ΑΝΜΑΡΙ ΤΖΑΣΙΡ: “ΝΑΙ, ΟΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΙ ΧΑΜΟΓΕΛΑΜΕ, ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ – ΑΛΛΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΟΡΓΗ”

Η σημαντικότερη παλαιστίνια σκηνοθέτρια μιλάει στο NEWS24/7 από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το “Palestine 36” – τη μόνη μεγάλου μήκους φιξιόν ταινία που γυρίστηκε στην Παλαιστίνη τα τελευταία 2 χρόνια –, για την αντιμετώπιση του πλανήτη στο παλαιστινιακό ζήτημα, και για την σημασία της εκλογής του Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη.

«Ήταν συντριπτικό», μου λέει η διακεκριμένη Παλαιστίνια δημιουργός Ανμαρί Τζασίρ μιλώντας μου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Συναισθηματικά, πρακτικά, οικονομικά. Σε όλα τα επίπεδα. Και, ειλικρινά, σ’ εκείνη τη φάση, δεν είχα καν τη διάθεση να παραπονεθώ. Ένιωθα: ποιος νοιάζεται για το σινεμά τώρα;».

Η ταινία που εν τέλει η Τζασίρ κατάφερε να ολοκληρώσει – η μεγαλύτερη παραγωγή στην Παλαιστίνη την τελευταία διετία – είναι όμως μια ιστορία που, όπως μας λέει, δεν έχει “αρχή”. «Είναι μια συνεχής πραγματικότητα που επαναλαμβάνεται. Ζούμε την ίδια ιστορία ξανά και ξανά, γενιά μετά γενιά», εξηγεί. «Αυτό που με ενδιέφερε εξαρχής ήταν ότι οι Βρετανοί είχαν στήσει το πλαίσιο αυτής της κατάστασης – το blueprint. Το σύστημα στρατιωτικής κατοχής μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα δημιουργήθηκε τότε. Αυτή ήταν η αφετηρία της ταινίας».

Ο λόγος για το Palestine 36, μια μεγάλου βεληνεκούς ταινία εποχής που ξεκινά το 1936 ακολουθώντας την εξέγερση των παλαιστινίων απέναντι στην βρετανική αποικιοκρατία. Στην ταινία ακολουθούμε τα γεγονότα μέσα από την οπτική διαφόρων ιστοριών και χαρακτήρων σε διάφορα επίπεδα της παλαιστινιακής κοινωνίας.

Η εξέγερση αυτή σηματοδότησε την αρχή της μεγαλύτερης και μακροβιότερης εξέγερσης κατά της 30ετούς βρετανικής κυριαρχίας, με τους βρετανούς αιφνιδιασμένους από την έκταση και την ένταση της εξέγερσης, να αντιδρούν θέτοντας την Παλαιστίνη υπό στρατιωτικό νόμο, αποστέλλοντας πάνω από είκοσι χιλιάδες στρατιώτες στην Παλαιστίνη.

Η ταινία της Τζασίρ ξεκίνησε προπαγωγή τον Ιανουάριο του ‘23, με τη συμμετοχή ενός διεθνούς καστ που συμπεριλαμβάνει τον Τζέρεμι Άιρονς, τον Λίαμ Κάνινγκχαμ και τη Χιάμ Αμπάς, και προετοιμάζοντας μια μυριάδα τοποθεσιών σε όλη τη χώρα, ράβοντας και κεντώντας κοστούμια και χωριάτικα φορέματα, συλλέγοντας παλιά αντικείμενα από παντού και ανακαινίζοντας και αποκαθιστώντας ένα ολόκληρο χωριό – η πιο φιλόδοξη παραγωγή στην κινηματογραφική ιστορία της χώρας.

«Αν ρωτήσεις οποιονδήποτε Παλαιστίνιο, θα σου πει ότι τα τελευταία δύο χρόνια ποτέ δεν νιώσαμε πιο μόνοι.»

Μετά τις 7 Οκτωβρίου, η παραγωγή σταμάτησε και μεταφέρθηκε στην Ιορδανία, όμως η Τζασίρ ήθελε οπωσδήποτε να επιστρέψουν πίσω στην Παλαιστίνη για έναν αριθμό κομβικών σκηνών που, όπως μας λέει, απλά δεν μπορούσε να διανοηθεί να γυριστούν σε άλλη χώρα. Η παραγωγή συνολικά σταμάτησε και ξεκίνησε 4 φορές όμως εν τέλει τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν κι έτσι το Palestine 36 έγινε η μόνη φιξιόν ταινία μεγάλου μήκους που γυρίστηκε στην Παλαιστίνη τα τελευταία δύο χρόνια.

Τώρα έχει ξεκινήσει τη διαδρομή της στα φεστιβάλ του πλανήτη – κυριολεκτικά λίγα λεπτά πριν καθίσουμε να μιλήσουμε με την δημιουργό Ανμαρί Τζασίρ, το Palestine 36 κέρδισε βραβείο στο φεστιβάλ του Τόκιο, όπου είχε παιχτεί λίγες μέρες νωρίτερα.

Η Τζασίρ βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για να παρουσιάσει την πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας της, αλλά λίγες μέρες νωρίτερα είχαμε την τιμή να μιλήσουμε μαζί της μέσω zoom. Για τον ίδιο τον άθλο του να γυριστεί ένα τέτοιο φιλμ με τα σημερινά δεδομένα, αλλά και για το πώς άλλαξε και επανανοηματοδοτήθηκε ύστερα από τα γεγονότα της τελευταίας διετίας.

Στη διάρκεια της κουβέντας η Τζασίρ μοιράστηκε μαζί μας σκέψεις και συναισθήματα για την αντίδραση (ή μη αντίδραση) του πλανήτη κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας στη Γάζα, για τη θλίψη και τον θυμό που νιώθει, για το πώς άλλαξε η αντιμετώπισή της απέναντι στο ίδιο το σινεμά της, και για το πώς βλέπει την αντίδραση στη Δύση γύρω από το παλαιστινιακό ζήτημα.

Πρώτα απ’ όλα, μπορείς να μου πεις λίγα πράγματα για τη γέννηση της ιδέας για την ταινία; Γιατί, πέρα απ’ όσα συνέβησαν κατά την παραγωγή – στα οποία φυσικά θα φτάσουμε – ακόμα και το ίδιο το γεγονός ότι έγινε ένα τέτοιο πρότζεκτ είναι εντυπωσιακό. Είναι μια πολύ φιλόδοξη, μεγάλη ταινία. Είχες από την αρχή στο μυαλό σου ότι ήθελες να είναι τόσο μεγάλη σε κλίμακα; Ή εξελίχθηκε έτσι στην πορεία;

Δεν το σκέφτηκα ποτέ με όρους μεγέθους. Ήταν η ιστορία αυτής της εξέγερσης, αυτής της στιγμής. Ήξερα ότι ήταν ένα μεγάλο φιλμ γιατί, ειλικρινά, εμείς συνήθως δεν δουλεύουμε έτσι. Δεν έχουμε αυτού του είδους τους πόρους.

Αλλά όταν γράφω, δεν βάζω όρια. Δεν σκέφτομαι «α, αυτό δεν θα μπορέσουμε να το κάνουμε», «αυτό θα είναι πολύ ακριβό», δεν με απασχολούν αυτά. Όταν γράφω, είμαι απολύτως ελεύθερη. Και πάντα λέω: «θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα όταν έρθουν». Και πράγματι ήρθαν – με τρόπους που δεν περιμέναμε.

Έτσι λοιπόν, ήμουν πολύ ελεύθερη στη γραφή. Έγραψα για βρετανικά τανκς να κινούνται στην ύπαιθρο, για αεροπλάνα, για όλα αυτά. Όλα ήταν εκεί από την αρχή. Παρ’ όλα αυτά, ήταν πάντα για μένα ένα πολύ οικείο πρότζεκτ. Με ενδιέφεραν οι μικρές στιγμές αυτών των χαρακτήρων, αυτής της ομάδας ανθρώπων, μέσα στο μεγάλο ιστορικό πλαίσιο. Πώς η Ιστορία μάς αλλάζει – ή μάλλον, όχι μόνο η Ιστορία, γιατί τελικά είναι η ίδια η ζωή που μας αλλάζει μερικές φορές. Για μένα, αυτό ήταν το κεντρικό θέμα.

Και από την αρχή ήξερα ότι θα είναι ένα έργο πολλών χαρακτήρων, ένα σύνολο. Δεν γράφω συνήθως έτσι, αν έχεις δει τις άλλες μου ταινίες. Όμως εδώ, από την πρώτη στιγμή, ήρθε στο μυαλό μου ως ένα ensemble film, μια ιστορία μεγαλύτερης κλίμακας που όμως θα ειπωθεί μέσα από πέντε βασικές “μονάδες” χαρακτήρων. Γιατί καμιά φορά πρόκειται για ένα μόνο πρόσωπο, όπως στο λιμάνι. Άλλες φορές είναι δύο, όπως η Άφρα και η μητέρα της – αυτές οι δύο για μένα είναι αδιαχώριστες, λειτουργούν σαν ενιαία ύπαρξη.

Είναι ενδιαφέρον γιατί, όπως είπες, κάθε μία από αυτές τις ιστορίες θα μπορούσε να σταθεί από μόνη της. Θα μπορούσαμε να δούμε όλη την εξέγερση μέσα από τα μάτια, για παράδειγμα, των χαρακτήρων στο λιμάνι. Όμως εσύ επέλεξες να εξερευνήσεις διαφορετικές γωνίες, διαφορετικούς κόσμους, που όλοι μαζί σχηματίζουν το συνολικό γεγονός.

Δεν προσπαθώ να διανοητικοποιώ τα πράγματα όταν δουλεύω, όμως μερικές εβδομάδες μετά το τέλος του φιλμ σκεφτόμουν κάτι: Ίσως, υποσυνείδητα, αυτή η εξέγερση να ήταν τόσο σημαντική ακριβώς επειδή ήταν ένα μαζικό κίνημα. Ήταν μια εξέγερση που απλώθηκε σε όλη τη χώρα, διαπέρασε τις τάξεις, τους τόπους, τους ανθρώπους.

Οπότε συνειδητοποίησα ότι – χωρίς να το επιδιώξω συνειδητά – η επιλογή μου να φτιάξω μια ταινία για μια ομάδα ανθρώπων αντικατόπτριζε αυτό ακριβώς που ήταν η ίδια η εξέγερση, δηλαδή ένα συλλογικό γεγονός. Και αυτό είναι που την έκανε τόσο σημαντική για εμάς τους Παλαιστίνιους. Γιατί είχαμε εξεγέρσεις και πριν, παλεύουμε με την εξουσία εδώ και πολύ καιρό. Όμως αυτή ήταν η πρώτη φορά που όλοι μαζί, όλος ο λαός, είπαμε “όχι”.

Αυτό που λες υπογραμμίζει το ότι η ταινία, αν και διαδραματίζεται στο παρελθόν, έχει σαφώς μια σύγχρονη διάσταση. Και βλέποντάς την, δεν μπορείς να μην σκεφτείς πράγματα όπως η μαζική κινητοποίηση, ο ιμπεριαλισμός, η αρπαγή της γης… θέματα που είναι τόσο παρόντα στην παλαιστινιακή ιστορία, αλλά και γενικότερα, σε τόσες άλλες χώρες. Για παράδειγμα, στο τελευταίο Φεστιβάλ της Βενετίας είδα ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ της Λουκρέσια Μαρτέλ, το Nuestra Tierra. Δεν είχε καμία σχέση με την Παλαιστίνη, κι όμως, ήταν κι αυτό για την συστηματική αρπαγή της γης. Είναι το ίδιο μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε τόσες ηπείρους και δεκαετίες.

Συμφωνώ απόλυτα. Και νομίζω πως, ακριβώς επειδή η ταινία είναι τόσο συγκεκριμένη – τόσο ριζωμένη στην παλαιστινιακή εμπειρία και σε ό,τι συνέβη εδώ – καταφέρνει να αγγίξει πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Θυμάμαι ο sales agent μού είπε: «Παίρνουμε προσφορές από την Ινδία, από μέρη που δεν θα το φανταζόσουν». Του φάνηκε περίεργο, αλλά δεν είναι καθόλου περίεργο. Γιατί αυτή είναι η ιστορία πολλών από εμάς. Είναι μια κοινή εμπειρία. Σχεδόν όλοι, κάπου, κάποτε, την έχουμε ζήσει.

«Δεν μπορείς να πεις ότι αρχίζει το ’48, ή το ’67, ή την 7η Οκτωβρίου. Δεν έχει “αρχή” – είναι μια συνεχής πραγματικότητα που επαναλαμβάνεται. Ζούμε την ίδια ιστορία ξανά και ξανά, γενιά μετά τη γενιά».

 

Η ταινία πέρασε από μια μακρά διαδικασία και, φυσικά όπως ξέρουμε, ενώ προχωρούσε η παραγωγή ξέσπασε η γενοκτονία. Σίγουρα η 7η Οκτωβρίου δεν ήταν η “αρχή” των όσων συμβαίνουν στην Παλαιστίνη, αλλά υπήρξε μια τεράστια μετατόπιση στην παγκόσμια αντίληψη για το τι συμβαίνει στην περιοχή. Για εσάς η παραγωγή σταμάτησε, ξανάρχισε, όλα ενώ η χώρα βυθιζόταν. Μπορείς να μου πεις πώς το βίωσες; Και πώς άλλαξε η ταινία μέσα από όλο αυτό;

Άλλαξε τα πάντα. Άλλαξε εμάς τους ίδιους.

Η ιστορία ήταν ήδη επίκαιρη, έτσι κι αλλιώς. Από την αρχή ασχολούνταν με το ερώτημα: πού αρχίζει αυτό; Γιατί δεν μπορείς να πεις ότι αρχίζει το ’48, ή το ’67, ή την 7η Οκτωβρίου. Δεν έχει “αρχή” – είναι μια συνεχής πραγματικότητα που επαναλαμβάνεται. Ζούμε την ίδια ιστορία ξανά και ξανά, γενιά μετά τη γενιά.

Αυτό που με ενδιέφερε εξαρχής ήταν ότι οι Βρετανοί είχαν στήσει το πλαίσιο αυτής της κατάστασης – το blueprint. Το σύστημα στρατιωτικής κατοχής μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα δημιουργήθηκε τότε. Αυτή ήταν η αφετηρία της ταινίας.

Είχαμε σχεδιάσει να γυρίσουμε ολόκληρη την ταινία στην Παλαιστίνη. Δουλεύαμε πάνω σ’ αυτό για πάνω από έναν χρόνο, γιατί ήταν μια μεγάλη παραγωγή. Η μεγαλύτερη που έχω κάνει ποτέ, και η μεγαλύτερη για όλους στην ομάδα. Είχαμε χρόνο, είχαμε προετοιμαστεί. Ζούμε στην Παλαιστίνη, οπότε μπορούσαμε να δουλεύουμε καθημερινά με την ομάδα παραγωγής, τον production designer. Συναντιόμασταν συνεχώς, δεν ερχόμασταν απ’ έξω. Είχαμε βρει ένα χωριό, το οποίο ανακαινίσαμε, φυτέψαμε καλλιέργειες, φτιάξαμε οχήματα, στρατιωτικά φορτηγά – μια τεράστια δουλειά.

Και μετά, ήρθε η 7η Οκτωβρίου. Ολική παύση. Η γενοκτονία στη Γάζα, το lockdown στη Δυτική Όχθη, όπου βρισκόμασταν. Τα χάσαμε όλα.

Ήταν συντριπτικό. Συναισθηματικά, πρακτικά, οικονομικά. Σε όλα τα επίπεδα. Και, ειλικρινά, σ’ εκείνη τη φάση, δεν είχα καν τη διάθεση να παραπονεθώ. Ένιωθα: ποιος νοιάζεται για το σινεμά τώρα;

Δούλευα πάνω σ’ αυτό το φιλμ σχεδόν οκτώ χρόνια και ξαφνικά έμοιαζε ασήμαντο μπροστά σ’ αυτό που συνέβαινε γύρω μας. Για μήνες δεν κάναμε τίποτα. Ήμασταν κολλημένοι στα τηλέφωνα, στις ειδήσεις, στις συνομιλίες με φίλους και συναδέλφους, απλώς προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι γίνεται, χωρίς καμία αίσθηση ότι αυτό θα συνεχιζόταν και θα γινόταν ακόμα χειρότερο.

Κι όμως, παρ’ όλο που ήταν πολύ δύσκολο, ξέραμε ότι έπρεπε να συνεχίσουμε. Και ξαφνικά, η ανάγκη να τελειώσουμε την ταινία έγινε ακόμα πιο σημαντική.

Και πώς καταφέρατε να συνεχίσετε πρακτικά;

Ήμουν πεισματικά αποφασισμένη να μη φύγω από την Παλαιστίνη. Δεν ήθελα να γυρίσουμε αλλού. Φυσικά, οι χρηματοδότες πίεζαν: «πήγαινε στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στη Μάλτα, στην Κροατία». Μας έστελναν φωτογραφίες τοποθεσιών από παντού. Αλλά εγώ έλεγα όχι. Όχι, όχι, όχι.

Ώσπου έγινε ξεκάθαρο ότι έπρεπε να φύγουμε. Το χωριό που είχαμε βρει είχε καταληφθεί από εποίκους, δεν υπήρχε πια τρόπος να γυρίσουμε εκεί. Ήταν ήδη δύσκολο πριν την 7η Οκτωβρίου, με τα σημεία ελέγχου και τις παρενοχλήσεις, αλλά μετά έγινε εντελώς αδύνατο.

Μεταφερθήκαμε λοιπόν στην Ιορδανία, που μας άνοιξε την αγκαλιά της. Ήταν το φυσικό μας δεύτερο σπίτι, γιατί πολλοί από το συνεργείο ήταν ήδη Ιορδανοί ή Παλαιστίνιοι που ζουν εκεί. Εκεί μπορέσαμε να ξαναχτίσουμε τη δουλειά μας, να βρούμε ρυθμό.

Αλλά είχα μέσα μου κάποιες σκηνές που έπρεπε να γυριστούν στην Παλαιστίνη. Δεν μπορούσα να τις ξεχάσω. Οπότε ξαναγυρίσαμε.

Η κατάσταση όμως χειροτέρευε παντού. Σταματήσαμε και ξεκινήσαμε την παραγωγή τέσσερις φορές. Το πλήρωμα το έλεγε πια αστεία: «σε ποια φάση είμαστε τώρα;» — Φάση Α, Φάση C, Φάση Χ… την τελευταία τη λέγαμε “Phase X”.

Στην Phase X επιστρέψαμε στην Παλαιστίνη και καταφέραμε να γυρίσουμε εδώ, με πολλούς συμβιβασμούς. Ήμασταν μικρή ομάδα, γυρίζαμε μια μεγάλη ταινία με τρόπο σχεδόν αντάρτικο.

Κάποιοι ηθοποιοί δεν μπόρεσαν να έρθουν, έπρεπε να ξαναγράψω σκηνές, να αφαιρέσω χαρακτήρες, να αλλάξω τη δομή. Ήταν μια συνεχής διαδικασία αναπροσαρμογής, για να μπορέσουμε απλώς να κρατήσουμε το κεφάλι μας πάνω απ’ το νερό.

Θεματικά, σε επηρέασε όλο αυτό; Εννοώ, άλλαξε για σένα το νόημα της ιστορίας που έλεγες; Γιατί, όπως είπαμε, δεν είναι πως η κατοχή “άρχισε τώρα”, αλλά προφανώς όσα έγιναν αποτελούν ένα σημείο καμπής. Σκέφτηκες ότι η ταινία πλέον θα ιδωθεί μέσα από ένα άλλο, αναπόφευκτο πρίσμα; Ότι αποκτά διαφορετικό βάρος;

Να σου πω την αλήθεια, ήμουν τόσο απορροφημένη στο πώς θα καταφέρουμε να γυρίσουμε, που δεν άφηνα τον εαυτό μου να το σκέφτεται πολύ θεωρητικά. Ήμουν συγκεντρωμένη στις σκηνές, στο να κρατήσουμε το πρόγραμμα, στο να μη μας ρίξει η πραγματικότητα γύρω μας στην πλήρη απόγνωση.

Ναι, αναγκάστηκα να ξαναγράψω κάποιες σκηνές, αλλά έμεινα πιστή στην ιστορία που είχα γράψει.

Ωστόσο, σίγουρα επηρεαστήκαμε στο γύρισμα, ειδικά στις σκηνές βίας με τον στρατό. Εκεί άλλαξαν πράγματα. Το ένιωθες στον αέρα. Οι ηθοποιοί, ακόμη και οι κομπάρσοι, κουβαλούσαν όλη αυτή την ένταση μέσα τους. Και αυτό φαίνεται στην ταινία.

Θυμάμαι, σε μια μεγάλη σκηνή όπου όλοι οι χωρικοί είναι συγκεντρωμένοι στην πλατεία του χωριού, δούλευα όπως πάντα. Εγώ με τους ηθοποιούς, ο βοηθός μου με τους κομπάρσους. Αλλά αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε σχεδόν καμία καθοδήγηση. Όλοι ήξεραν. Όλοι το ζούσαν. Τα συναισθήματα ήταν εκεί, παρόντα. Ήταν κάτι ακατέργαστο, αληθινό.

Και υπήρχε αυτή η περίεργη διπλή αίσθηση: από τη μία, ότι γυρίζουμε μια βίαιη σκηνή. Κι από την άλλη, ότι η πραγματικότητα γύρω μας είναι ακόμα πιο βίαιη απ’ αυτό που προσπαθούμε να αναπαραστήσουμε.

«Η εκλογή του Μαμντάνι είναι ιστορική. Δεν πίστευα ότι θα συμβεί στη δική μας εποχή».

Το συνειδητοποίησα πραγματικά αργότερα, στο μοντάζ. Εκεί ήρθε η στιγμή της αναθεώρησης. Κάποιες σκηνές είχαν έναν τόνο πιο “ελαφρύ”, μια σχεδόν ποιητική διάθεση – κάτι που ως ύφος πάντα αγαπώ. Όμως τώρα, πια, αυτό δεν μου φαινόταν σωστό. Δεν ήταν η στιγμή για να είμαστε αφηρημένοι, φιλοσοφικοί, πειραματικοί. Δεν ταίριαζε με την πραγματικότητα που ζούσαμε.

Ένιωθα την ανάγκη να είμαι πιο ευθεία, ξεκάθαρη.

Το αρχικό σενάριο ήταν κάπως πιο παιχνιδιάρικο στη δομή του, με άλματα στον χρόνο, πίσω-μπρος, σχεδόν σαν το Pulp Fiction – όχι ως περιεχόμενο, απλώς ως δομή. Στο μοντάζ, όμως, τα ξετύλιξα όλα. Είπα: «δεν είναι ώρα να είμαστε έξυπνοι, να κάνουμε εντυπωσιακές φόρμες».

Αν η καρδιά μας είναι εκεί έξω, τότε πρέπει να πάμε με το συναίσθημα. Κι αυτό έκανα.

Πώς βλέπεις τον τρόπο που ο κόσμος αντιλαμβάνεται σήμερα την Παλαιστίνη; Ξέρω πως είναι τεράστιο ερώτημα, αλλά νιώθω πως πλέον η συζήτηση είναι παντού. Ακόμα και το ότι στη Νέα Υόρκη εξελέγη δήμαρχος ανοιχτά υπέρ της Παλαιστίνης είναι κάτι αδιανόητο πριν λίγα χρόνια, όχι μόνο επειδή εξελέγη αλλά και επειδή το ίδιο το παλαιστινιακό ζήτημα είναι στο επίκεντρο με έναν τρόπο που δεν ήταν προηγουμένως.

Ναι, έχεις δίκιο. Και είναι αλήθεια πως το παλαιστινιακό ζήτημα είναι κάτι που υπάρχει σε όλη μας τη ζωή. Είναι εκεί από πάντα: η πιο μακροχρόνια κατοχή στον κόσμο.

Είναι λοιπόν ένα πολύ διφορούμενο συναίσθημα. Από τη μία, νιώθουμε πως γίνονται πράγματα που ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα δούμε. Η εκλογή του Μαμντάνι, για παράδειγμα, είναι ιστορική. Δεν πίστευα ότι θα συμβεί στη δική μας εποχή.

Το ίδιο και οι διαδηλώσεις σε όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι που βγαίνουν στους δρόμους, που ρωτούν, που ψάχνουν την αλήθεια, που καταλαβαίνουν ότι για δεκαετίες υπήρχε μια πλευρά της ιστορίας κρυμμένη από αυτούς, εσκεμμένα. Αυτό είναι συγκλονιστικό και συγκινητικό.

Αλλά ταυτόχρονα… νομίζω αν ρωτήσεις οποιονδήποτε Παλαιστίνιο, θα σου πει ότι τα τελευταία δύο χρόνια ποτέ δεν νιώσαμε πιο μόνοι.

Γιατί όλοι είδαν. Όλοι παρακολούθησαν στα κινητά τους, άκουσαν τις φωνές μας, είδαν τα παιδιά μας – και δεν έγινε τίποτα. Τίποτα δεν σταμάτησε.

Η ζωή μας δεν μετράει. Οι ζωές μας δεν σημαίνουν τίποτα.

Και το ίδιο ισχύει και για άλλους λαούς. Ποιος μιλά τώρα για το Σουδάν, για παράδειγμα; Είναι κάτι που έχουμε εσωτερικεύσει. Το κουβαλάμε μέσα μας.

Ναι, χαμογελάμε, συνεχίζουμε, δουλεύουμε, κάνουμε ταινίες, αλλά υπάρχει μέσα μας μια τεράστια οργή. Όχι μόνο λύπη – αυτή είναι προφανής. Μιλάω για οργή. Γιατί βαθιά μέσα μας ξέρουμε ότι κανείς δεν νοιάζεται.

Screenshot

Νομίζω πολλοί το σκεφτόμαστε αυτό… μεγαλώνοντας, μαθαίναμε για τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα στο σχολείο και πάντα ρωτούσαμε: “πώς ήταν δυνατόν ο κόσμος να το άφησε να συμβεί αυτό;” Και τώρα, νομίζω, πήραμε την απάντησή μας.

Ναι. Ακριβώς. Κι εγώ πάντα το αναρωτιόμουν. Και τώρα ξέρουμε. Ο κόσμος το αφήνει να συμβεί.

Θέλω κλείνοντας να σε ρωτήσω για το πώς ταξιδεύει η ταινία. Τι είδους αντιδράσεις είχατε ως τώρα; Έχουν υπάρξει δυσκολίες;

Λοιπόν, ήταν δύσκολο, για όλους τους λόγους που μόλις συζητήσαμε. Είναι μια ιστορία που ο κόσμος δεν θέλει να την ακούσει. Οπότε ήταν δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα ήταν και πραγματικά υπέροχο. Το γεγονός ότι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο την είχε στο πρώτο Σαββατοκύριακο ως γκαλά προβολή ήταν κάτι μεγάλο.

Κι όχι σε κάποια παράλληλη ενότητα, κρυμμένη, απλά για να πει ότι την έπαιξε.

Ναι, ναι. Ήταν στο επίκεντρο, μπροστά, ακριβώς στο κέντρο. Αυτό ήταν υπέροχο. Τώρα συνεχίζουμε στα φεστιβάλ. Οι ΗΠΑ είναι πάντα δύσκολες, αλλά νομίζω ότι τα πράγματα αλλάζουν. Το κοινό μιλάει από μόνο του. Και μόλις πριν μισή ώρα μάθαμε για το βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ του Τόκιο, κάτι που είναι απίστευτο.

Όταν ήμουν στην Ιαπωνία, ένιωσα την αντίδραση του κοινού, που δεν ήταν μόνο Ιάπωνες. Υπήρχαν άνθρωποι από την Ινδονησία και τη Σιγκαπούρη, και η ανταπόκρισή τους ήταν συγκλονιστική. Ανυπομονώ να συνεχίσουμε και να βρεθούμε στη Θεσσαλονίκη. Η Ελλάδα πάντα ήταν σαν ένα δεύτερο σπίτι για εμάς.

Σχετικό Άρθρο
Σχετικό Άρθρο
Info:

Η ταινία Palestine 36 έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στο 66ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και βρίσκεται σε αναζήτηση ελληνικής διανομής. Το 66ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης διεξάγεται 30 Οκτωβρίου ως 9 Νοεμβρίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα