Η Αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας Ειρήνη Αγαπηδάκη υλοποιεί το πρώτο πρόγραμμα για τον αυτοτραυματισμό στους νέους
Διαβάζεται σε 4'
Μια πρωτοποριακή εθνική δράση του Υπουργείου Υγείας και της UNICEF παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη, συνοδευόμενη από πρόσφατη έρευνα που αποκαλύπτει την έκταση του φαινομένου
- 08 Δεκεμβρίου 2025 09:16
Για πρώτη φορά η Ελλάδα αποκτά ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του μη αυτοκτονικού αυτοτραυματισμού στους νέους, μια πρωτοβουλία που αποτελεί αποτέλεσμα της συνεργασίας της Αναπληρώτριας Υπουργού Υγείας Ειρήνης Αγαπηδάκη με την UNICEF, στο πλαίσιο της Εθνικής Δράσης για την Προαγωγή Υγείας Παιδιού και Οικογένειας. Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη, σε μια εκδήλωση όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι θεσμών, ειδικοί ψυχικής υγείας και επιστήμονες που βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή» της προσπάθειας, αναδεικνύοντας τη σημασία μιας παρέμβασης που φιλοδοξεί να καλύψει ένα κρίσιμο κενό στη δημόσια υγεία. Ξεχωριστή θέση στην εκδήλωση είχε η παρουσία του Διευθύνοντος Συμβούλου της MARC, Θωμά Γεράκη, ο οποίος παρουσίασε για πρώτη φορά τα αναλυτικά αποτελέσματα της πανελλαδικής έρευνας για τον αυτοτραυματισμό στους νέους 17–24 ετών, αποτυπώνοντας με ακρίβεια τη σοβαρότητα και την κοινωνική έκταση του φαινομένου.
Σύμφωνα με την έρευνα της MARC για λογαριασμό της UNICEF, η πραγματικότητα είναι ανησυχητική: 29,7% των νέων έχουν δοκιμάσει να αυτοτραυματιστούν έστω μία φορά, ενώ 1 στους 6 φαίνεται να αυτοτραυματίζεται συστηματικά. Ακόμη πιο ενδεικτικό της διάστασης του προβλήματος είναι το γεγονός ότι 63,8% των νέων δηλώνει πως γνωρίζει κάποιον που αυτοτραυματίζεται — μια εικόνα που δείχνει ότι η συμπεριφορά αυτή είναι πολύ πιο διαδεδομένη από όσο πιστευόταν μέχρι σήμερα. Η πρώτη εμπειρία αυτοτραυματισμού εντοπίζεται συχνά στην πρώιμη εφηβεία, περίοδο κατά την οποία οι νέοι δεν έχουν ακόμη αναπτύξει επαρκείς μηχανισμούς διαχείρισης δύσκολων συναισθημάτων, γεγονός που καθιστά αυτή την ηλικία κρίσιμο παράθυρο πρόληψης και παρέμβασης.
Επιπλέον, η έρευνα αναδεικνύει ότι τα κορίτσια είναι σαφώς πιο ευάλωτα: το 54,6% δηλώνει ότι βιώνει έντονη λύπη συχνά ή πολύ συχνά, έναντι 31% των αγοριών, ενώ το 66% αναφέρει πολύ υψηλά επίπεδα άγχους στην καθημερινότητά του. Παράλληλα, η συντριπτική πλειονότητα των νέων που αυτοτραυματίζονται το κρατούν κρυφό: μόλις 1 στους 5 γονείς γνωρίζει ότι το παιδί του έχει αυτοτραυματιστεί, καθώς η αποκάλυψη γίνεται κυρίως σε φίλους. Η δυσκολία έκφρασης των συναισθημάτων, η αρνητική αυτοεικόνα και η αδυναμία επαρκούς συναισθηματικής διαχείρισης αποτελούν βασικά στοιχεία που συνδέονται με την εμφάνιση της συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα, ο αυτοτραυματισμός επηρεάζει βαθιά την καθημερινότητα των νέων, αγγίζοντας την αυτοεκτίμησή τους, τις προσωπικές σχέσεις, τη σχολική ή ακαδημαϊκή τους απόδοση και τη συνολική ψυχική τους σταθερότητα.
Με βάση τα παραπάνω, ο κ. Γεράκης υπογράμμισε ότι ο αυτοτραυματισμός αποτελεί μία από τις πιο υποτιμημένες αλλά διαδεδομένες ψυχολογικές συμπεριφορές των νέων, τονίζοντας την ανάγκη για άμεση, συνεκτική και επιστημονικά τεκμηριωμένη κρατική παρέμβαση.
Το νέο πρόγραμμα που παρουσιάστηκε έρχεται ακριβώς να καλύψει αυτό το κενό, δημιουργώντας για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα ολοκληρωμένο σύστημα υποστήριξης.
Προσφέρει κλινική αξιολόγηση από εξειδικευμένους επαγγελματίες, ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία, υποστήριξη και εκπαίδευση γονέων, ενώ παράλληλα παρέχει δωρεάν υπηρεσίες τόσο δια ζώσης όσο και μέσω τηλεψυχιατρικής. Το πρόγραμμα αξιοποιεί σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία και διεθνή best practices, αποτελώντας ένα μοντέλο παρέμβασης που η UNICEF χαρακτηρίζει πρότυπο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με δυνατότητα να αποτελέσει σημείο αναφοράς για άλλες χώρες. Όπως σημείωσε η Αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας Ειρήνη Αγαπηδάκη, το πρόγραμμα αυτό «δεν προσφέρει απλώς θεραπεία, προσφέρει στους νέους τη δυνατότητα να κατανοήσουν τον εαυτό τους, να εκφραστούν και να διεκδικήσουν τη ζωή που επιθυμούν».
Πρόκειται για μια δράση που δεν περιορίζεται στη θεραπεία, στοχεύει στην οικοδόμηση ενός ασφαλούς πλαισίου πρόληψης, στη στήριξη των οικογενειών, στην ενημέρωση των επαγγελματιών υγείας, αλλά και στη δημιουργία ενός νέου δημόσιου διαλόγου γύρω από ένα θέμα που παρέμενε για χρόνια στη σκιά. Η Ελλάδα κάνει ένα βήμα που ήταν αναγκαίο εδώ και χρόνια — και το κάνει με τρόπο πρωτοποριακό, επιστημονικά τεκμηριωμένο και βαθιά ανθρώπινο.