Απολογισμός, όχι μόνο εντυπώσεις

Απολογισμός, όχι μόνο εντυπώσεις
Πανοραμική εικόνα από την καταστροφή στη Βόρεια Εύβοια Eurokinissi

Ένα διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, είναι η αδυναμία διαπίστωσης των πραγματικών αιτίων μιας μεγάλης φυσικής καταστροφής. Πώς θα μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση.

Γράφαμε την προηγούμενη εβδομάδα ότι η μέθοδος της αντικατάστασης μια ομάδας διοίκησης από μια άλλη χωρίς να έχει μεσολαβήσει καμμία διαδικασία εντοπισμού παραλείψεων, αδυναμιών και λαθών, αποβαίνει τελικά σε βάρος της καλής λειτουργίας της Πολιτείας και της συνειδητότητας των πολιτών. Και όμως αυτό τελικά συνέβη με τον ανασχηματισμό, στον οποίο μερικοί απομακρύνθηκαν χωρίς να έχουν επισύρει κριτικές μείζονος ανεπάρκειας, άλλοι παρέμειναν χωρίς να έχουν πείσει για την επάρκεια τους και άλλοι εισήλθαν με φόρα χωρίς να έχουν δώσει δείγματα ούτε καν αμυδρής σχέσης και γνώσης με το αντικείμενο που θα υπηρετήσουν.

Το κυριότερο όμως ζήτημα αφορούσε το μέτωπο της πολιτικής προστασίας, όπου ο μηχανισμός κατέρρευσε μπροστά στην έκρυθμη κατάσταση που επικράτησε και δημιούργησε πολλά ερωτηματικά στον πολίτη για την ικανότητα του κράτους να αντιμετωπίσει παρόμοιες ακραίες καταστάσεις στο μέλλον. Η ανεπιτυχής κατάληξη της πρώτης επιλογής στελέχωσης φανέρωσε την απουσία προετοιμασίας και σχεδιασμού σε όλα τα επίπεδα για το τι θα κάνουμε αν ξανατύχουν τέτοιες καταστροφές.

Αντί να υπάρξει μία εμπεριστατωμένη εξέταση του προοριζόμενου να αναλάβει την θέση στα σύγχρονα πεδία διαχείρισης κρίσεων και ακόμα περισσότερο να υποβληθεί σε αυστηρά τεστ προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, μαθαίνουμε από τα δημοσιεύματα ότι οι συναντήσεις είχαν αναλωθεί στην διαχείριση των πολιτικών ζητημάτων που ενδεχομένως προέκυπταν κατά την ανακοίνωση της επιλογής.  Άρα επιδίωξη δεν ήταν η κάλυψη της θέσης με ένα πρόσωπο που θα έπειθε τον πολίτη για την επάρκεια της επιλογής και θα μετρίαζε τον φόβο του στις ασύμμετρες απειλές που δέχεται, αλλά μια επικοινωνιακή επιχείρηση που η απρόσκοπτη διαχείριση της θα άφηνε στην άκρη την δύσκολη συζήτηση για το τι δεν δούλεψε με επάρκεια στις πυρκαγιές.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ο πολίτης δεν έχει την προσδοκία ένα κρατικός μηχανισμός να λειτουργεί πάντα στην εντέλεια και να επιλύει όλα τα προβλήματα, ασχέτως δυσκολίας και πολυπλοκότητας. Και υπομονή έχει και συγκατάβαση εκεί που χρειάζεται. Όταν όμως ένα μήνα πριν του λένε ότι ο μηχανισμός λειτουργεί καλύτερα από κάθε άλλη φορά, τότε έχει απαίτηση να μάθει τουλάχιστον γιατί αυτό απείχε παρασάγγας από την πραγματικότητα. Αυτό μέχρι σήμερα δεν έγινε, ούτε η κυβέρνηση δεσμεύτηκε αν και πότε θα γίνει.

Το ενδεχόμενο να μην υπάρξει ούτε καν μια διαπιστωτική Έκθεση για τις πυρκαγιές φέρνει στην επιφάνεια ένα άλλο διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας. Σε άλλα κράτη, όταν συμβεί ένα σημαντικό γεγονός με θετικές ή αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία, γίνεται φυσικά μια δημόσια συζήτηση και κάποια στιγμή είτε η κυβέρνηση είτε το Κοινοβούλιο αναθέτουν σε μια προσωπικότητα ή σε μια μικρή Ομάδα ειδικών να γράψουν μια Έκθεση. 

Αυτή η Έκθεση δεν είναι ούτε ΕΔΕ, ούτε πόρισμα προανακριτικής, ούτε δικαστικό βούλευμα. Είναι απλώς μια όσο γίνεται πιο αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων και των συνεπειών τους, η οποία ενδεχομένως αργότερα να αποτελέσει πηγή για άλλες επιτροπές και διαδικασίες που θα ασχοληθούν με το θέμα. Την ευθύνη για όσα λέει δεν την έχει κανένα κόμμα και κανείς θεσμός, παρά μόνο ο συντάκτης της. Επειδή η χρήση και η διάδοση της Έκθεσης θα είναι ευθέως ανάλογη της αντικειμενικότητας της, ο συντάκτης έχει κάθε κίνητρο να τηρήσει τους βασικούς κανόνες fair-play και να μην μεταφέρει προσωπικές προκαταλήψεις και προτιμήσεις, πολύ περισσότερο να μην δεχθεί να του υπαγορεύσουν το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα. Το μοντέλο δεν δουλεύει πάντα με αντικειμενικότητα, αλλά τις περισσότερες φορές καταφέρνει να διασφαλίσει αντικειμενικότητα και να είναι χρήσιμο.

Ο θεσμός αυτός των ανεξάρτητων Εκθέσεων απουσιάζει δραματικά από την Ελλάδα. Όταν υπάρξουν γεγονότα που απαιτούν μια δημόσια εξέταση και πληροφόρηση, ο συνηθέστερος δρόμος είναι οι εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές, όπου οι εκδοχές της πραγματικότητας είναι ίσες με τον αριθμό των κομμάτων στην Βουλή. Και μόνο αυτό το χαρακτηριστικό αρκεί για να κάνει αυτή την διαδικασία – παρά τον χρόνο και τα έξοδα που απαιτεί – να φαίνεται σαν διακωμώδηση της αλήθειας σε οποιονδήποτε παρατηρητή του εξωτερικού.

Επιπλέον, οι επιτροπές αυτές συνιστώνται όχι ανάλογα με την σημασία ή την έκταση του γεγονότος που θα εξετάσουν αλλά μόνο αν υπάρχει υπόνοια εμπλοκής πολιτικών στελεχών ή σοβεί βαθειά σύγκρουση μεταξύ κομμάτων και θέλουν να την αξιοποιήσουν προς όφελος τους. Αλλιώς, η κρίση περνάει από δίπλα τους και αγρόν ηγόρασαν για τις συνέπειες που έχει στην κοινωνία ή για τον θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο που θα έχει στην κοινωνία. Έτσι για παράδειγμα, μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμμία Έκθεση για τις πυρκαγιές της Ηλείας του 2007, τις πλημμύρες της Μάνδρας, ούτε καν για την τραγωδία στο Μάτι το 2018. Να μην μιλήσουμε για πολλές άλλες ζημιές και καταστροφές που έχουν συμβεί ή προβλήματα που χρονίζουν σε άλλους τομείς.

Εάν η κυβέρνηση θέλει να τελειώσει αυτή την θλιβερή παράδοση απαξιωτικής σιωπής και αδιαφορίας για τις αγωνίες του πολίτη μπορεί να ξεκινήσει πρώτη και να ζητήσει την σύνταξη μιας Έκθεσης που θα απαντά στα βασικά ζητήματα ετοιμότητας και αδυναμίας, άμεσης αντίδρασης και αποτυχίας, και γενικά στην αναμέτρηση του μηχανισμού με το πρωτοφανές σε μέγεθος πρόβλημα που έπρεπε πρόσφατα να αντιμετωπίσει με τις πυρκαγιές.

Η Έκθεση αυτή δεν θα είναι ούτε υποκατάστατο δικαστικού βουλεύματος ούτε θα υπέχει θέση πραγματογνωμοσύνης. Θα ενημερώνει όμως τον πολίτη τι μπορεί να περιμένει από το κράτος, τι υστερεί και πρέπει να διορθωθεί και ποιο είναι το μέγεθος της απειλής που εγκυμονεί η κλιματική αλλαγή στην χώρα μας. Επίσης ποιο θα είναι το κόστος εάν η προστασία θέλουμε να καλύψει πολλές δραστηριότητες  και να μειώσει το ρίσκο στο οποίο υποβάλλεται σήμερα η κοινωνία, τις περισσότερες φορές χωρίς να το γνωρίζει.

Η Έκθεση θα ήταν επίσης χρήσιμη για το τι θα περίμενε η κυβέρνηση από τον νέο πολιτικό προϊστάμενο της υπηρεσίας, αντί να δαπανάται πολύτιμος χρόνος τους με τα διαδικαστικά των δημοσίων σχέσεων και τις πολιτικές κόντρες που κάθε συγκεκριμένη επιλογή θα προκαλούσε.

Θα ήταν ένα είδος συμβολαίου με όποιον καταλάμβανε την θέση για τις προσδοκίες που η ίδια η κυβέρνηση έχει από την διαδικασία και θα μπορούσε έτσι σε ένα-δύο χρόνια να κριθεί η επάρκεια της επιλογής της. Πολύ περισσότερο που η τελική επιλογή της κυβέρνησης είναι ένα στέλεχος απόλυτα εξοικειωμένο με τις πρακτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις απαιτήσεις δημόσιας αξιολόγησης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα