Συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση και το “φάλτσο” του Σημίτη

Συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση και το “φάλτσο” του Σημίτη
Κώστας Σημίτης Eurokinissi

Ποια συμβουλή δίνει σήμερα ο κ. Σημίτης στο κόμμα του; Να είναι συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση απέναντι σε μια κυβέρνηση της ΝΔ, του παραδοσιακά αντίπαλου κόμματος; Αυτό είναι συνταγή εξαφάνισης. Γράφει ο Γιώργος Καρελιάς.

O πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης έγραψε ένα άρθρο(στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ). Όχι για να ασκήσει κριτική σε κάποια απόφαση της κυβέρνησης(αυτό θα ήταν πιο λογικό), αλλά για να επικρίνει την αντιπολίτευση. Οντως, κάπως παράδοξη επιλογή.

Βεβαίως, οι πρώην πρωθυπουργοί δεν είναι σαν τους άλλους πολιτικούς. Δεν είναι υποχρεωμένοι να τηρούν κατά γράμμα την κομματική γραμμή, (πρέπει να) έχουν ευρύτερη ματιά στα πράγματα, αν και όταν κρίνουν ότι πρέπει να πουν κάτι που θα βοηθήσει τη χώρα. Κατά τούτο, αν ο Σημίτης θεωρεί ότι σήμερα η κυβέρνηση τα πάει τόσο καλά ώστε η αντιπολίτευση πρέπει να συμπαραταχθεί μαζί της, όσα ισχυρίζεται είναι σωστά. Μήπως, όμως, δεν είναι έτσι;

Ας τα δούμε αναλυτικά.

Πρώτα πρώτα είναι σαφές ότι όσα γράφει ο πρώην πρωθυπουργός προκαλούν ζημιά κυρίως στο δικό του κόμμα. Η κριτική του προς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αναμενόμενη και απολύτως φυσιολογική, άλλωστε έχει προηγούμενα μαζί του από την-όντως απαράδεκτη- στάση της κυβέρνησης Τσίπρα απέναντί του σε θέμα ηθικής τάξης. Δεν προξενεί, λοιπόν, εντύπωση η κριτική του για την αντιπολιτευτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε του προκαλεί ιδιαίτερη πολιτική ζημιά. Αντίθετα, ζημιά προκαλεί στο δικό του πολιτικό χώρο, το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο αποφεύγει να κατονομάσει.

Ας δούμε τώρα την ουσία της κριτικής Σημίτη προς την αντιπολίτευση. Μήπως ο πρώην πρωθυπουργός έχει δίκιο; Ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν παλινωδίες της κυβέρνησης, όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε αυτοσχεδιασμοί της κυβέρνησης, όπως λέει το ΚΙΝΑΛ. Δεν είναι έτσι και ιδού γιατί:

  1. Προφανώς, ο πρώην πρωθυπουργός δεν παρακολούθησε συστηματικά όσα έχουν γίνει έως τώρα. Για παράδειγμα, το εσπευσμένο και χωρίς ουσιαστικά μέτρα προστασίας άνοιγμα του τουρισμού, μετά την απόλυτη καραντίνα της περασμένης άνοιξης. Πώς(νομίζει ότι) γέμισε κρούσματα ειδικά η Βόρεια Ελλάδα; Το ότι «αυτά υπήρχαν και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη» δεν αποτελεί άλλοθι, καθένας νοιάζεται για τη δική του καμπούρα.
  2. Προφανώς, δεν παρακολούθησε το αλαλούμ με τις μάσκες και την πολύ καθυστερημένη επιβολή της χρήσης τους.
  3. Προφανώς, δεν έχει δει τις εικόνες συνωστισμού τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, που αποτελούν την κυριότερη πηγή υπερμετάδοσης του ιού.
  4. Προφανώς, δεν γνωρίζει τις ελλείψεις στα νοσοκομεία, τις οποίες παραδέχτηκε εμπράκτως η ίδια η κυβέρνηση, αφού ο υπουργός Υγείας έσπευσε να προκηρύξει κυριολεκτικά στο «και πέντε» διαγωνισμό για την πρόσληψη 300 γιατρών .

Όλα αυτά-σε αντίθεση με όσα λέει ο πρώην πρωθυπουργός-είναι και παλινωδίες και αυτοσχεδιασμοί και τα έχουν επισημάνει τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Και, επομένως, η στάση τους δεν χαρακτηρίζεται μόνο από «άρνηση», όπως λέει ο κ. Σημίτης.

Και τώρα ας γενικεύσουμε, μια που και το (γενικό) πνεύμα όσων γράφει ο πρώην πρωθυπουργός είναι ότι η κυβέρνηση τα πάει καλά και, επομένως, δεν υπάρχει πεδίο για αντιπολίτευση. Το πρώτο μέρος του ισχυρισμού(τα πάει καλά η κυβέρνηση) μπορεί να είναι ή να φαίνεται αληθές, θα κριθεί σε βάθος χρόνου. Το δεύτερο(δεν υπάρχει πεδίο για αντιπολίτευση) είναι καινοφανές για πολιτικό της δικής του πείρας. Για τρεις λόγους:

Πρώτον, όσο κι αν φαίνεται ότι μια κυβέρνηση έχει απόλυτη κυριαρχία, η αντιπολίτευση δεν πρέπει να το αποδέχεται αυτό μοιρολατρικά. Δεν το λέμε εμείς αυτό. Το έχει γράψει ο ίδιος ο κ. Σημίτης το μακρινό 1979, όταν το κόμμα του, το ΠΑΣΟΚ, ασκούσε τότε «δομική αντιπολίτευση» για όλους και για όλα. Ιδού τι έγραφε τότε ο ίδιος: « Η δομική αντιπολίτευση δεν πρέπει να αποδεχθεί μοιρολατρικά τους περιορισμούς που απορρέουν από το σύστημα. Πρέπει να σχεδιάσει την τακτική της σε τρόπο ώστε να μειώσει τις επιπτώσεις τους. H αντιπολίτευση σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αποδέχεται το κοινοβουλευτικό πλαίσιο, δηλαδή το πλαίσιο όπου κυριαρχεί η κυβερνητική παράταξη, ως αποκλειστικό πλαίσιο της δραστηριότητάς της. H δραστηριότητά της πρέπει να αναπτύσσεται και στη Βουλή, αλλά όχι μόνο στη Βουλή». Μάλιστα έχει εκδώσει και βιβλίο με ακριβώς αυτόν τον τίτλο: Η δομική αντιπολίτευση.

Δεύτερον, επειδή από τότε που τα έγραφε αυτά έχουν περάσει τέσσερις δεκαετίες, μπορεί κάλλιστα να πε κανείς ότι τα πράγματα αλλά ζουν και οι απόψεις αναθεωρούνται. Και ότι σε σοβαρά θέματα τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να κάνουν «αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση», αλλά να επικροτούν τις σωστές αποφάσεις μιας κυβέρνησης. Αυτό πάνω κάτω υποστηρίζει σήμερα ο κ. Σημίτης. Ας δεχτούμε την ορθότητα του ισχυρισμού. Τίθεται, όμως, το εξής ερώτημα. Στην προηγούμενη κυβερνητική περίοδο ελήφθη μια πολύ σημαντική απόφαση από την τότε κυβέρνηση Τσίπρα: η Συμφωνία των Πρεσπών, με την οποία λύθηκε το χρόνιο Μακεδονικό Πρόβλημα. Ποια ήταν η στάση της τότε αντιπολιτευόμενης ΝΔ; Η «στείρα άρνηση», θα έλεγε σήμερα ο κ. Σημίτης. Αλλά δεν το υπενθυμίζει, το «ξεχνάει». Ο ίδιος, την περίοδο εκείνη, μολονότι συμφωνούσε με τη λύση του Μακεδονικού(όπως έλεγαν υπουργοί και πολιτικοί του φίλοι) έκανε μια μίζερη δήλωση περί «μη ικανοποιητικής συμφωνίας». Δεν τόλμησε τότε να πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ μιας ολοφάνερα σωστής απόφασης. Και δεν το έκανε είτε για να μην έρθει σε αντίθεση με το κόμμα του που είχε αντιταχθεί στη Συμφωνία είτε επειδή δεν ήθελε να υποστηρίξει μια επιλογή της τότε κυβέρνησης, η οποία τον είχε στοχοποιήσει (επαναλάμβάνουμε, κατά απαράδεκτο, όντως, τρόπο σε ηθικό θέμα). Ετσι, όμως, έχασε τη ευκαιρία να συμπεριφερθεί ως statesman: να κατακεραυνώσει την τότε κυβέρνηση Τσίπρα για την στοχοποίησή του και, ταυτόχρονα, να υποστηρίξει τη σωστή απόφαση που πήρε σε ένα εθνικό θέμα. Δεν το έκανε. Επίσης, απέφυγε τότε να ασκήσει κριτική στην αντιπολίτευση για «άρνηση». Αν το είχε κάνει τότε, θα είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει(όπως το κάνει) και σήμερα.

Τρίτον , ποια συμβουλή δίνει σήμερα ο κ. Σημίτης στο κόμμα του; Να είναι συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση απέναντι σε μια κυβέρνηση της ΝΔ, του παραδοσιακά αντίπαλου κόμματος; Μα αυτό είναι συνταγή εξαφάνισης. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ οδηγήθηκε σε μονοψήφια ποσοστά επειδή συγκυβέρνησε με τη ΝΔ την περίοδο 2012-2014 και επειδή, στη συνέχεια, είχε ως κύριο στόχο τον ΣΥΡΙΖΑ . Οι ψηφοφόροι αποδοκίμασαν αυτήν την επιλογή του και το 2019(ΣΥΡΙΖΑ 32%, ΚΙΝΑΛ 8%). Η ηγεσία του το συνειδητοποίησε και προσπαθεί σιγά-σιγά να το επαναφέρει στην κανονική τροχιά, αυτήν που πρέπει να έχει ένα κόμμα της αντιπολίτευσης: σκληρή κριτική στην κυβέρνηση. Αλλιώς δεν μπορεί να έχει κανένα μέλλον. Διότι, αν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ φιλοδοξεί να επαναπατρίσει ψηφοφόρους του που πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να το πετύχει ως συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση. Αντίθετα, μπορεί να χάσει και όσους του έχουν απομείνει. Διότι, αν λέει «τι καλά που τα κάνει η κυβέρνηση», γιατί οι ψηφοφόροι να μην πάνε κατευθείαν στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη; Σήμερα κυβερνά η ΝΔ, όχι ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν ο κ. Σημίτης, με όσα έγραψε, υπονοεί ότι το κόμμα του πρέπει να συνεχίσει στην αντιΣΥΡΙΖΑ γραμμή και να παίζει το ρόλο της συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης στη ΝΔ, ας το πει καθαρά είτε δημόσια είτε κατ’ ιδίαν στην Φώφη Γεννηματά. Μπορεί να είναι κι αυτή μια συνταγή για ένα μικρό κόμμα, αν θέλει να παίξει ένα ρόλο σαν αυτόν που έπαιξε το κόμμα του Γκένσερ στη Δυτική Γερμανία. Εμείς λέμε ότι είναι συνταγή ολοκληρωτικής εξαφάνισης.

Γι’ αυτό και το άρθρο του κ. Σημίτη πάσχει στον πυρήνα του. Είναι λάθος. Και ίσως σύντομα χρειαστεί να το διορθώσει. Διότι, όπως έχει πει ο Τζον Κένεντι, «ένα λάθος γίνεται σφάλμα μόνο όταν προτιμήσουμε να μην το διορθώσουμε».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα