Το δικαίωμα στη τεμπελιά είναι δικαίωμα στη ζωή

Το δικαίωμα στη τεμπελιά είναι δικαίωμα στη ζωή
Μοντέρνοι Καιροί, κινηματογραφική ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν Μοντέρνοι Καιροί

Σε μια κοινωνία που χάνει μάχες για τα εργασιακά δικαιώματά της, κάποιοι κουνούν το δάχτυλο κάνοντας λόγο για "αργίες που είναι για τεμπέληδες".

Ο Πωλ Λαφάργκ (1842-1911) υπήρξε από τις εξέχουσες μορφές του ευρωπαϊκού, και ειδικότερα του γαλλικού, εργατικού κινήματος. Υπήρξε μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας του Προυντόν και αρθρογράφος σε αριστερές εφημερίδες. 

Το 1866-’67 ήταν ήδη γραμματέας και τακτικός ανταποκριτής του Καρλ Μαρξ, και το 1868 παντρεύτηκε τη δευτερότοκη κόρη του, Λώρα. Μετά τη συντριβή της Κομμούνας το 1871, ο Λαφάργκ κατέφυγε στο εξωτερικό και συνέχισε τη δράση του από εκεί. Δέκα χρόνια μετά, εκδόθηκε αμνηστία και το 1885 εκλέχθηκε βουλευτής στη Lille. Το πιο γνωστό του πόνημα ήταν το “Δικαίωμα Στη Τεμπελιά”, ένα κείμενο – μνημείο του ελεύθερου πνεύματος.

Ο Πωλ και η Λώρα Λαφάργκ έδωσαν οι ίδιοι τέρμα στη ζωή τους τη νύχτα της 26ης προς 27η Νοεμβρίου 1911, όντας όπως έγραφαν, “ακόμα υγιείς στο σώμα και στο πνεύμα”.

Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά ήταν ένα κείμενο που βασιζόταν στις αρχές της γαλλικές επανάστασης.

Από τον πρόλογό του: “Ο κ. Τιέρ (αρχηγός του κράτους στη Γαλλία από το 1871 έως το 1873), στο πλαίσιο της Επιτροπής για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στα 1849, έλεγε: “Θέλω να καταστήσω πανίσχυρη την επιρροή του κλήρου, γιατί υπολογίζω να προωθήσω με την υποστήριξή του αυτή τη χρηστή φιλοσοφία που διδάσκει στον άνθρωπο ότι βρίσκεται σ’ αυτόν τον κόσμο για να υποφέρει, κι όχι την άλλη φιλοσοφία που του αντιλέγει, “Ευφραίνου”. Ο κ. Τιέρ με τα λόγια αυτά διατύπωνε την ηθική της αστικής τάξης, ενσαρκώνοντας τον ανελέητο εγωισμό και τη στενοκέφαλη νοοτροπία της.

Η αστική τάξη, ενόσω πολεμούσε ενάντια στους ευγενείς, τους οποίους τότε ο κλήρος υποστήριζε, είχε για λάβαρο την ελεύθερη αναζήτηση και την αθεΐα. Ωστόσο, με το θρίαμβό της, άλλαξε τόνο και συμπεριφορά· και σήμερα εννοεί να στηρίζει μέσω της θρησκείας την οικονομική και πολιτική της ανωτερότητα… Η καπιταλιστική ηθική, αξιοθρήνητη παρωδία της χριστιανικής ηθικής, ρίχνει το λίθο του αναθέματος στο σαρκίο του εργάτη, θέτει ως ιδανικό της να υποβιβάσει τον παραγωγό στο ελάχιστο επίπεδο αναγκών, να καταργήσει τις χαρές και τα πάθη του και να τον καταδικάσει στο ρόλο της μηχανής που απολυτρώνει από την εργασία, χωρίς ανάπαυση και χωρίς οίκτο”.

Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά του Λαφάργκ, είναι ένα ανεστραμμένο Δικαίωμα στην Εργασία, ή αν θέλετε, μια πρώιμη θεμελίωση – διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων που υπογράφηκαν με αίμα, και σήμερα καταργούνται σταδιακά στο όνομα της “ελαστικοποίησής” τους και σε κάθε περίπτωση, τίθενται πάλι εν αμφιβόλω.

Όπως γράφει ο Λαφάργκ στο σπουδαίο ουμανιστικό του έργο: “Δουλεύετε, δουλεύετε, προλετάριοι, για να αυξάνετε τον κοινωνικό πλούτο και τα προσωπικά σας βάσανα, δουλεύετε, δουλεύετε ώστε, με το να γίνεστε ακόμα πιο φτωχοί, να έχετε ακόμα περισσότερους λόγους να δουλεύετε και να είστε εξαθλιωμένοι. Τέτοιος είναι ο αμείλικτος νόμος της καπιταλιστικής παραγωγής”.

Πράγματα που φυσικά έρχονται σε κάθετη και ιδεολογική αντιδιαστολή με όσα δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος με αφορμή τον εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, που φέτος δεν θα είναι αργία.

“Η αργία είναι για τους τεμπέληδες” ήταν η ρήση του Αρχιεπισκόπου, σε μια αν μη τι άλλο γενικευτική διατύπωση.

Το ενδιαφέρον είναι πως διατρέχοντας κανείς το κείμενο του Λαφάργκ, στη σελίδα 31 του βιβλίου βρίσκει την παρακάτω παράγραφο:

“Και, στο όνομα της χριστιανικής πραότητας, ένας κληρικός της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο αιδεσιμότατος Τάουνσεντ, ψαλμωδεί: Δουλεύετε, δουλεύετε νύχτα και μέρα- δουλεύοντας, συμβάλλετε στο να μεγαλώσει η δυστυχία σας, κι αυτή η δυστυχία σας μας απαλλάσσει από το να σας επιβάλλουμε τη δουλειά με τη δύναμη του νόμου. Η επιβολή της δουλειάς διά του νόμου “φέρνει πολλή οδύνη, απαιτεί υπερβολική βία και προκαλεί μεγάλο αντίκτυπο- η πείνα,αντίθετα, είναι όχι μόνο μια ειρηνική πίεση, σιωπηλή, αδιάκοπη, αλλά επίσης, καθώς είναι το πιο φυσικό κίνητρο της δουλειάς και της βιομηχανικής δραστηριοποίησης, προκαλεί τις πιο έντονες προσπάθειες”.

“Η καταστρατήγηση του ελεύθερου χρόνου, μεταβάλλει τη μηχανή από μέσο που απελευθερώνει, σε μέσο που υποδουλώνει τον ελεύθερο άνθρωπο”, γράφει ο Λαφάργκ.

Ο Λαφάργκ καταλήγει πως οι νικητές της επανάστασης, η αστική τάξη, έχει αιχμαλωτίσει την εργατική τάξη, την έχει υποτάξει με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε οι αστοί να εργάζονται όσο λιγότερο γίνεται, δημιουργώντας παράλληλα “ψευδείς ανάγκες” για το πόπολο.

Η ίδια η εργατική τάξη δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την καταναλωτική γιορτή λόγω των χαμηλών εισοδημάτων, μονάχα την ονειρεύεται. Επίσης, δεν έχει τον χρόνο να αφιερώσει στις απολαύσεις λόγω της υπερ-εργασίας. Οι αστοί που φοβούνται πως μια μέρα θα χάσουν την εξουσία τους, σκληραίνουν τη στάση τους όλο και περισσότερο, όταν οι από “κάτω” αντιδρούν.

Η δυστοπία αυτή τροποποιήθηκε, τις δεκαετίες που ακολούθησαν χύθηκε αίμα εργατών, τα εργασιακά δικαιώματα χτίστηκαν γύρω από τον πενθήμερο οκτάωρο και σήμερα, μπαίνουν πάλι στο στόχαστρο όλο και περισσότερο.

Η εκκλησία ήταν και θα είναι σύμμαχος της αστικής τάξης. Ο ένας εργάζεται για τον άλλο. Η δήθεν “ταπεινότητα” και ο “λιτός τρόπος ζωής”, εναρμονίζονται αγαστά με τον αποκλεισμό της εργατικής τάξης από το “πάρτι”. Οι απολαύσεις παραμένουν για τους λίγους, θα είναι μια φαντασίωση για όσους θα θυσιαστούν προσπαθώντας να κατακτήσουν μια φαινομενική ευτυχία.

Και όμως. Ο Λαφάργκ καλεί στην επιστροφή στην απλότητα, στον λιτό τρόπο ζωής, ονειρεύεται μια κοινωνία χωρίς υπερβολές, χωρίς ωφελιμισμό και άσκοπα έξοδα. Γιατί η εκκλησία δεν προτάσσει λοιπόν αυτές τις ιδέες; Μα πολύ απλά, γιατί έχει συνηθίσει διαχρονικά, να απευθύνεται με μεγαλύτερη ευστοχία και ευκολία, προς εκείνους που αναζητούν μια ελπίδα, προς τους απελπισμένους της κοινωνίας, προς τους απόκληρους.

Το σύστημα θα συνεχίσει να δημιουργεί απόκληρους και να απομυζά ζωές. Και επειδή δεν μου αρέσει ποτέ να γενικεύω, θα σταθώ στο πλάι των Κληρικών εκείνων που με τον λόγο τους ενθαρρύνουν την αέναη καλλιέργεια του ανθρώπινου πνεύματος και την ανυπακοή προς κάθε τι που αιχμαλωτίζει. Υπάρχουν και αυτοί. Και ελπίζω, η χθεσινή δήλωση του Αρχιεπίσκοπου να ήταν απλώς, άστοχη, και όχι ιδεολογικά προσανατολισμένη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα