Γιατί ένας προσωρινός γάμος έχει περισσότερο νόημα από έναν για πάντα

Γιατί ένας προσωρινός γάμος έχει περισσότερο νόημα από έναν για πάντα
Νεόνυμφοι Shutterstock

Η ιδέα του δοκιμαστικού γάμου, που έχει τις ρίζες του αιώνες πριν και η αμφίβολη πραγματική ευτυχία στην πλειονότητα των "μέχρι το θάνατο" δεσμεύσεων.

* Το άρθρο της βραβευμένης δημοσιογράφου και συγγραφέα, Vicki Larson δημοσιεύτηκε στο Aeon. Τo Αeon, είναι διαδικτυακό περιοδικό, που θέτει μεγάλα ερωτήματα, αναζητώντας φρέσκες απαντήσεις και μια νέα οπτική στην κοινωνική πραγματικότητα, την επιστήμη, τη φιλοσοφία και τον πολιτισμό. Το NEWS 24/7 θα αναδημοσιεύει κάθε εβδομάδα μια ιστορία για όσους λατρεύουν την πρωτότυπη σκέψη πάνω σε παλιά και νέα ζητήματα.

Τον Νοέμβριο του 1891, ο Βρετανός σεξολόγος Χάβελοκ Έλλις παντρεύτηκε την συγγραφέα και λεσβία Ίντιθ Λις. Ήταν 32 ετών και παρθένα. Και αφού ήταν ανίκανος, δεν ολοκλήρωσαν ποτέ την ένωση τους. Μετά τον μήνα του μέλιτος, οι δύο ζούσαν χωριστά σε αυτό που αποκαλούσαν ανοιχτό γάμο. Η ένωση κράτησε μέχρι το θάνατο της Λις το 1916.

Δεν πρόκειται γι’ αυτό που θεωρούσαν οι περισσότεροι έναν πρότυπο γάμο. Αλλά ίσως λόγω της ασυνήθιστης κατάστασής του, ο Έλλις κατάφερε να εισαγάγει μια ιδέα που παραμένει τόσο ριζοσπαστική και δελεαστική σήμερα όπως ήταν στην εποχή του: δοκιμαστικοί γάμοι, κατά τους οποίους οραματίστηκε τα ζευγάρια να εξερευνούν μια προσωρινή ένωση διαφόρων επιπέδων δέσμευσης που τους επέτρεπε να κάνουν σεξ, να έχουν πρόσβαση στην αντισύλληψη και σε ένα εύκολο διαζύγιο εάν ήταν επιθυμητό, αρκεί να μην εμπλέκονταν παιδιά. Η ιδέα αποτυπώθηκε στο μυαλό πολλών προοδευτικών, συμπεριλαμβανομένου του Βρετανού φιλόσοφου Μπέρτραντ Ράσελ και του δικαστή του Ντένβερ και κοινωνικού μεταρρυθμιστή Μπεν Μπ. Λίντσεϊ, ο οποίος αγκάλιασε τις νέες οικονομικές και πολιτιστικές ελευθερίες στην μεταβικτωριανή εποχή.

Ενώ ο Έλλις έδωσε σε αυτό τον τύπο προσωρινού γάμου μια ονομασία, άλλοι μιλούσαν για παρόμοιες σχέσεις χρόνια πριν, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού ποιητή Γιόχαν φον Γκαίτε, ο οποίος εξέτασε την ιδέα στο Elective Affinities (1809), και τον Αμερικανό παλαιοντολόγο Έντουαρντ Ντρίνκερ Κόουπ, ο οποίος έγραψε στο βιβλίο του The Marriage Problem (1888) ότι οι γάμοι πρέπει να ξεκινούν με ένα πενταετές συμβόλαιο το οποίο είτε ο σύζυγος θα μπορούσε να τερματίσει είτε να ανανεώσει με ένα επιπλέον συμβόλαιο 10 ή 15 ετών και, αν όλα πάνε καλά μετά από αυτό, ένα μόνιμο συμβόλαιο.

Το 1966, η Αμερικανίδα ανθρωπολόγος Μάργκαρετ Μιντ πρότεινε μια εκδοχή δύο βημάτων του γάμου – μια “ατομική δέσμευση” που θα ταιριάζει σε φοιτητές με περιορισμένα μέσα και θα μπορούσε εύκολα να διαλυθεί ή αλλιώς να μετατραπεί σε “γονική δέσμευση” αν ήταν έτοιμοι και πρόθυμοι να αναλάβουν τις υποχρεώσεις των παιδιών. Το 1971, η νομοθέτης του Μέριλαντ Λένα Κινγκ Λι πρότεινε ένα νομοσχέδιο συμβατικής ανανέωσης γάμου, ώστε τα ζευγάρια να μπορούν να ακυρώνουν ή να ανανεώνουν το γάμο τους κάθε τρία χρόνια. Το 2007, ένας Γερμανός νομοθέτης πρότεινε επταετή σύμβαση. Το 2010, μια ομάδα γυναικών στις Φιλιππίνες πρότεινε μια δεκαετή σύμβαση γάμου. Και το 2011, οι νομοθέτες της Πόλης του Μεξικού πρότειναν μια μεταρρύθμιση στον αστικό κώδικα που θα επέτρεπε στα ζευγάρια να αποφασίσουν για τη διάρκεια της οικογενειακής τους δέσμευσης, με ελάχιστο όριο τα δύο χρόνια.

Είναι σαφές ότι ο δια βίου γάμος έπρεπε να αναθεωρηθεί. Παρά όλες τις συζητήσεις, ωστόσο, δεν ψηφίστηκαν ποτέ νόμοι και η ιδέα των ανανεώσιμων γάμων παρέμεινε ακριβώς αυτό – μια ιδέα. Όμως, οι προσωρινοί γάμοι έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία εδώ και αιώνες, μεταξύ των Περουβιανών Ινδιάνων στις Άνδεις, στην Ινδονησία του 15ου αιώνα, στην αρχαία Ιαπωνία και στον ισλαμικό κόσμο, και αλλού. Και φαίνεται ότι μπορεί να είμαστε έτοιμοι να τους εφαρμόσουμε ξανά.

Σε μια πρόσφατη έρευνα, πολλοί Μιλένιαλ (σ.σ. όσοι έχουν γεννηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως τα μέσα του 1990) δήλωσαν ότι θα ήταν ανοιχτοί σε έναν “δοκιμαστικό γάμο”, στον οποίο τα ζευγάρια θα δεσμεύονταν για έναν ορισμένο αριθμό ετών – δύο χρόνια φαινόταν να είναι το “σωστό” νούμερο- μετά τον οποίο θα μπορούσαν να ανανεώσουν, να επαναδιαπραγματευτούν ή να χωρίσουν, όπως έγραψε η Τζέσικα Μπένετ στο περιοδικό Time. Αν και δεν ήταν επιστημονική έρευνα, επισημαίνεται η προθυμία να δούμε τον γάμο ως κάτι διαφορετικό από το “μέχρι το θάνατο”, το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται. Το 2013, το 40% των νεόνυμφων είχε παντρευτεί τουλάχιστον μία φορά πριν, σύμφωνα με το αμερικανικό think tank Pew Research Center. Με δεδομένο ότι το 10% των πρώτων γάμων δεν καταφέρνει καν να περάσει τα πέντε χρόνια, ένα ανανεώσιμο συμβόλαιο γάμου έχει πιο νόημα από ποτέ.

Η τρέχουσα δέσμευσή μας – “μέχρι το θάνατο” – μπορεί να λειτουργούσε όταν οι άνθρωποι δεν ζούσαν τόσο πολύ (σύμφωνα με την Αμερικανίδα κοινωνιολόγο και συγγραφέα Στέφανι Κουντζ, ο μέσος γάμος στους αποικιακούς χρόνους διαρκούσε λιγότερο από 12 έτη) ή όταν πολλές γυναίκες πέθαιναν κατά τον τοκετό, δίνοντας την ελευθερία στους άνδρες να παντρευτούν πολλές φορές (κάτι που έκαναν). Και όταν εύποροι άντρες χρειάζονταν γυναίκες για να μαγειρέψουν, να καθαρίσουν και να κάνουν τις οικιακές βοηθούς, και οι γυναίκες χρειάζονταν άντρες για οικονομική ασφάλεια. Αλλά δεν παντρευόμαστε γι ‘αυτό σήμερα. Ωστόσο, συγχαίρουμε τα ζευγάρια για τις επετείους τους και αναπολούμε καθώς τα χρόνια αυξάνονται – 15, 25, 50, 75. Είναι χρόνια γαμήλιας ευτυχίας; Δεν είναι πάντα. Πολλοί μακροχρόνιοι γάμοι είναι χωρίς αγάπη και σεξ, και μερικές φορές γεμάτοι θυμό και δυσαρέσκεια. Αλλά αν τα καταφέρουν μέχρι να πεθάνει ο ένας σύζυγος – επιτυχία!

Η μακροζωία από μόνη της δεν πρέπει να είναι ο δείκτης ενός ευτυχισμένου, υγιούς γάμου. Αντί της παραμονής σε γάμους “έως το θάνατο”, οι ανανεώσιμοι γάμοι θα επέτρεπαν στους συντρόφους να τροποποιήσουν ανάλογα τη συζυγική σύμβασή τους ή να συμφωνήσουν ότι δεν “σώζεται” με μικροαλλαγές και να τη τερματίσουν χωρίς το σοκ ή το δράμα ενός αμφισβητούμενου διαζυγίου ή παρατεταμένων αμφιβολιών για το τι πήγε στραβά. Και όπως σημείωσε ο αείμνηστος βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Γκάρι Μπέκερ, αν κάθε ζευγάρι έπρεπε να εξατομικεύσει την συζυγική του σύμβαση με βάση αυτό που θεωρεί σημαντικό, δεν θα υπήρχε πλέον κοινωνικό στίγμα ή κριτική για τις ουσιαστικά ιδιωτικές αποφάσεις.

Εάν η κοινωνία ανησυχεί πραγματικά για την απόρριψη του γάμου, ίσως είναι καιρός να ξανασκεφτεί το “μέχρι το θάνατο”. Και αν οι επίδοξοι νύφες και γαμπροί θέλουν πραγματικά έναν ευτυχισμένο γάμο, τότε ήρθε η ώρα να αναλάβουν την ευθύνη για τον καθορισμό των στόχων και των προσδοκιών τους σε μια ανανεώσιμη σύμβαση, και δηλώνοντας – φωναχτά ή στα χαρτιά – “Σε επιλέγω ξανά” όσο συχνά το εννοούν.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα