Τελικά, πόσο εύκολη είναι η ένταξη των προσφύγων σε μια ευρωπαϊκή χώρα;

Τελικά, πόσο εύκολη είναι η ένταξη των προσφύγων σε μια ευρωπαϊκή χώρα;

Όταν ο Μοχάμεντ το 2019 ήρθε από την Συρία στην Αθήνα ήταν ένας από τους 10.856 συμπατριώτες του που έκαναν αίτηση για άσυλο στην Ελλάδα εκείνη την χρονιά. Όταν όμως έλαβε το άσυλο τότε ξεκίνησε ο Γολγοθάς του καθώς έπρεπε να βρει στέγη και δουλειά σε μια άγνωστη για αυτόν χώρα.

«Το 2015 παρακολουθούσαμε χιλιάδες πρόσφυγες να φτάνουν στην Αθήνα και να μην έχουν πού να πάνε. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα καμία πολιτική, ούτε υποδομή. Το 2016 τα σύνορα έκλεισαν και όλοι όσοι έρχονταν εγκλωβίζονταν εδώ» μας εξιστορεί η Αντιγόνη Κοτανίδη, η υπεύθυνη του προγράμματος “Curing the limbο” και μας εξηγεί πως γεννήθηκε η ιδέα: «Σκεφτήκαμε ότι χρειαζόμαστε κάτι για την επόμενη μέρα για όσους είχαν πάρει το άσυλο και θα έμεναν στην Aθήνα. Τότε δεν υπήρχαν προγράμματα που να στόχευαν στην ένταξη των προσφύγων. Ξέραμε ότι οι πρόσφυγες βρίσκονταν σε μια κατάσταση limbo, δεν είχαν κάτι να κάνουν μέσα στην ημέρα τους και απλώς περίμεναν… Θέλαμε λοιπόν να δημιουργήσουμε ένα ολιστικό μοντέλο ένταξης που να παρέχει τα πάντα: στέγαση, συμβουλευτική για εύρεση εργασίας, εκπαίδευση στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, workshops πάνω στις οπτικοακουστικές τέχνες και που να έχει μια πάρα πολύ μεγάλη επαφή με την πόλη και τους ενεργούς πολίτες».

Το προσφυγικό πρόβλημα εκείνες τις χρονιές ήταν τεράστιο.Ένας από τους εγκλωβισμένους στην Ελλάδα ήταν και ο Σαΐντ (Saeid) που ξεκίνησε από το Ιράν με όνειρο να φτάσει στην Βιέννη. Την ημέρα όμως που πέρασε με βάρκα από την Τουρκία στην Ελλάδα έμαθε ότι έκλεισαν τα σύνορα. «Όταν ήρθα στην Αθήνα κάποια στιγμή έμεινα στο camp στο Ελληνικό για ένα μήνα. Όσο ήμουν εκεί γνώρισα μια 60χρονη γυναίκα από την Συρία που μου είπε “βρε παιδί μου, εγώ στην Συρία είχα μια χαρά ζωή, ξεκινούσα το πρωί να μαγειρεύω για τα παιδιά μου, να κάνω δουλειες, φρόντιζα τα εγγόνια μου και τώρα 2 χρόνια που μένω εδώ ούτε που μπορώ να μιλήσω με κανέναν άνθρωπο. Δεν έχω τίποτα να κάνω. Βαρέθηκα”. Και εγώ σε κάποιο σημείο ένιωθα ότι ήμουν σε μια τέτοια κατάσταση. Δεν ήθελα να παίρνω επιδόματα, δεν ένιωθα καλα με αυτό, ήθελα να είμαι ανεξάρτητος. Στο Ελληνικό πήρα την απόφαση να μείνω στην Ελλάδα και ξεκίνησα να θέλω να μάθω την γλώσσα γιαυτό και γράφτηκα στο λύκειο το οποίο και τελείωσα» μας λέει σήμερα ο Σαΐντ σε άπταιστα ελληνικά.

Ο Σαΐντ όπως μας είπε, για περίπου δύο χρόνια ήταν στα camps προσφύγων και σε ξενώνες ΜΚΟ μέχρι που κάποιοι Έλληνες, φίλοι του, τον βοήθησαν να βρει ένα σπίτι να νοικιάσει. Το επόμενο βήμα του ήταν ότι έπρεπε να βρει δουλειά και έτσι όταν πήγε στο Δήμο Αθηναίων για να ζητήσει βοήθεια τού είπαν για το νέο τότε πρόγραμμα “Curing the Limbo”.

«Η στέγαση ήταν κάτι πρωταρχικό για το πρόγραμμα» θα μας εξηγήσει η Στεφανία Γυφτοπούλου, η υπεύθυνη στο πρόγραμμα για την στέγαση. «Το να έχει κάποιος ένα σπίτι είναι απαραίτητο.Έχει να κάνει και με την ψυχολογία του. Αν δεν έχεις ένα σπίτι και κοιμάσαι στον δρόμο δεν έχεις την δυνατότητα την ίδια στιγμή να ψάχνεις για δουλειά και να θες να μάθεις ελληνικά». Η εύρεση κατοικιών όμως στην Αθήνα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. «Το μεγαλυτερο προβλημα που αντιμετωπισαμε ήταν ότι τα διαμερίσματα ήταν πάρα πολύ ακριβά και υπήρχε μεγάλη ζήτηση» θα μας πει η ίδια.

Όταν λοιπόν ο Μοχάμεντ έφτασε στο πρόγραμμα δυστυχώς στην αρχή δεν υπήρχε κάτι για αυτόν. Περάσαν πάνω από 6 μήνες από τότε που έφτασε στην χώρα και δεν είχε καμία σταθερότητα. «Όλα άλλαξαν μέσα σε μια στιγμή. Εκεί που δεν είχα ούτε λεφτά, μέσω του προγράμματος βρέθηκα με σπίτι, δουλειά και λεφτά. Δεν φαντάζεστε πόσο χαρούμενος ήμουν. Είναι η 3η χρονιά που νοικιάζω αυτό το σπίτι και δεν θέλω να φύγω» θα μας πει χαμογελαστός στο σαλόνι του σπιτιού του που μας υποδέχτηκε.

Εκτός από το σπίτι ο Μοχάμεντ μέσα από το πρόγραμμα κατάφερε να βρει δύο φορές εργασία και μάλιστα μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι στην τελευταία του δουλειά. Το ίδιο και ο Σαΐντ, που είναι εδώ και 2 χρόνια διερμηνέας σε μια ΜΚΟ, μια δουλειά την οποία κατάφερε να βρει μέσω του ”Curing the Limbo”.

«Η ένταξη όμως λειτουργεί μόνο μακροπρόθεσμα. Δεν μπορείς να κάνεις ένα πρόγραμμα για 1-3 χρόνια και στο τέλος να πεις ότι οι πρόσφυγες βγήκαν από το “limbo”. Είναι δυσκολο να το μετρήσεις αυτό» θα μας πει η Θάλεια Δραγώνα, επιστημονική υπεύθυνη δράσεων του ΕΚΠΑ στο πρόγραμμα.

Το πρόγραμμα "Curing the limbo" βοηθούσε στην ένταξη των αναγνωρισμένων προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. / copyright Δήμος Αθηναίων

Όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρουν ότι το “Curing the Limbo” ήταν ένα επιτυχημένο, καινοτόμο πρόγραμμα το οποίο βοήθησε σημαντικά τους συμμετέχοντες και δημιούργησε μια μεθοδολογία για παρόμοια μελλοντικά project. Το πρόγραμμα αφουγκράζονταν συνεχώς τις ανάγκες των συμμετεχόντων και προσαρμόζονταν ανάλογα. Οι δύο βασικοί στόχοι του ήταν να δημιουργηθεί η αίσθηση του “ανήκειν” στην πόλη και η αίσθηση της αυτονομίας στους συμμετέχοντες.

Το πρόγραμμα "Curing the limbo" προσέφερε ολοκληρωμένη βοήθεια για ένταξη (στέγαση, εργασία, εκμάθησηελληνικης γλωσσας) / copyright Δήμος Αθηναίων

Τα στοιχεία είναι αρκετά ενθαρρυντικά μιας και για παράδειγμα 298 άτομα βρήκαν στέγη και 374 άτομα παρακολούθησαν μαθήματα ελληνικών. «Εμείς εξυπηρετήσαμε ένα πολύ μικρό αριθμό προσφύγων γιατι δεν επρόκειτο για ένα πρόγραμμα εξυπηρέτησης αλλά για ένα πιλοτικό πρόγραμμα που ήθελε να πειραματιστεί σε ένα μοντέλο ολιστικής προσέγγισης, σε μια μεθοδολογία ένταξης. Θα ήθελα όμως να είχα δει και άλλες εξελίξεις, να ενδιαφερθεί κάποιος από την πολιτική ηγεσία και να συνεχιστεί το πρόγραμμα» μας ανέφερε η κ. Δραγώνα.

Πράγματι το πρόγραμμα παρέμεινε σε ένα πιλοτικό επίπεδο που αν και βοήθησε εκατοντάδες ανθρώπους δεν συνεχίστηκε από το 2021 όταν ολοκληρώθηκε. Οι περισσότεροι με τους οποίους μιλήσαμε έχουν την αίσθηση ότι όλη η γνώση και τεχνογνωσία που δημιούργησαν δεν αξιοποιήθηκε.

Ρωτήσαμε το Δήμο Αθηναίων γιατί δεν θέλησε να συνεχίσει το πρόγραμμα ή αν πρόκειται να δημιουργήσει κάποιο νέο πρόγραμμα ένταξης στο εγγύς μέλλον λαμβάνοντας υπόψη ότι το camp του Ελαιώνα πρόκειται να σταματήσει την λειτουργία του όπως και ότι τα προσφυγικά ρεύματα δεν έχουν σταματήσει – αντιθέτως με την εισβολή στην Ουκρανία, έχουν αυξηθεί – αλλά δεν λάβαμε μέχρι στιγμής κάποια απάντηση.

«Κάτι σημαντικό σχετικά με αυτά τα ευρωπαϊκά προγράμματα είναι ότι εκλαμβάνονται από τους Έλληνες – και είμαι σίγουρη ότι συμβαίνει και σε άλλα κράτη- σαν ένα δώρο που πέφτει από τον ουρανό και μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Τα βλέπουν ως χρήματα για τα οποία κάνεις μια αίτηση, στα δίνουν, τελειώνουν και τέλος το project. Δεν υπάρχει συνέχεια. Η ιδέα πίσω από αυτά τα προγράμματα – και είμαι σίγουρη ότι η ΕΕ τα σχεδιάζει έτσι- είναι ότι δίνονται αυτά τα χρήματα για να δοκιμάσεις πιλοτικά προγράμματα και μετά θα έπρεπε να έρχεται η διοίκηση και να σου πει “τώρα που έχουμε αυτό το μοντέλο και είδαμε ότι λειτουργεί θέλουμε να το συνεχίσουμε, να το εξελίξουμε και να το πάμε παρακάτω”. Δυστυχώς όμως αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα» τονίζει η κ. Δραγώνα.

Ο Σαΐντ πλέον νιώθει την Κυψέλη το σπίτι του.

«Υπάρχουν άτομα που γνωρίζω» μας λέει ο Σαΐντ «που ακόμα και σήμερα βρίσκονται σε κατάσταση” limbo”, και δεν κάνουν κάτι. Νιώθω ότι θα πρέπει να υπάρχουν προγράμματα που θα σου μάθουν την γλώσσα που θα σου δώσουν την ευκαιρία να δουλέψεις, να έχεις μια κανονική ζωή. Δεν πρέπει να σου δίνουν το ψάρι, πρέπει να σου μαθαίνουν να ψαρεύεις. Οι άνθρωποι που έρχονται εδώ δεν θέλουν επιδόματα θέλουν να νιώθουν οικεία και ότι μπορούν να σταθούν μόνοι τους. Μακάρι να υπάρξουν και άλλα προγράμματα σαν το “Curing the Limbo” για να βοηθάνε».

Ο Μοχάμεντ στο σπίτι του στην Αθήνα.


Και ο Μοχάμεντ από την πλευρά του όπως μας εξηγεί δεν έχει σχέδια να φύγει: «Μου αρέσει εδώ. Έχω καλό σπίτι, καλή σχέση με την σπιτονοικοκυρά και με τους γείτονες. Έχω σταθερή δουλειά. Δεν χρειάζομαι κάτι άλλο; Νιώθω ότι έχω ενταχθεί στην κοινωνία παρόλο που δεν μιλάω πολύ καλά ελληνικά. Προσπαθώ να γνωρίζω κόσμο και έχω κρατήσει επαφές με πολλούς από το πρόγραμμα “Curing the Limbo”. Επίσης, όταν πήγα στα μαθήματα φωτογραφίας του προγράμματος είδα ότι μου αρέσουν οι τέχνες. Νιώθω ότι ανακαλύπτω τον εαυτό μου στην Ελλάδα. Τώρα μάλιστα πηγαίνω και σε σχολή χορού και σε μια χορωδία!»

Γκιγιόμ Αμουρέ και Ελευθερία Τσαλίκη

Αυτό το άρθρο γράφτηκε στο πλαίσιο του διαγωνισμού Union is Strength, που διοργανώθηκε από το Slate.fr με την οικονομική στήριξη της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης.

Το άρθρο αντικατοπτρίζει τις απόψεις αυτών που το έγραψαν και η Ευρωπαική Επιτροπή δεν φέρει την ευθύνη του περιεχομένου του ή της χρήση του

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα