Μελέτη Eteron: Πληθωρισμός και αντιπληθωριστικές Πολιτικές – Η περίπτωση της Ελλάδας

Μελέτη Eteron: Πληθωρισμός και αντιπληθωριστικές Πολιτικές – Η περίπτωση της Ελλάδας

Την πρόσφατη πορεία του πληθωρισμού εξετάζει μελέτη που δημοσιεύεται στο Eteron στο πλαίσιο του project του για την Οικονομική Δικαιοσύνη.

To Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή δημοσιεύει σήμερα τη μελέτη της Σωτηρίας Θεοδωροπούλου, Senior Researcher στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUI), και του Χρήστου Πιέρρου, επιστημονικού συνεργάτη στο ΙΝΕ της ΓΣΕΕ και μετα-διδακτορικού ερευνητή στο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ, με τίτλο «Πληθωρισμός και Αντιπληθωριστικές Πολιτικές: Η περίπτωση της Ελλάδας».

Η μελέτη δημοσιεύεται στο πλαίσιο του project του Eteron για την Οικονομική Δικαιοσύνη και εξετάζει την πρόσφατη πορεία του πληθωρισμού, τους παράγοντες που τον προκαλούν στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά και τις πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί για τον περιορισμό της αύξησής του και την άμβλυνση των επιπτώσεών του στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις.

Στη μελέτη γίνεται μια προκαταρκτική αξιολόγηση αυτών των μέτρων, από την οποία προκύπτει ότι η ανεπαρκής στόχευση των ευάλωτων νοικοκυριών σημαίνει ότι, παρά τα υψηλά επίπεδα δαπανών, οι πολιτικές που ελήφθησαν δεν έχουν αμβλύνει ουσιαστικά τον υφεσιακό αντίκτυπο του πληθωρισμού. Κι αυτό ισχύει ιδίως για τα νοικοκυριά με παρατεταμένη, όσο και υψηλή χρηματοοικονομική ευθραυστότητα από τα δύο προηγούμενα οικονομικά σοκ που βίωσαν από το 2010 και μετά.

Τα βασικότερα σημεία της μελέτης:

Τον Σεπτέμβριο του 2021 εκτοξεύτηκαν οι ρυθμοί πληθωρισμού παγκοσμίως. Αντιστοίχως στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αυξήθηκε εντυπωσιακά γρήγορα και τον Σεπτέμβριο του 2022 διαμορφώθηκε στο 12,1% (σε ετήσια βάση), πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που ήταν 9,9%. Στη συνέχεια ακολούθησε μια μείωση που σημείωσαν παγκοσμίως οι τιμές ενέργειας το τελευταίο τρίμηνο του 2022. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, λοιπόν, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα φαίνεται να είναι πιο στενά συνυφασμένος με τις παγκόσμιες τιμές της ενέργειας, είτε κινούνται ανοδικά είτε καθοδικά, από ό,τι με τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι στην Ελλάδα, η συνιστώσα του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή που κατέγραψε τη μεγαλύτερη απόκλιση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης ήταν η κατηγορία «στέγαση, ύδρευση, ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα», η οποία διαμορφώθηκε στο 38,1%, πολύ υψηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης που ήταν στο 21,1%.

Γιατί όμως η Ελλάδα είχε τόσο μεγάλη απόκλιση στο ενεργειακό κόστος σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη;

Όπως σημειώνουν οι Σ. Θεοδωροπούλου και Χρ. Πιέρρος, «η μεγάλη απόκλιση έχει αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες, όπως η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από εισαγόμενα αγαθά και ενέργεια, το σχετικά υψηλό μερίδιο της ενέργειας στο κόστος των ελληνικών επιχειρήσεων, το μικρό κατά μέσο όρο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων και ολιγοπωλιακά φαινόμενα σε διάφορους τομείς».

Προκειμένου όμως να εξεταστούν τα αίτια των υπερβολικά υψηλών τιμών ενέργειας στην Ελλάδα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022 η μελέτη εστιάζει κυρίως στον τομέα της ενέργειας.

Το φυσικό αέριο είναι άκρως διαδεδομένο στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2021 το μερίδιο του φυσικού αερίου στην παραγωγή ενέργειας ήταν το 6ο υψηλότερο σε όλη την ΕΕ, ενώ το 2020 η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγόμενο φυσικό αέριο. Αυτές οι δυσμενείς συνθήκες επιδεινώθηκαν από τις ολιγοπωλιακές συνθήκες στον τομέα της ενέργειας, οι οποίες επέφεραν υψηλά κόστη διανομής, προσαυξήσεις και τελικά τιμές στον τομέα της ενέργειας, σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, αποτελώντας έτσι τον βασικό παράγοντα του ενεργειακού πληθωρισμού.

1. Καθοριστικός παράγοντας είναι το υψηλό κόστος διανομής φυσικού αερίου. Ήδη το 2021, το μερίδιο του κόστους διανομής στη λιανική τιμή του φυσικού αερίου ήταν το 3ο υψηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, ενώ η ενεργειακή συνιστώσα ήταν η 4η υψηλότερη, αντίστοιχα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μια πιθανή εξήγηση αυτής της υψηλής κατάταξης είναι ο βαθμός συγκέντρωσης της αγοράς ενέργειας. Οι προσπάθειες για την αύξηση του ανταγωνισμού στον τομέα της ενέργειας τα προηγούμενα χρόνια είχαν περιορισμένο αντίκτυπο στη μείωση της συγκέντρωσης της αγοράς. Συγκεκριμένα, η ιδιωτικοποίηση του τομέα της ενέργειας κατά την τελευταία δεκαετία είχε ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση του μονοπωλίου του δημόσιου τομέα από ένα ολιγοπώλιο του ιδιωτικού τομέα. Ωστόσο, οι δείκτες συγκέντρωσης της αγοράς βελτιώθηκαν ελάχιστα. Ως αποτέλεσμα, το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι Έλληνες πάροχοι φυσικού αερίου διατήρησαν το δεύτερο υψηλότερο περιθώριο κέρδους στην ΕΕ, ενώ το περιθώριο κέρδους των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας ουσιαστικά εξαφανίστηκε.

2. Η υψηλή κερδοφορία των παρόχων φυσικού αερίου διατηρείται ψηλά επίσης λόγω της ίδιας της δομής της ελληνικής αγοράς ενέργειας, η οποία επιτρέπει ιδιαίτερα μεγάλες αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου στην αγορά εξισορρόπησης. Σύμφωνα με τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), οι τιμές αγοράς επόμενης μέρας στην Ελλάδα είναι σταθερά μεταξύ των υψηλοτερων στην ΕΕ, ενώ σύμφωνα με τον Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), τον Σεπτέμβριο, το ανώτατο όριο της τιμής του φυσικού αερίου ήταν 1499 ευρώ/ MWh. Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχει σημαντική μετακύλιση των περιθωρίων κέρδους των διανομέων φυσικού αερίου στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας και, κατά συνέπεια, στο κόστος παραγωγής για την υπόλοιπη οικονομία.

3. Οι τιμές της ενέργειας αυξάνονται περαιτέρω λόγω των συγκριτικά υψηλών έμμεσων φόρων. Κατά την εφαρμογή των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής, η φορολογική πολιτική προσανατολίστηκε κυρίως προς μια επιβολή υψηλών έμμεσων φόρων και την καθιέρωση χαμηλότερου φόρου εισοδήματος και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διατηρείται στο ίδιο μοτίβο. Ως εκ τούτου, ορισμένοι καταναλωτές ενέργειας, κυρίως αυτοί που καταναλώνουν πετρέλαιο θέρμανσης, αντιμετωπίζουν από τα τέλη του 2019 πολύ υψηλότερους μέσους τεκμαρτούς φορολογικούς συντελεστές (implicit tax rates) στην Ελλάδα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, με τη διαφορά να κυμαίνεται μεταξύ 14 και 17 ποσοστιαίων μονάδων.

Μείωση του πραγματικού μισθού – Ο πληθωρισμός επηρεάζει περισσότερο τους μισθωτούς και τα φτωχότερα νοικοκυριά

Σε μισθολογικό επίπεδο, όπως καταγράφεται στη μελέτη, παρατηρείται μια μεγάλη απόκλιση μεταξύ του ονομαστικού και του πραγματικού μέσου μισθού κατά την έναρξη της ενεργειακής κρίσης (2021Q3) και μια συνεχιζόμενη διεύρυνση της σχετικής ψαλίδας. Αυτό εξηγείται από τη γενικευμένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας κατά την τελευταία δεκαετία, με την συντριπτική πλειονότητα των συλλογικών συμβάσεων να έχει συναφθεί σε επίπεδο επιχείρησης, ενώ οι αυξήσεις μισθών είναι περιορισμένες.

Με εξαίρεση το β’ τρίμηνο του 2020, όπου οι έμμεσοι φόροι έπεσαν κατακόρυφα λόγω των υγειονομικών μέτρων, το μερίδιο των μισθών παρουσιάζει πτωτική τάση, ενώ το μερίδιο των κερδών παρουσιάζει την αντίθετη τάση. Ο αυξανόμενος πληθωρισμός επηρέασε περισσότερο τους μισθωτούς, γεγονός που υποδεικνύει την ύπαρξη ισχυρών επιδράσεων λειτουργικής κατανομής. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τις πολιτικές αναδιανομής που υιοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση το 2019, οι οποίες μείωσαν τους συντελεστές άμεσης φορολογίας, ιδίως στο ανώτερο άκρο της εισοδηματικής κλίμακας.

Όπως αναμενόταν, ο τρέχων τύπος πληθωρισμού έχει άνισες επιπτώσεις, καθώς αυξάνει τις τιμές των βασικών αγαθών, τα οποία έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική κατανάλωση των φτωχότερων νοικοκυριών. Μεγαλύτερες διαφορές παρατηρούνται κυρίως στο κόστος στέγασης (ενέργεια), εξαιρουμένου του ενοικίου, και σε μικρότερο αλλά σημαντικό βαθμό στα «Τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά». Το αντίθετο ισχύει για το κόστος μετακίνησης των νοικοκυριών, δεδομένου ότι τα φτωχότερα βασίζονται περισσότερο στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα οποία είναι φθηνότερα και των οποίων η τιμή είναι πολύ λιγότερο ευμετάβλητη.

Σύμφωνα με τη μελέτη, τον Σεπτέμβριο του 2022 τα φτωχότερα νοικοκυριά θα έπρεπε να αυξήσουν την κατανάλωσή τους στο 171% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, προκειμένου να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο που είχαν το 2021. Το 1/4 αυτής της επιπλέον κατανάλωσης επιδοτήθηκε από την κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι λαμβάνοντας υπόψη τα αντισταθμιστικά μέτρα, στην πραγματικότητα αυτή η εισοδηματική ομάδα επιβαρύνθηκε από την κατακόρυφη άνοδο των τιμών κατά 13%. Οι κρατικές επιδοτήσεις ανήλθαν στο 16% του διαθέσιμου εισοδήματος και έτσι το ποσοστό αποταμίευσης ήταν μηδενικό. Όπως αναμενόταν, ο αντίκτυπος βελτιώνεται, όσο υψηλότερη είναι η εισοδηματική ομάδα.

Πολιτικές αντιμετώπισης του πληθωρισμού και ο αντίκτυπός τους

Στο πλαίσιο της προσπάθειας για μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών και διαρκώς αυξανόμενων τιμών ενέργειας στους οικιακούς χρήστες και τις επιχειρήσεις, η ελληνική κυβέρνηση α) επιχείρησε να αυξήσει τον ανταγωνισμό στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και να αποσυνδέσει τη λιανική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας από την ασταθή διεθνή χονδρική τιμή του φυσικού αερίου, β) επέβαλε φόρο 90% επί των έκτακτων κερδών των εταιρειών ενέργειας, μεταξύ Οκτωβρίου 2021 και Ιουνίου 2022 και γ) ανακοίνωσε εφάπαξ εισοδηματικές επιδοτήσεις για ομάδες οικονομικά ευάλωτων πολιτών (πχ. Fuel Pass, Power Pass, επιδοτήσεις τιμών ρεύματος και φυσικού αερίου).

Επίσης σημειώνεται πως οι εν μέρει κρατικοί πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στήριξαν τις κυβερνητικές πολιτικές με μέτρα στήριξης. Για παράδειγμα, η ΔΕΗ, άρχισε ήδη από τον Αύγουστο του 2021 να προσφέρει εκπτώσεις της τάξης του 30% σε σχέση με τις αυξημένες τιμές που διαφορετικά θα χρέωνε στους πελάτες της λόγω του υψηλότερου κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, η Δημόσια Επιχείρηση Φυσικού Αερίου παρείχε σταθερά εκπτώσεις τιμών στους οικιακούς πελάτες της, στα ίδια επίπεδα με την κυβέρνηση, ενώ τον Οκτώβριο του 2021 παρείχε επίσης φυσικό αέριο σε άλλους (ιδιωτικούς) παρόχους φυσικού αερίου σε μειωμένη τιμή, με στόχο να μετακυλήσουν τη χαμηλότερη τιμή στους πελάτες τους.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023 είχαν διατεθεί συνολικά 12 δισ. ευρώ για τη λήψη μέτρων, που αντιστοιχούν στο 6,6% του ΑΕΠ και παρά την υψηλή αναλογία δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ που εξακολουθεί να επιβαρύνει την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση υπήρξε μία από τις πιο δραστήριες στην ΕΕ όσον αφορά την προσπάθεια άμβλυνσης των συνεπειών του ενεργειακού πληθωρισμού για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων

Η μελέτη της Σ. Θεοδωροπούλου και του Χρ. Πιέρρου, εστιάζει κυρίως στην ανισότητα που προκύπτει από τις διανεμητικές επιδράσεις του πληθωρισμού, ενώ αξιολογούν κατά πόσον οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν ήταν αποτελεσματικές στην αντιστάθμιση της δυναμικής της ανισότητας.

Τα ευρήματα δείχνουν ότι η κυβερνητική στήριξη των νοικοκυριών ήταν από την μία σημαντική, αλλά ανεπαρκής για τα χαμηλότερα εισοδήματα και περιττή για τα υψηλότερα εισοδήματα. Τα φτωχότερα νοικοκυριά είναι σημαντικά υπερχρεωμένα, ενώ το ενιαίο επίδομα για τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, ανεξαρτήτως εισοδήματος, αποτελεί ένδειξη σπατάλης δημοσίου χρήματος.

Όπως τονίζεται στη μελέτη, η περιορισμένη αποτελεσματικότητα των αντιπληθωριστικών μέτρων δεν οφείλεται αποκλειστικά στις συγκεκριμένες πολιτικές που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση, αλλά έχει επίσης να κάνει και με δύο ακόμα κρίσιμους παράγοντες: Ο πρώτος σχετίζεται με τη διαχρονική ανεπάρκεια του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας στην Ελλάδα. Ο δεύτερος αφορά την επιδείνωση των εισοδηματικών συνθηκών των νοικοκυριών πριν από το 2020. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί ότι το συνολικό εισόδημα των νοικοκυριών δεν είχε προλάβει να ανακάμψει από την κρίση του ελληνικού χρέους, ακόμη και πριν ξεσπάσουν οι τρέχουσες ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις. Η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών είχε μειωθεί, από το μέσο επίπεδο της ΕΕ που ήταν το 2008, στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών μελών το 2021. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το εισόδημα των νοικοκυριών το 2021 βρισκόταν πολύ κάτω από το αντίστοιχο επίπεδο του 2008 (ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2022 γ’ τρίμηνο).

Από την άποψη αυτή, η επάρκεια των εθνικών πολιτικών για τη μείωση του κοινωνικού κόστους του πληθωρισμού περιορίζεται από την ήδη εύθραυστη κατάσταση των νοικοκυριών.

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα