Το χαρτί και το μελάνι τον καλό γαμπρό τον κάνει…

Διαβάζεται σε 7'
Φωτογραφία γάμου από το 1930 (αρχείου)
Φωτογραφία γάμου από το 1930 (αρχείου) iStock

12 Φεβρουαρίου, η παγκόσμια ημέρα του γάμου. Ας, μιλήσουμε, για τον ξεχασμένο (;) θεσμό της προίκας.

Κοιτώντας προς τα πίσω, βαθιά στην ιστορία, σχεδόν από τότε που έχουμε γραπτές αναφορές, συναντάμε με τη μία ή την άλλη μορφή την έννοια της προίκας στην επίσημη συνεύρεση του άνδρα και της γυναίκας. Σκοπός της προίκας, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, είναι η συμμετοχή της γυναίκας στα οικονομικά βάρη του γάμου. Είναι η προσφορά της στον οικογενειακό προϋπολογισμό, εφόσον συνήθως αυτή δεν δουλεύει.

Ας ξεδιπλώσουμε, όμως, το νήμα της προικοδοσίας από την Οδύσσεια και μέχρι τις μέρες μας.

Στα χρόνια του Ομήρου χρησιμοποιείται για την προίκα η λέξη έδνα με διπλή έννοια. Σημαίνει τόσο τα δώρα που δίνει ο μελλοντικός σύζυγος στον πατέρα της κοπέλας, όσο και τα αγαθά που παραχωρούνται από τον πατέρα της κοπέλας στον μελλοντικό του γαμπρό.

Στην Μετα-Ομηρική εποχή αυτό που αναγνωριζόταν στις γυναίκες ήταν απλώς το δικαίωμά τους να παίρνουν προίκα, εξ ου και η ονομασία τους επίπροικοι. Το δικαίωμα, δηλαδή, να παίρνουν κατά το γάμο τους ένα σύνολο αγαθών που κατέληγε τελικά να περιέρχεται στην κυριότητα του άντρα τους. Η παραλαβή προίκας απέκλειε τη γυναίκα από κάθε περαιτέρω συμμετοχή της σ΄ όποια μελλοντική διανομή της πατρικής κληρονομιάς.

Οι νόμοι του Σόλωνα προσπάθησαν να προστατεύσουν τις πλούσιες γυναίκες που ως μοναχοκόρες έπαιρναν μεγάλη προίκα, και οι οποίες ύστερα από τη γέννηση του κληρονόμου διέτρεχαν τον κίνδυνο να αγνοούνται από τον άντρα τους. Ο Σόλων, λοιπόν, σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Σόλων 20,4) επέβαλε δια νόμου να έχουν μαζί τους τρεις, τουλάχιστον, σεξουαλικές επαφές μηνιαίως!

Η γυναίκα δεν ήταν ιδιοκτήτρια της προίκας της και δεν μπορούσε να τη διαθέσει ελεύθερα, πράγμα που, αν πιστέψουμε στη μαρτυρία του Αριστοτέλη, δεν συνέβαινε στην Σπάρτη.

Τον 4ο αι. π.Χ. η προίκα περιλάμβανε τόσο κτήματα όσο και χρηματικά ποσά, πολύτιμα αντικείμενα, κοσμήματα, ρούχα. Η πόλη φρόντιζε να προικίσει τις ορφανές των οποίων ο πατέρας είχε χαθεί στον πόλεμο (Δημοσθένης, Προς Μακάρτατον, 54). Επίσης ο νόμος προέβλεπε πως η κληρονόμος μιας ισχνής περιουσίας δεχόταν από τον πιο κοντινό συγγενή της, στην περίπτωση που αυτός αρνούνταν να την παντρευτεί, μία προίκα ανάλογη προς την περιουσία του.

Στο Βυζάντιο τον 6ο αι. η προίκα της γυναίκας μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον σύζυγο από τη στιγμή του γάμου και μετά, αλλά με τον ισχυρό περιορισμό ότι ενδέχεται να δώσει μέρος της ή και να την επιστρέψει ολόκληρη αν προέκυπτε διαζύγιο. Αν ο σύζυγος είχε μία οικονομική καταστροφή, η επιστροφή της προίκας είχε το προβάδισμα έναντι των διεκδικήσεων των πιστωτών του. Εθεωρείτο ότι η γυναίκα με την προίκα αποκτούσε κοινωνική επιφάνεια και ασφάλεια ανεξάρτητα από τον σύζυγό της. Με αυτό το σκεπτικό ο Ιουστινιανός επιχείρησε να επέμβει στα έθιμα των Αρμενίων οι οποίοι σκέφτοταν με τον “απολίτιστο” τρόπο να δίνουν τις γυναίκες στους συζύγους τους χωρίς προίκα και να αφήνουν να δίνουν χρήματα οι άντρες που ενδιαφέρονταν γι΄ αυτές.

Μία γυναίκα που ξαναπατρευόταν απαγορευόταν να δώσει ή να υποσχεθεί στο νέο της σύζυγο μία “απειθή προίκα” δηλαδή μεγάλη προίκα για να μην αποστερήσει τα παιδιά της από το μερίδιο που τους αναλογούσε. Στις περιπτώσεις των διαζυγίων οι γυναίκες ήταν κατά κύριο λόγο οι χαμένες. Αν δεν είχε λόγο για το διαζύγιο έχανε την προίκα και τα γαμήλια δώρα. Και συνήθως ο νόμος δεν της έδινε περιθώρια.

Στην Δυτική Ευρώπη, στα βασίλεια εκτός της περιοχής του Βυζαντίου, μετά τον 7ο αι. θεωρούσαν ότι οι γυναίκες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά παιδοποιητικές μηχανές. Ήταν υποχρεωμένες να παντρεύονται κάποιον και έτσι περνούσαν από την πατρική τους οικογένεια στην οικογένεια του άντρα τους. Έφερναν μαζί τους, στους νέους οίκους τους, κάποια προίκα της οποίας ο σύζυγος γινόταν αυτομάτως κύριος.

Στην σύγχρονη Ελλάδα ποιος θυμάται τα προικοσύμφωνα; Ο θεσμός της προίκας, ως συνιστώσα του γάμου, εξακολουθεί να ισχύει;

Είναι γνωστό ότι η προίκα δίνεται με δύο μορφές, επίσημα συντάσσοντας προικοσύμφωνο και ανεπίσημα με το λόγο των δύο μερών. Οι πηγές που υπάρχουν προέρχονται από τα προικοσύμφωνα και στα οποία συνήθως αναφέρονται ακίνητα αλλά και κινητά όπως χρήματα, ρουχισμός, κοσμήματα κ.λπ. Πριν το 1919 -οπότε άρχισε και η φορολογία των προικών- καταγράφονται προικοσύμφωνα στο 40% των συναπτομένων γάμων ενώ το 1970 κυμαίνεται στο 25% των τελούμενων γάμων (Χ.Συμεωνίδου – Αλατοπούλου, Η εξέλιξη του θεσμού της προίκας στην Ελλάδα, 1956-1974). Ας σημειωθεί ότι το ποσοστό της προικοδοσίας είναι πολύ μεγαλύτερο αφού δεν συνάπτονται πάντα προικοσύμφωνα.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας της Χάρης Συμεωνίδου – Αλατοπούλου για την εξέλιξη του θεσμού της προίκας στην Ελλάδα η εξελικτική πορεία του φαινομένου της προίκας εμφανίζεται ανοδική και όχι καθοδική. Για παράδειγμα όταν το 1957 το ποσοστό των προικοσυμφώνων γάμου είναι 17,2% το 1974 σημειώνει αύξηση και το ποσοστό φτάνει το 28,5%. Τα ποσοστά αυτά αντιπροσωπεύουν την περίοδο 1956 με 1974 που έγινε και η έρευνα όπου στα νησιά του Αιγαίου και στην περιφέρεια της πρωτευούσης παρουσιάζονται σχετικά έντονες αυξομειώσεις, 45,35 και 25,7% αντίστοιχα σε αντίθεση με την περιοχή της Θράκης, όπου έχουμε το χαμηλότερο ποσοστό προικοσυμφώνων με 3,4%

Στη Θεσσαλία όπου παρατηρείται αυξημένο ποσοστό προικοσυμφώνων 33,4% η κατοχή γης έχει ιδιαίτερα σημασία αφού πρόκειται για μία εύφορη περιοχή σε αντίθεση με την Ήπειρο όπου το ποσοστό ανέρχεται στο 15%.

Ακολουθώντας τα βήματα της έρευνας της Χάρης Συμεωνίδου – Αλατοπούλου διαπιστώνουμε ότι οι περιοχές που προβάλλουν με το χαμηλότερο ποσοστό προικοσυμφώνων έχουν αντίθετα υψηλό ποσοστό εργαζόμενων γυναικών. Με την είσοδο της γυναίκας στην αγορά εργασίας, την οικονομική ανεξαρτητοποίησή της ο θεσμός της προίκας έχει εξασθενίσει. Αυτό όμως δεν συμβαίνει το ίδιο σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Δηλαδή στα νησιά του Αιγαίου που όπως έχουμε αναφέρει το υψηλότερο ποσοστό προικοσυμφώνων έχει όμως παράλληλα και το μικρότερο ποσοστό εργαζομένων γυναικών.

“φέρτε βελόνι κίτρινο και μακαρά κικνάτο
να σεντονιάσ’ με το πάπλωμα γιατ’ είναι νυφικάτο”

Όταν αναφερόμαστε σε αγροτική περιοχή τότε συναντούμε την προικοδοσία με είδη (ρουχισμό κ.λπ.) τα λεγόμενα προικιά, ενώ στις αστικές περιοχές συνηθίζεται η προίκα με τη μορφή της οικονομικής ενίσχυσης.

Το έθιμο της προίκας θέλει τα προικιά της κόρης να είναι τα προϊόντα της προκοπής της και της προκοπής της οικογένειάς της. Γι’ αυτό το λόγο επιδεικνύονται και εκθέτονται στη θέα -κυρίως- του χωριού. Τα κορίτσια ράβουν, κεντούν και υφαίνουν. Κάθε κορίτσι και το πιο φτωχό θεωρούνταν ότι έπρεπε να έχει π.χ. μία σειρά από πετσέτες. Σε περιοχές, ιδιαίτερα φτωχές, προίκα του κοριτσιού θεωρείται η παρθενιά του.

Ο θεσμός αυτός-που όπως αναφέραμε εμφανίζεται από την εποχή του Ομήρου με την έδνα- συνιστά ένα κοινωνικό φαινόμενο που σχετίζεται άμεσα με τον θεσμό της ιδιοκτησίας. Πώς δηλαδή και σε ποιον και με ποια συμφωνία μεταβιβάζονται κινητά και ακίνητα. Το παράδειγμα της εύφορης Θεσσαλίας και της άγονης Ηπείρου είναι αρκετό για να φανεί η σημασία της μεταβίβασης της γης.

Οι συνθήκες της προικοδοσίας μετασχηματίζονται ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Με άλλα λόγια είναι συνάρτηση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που επικρατούν σε διάφορες περιοχές.
Η είσοδος της γυναίκας στην παραγωγή άλλαξε τις ισορροπίες και ο λόγος αυτός της προίκας άρχισε να εκλείπει.

Επίσημα ο θεσμός της προίκας, στη χώρα μας, καταργήθηκε δια νόμου τον Φεβρουάριο του 1983.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα