Η κοινοτοπία του κακού
Διαβάζεται σε 3'
Από μικρές σιωπές και μικρές δικαιολογίες χτίζεται ένα σκάνδαλο. Από τον φόβο να ξεχωρίσεις, το άγχος να μη χάσεις τη θέση σου, τη βολή του “μην τα βάζεις με το σύστημα”.
- 10 Ιουλίου 2025 08:59
Λίγοι ξυπνάνε το πρωί αποφασισμένοι να γίνουν μέρος ενός σκανδάλου. Η πλειονότητα ‒ είτε εργάζονται σε μια τράπεζα της Wall Street ή σε έναν δημόσιο οργανισμό της Αθήνας ‒ ξεκινάνε με προθέσεις καθημερινότητας. Η Wells Fargo, ο αμερικανός τραπεζικός κολοσσός, σκόνταψε, όμως, όχι από μια χούφτα απατεώνες αλλά από χιλιάδες εργαζόμενους που υπέκυψαν σε έναν άψογο μηχανισμό πίεσης, στόχων και σιωπής. Κάτι παρόμοιο συνέβη στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Όχι επειδή ήταν όλοι διεφθαρμένοι. Αλλά επειδή το σύστημα, λίγο-λίγο, δίδαξε τη συνενοχή.
Η Γερμανοεβραία πολιτική θεωρητικός και φιλόσοφος Hannah Arendt το είχε περιγράψει τρομακτικά απλά: Το κακό σπανίως είναι εκκωφαντικό ή “σατανικό”. Συνήθως είναι βαρετό, ένα συνεχές «έτσι είναι τα πράγματα εδώ», μια ρουτίνα όπου οι κανόνες διαστρέφονται σιωπηλά και η υπακοή γίνεται περίπου αρετή. Οι περισσότεροι “καλοί” άνθρωποι που κάνουν “κακές” πράξεις δεν είναι εγκληματίες. Απλά επιλέγουν να κοιτάζουν αλλού, να γελούν αμήχανα, να μαθαίνουν να μη ρωτούν. Στην Ελλάδα το λέμε «μην μπλέκεις». Είναι ένα λαϊκό savoir vivre, ένας κώδικας επιβίωσης. Κι όμως, ακριβώς αυτός ο κώδικας κάνει τα μεγάλα σκάνδαλα δυνατότητα. Δεν χρειάζονται τέρατα ή ιδιοφυΐες του εγκλήματος, μόνο η μαζική, αθόρυβη συναίνεση.
Στη Wells Fargo, ο φόβος της απόλυσης και το κυνήγι του μπόνους οδήγησαν χιλιάδες να ανοίγουν εικονικούς λογαριασμούς εις γνώσην τους. Όσοι δεν άντεξαν, είτε απολύθηκαν είτε παραιτήθηκαν. Στον ΟΠΕΚΕΠΕ, η ροή των κοινοτικών επιδοτήσεων έγινε αυτοσκοπός. Οι έλεγχοι έγιναν προσχηματικοί, τα ερωτήματα επικίνδυνα. Όσοι αντέδρασαν, όπως η Παρασκευή Τυχεροπούλου, βρέθηκαν στο περιθώριο και, όπως μαθαίνουμε στην περίπτωσή της, τιμωρήθηκαν μάλιστα με περικοπή μισθού. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η κουλτούρα της ομερτά ενισχύεται από αυτό που ονομάζουμε τοξική ηγεσία που ανταμείβει τη σιωπή, τιμωρεί τη διαφωνία, μετατρέπει τον οργανισμό σε ιδιοκτησία, όχι δημόσιο αγαθό ή χώρο εμπιστοσύνης.
Σκέφτομαι όσους εργάζονται στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Καθημερινοί άνθρωποι, με τα άγχη τους, τις οικογένειές τους, τον μισθό που δεν φτάνει. Ξέρουν, βλέπουν, αλλά φοβούνται. Δεν φταίνε αυτοί, θα πει κάποιος. Κι όμως, κάπως έτσι στήνεται το σκάνδαλο: Από μικρές σιωπές και μικρές δικαιολογίες. Από το φόβο να ξεχωρίσεις, το άγχος να μη χάσεις τη θέση σου, τη βολή του «μην τα βάζεις με το σύστημα». Όποιος τολμά να μιλήσει, όπως η Παρασκευή Τυχεροπούλου, γίνεται ξένο σώμα. Η κοινωνία συχνά δεν παίρνει το μέρος του, τον κοιτάζει με συμπάθεια και ταυτόχρονα του ψιθυρίζει: «καλά, δεν ήξερες πού μπλέκεις;».
Δεν ξέρω αν η αλλαγή έρχεται από τα “πάνω” ή από τα “κάτω”. Ξέρω όμως πως κάθε φορά που κάποιος ταράζει λίγο τα νερά ‒με μια ερώτηση, μια άρνηση, με έναν δισταγμό που αφήνει τους άλλους να αναρωτηθούν‒ κάτι αλλάζει, έστω αδιόρατα, στη χημεία του “συστήματος”. Κι όταν αυτό το κάτι διαχυθεί σε περισσότερους, γίνεται δύσκολο να αγνοηθεί και ακόμη δυσκολότερο να κατασταλεί. Η κουλτούρα αλλάζει με μικρά ρήγματα στο καθημερινό, με διαρροές της βεβαιότητας, με το σώμα που δεν αντέχει άλλο το βάρος της συμβιβασμένης σιωπής.
Η αλλαγή δεν είναι ούτε θρίαμβος ούτε αποτυχία. Είναι μια σειρά μικρών, ζωντανών, συχνά ασήμαντων κινήσεων κόντρα στο ρεύμα. Κι αυτή είναι η μόνη ελπίδα που, ρεαλιστικά, μπορώ να σκεφτώ.