Γρίφος η σεισμική επάρκεια των δημόσιων κτηρίων

Άγνωστη παραμένει η σεισμική επάρκεια των δημοσίων κτιρίων. Σε καλή κατάσταση τα κτίρια στην Ελλάδα επισημαίνει ο πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας. Σε περίπτωση μεγάλου σεισμού Αθήνα και Θεσσαλονίκη θα παρουσιάσουν τα μεγαλύτερα προβλήματα
- 01 Απριλίου 2011 11:49
Ο καταστροφικός σεισμός της Ιαπωνίας, δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε αντιστοίχου βαθμού σεισμικότητας περιοχή, μας έφερε ενώπιον του ερωτήματος της ασφάλειας και σεισμικής επάρκειας των κτιρίων στην Ελλάδα.
Ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) έχει εντοπίσει και καταγράψει προβλήματα σε σχολεία, με τον πρόεδρο του Οργανισμού, Κοσμά Στυλιανίδη,να σημειώνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων πως “η κατάσταση των κτιρίων στην Ελλάδα είναι καλή”.
Οι προδιαγραφές βάσει των οποίων κατασκευάζονται τα κτίρια καθορίζονται από “το Σεισμό Σχεδιασμού, το μέσο δηλαδή αναμενόμενο σεισμό της 50ετίας και όχι το μεγαλύτερο σεισμό που αναμένεται στην Ελλάδα”.
Το πρόγραμμα καταγραφής και αξιολόγησης της στατικής επάρκειας των κτιρίων που φιλοξενούν δημόσιες υπηρεσίες ξεκίνησε από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας το 1996, με επικεφαλής τότε, τον ομότιμο καθηγητή του ΕΜΠ, πολιτικό μηχανικό Θεοδόση Τάσσιο.
Η δημιουργία του ΟΑΣΠ, όπως επισημαίνει ο ίδιος, κινήθηκε για την πρώτη άμεση καταγραφή 80.000 κτιρίων μέσα από ένα ερωτηματολόγιο πρωτοβάθμιου ελέγχου (σσ. οπτικού), στο οποίο που κλήθηκαν να απαντήσουν οι αρμόδιες υπηρεσίες.
Στο ερωτηματολόγιο αυτό, που κατέτασσε τα κτίρια σε τρεις κατηγορίες (πρώτης, δεύτερης και τρίτης προτεραιότητας παρέμβασης) ανταποκρίθηκε ποσοστό μόλις 10% των διοικήσεων. Δεδομένου ότι από την πλευρά του ΟΣΚ η ανταπόκριση ξεπέρασε το 40%, είναι φανερό ότι ελάχιστα γνωρίζει κανείς για τα δημόσια κτίρια και ιδίως τα δημόσια νοσοκομεία, όπου δεν έχει γίνει καμιά καταγραφή.
Η ολιγωρία των αρμοδίων υπηρεσιών ώθησε το ΤΕΕ στην αναζήτηση κάποιων κονδυλίων και τη δημιουργία μίας βάσης δεδομένων από την επεξεργασία των στοιχείων της ΕΣΥΕ και την τροφοδοσία της με παραμέτρους, που δίνουν τη δυνατότητα στους 1036 νέους Καλλικρατικούς δήμους να προχωρήσουν στην αξιολόγηση του κτιριακού τους αποθέματος. Μάλιστα, το Επιμελητήριο προχώρησε σε πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος (Εθνικό Πρόγραμμα Αντισεισμικής Ενίσχυσης Υφιστάμενων Κτιρίων) στην Τρίπολη.
Στόχος του πιλοτικού προγράμματος ήταν η διαμόρφωση μίας ενεργητικής πολιτικής αντισεισμικής προστασίας. Από την καταγραφή έχει προκύψει ένας σκληρός δίσκος, με δεδομένα των δομικών συστημάτων και των υλικών, με τα οποία έχει κατασκευαστεί μεγάλο δείγμα κτιρίων της πόλης και είναι στη διάθεση του υπουργείου Εσωτερικών για να το διανείμει στους δήμους.
Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτει ότι σε περίπτωση μεγάλου σεισμού, το μεγαλύτερο πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, καθώς θα εμφανιστούν αστοχίες σε 13% και 6% των κτιρίων αντίστοιχα, με μεγάλη πιθανότητα να «αχρηστευθούν» 50% των παραπάνω.
Το γεγονός αυτό στηρίζεται στους υφιστάμενους αντισεισμικούς κανονισμούς, καθώς στην συντριπτική τους πλειονότητα τα κτήρια είναι κατασκευασμένα πριν από την εφαρμογή του ΓΟΚ του ’85. Πολλά μάλιστα έχουν κτιστεί και πριν το 1959, όταν δεν υπήρχαν καν αντισεισμικές προδιαγραφές.
Σημειώνεται ότι τα κτίρια πριν το 1985 είναι ήδη ηλικίας 30 ετών και το μπετόν έχει χρόνο ζωής 50 χρόνια. Ένα κτίριο με φέροντα οργανισμό από μπετόν και χάλυβα, στα 70 χρόνια μπορεί ακόμη και να καταρρεύσει, χωρίς καν να γίνει σεισμός.
Στην τεκμηρίωση αυτή στηρίχθηκε και η ρύθμιση για την «τακτοποίηση» των ημιυπαίθριων, που επικαλέσθηκε το ΥΠΕΚΑ και έγινε δεκτή από το Συμβούλιο της Επικρατείας.