© Okasha

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΠΑΝΤΕΣ ΣΤΙΣ ΚΑΝΝΕΣ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΑΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΟΡΕΝΣ ΣΤΟ “DIE MY LOVE”

Επίσης: Νέες ταινίες από Κρίστεν Στιούαρτ και Ρόμπερτ Πάτινσον, κι ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ μας ταξιδεύει στη Νουβέλ Βαγκ με την πρώτη του γαλλική(!) ταινία.

Έχει ενδιαφέρον το πώς κάποιες ταινίες είναι φτιαγμένες για να πάρουν κάτι πολύ ενστικτώδες ως αντίδραση από τον θεατή, αλλά το ζήτημα είναι τι αφήνουν μετά, πέρα από αυτή την αρχική σύγκρουση.

Μέσα στην ίδια μέρα, είχα πλήρως αντιδιαμετρικές αντιδράσεις απέναντι σε δύο ταινίες που είδα σχεδόν διαδοχικά: Στο ψυχωτικό, εκκωφαντικό Die My Love της Λιν Ράμσεϊ, η Τζένιφερ Λόρενς παίζει μια νεαρή γυναίκα σε μια απομονωμένη φάρμα η οποία αναπτύσσει επιλόχειο κατάθλιψη, καθώς ο γάμος –και η αίσθηση λογικής της– καταρρέουν.

Μια βαθύτατα επιθετική ταινία που με δυσκόλεψε πολύ κατά την παρακολούθηση, και που κατά την έξοδο από την αίθουσα ένιωθα πολύ αρνητικά απέναντί της – μόνο για να κυριαρχεί στις σκέψεις μου τις δυο μέρες που έχουν ακολουθήσει. Οι δύο ώρες πάλης είναι κάτι που πέρασε, αλλά η αίσθηση που γέννησε μέσα μου η ταινία, καθώς καταφέρνει να αφήσει τον θεατή μέσα σε ένα αισθητικό και συναισθηματικό στρόβιλο, είναι κάτι που θα διαρκέσει για πάντα.

Στην αντίπερα όχθη, το Nouvelle Vague του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ είναι μια απολαυστική ταινία πάνω στα γυρίσματα του Με Κομμένη την Ανάσα του Γκοντάρ, και γενικότερα τη θεμελίωση του γαλλικού νέου κύματος. Είναι αστείο, αέρινο, γοητευτικό, φοβερά διασκεδαστικό, και βγήκα από την αίθουσα κουβαλώντας ένα τεράστιο χαμόγελο μετά την προβολή.

Ταυτόχρονα, είναι μια ταινία που μάλλον δεν έχει τίποτα να πει, προσφέροντας μια επιφανειακή διασκέδαση πάνω σε ένα κοινά αγαπητό παρελθόν. Δεν μου έχει αφήσει τίποτα – σπάνιο για ταινία του Λινκλέιτερ αυτό.

Είναι μια από τις δύο παραπάνω εμπειρίες πιο ουσιώδης από την άλλη;

DIE MY LOVE: ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΧΑΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΣΥΖΗΤΗΘΕΙ

Η σκοτσέζα Λιν Ράμσεϊ (Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ, Ratcatcher, Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν) δεν υπήρξε ποτέ στην καριέρα της η πιο διακριτικών συναισθημάτων και αισθητικών τόνων δημιουργός, αλλά είναι εντυπωσιακό όταν αυτή η ορμή γίνεται πρωτογενές υλικό, όταν γίνεται χρώμα σε μια παλέτα γεμάτη απότομες και έντονες πινελιές. Που ταράζεσαι και μόνο που την κοιτάς.

Το Die My Love είναι η πρώτη ταινία μετά από 8 χρόνια: Το 2017 είχε έρθει στις Κάννες (όπως έχει συμβεί με όλες τις ταινίες της) με το ερεβώδες θρίλερ Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ, το οποίο είχε κερδίσει μάλιστα δύο βραβεία, ένα για την ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ κι ένα για το σενάριο. Μια απόφαση σίγουρα συμβιβαστική, γιατί όσο κι αν λατρεύω το σύνολο του έργου της Ράμσεϊ δε μπορώ ποτέ να φανταστώ το σενάριο ως στοιχείο που ξεχωρίζει. Αν μη τι άλλο, οι ταινίες της πολλές φορές μοιάζουν σα να κινούνται κυκλικά και άμορφα γύρω από ιδέες και συναισθήματα, παρά να ακολουθούν την οποιαδήποτε αφηγηματική δομή, κι αυτό είναι που τις κάνει και τόσο διχαστικές.

Στο νέο της φιλμ διασκευάζει το ομώνυμο βιβλίο του 2017, για μια νεαρή γυναίκα που χάνει τα δεσμά της με τη λογική καθώς βιώνει επιλόχειο κατάθλιψη και τα πάντα γύρω της αποσυντίθενται με κρότο.

H Γκρέις της Λόρενς αρχίζει σταδιακά να δείχνει ανησυχητικά δείγματα συμπεριφοράς αλλά γρήγορα η κατάσταση κλιμακώνεται. Θα τη δούμε να σέρνεται γυμνή έξω από το σπίτι, να γρατζουνάει τοίχους με τα νύχια της, να βιώνει οράματα αποκάλυψης και σεξουαλικά όνειρα με αγνώστους ή/και αποκυήματα της φαντασίας. Είναι σαν η άγκυρα με το παρόν και την ίδια την πραγματικότητα να έχει φύγει από τη θέση της κι η ταινία μας πετάει όχι τόσο σε ένα ταξίδι μαζί της, όσο σε ένα τυφώνα που εκδηλώνεται στην ψυχή και στο κορμί της.

Είναι μεγάλη πρόκληση το να πεις μια ιστορία κατά αυτό τον τρόπο, δίχως μια ευανάγνωστη δομή ή σαφήνεια ως προς το χτίσιμο των χαρακτήρων. Τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ συγκεκριμένα και ούτε η Ράμσεϊ έχει διάθεση να μας παρουσιάσει ευθέως την Γκρέις στην προ κρίσης ταυτότητά της, ούτε το τι ακριβώς της συμβαίνει. Είμαστε μαζί της στην τρικυμία, είτε το θέλουμε είτε όχι.

Η Λόρενς δίνει μια από αυτές τις ψυχή και σώματι ερμηνείες που δε μπορείς να μη θαυμάσεις σε κάποιο βαθμό, και είναι μάλλον λογικό το ότι έχει γίνει αντικείμενο συζητήσεων στην Κρουαζέτ ξεσηκώνοντας αναμενόμενα και πρώιμη οσκαρική παραφιλολογία. Είναι δύσκολο να διαχωρίσεις τη θύελλα του φιλμ από εκείνη την ερμηνείας της Λόρενς, ειδικά από τη στιγμή που πολλά σημεία αυτής της δημιουργικής ένωσης προέκυψαν επί τόπου στο γύρισμα – η Λόρενς θα έκανε κάτι ακραίο κι η Ράμσεϊ θα έλεγε «κουλ, τέλειο!».

Δεν είναι το προσωπικό μου αγαπημένος ερμηνείας ωστόσο, γιατί σε όλη τη διάρκεια ένιωθα πως έβλεπα τη Τζένιφερ Λόρενς να παίζει κάτι, κι όχι κάτι οργανικό και εμβυθιστικό. Αλλά από την άλλη ο ενθουσιασμός είναι λογικός: Μια από τις τελευταίες (αν όχι η τελευταία, όπως λέει κι ο Σον Πεν) movie star επιστρέφει για τα καλά μετά από ένα διάστημα δημιουργικού επανακαλιμπραρίσματος. Την είχα βρει φανταστική και αστεία στην σεξοκωμωδία Μαθήματα Αποπλάνησης (No Hard Feelings) και διακριτικά υπέροχη και μεστή στο Causeway. Το ότι βρίσκει ξανά τα πατήματά της κάνοντας διαφορετικά και τολμηρά πράγματα, είναι αληθινά σπουδαίο νέο.

Πολύ καλός είναι ο Ρόμπερτ Πάτινσον στην ταινία, συνεχίζοντας τη συλλογή του με αγαπημένους σκηνοθέτες του παγκόσμιου σινεμά. Εδώ παίζει τον μάλλον καθόλου αρκετό σύζυγο της Γκρέις, ο οποίος περιφέρεται παθητικά μέσα στον κυκλώνα της όλης κατάστασης δίχως να μοιάζει να έχει τα εργαλεία να κατανοήσει τι συμβαίνει – ή να έχει διάθεση να το κάνει.

Διαμέσου της ταινίας η Ράμσεϊ απλώνει μικρές ματιές στο πώς η σχέση τους είναι (ή ήταν ήδη) θρυμματισμένη, κι ενώ η Γκρέις απασφαλίζει όλο και εντονότερα, ο σύζυγός της μοιάζει σαν μια σταθερή μαύρη τρύπα. Στην απόστασή τους χτίζεται η εκκωφαντική κραυγή στην καρδιά του φιλμ, για μια γυναίκα που δε βρίσκει από πού να κρατηθεί ενώ ο κόσμος της εκρήγνυται.

Στιλιστικά, δομικά, αφηγηματικά και ερμηνευτικά, ό,τι πιο ορμητικό έχουμε δει ως τώρα στο φεστιβάλ. Μια ταινία δύστροπη, ιδιόμορφη, που δε φοβάται να είναι δυσάρεστη – γιατί αυτό ακριβώς είναι που έχει ανάγκη να επικοινωνήσει. Πολύ φυσιολογικά, διχάζει, αλλά δε χωρά αμφιβολία πως θα είναι μια από τις πιο πολυσυζητημένες της ερχόμενης σεζόν.

NOUVELLE VAGUE: Ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΛΙΝΚΛΕΪΤΕΡ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΓΚΟΝΤΑΡ

Ένα από τα πιο παράξενα πρότζεκτ των τελευταίων ετών είναι το Nouvelle Vague του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Ο υπέροχος αμερικάνος σκηνοθέτης συνεχίζοντας τους πειραματισμούς του με αφηγηματικές τεχνικές και περιεχόμενο, πηγαίνει στη Γαλλία για να γυρίσει μια εντελώς γαλλική ταινία πάνω στη γέννηση της Νουβέλ Βαγκ και στα γυρίσματα του Με Κομμένη την Ανάσα του Γκοντάρ. Το καστ αποτελείται από γάλλους ηθοποιούς στους ρόλους εμβληματικών φιγούρων της περιόδου, ενώ την Τζιν Σίμπεργκ παίζει απολαυστικά η Ζόι Ντόιτς

Ποιος να το έλεγε ότι ο πάλαι ποτέ σκηνοθέτης ιστοριών πάνω στους αρχετυπικούς εφήβους σλάκερ θα ωρίμαζε σε σημείο που να σκηνοθετεί behind the scenes της Νουβέλ Βαγκ και θεατρικά chamber pieces πάνω στη ζωή και το έργο δημιουργών θεατρικών μιούζικαλ. (Το μαγευτικό Blue Moon του που είδαμε στο φεστιβάλ Βερολίνου πριν λίγους μήνες – μια από τις ωραιότερες ταινίες της χρονιάς.) Η ευαισθησία του όμως κι η περιέργεια ήταν πάντα εκεί, οπότε αυτή η εξέλιξη είναι ένα υπέροχο, αλλά όχι παράλογο, θαύμα.

Το Nouvelle Vague με έναν παράδοξο τρόπο κουβαλά τις ευαισθησίες και των δύο άκρων της λινκλεϊτερικής ούβρας – είναι ο κινηματογραφικός επαναστάτης Γκοντάρ σκηνοθετημένος ως ένας χαρακτήρας όχι ακριβώς σλάκερ, αλλά έχοντας κάποια χαρακτηριστικά της κουλ αποστασιοποίησης από το mainstream, που καταλήγει ως κάτι το ουσιαστικά αντισυμβατικό.

Ως κομμάτι ψυχαγωγίας, η ταινία πετυχαίνει διάνα. Είναι ανάλαφρη, γλυκιά, διασκεδαστική και αστεία, αποτυπώνοντας μια σειρά από φαν περιστατικά στο παρασκήνιο μιας εμβληματικής δημιουργίας του παγκόσμιου σινεμά. Όμως δεν υπάρχει στα αλήθεια κάτι από πίσω. Ο Γκοντάρ ως χαρακτήρας μοιάζει με άνθρωπος-κινούμενο τσιτάτο, λες κι είναι κάποιος εναλλακτικός Deadpool. Το φιλμάρισμα είναι αναίμακτο κι όλα τα διλήμματα, οι δυσκολίες, οι εντάσεις, αντιμετωπίζονται chill τρόπο από έναν «Γκοντάρ» που μοιάζει σα να γνωρίζει όλο το ρου της Ιστορίας – και να μην τον πολυνοιάζει κιόλας.

Είναι το παρελθόν πακεταρισμένο σαν γλυκό σνακ κυλικείου σε θερινό σινεμά. Μια επιφανειακή διασκέδαση από τον Λινκλέιτερ που παρολαυτά όμως δείχνει (ή θυμίζει) πόσο καλά μπορεί να το κάνει και αυτό – ειδικά όταν ασχολείται με ένα θέμα που ο ίδιος φαίνεται να αγαπάει πολύ. Δεν περιμένουμε κάποιο βραβείο για την ταινία, αλλά πάντως μια χαρά τη βλέπουμε να κινείται εισπρακτικά εφόσον αγοραστεί για την Ελλάδα.

CHRONOLOGY OF WATER: ΤΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΤΕΝ ΣΤΙΟΥΑΡΤ

Ας σημειώσουμε άλλη μια σημαντική πρεμιέρα που είδαμε αυτές τις μέρες. Η Κρίστεν Στιούαρτ, μια από τις κορυφαίες ηθοποιούς της γενιάς της, κατάφερε επιτέλους να ολοκληρώσει και να παρουσιάσει στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα των Καννών, το σκηνοθετικό της ντεμπούτο που εδώ και καιρό παλεύει να ετοιμάσει.

Πρόκειται για διασκευή της αυτοβιογραφίας της Λίντια Γιούκναβιτς, μια μυθιστοριογράφο, καθηγήτρια, κολυμβήτρια… Για ένα νεαρό κορίτσι που μεγαλώνει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον διαλυμένο από τη βία και το αλκοόλ, και προσπαθεί να βρει το δρόμο της. Δραπετεύοντας από την οικογένειά της, μπαίνει στο πανεπιστήμιο, όπου θα βρει απόδραση στη λογοτεχνία. Οι λέξεις θα της δώσουν την ελευθερία που πάντα αποζητούσε.

Είναι ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο που έρχεται δίχως φόβο, δίχως φρένα, και με τεράστια ειλικρίνεια, ωμότητα, και διάθεση για πειραματισμό. Η Στιούαρτ δημιουργεί μια αφήγηση που κάνει κύκλους, ακολουθεί μοτίβα που επιστρέφουν στα ίδια σημεία, ένα κολάζ ή ένα tumblr αναμνήσεων, «πώς αισθάνεσαι σήμερα» αποφθεγμάτων και διάσπαρτων εικόνων που σημαίνουν ή σήμαιναν κάτι, σφηνωμένες στο υποσυνείδητο της ηρωίδας. Είναι μια ταινία που, απλά να το πούμε, μοιάζει κάπως στην ίδια την Στιούαρτ: Νευρώσεις, αφοπλιστική ευθύτητα, ευφυία, ωμότητα, μονίμως ανήσυχο καλλιτεχνικό βλέμμα στην υπηρεσία μιας άκρως σωματικής φεμινιστικής αφήγησης.

Υπάρχει λίγο το σύνδρομο του «θέλω να πω τα πάντα και να τα πω τώρα», αυτή η αίσθηση πως έχεις φτιάξει με ενθουσιασμό κάτι που χρησιμοποιεί όλες τις πιθανές γραμματοσειρές που μπορεί να υποστηρίξει ένα γραφιστικό αρχείο. Είναι λίγο εφηβική ασθένεια αυτό, αλλά περιτριγυρίζεται από μια φοβερή ωμότητα, μια ανοιχτή εξέταση του σώματος, του αίματος, και των κάθε φύσης υγρών σε συνάρτηση με τη θρυμματισμένη ψυχολογία της ηρωίδας. (Που θαυμάσια παίζει η Ίμοτζεν Πουτς.)

Είναι ένα αληθινά αξιοπρόσεκτο σκηνοθετικό ντεμπούτο από μια καλλιτέχνη όπως η Στιούαρτ που έρχεται με μια καλά σχηματισμένη φωνή και με τόλμη στη χρήση των κινηματογραφικών εικόνων και εργαλείων. Δεν υπήρχε ούτε στιγμή που αυτό που έκανε να με άφησε αδιάφορο, ακόμα κι αν σε επιμέρους σημεία το φιλμ κρέμαγε.

Η ΚΡΙΣΤΕΝ ΣΤΙΟΥΑΡΤ ΣΤΟ NEWS24/7 ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ ΤΗΣ ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ

Πριν ένα χρόνο, μιλώντας με την Κρίστεν Στιούαρτ στο φεστιβάλ Βερολίνου, είχαμε ζητήσει από την ηθοποιό να μας πει μερικά λόγια για το σκηνοθετικό της ντεμπούτο το οποίο τότε μας υποσχόταν πως θα κατάφερνε να το γυρίσει μέσα στον επόμενο χρόνο. Τα κατάφερε! Αυτά ήταν όσα μας είχε πει τότε για τις ιδέες της γύρω από το The Chronology of Water:

Είχες πει κάποτε για το σκηνοθετικό σου ντεμπούτο, ότι δε θες να παίξεις άλλο ρόλο πριν το καταφέρεις.

Αχ, ναι, ο μεγάλος πειρασμός μου, το ουρλιαχτό με όλη τη δύναμή μου. [γελάει] Ναι, μερικές φορές απλά πρέπει να το κάνεις. Μιλάω για αυτή την ταινία εδώ και πολύ καιρό. […]

Κάποιες ταινίες χρειάζονται πολύ χρόνο για να ξεκινήσουν. Δούλευα πάνω σε αυτή την ταινία για πάνω από 5 ή 6 χρόνια και… θα γυρίσουμε την ταινία φέτος. Μπορώ να το πω αυτό με σιγουριά. Και ξέρεις κάτι; Μάντεψε. Αν κάνω λάθος, δεν πειράζει να κάνω λάθος μερικές φορές. Αλλά είμαστε πέντε δευτερόλεπτα μακριά. Σαν να παίρνει ήδη μορφή, να αποκτά ένα δικό του σώμα. Έχουμε τοποθεσίες. Έχουμε ανθρώπους που το αγαπούν. Είναι σαν να είμαστε εκεί.

Και τι αφορά η ιστορία;

Μπορείς να πεις ότι βασίζεται σε απομνημονεύματα. Η Λίντια Γιούκναβιτς είναι μυθιστοριογράφος, αλλά τα απομνημονεύματά της είναι ένα βιβλίο που πραγματικά με αποσυναρμολόγησε. Και έχει τη δική της γλώσσα. Βασικά, είναι μια ταινία για μια νεαρή γυναίκα που υπομένει την κακοποίηση, περνάει κυκλικά από κάποια θέματα κατάχρησης ουσιών, αλλά κυρίως πρόκειται για τη σωτηρία μέσω της τέχνης και τη σωτηρία μέσω της κολύμβησης. Γιατί είναι μια γεννημένη κολυμβήτρια. Και υπάρχει ένα είδος αλληγορίας σχετικά με τη μνήμη που δεν είναι σε χρονολογική σειρά, και το πώς επανακτάς τις λεπτομέρειες της ζωής σου. Να τις επαναδιατυπώνεις, να λες την ιστορία μόνη σου και να την απογυμνώνεις από κάθε στίγμα ή ταμπού και να επανακτάς τη γλώσσα και να την αφήνεις να σε οχυρώνει.

Τελικά έγινε δασκάλα, και το μεταφέρει αυτό σε όλους όσους αγγίζει. Αισθάνομαι ότι δεν μπορείς να διαβάσεις αυτό το βιβλίο ή να κάνεις παρέα μαζί της και να μην το σκεφτείς. «Ίσως έχω κι εγώ μια φωνή». Το εμπνέει αυτό. Και είναι πολύ δυνατό. Δεν έχω δει κανέναν να το κάνει αυτό. Είναι τόσο άμεσο, ενστικτώδες και προφανές. Είναι μια πραγματική επαναστάτρια, καταλαβαίνεις; Και όταν διάβασα το βιβλίο, ένιωσα το ίδιο. Απλά δεν θέλω να γράψω ένα βιβλίο. Θέλω να κάνω ταινίες. Και έτσι θέλω αυτό το πράγμα να ζει και να αναπνέει και να ανυψωθεί.

Info:

Το 78ο φεστιβάλ Καννών διεξάγεται 13-24 Μαϊου. Οι ταινίες Die My Love, Nouvelle Vague και The Chronology of Water αναζητούν ελληνική διανομή.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα