεις αναδίπλωσης, που θέτουν σε κίνδυνο το συνολικό ευρωπαϊκό εγχείρημα. Όλοι συνειδητοποιούν σήμερα ότι η εμβάθυνση της ενοποίησης και η ενίσχυση της συνοχής αποτελούν υπαρξιακή ανάγκη για την επιβίωση της ΕΕ.

2. Οι θετικές συνέπειες της εμβάθυνσης για τις ασθενέστερες οικονομίες: Είναι προφανές ότι πρωτοβουλίες, όπως η συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση, η προστασία των εθνικών τραπεζικών συστημάτων στα πλαίσια του αναμορφωμένου ευρωσυστήματος των κεντρικών τραπεζών, η ενίσχυση της δημοσιονομικής σταθερότητας και κυρίως η δυνατότητα δανεισμού με χαμηλό κοινό επιτόκιο, συνιστούν σωτήριες παρεμβάσεις για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των λιγότερο ανεπτυγμένων κρατών μελών της ευρωζώνης. Από την άλλη μεριά όμως, είναι επίσης προφανές ότι τα κράτη αυτά οφείλουν να προσαρμοστούν και να εφαρμόσουν τους κοινούς κανόνες λειτουργίας του συστήματος. Η Γερμανία, που θα σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος της εμβάθυνσης του ενοποιητικού εγχειρήματος, έχει δίκιο να υποβάλει τη συμβολή της σε ορισμένα προαπαιτούμενα με αιχμή τον αναγκαστικό χαρακτήρα μιας γενικευμένης δημοσιονομικής πειθαρχίας, που θα ελέγχεται από μια υπερεθνική αρχή, πιθανότατα από τις υπηρεσίες του σχεδιαζόμενου ευρωπαϊκού υπουργείου οικονομικών στα πλαίσια μάλλον της ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εδώ βασίζεται και η ρήση της Καγκελαρίου Μέρκελ ότι η «αλληλεγγύη προϋποθέτει την υπευθυνότητα», εννοώντας προφανώς ότι η Γερμανία δεν θα δεχθεί ποτέ να εγγυηθεί τη λειτουργία ομοσπονδιακής τράπεζας και την από κοινού διαχείριση του δημοσίου χρέους όλων των κρατών μελών της ευρωζώνης με κοινό επιτόκιο δανεισμού, αν δεν βεβαιωθεί εκ των προτέρων ότι η εθνική διαχείριση των δημοσιονομικών μεγεθών θα γίνεται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις διαφάνειας και χρηστής διοίκησης σε όλη την επικράτεια της ευρωζώνης.

3. Η έννοια της επιμερισμένης εθνικής κυριαρχίας: Αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι για να περάσουμε σε αυτές τις ευεργετικές μεταρρυθμίσεις της ΟΝΕ χρειάζεται να εκχωρηθούν στους κεντρικούς υπερεθνικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς περαιτέρω τμήματα εθνικής κυριαρχίας. Ήδη, με την ένταξη στην ΕΟΚ εκχωρήσαμε σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος σημαντικά τμήματα της εθνικής κυριαρχίας. Με την επέκταση και ενίσχυση των κοινών πολιτικών, διευρύνθηκε και η εκχώρηση αυτή στους τομείς στους οποίους η κοινοτική πολιτική υποκαθιστούσε την αντίστοιχη εθνική αρμοδιότητα. Το ίδιο πρέπει να γίνει και τώρα. Τα επιχειρήματα δεν είναι νομικά, αλλά κυρίως πολιτικά. Πράγματι, τί είναι λυσιτελέστερο, η άσκηση απόλυτης κυριαρχίας πάνω σε ένα αναιμικό νόμισμα υποκείμενο σε συνεχείς υποτιμήσεις ή η άσκηση περιορισμένης αναλογικά κυριαρχίας πάνω σε ένα ισχυρό και σταθερό νόμισμα που σε προστατεύει από τις αναπόφευκτες νομισματικές και οικονομικές εντάσεις της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας; Στη σημερνή οικονομική πραγματικότητα, καμία χώρα, ακόμα και η Γερμανία, δεν μπορεί να επιβιώσει απομονωμένη. Πόσο μάλλον η Ελλάδα, ειδικά στην εξαιρετικά ευπαθή γεωπολιτική περιοχή στην οποία βρίσκεται. Ποιός μπορεί να αμφισβητήσει έλλογα ότι η ΕΕ οικονομικά και πολιτικά, και το ΝΑΤΟ στρατιωτικά και αμυντικά, παρά τις αδυναμίες τους, αποτελούν  την ασφαλέστερη και δημοκρατικότερη ομπρέλα προστασίας στο σημερινό κόσμο; Μέσα στους μηχανισμούς αυτούς, μπορούμε, με τις κατάλληλες συμμαχίες και συμβιβασμούς, να διορθώνουμε συνεχώς τα πράγματα και να κινούμαστε προς ευνοϊκότερους συσχετισμούς για τα εθνικά μας συμφέροντα και για την εμβάθυνση της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης. Έξω από τους μηχανισμούς αυτούς γινόμαστε έρμαια της περιρρέουσας αστάθειας και των εξωτερικών απειλών.

Όσοι ευαγγελίζονται ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία εκτός ΕΕ, απλά οδηγούν άθελά τους ή από άγνοια τη χώρα σε ανείπωτες συμφορές. Το ίδιο ισχύει και για όσους, πιο πονηρούς, που προκρίνουν την παραμονή στην ΕΕ με παράλληλη έξοδο από την ευρωζώνη και μονομερή διαγραφή του χρέους. Αγνοούν και αυτοί ότι και μόνο η αθέτηση εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, που είναι σήμερα σημειωτέον κατά σχεδόν 90% στα χέρια των ευρωπαίων εταίρων μας, οδηγεί άμεσα στον αποκλεισμό της χώρας από τις κοινοτικές επιδοτήσεις, που αποτελούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων επενδύσεων της χώρας, με αυτονόητο αποτέλεσμα την αποπομπή της και από την ΕΕ. Από την άλλη μεριά, όσοι διεκδικούν τα αναμφισβήτητα θετικά μέτρα της οικονομικής ενοποίησης, απαιτώντας συγχρόνως να μην εκχωρηθεί «μηδέ σπιθαμή εθνικής κυριαρχίας», όπως λένε χαρακτηριστικά, απλά δεν ξέρουν τί λένε. Ουσιαστικά θέλουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, ή όπως λένε οι Γάλλοι φίλοι μας «θέλουν το βούτυρο και τα λεφτά του βούτυρου και τα βυζιά της γαλατούς». Είναι αυτοί που αναπαράγουν την βασική δυσλειτουργία που δημιούργησε το σημερινό πρόβλημα της Ελλάδας και που κινδυνεύει ακόμα να το διαιωνίσει και να οδηγήσει στο γκρεμό: ότι είδαμε τη ένταξη στην ΕΟΚ ως ευκαιρία αρμέγματος της ευρωπαϊκής αγελάδας, και το Ευρώ ως ευκαιρία γρήγορου πλουτισμού, χωρίς να πάρουμε ούτε το 1981, ούτε το 2000 τα αναγκαία μέτρα εξυγίανσης της οικονομίας μας, που θα μας καθιστούσαν άξιους συνεπιβάτες στο όχημα ενός ισχυρού νομίσματος και μιας ανεπτυγμένης οικονομίας. Αν δεν βάλουμε μυαλό, έστω και αυτή την ύστατη ώρα, θα είμαστε άξιοι της τύχης μας.

* Ο Ξενοφών Γιαταγάνας είναι πρώην νομικός σύμβουλος της ευρωπαϊκής επιτροπής και πρώην επικεφαλής του τμήματος δημοσιονομικής πολιτικής της γενικής διεύθυνσης προϋπολογισμού της ΕΕ

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα