@mufatsa

ΑΝ ΠΑΙΖΕΙ ΜΟΥΣΙΚΗ Ο ΠΑΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΟΤΕ ΣΙΓΟΥΡΑ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΣΤΗ ΦΑΣΗ

Ο πιο περιζήτητος DJ της Αθήνας δεν ξενυχτάει. Έφτιαξε όνομα παίζοντας τουρκική funk και παραγνωρισμένα ελληνικά διαμάντια μέχρι τα μεσάνυχτα, στα μαγαζιά όπου η πόλη τρώει με slots.

Ποιο είναι το πρώτο hip μαγαζί της Αθήνας που σας έρχεται στο μυαλό; Σε ποιο εστιατόριο θέλετε να βγείτε και πρέπει να κάνετε ολόκληρο προγραμματισμό για να βρείτε διαθέσιμο τραπέζι; Όποιο κι αν είναι το όνομά του, είναι πολύ πιθανό τη μουσική να την έχει επιλέξει ο Πάνος Δημητρόπουλος εκεί, ο μουσικός και DJ που αυτή τη στιγμή θεωρείται το πιο περιζήτητο όνομα πίσω από τα αθηναϊκά decks.

Μας συστήθηκε μέσα από το psych rock σχήμα των Steams, την μπάντα με την οποία έχει ταξιδέψει πολύ τα τελευταία δέκα χρόνια και έχει παίξει με ονόματα όπως οι Cure, οι Black Angels και οι All Them Witches, ενώ μόλις κυκλοφόρησε ο τρίτος τους δίσκος με τίτλο «Vile Wonders». Στην τελευταία τους –και πολύ πρόσφατη– συναυλία, το κοινό όχι απλώς χόρευε και ούρλιαζε στα δυνατά σημεία, αλλά ήξερε και τους στίχους από καινούργια κομμάτια, σε ένα γεμάτο Gazarte.

Πριν από περίπου δύο χρόνια, και έπειτα από ένα βράδυ σε ένα εστιατόριο των Εξαρχείων, κάποιος που δεν παρακολουθεί την πορεία της σύγχρονης, ανεξάρτητης ελληνικής rock σκηνής με ρώτησε: «Πώς τον λένε τον DJ που έπαιζε χθες, με τα σπαστά μαλλιά και το μουστάκι;». Η εμφάνιση του Πάνου Δημητρόπουλου είναι χαρακτηριστική και δύσκολα ξεχνιέται, όπως και η παρουσία του πίσω από τα decks, μιας και δεν είναι σχεδόν ποτέ στατική. Έχει επαφή με το κοινό και πάντα του δίνει αυτό το έξτρα που τον χαρακτηρίζει.

Ασχολείται με το DJing πριν ακόμα κλείσει τα είκοσι και, ανά φάσεις, το παίρνει πιο ζεστά, ενώ σε άλλες το άφηνε για λίγο, βάζοντας σε προτεραιότητα τους Steams. «Αλλά πριν από περίπου δύο χρόνια, όταν ξεκίνησα να παίζω με βινύλια στο Pharaoh, άρχισα να νιώθω διαφορετικά. Το να επιλέγεις μουσικές από βινύλια είναι πολύ πιο δημιουργικό και περιπετειώδες και απαιτεί μεγαλύτερη προσοχή, οπότε ας πούμε πως αυτή η στροφή έγινε η αφορμή να το κάνω πιο ενεργά».

@murphyphoto

Αυτή η στροφή στον αναλογικό τρόπο ακρόασης της μουσικής, στην οποία αναφέρεται, είναι κάπως μαζική τελευταία στην Αθήνα: οι λέξεις «Hi-Fi» και «audiophile bar» είναι νέες για την πόλη μας, αλλά ακούγονται πια πολύ έντονα. Στο Τόκιο, στη Νέα Υόρκη, στο Μεντεγίν, στο Λονδίνο, στο Δουβλίνο, στο Βερολίνο, στη Ρώμη, στο Μιλάνο και στο Άμστερνταμ υπάρχουν κάποια μπαρ που δίνουν τέτοια έμφαση στον ήχο, ώστε σημαντικό κομμάτι του συνολικού budget να επενδύεται σε εξοπλισμό υψηλής ποιότητας.

Συνήθως, σε αυτά τα μέρη ακούμε μουσική από βινύλια. Όλη αυτή η τάση ξεκίνησε από τα ιαπωνικά listening bars, τα οποία δεν μπορούν να κοπιαριστούν ακριβώς στην Αθήνα, από την άποψη ότι δύσκολα εδώ κάποιος θα καθίσει σε μια μπάρα χωρίς να μιλά ούτε με τον διπλανό του, προκειμένου να απολαύσει την ακρόαση ενός ολόκληρου δίσκου ή όσα παίζει ο εκάστοτε DJ. Σίγουρα όμως επηρέασε το κατά πόσο δίνουμε πια σημασία στη μουσική ενώ τρώμε και μοιραζόμαστε κρασιά. Και σίγουρα κάποιοι άνθρωποι, που έχουν ξοδέψει χρόνο στο digging –και πολύ χρήμα, αφού το βινύλιο δεν είναι Spotify στα 8,99 τον μήνα– μπορούν αυτή τη στιγμή να εξαργυρώσουν κάτι που κάποτε θεωρούνταν εμμονή και υποκουλτούρα.

Πώς θα φαινόταν στον Πάνο Δημητρόπουλο αν, πριν από πέντε χρόνια, του έλεγαν ότι τα πιο δημοφιλή εστιατόρια της Αθήνας θα ανακοίνωναν εβδομαδιαία ποιος DJ παίζει σε αυτά κάθε μέρα, αποτελώντας κι εκείνος μέρος της ομάδας της σάλας και της συνολικής εμπειρίας; «Μπορεί να μην το περίμενα εγώ προσωπικά, αλλά παρακολουθώντας την τάση με τους δίσκους να κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, ήταν κάπως αναμενόμενο».

«Υπάρχει σίγουρα ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον γύρω από τη μουσική στην Αθήνα, κάτι που παρατηρώ σε διάφορα βλέμματα όταν κάνω vinyl sets, και ουκ ολίγες φορές έχω ακούσει έκπληκτο κόσμο να λέει “έλα ρε, παίζεις με δίσκους;”, λες και είναι κάτι καινούργιο. Επειδή είμαι μουσικός και ασχολούμαι χρόνια με βινύλια –είτε για δικές μου κυκλοφορίες είτε αγοράζοντας– για μένα είναι απλά κάτι καθημερινό, αλλά σίγουρα είναι άξιο προσοχής για πολλούς».

Στο Pharaoh

Από τον Δεκέμβριο του 2023 μετρά 110 διαφορετικούς χώρους στους οποίους έχει αναλάβει να επιλέξει τη μουσική, συμπεριλαμβανομένων και των κλειστών πάρτι, χωρίς φυσικά να υπολογίζονται οι φορές που έχει ξαναπαίξει στους ίδιους χώρους. Με το πέρας του καλοκαιριού του ’25 άρχισε να φρενάρει τα residencies, αλλά υπάρχουν κάποια μαγαζιά στα οποία αγαπά να επιστρέφει. Ωστόσο, σε κανένα από αυτά δεν παίζει σταθερή ημέρα ούτε αυστηρά ανά εβδομάδα.

Στο bio του στο Instagram γράφει πως μάλλον είναι «ο πιο πολύπλευρος DJ της Αθήνας», μια ατάκα που του είπε ο Niclas –επίσης DJ– αφότου τον άκουσε σε δύο-τρία τελείως διαφορετικά μεταξύ τους πάρτι, πέρυσι στις αρχές του καλοκαιριού, και από τότε του έμεινε. «Ακούω ποικιλία μουσικής από πολύ μικρή ηλικία, ξεκινώντας από το εντελώς διαφορετικό γούστο των γονιών μου και εξελίσσοντας το δικό μου με όσο το δυνατόν λιγότερους φραγμούς. Δεν παίζω μόνο ένα είδος· μου αρέσει το eclectic, αλλά μου αρέσει και η pop. Ταξιδεύω από δεκαετία σε δεκαετία. Αυτό σημαίνει πως μπορώ να ανταπεξέλθω σε διάφορα requests για events –θέτοντας πάντα τα όριά μου– αλλά ακόμη κι αν χρειαστεί να παίξω για κάποιον μόνο λαϊκά, θα το χαρώ και ο ίδιος».

Θυμάμαι κάποτε τους μεγαλύτερους από εμένα να συζητούν για το φαγητό που σερβιριζόταν στα μπουζούκια και για το κατά πόσο μπορεί κάποιος που τραγουδά εκείνη τη στιγμή να νιώθει άβολα βλέποντας στα γύρω τραπέζια να τρώνε. Πια αυτή η συνθήκη δεν υπάρχει. Ωστόσο, είναι πολλοί εκείνοι που μπορεί να μη τραγουδούν, αλλά όσο ψάχνουν τον επόμενο δίσκο που θα βάλουν κάτω από τη βελόνα, εμείς μπροστά τους ζητάμε ένα άλλο μαχαίρι γιατί εκείνο που μας έφεραν έπεσε κάτω, παραγγέλνουμε καμμένα λαχανικά και κατσικομακαρονάδες και ρωτάμε τους ανθρώπους του σέρβις αν αυτά που έχουμε παραγγείλει τους φαίνονται πολλά. «Δεν έχω νιώσει ποτέ άβολα με το να επιλέγω μουσική σε έναν χώρο όπου ο κόσμος δεν έχει μαζευτεί για να χορέψει, αλλά για να γευματίσει», θα πει ο Πάνος. «Έχω νιώσει όμως άβολα σε έναν χώρο όπου ο κόσμος μαζεύτηκε για να χορέψει αλλά κυρίως στεκόταν, τραβούσε βίντεο ή μιλούσε σε πηγαδάκια».

Ανάμεσα σε ανοιχτές φωτιές, ίνοξ επιφάνειες, πιάτα με αναγραφόμενα μηνύματα, φυσικά κρασιά και πικάπ, έχουν καταφέρει η Αθήνα και η έξοδός της να διαμορφώσουν μια ξεχωριστή μουσική ταυτότητα; «Το αντίθετο θα έλεγα. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν τι τους γίνεται μουσικά. Οι επιχειρηματίες ακολουθούν το hype: τώρα είναι ρομπάτες και δίσκοι, αύριο θα είναι κάτι άλλο. Είμαστε η χώρα της ευκαιρίας, πάντα θα υπάρχει “φάση” και είναι φυσικό να ακολουθείται, αλλά αυτό δεν θεωρώ πως ορίζει μια πόλη».

Στο 00s party των LadyLike & OneMan Κοσμάς Κουμιανός

Εκείνος έχει πάντως μια ιδιαίτερη αγάπη για την τουρκική funk και την ψυχεδέλεια και, αν και συνήθως παρατηρεί το κοινό γύρω του πριν παίξει κάτι που ακούγεται πολύ διαφορετικό, συχνά προχωρά χωρίς δεύτερη σκέψη.«Λατρεύω να “σκαλώνω” τον κόσμο. Σε ένα αποκορύφωμα που ξέρω πως έχουν κάνει κέφι και κεφάλι βάζω το “Numenia” των Naxatras, ένα psych/space rock με ανατολίτικο στοιχείο και τελειώνει με βαριές κιθάρες. Σίγουρα ξαφνιάζονται, αλλά πάντα θα έρθουν να με ρωτήσουν “τι είναι αυτό;”. Επίσης, λατρεύω να παίζω Λίτσα Σακελλαρίου, το “Σαν βράχος μαύρης θάλασσας” στο κλείσιμο. Να ’ναι καλά ο Χρήστος (σ.σ. Σωτηρόπουλος) από το MONO Record Store που μου βρήκε αυτό το διαμάντι».

Πριν από μερικές ημέρες έπαιζε στην ταράτσα ενός πεντάστερου ξενοδοχείου, ενώ γύρω του ο κόσμος έτρωγε μεσημεριανό, και η περιγραφή του event ήταν «jazz etc.». «Όταν έφτασα, η υπεύθυνη μού είπε: “Ξέρουμε πως εσύ παίζεις πιο πολύ πάρτι φάση και ελπίζω να νιώθεις άνετα εδώ…”. Στην πραγματικότητα, ήταν η καλύτερή μου. Έπαιξα αρκετό Χατζιδάκι, Miles Davis, Σείριο Σαββαΐδη, Clifford Jordan, Νεφέλη Φασούλη και ένα σωρό πράγματα που ακούω όταν δεν είμαι σε διάθεση για πάρτι. Χαίρομαι πάντα όταν μου δίνεται η ευκαιρία να παίξω πιο ήπια. Δεν είναι συχνό, αλλά το απολαμβάνω».

Όπως όλοι όσοι κάνουν αυτή τη δουλειά, έτσι κι εκείνος δεν τρελαίνεται με τις παραγγελιές. «Παρ’ όλα αυτά, έχω μάθει εξαιρετικά κομμάτια με αυτόν τον τρόπο, και συνήθως από πολύ ωραίους ανθρώπους». Η πιο περίεργη παραγγελιά που του έχουν κάνει είναι να βάλει τον ύμνο του Παναθηναϊκού· η πιο συχνή, η «Ανισόπεδη Ντίσκο» του Pan Pan. «Έχω πολλές αστείες ιστορίες παραγγελιών, όπως το να μου ζητάνε να παίξω έντεχνα ελληνικά σε disco party. Γενικά, το θέμα με τα “ελληνικά” είναι πλέον αστείο, καθώς παίζω και τέτοια, απλώς όχι εκείνα που τους αρέσουν». Παρ’ όλα αυτά, όταν είχε πρωτοανοίξει το Βουλκανιζατέρ στο Κουκάκι και έκανε το πρώτο του set εκεί, λίγο πριν κλείσει έβαλε το «Αποκοιμήθηκα» του Βοσκόπουλου – «και έγινε κόλαση».

 

Προφανώς, ένα καλοφτιαγμένο set μπορεί να αλλάξει την ατμόσφαιρα ενός μαγαζιού. «Γι’ αυτό και γίνονται τόσα, γιατί κάθε δισκοθέτης φέρνει τη δική του. Προσωπικά, ευφραίνομαι διπλά όταν αλλάζει η ατμόσφαιρα του χώρου εργασίας ενός ανθρώπου· όταν βλέπω χαρά στα μάτια εκείνων που δουλεύουν στην υποδοχή, στο σέρβις, στην κουζίνα, στο μπαρ και στη λάντζα, όταν ευχαριστιούνται τις ώρες που θα είμαστε παρέα σε ένα μαγαζί».

Ποια μουσική δεν του ταιριάζει καθόλου στα εστιατόρια; «Η ηλεκτρονική, τουλάχιστον στα εστιατόρια της Αθήνας. Δεν μιλάω για conceptual χώρους ούτε για την ambient, εννοώ τη γρήγορη ηλεκτρονική μουσική. Χειρότερη, βέβαια, για μένα είναι αυτή η κλασική playlist με bossa nova διασκευές γνωστών pop ή rock κομματιών που παίζει σε αμέτρητα καφέ και εστιατόρια. Τη σιχαίνομαι, με όλο μου το είναι».

Αν μια βραδιά «κάνει κοιλιά», ο Πάνος Δημητρόπουλος πιστεύει πως κανείς ποτέ δεν έχασε με ABBA αλλά ούτε και με τον δίσκο «Μου Λείπεις» του Γιώργου Μαζωνάκη. Όταν δεν επιλέγει ο ίδιος τη μουσική κάπου, τα μέρη όπου απολαμβάνει τη νύχτα της Αθήνας είναι το Birdman, ο Ξένος και το Batman. Και αν μπορούσε να παίξει ένα set οπουδήποτε στην πόλη, θα έβαζε στο repeat το «Promises» των Floating Points με τον Pharoah Sanders και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, μέσα στη σπηλιά του Νταβέλη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα