Νέες ταινίες: Asteroid City, ένας μελαγχολικός sci-fi Γουές Άντερσον

Νέες ταινίες: Asteroid City, ένας μελαγχολικός sci-fi Γουές Άντερσον

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Χλιαρά ανοίγματα κορυφής είδαμε την περασμένη εβδομάδα τόσο για το “Flash” οσο και για το “Elemental” της Pixar– εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις ανάμεσα στις δύο ταινίες, όσο κι οι λόγοι για τους οποίους δεν έκαναν πραγματικά καλές δουλειές στα ταμεία, τόσο εδώ όσο και παγκοσμίως.

Για το μεν “Flash”, τα υπερηρωικά έχουν ταβανιάσει όπως φαίνεται εδώ και καιρό πια, κι ό,τι δεν είναι Marvel πληρώνει τη νύφη. Το δε “Elemental” πληρώνει τόσο τις (ακατανόητα, αν μας ρωτάτε) αντιφατικές κριτικές, όσο και την ενδυνάμωση του Disney+ εις βάρος κάποιων κομματιών της κινηματογραφικής παραγωγής– με τα οικογενειακά animation να ατυχούν σε σημαντικό πια ποσοστό.

Το Spider-Man: Ακροβατώντας στο Αραχνο-Σύμπαν ωστόσο τα πάει θαυμάσια. (Έχει φτάσει πια τα 80.000 εισιτήρια στην Ελλάδα, και φλερτάρει το μισό δις δολαρίων παγκοσμίως.) Μπορεί να είναι και υπερηρωικό, και animation, αλλά το βασικό του στοιχείο που απουσιάζει από τα περισσότερα άλλα φετινά μπλοκμπάστερ: Είναι σπουδαίο σινεμά, και θα παραμείνει κεντρικό σημείο αναφοράς και συζήτησης για το υπόλοιπο καλοκαίρι, και όχι μόνο.

Όσο για το καλλιτεχνικό κύκλωμα, δυστυχώς πολύ κακό άνοιγμα έκανε η θαυμάσια “Τελευταία Νύχτα του Φράνκο Αμόρε” με μόλις 1.300 εισιτήρια από 20+ αίθουσες. Σας συστήνουμε να δώσετε μια ευκαιρία και σε αυτή τη δεύτερη εβδομάδα προβολών: Είναι η κλασική ταινία που θα την πετύχει κανείς σε μερικούς μήνες στην τηλεόραση και θα απορεί γιατί δεν βγήκε ποτέ στα σινεμά.

Πάμε να δούμε το χορταστικό πρόγραμμα αυτής της εβδομάδας.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Asteroid City

(Γουές Άντερσον, 1ω44λ)

3.5 / 5

Κάπου στα βάθη της αμερικάνικης ερήμου σε μια πολιτεία των νοτιοδυτικών ΗΠΑ που δεν κατονομάζεται, στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, ένα μάτσο διαφορετικοί, ιδιοσυγκρασιακοί χαρακτήρες συγκεντρώνονται σε μια μικρή κωμόπολη μερικών δεκάδων μόνιμων κατοίκων. Και για κάποιον εξωφρενικό λόγο, δεν μπορούν για τις επόμενες λίγες μέρες να φύγουν από εκεί.

Ο Όγκι (Τζέισον Σουόρτσμαν) είναι ένας φωτογράφος πολεμικός ανταποκριτής που δε μπορεί να βρει τη δύναμη να πει στα παιδιά του πως η μητέρα τους έχει πεθάνει, κι αναγκάζεται να ζητήσει βοήθεια μέσω τηλεφώνου από τον πεθερό που ποτέ δεν τον ενέκρινε (Τομ Χανκς). Ο μεγάλος του γιος, Γούντροου, έχει δημιουργήσει ένα μηχάνημα που μπορεί να προβάλει εικόνες στο φεγγάρι, και στo Asteroid City είναι ένας από τους 5 νεαρούς εφευρέτες που ταξιδεύουν εκεί για να παρουσιάσουν το έργο τους σε μια ομάδα επιστημόνων.

Ήδη από την πρώτη άφιξη στην πόλη, και τον τρόπο με τον οποίο μας συστήνονται όλα της τα τοπόσημα κι οι τοπικές της φιγούρες, γίνεται σαφές πως έχουμε να κάνουμε με κάτι τεχνητό κι οριοθετημένο. Η κάμερα στρίβει μέχρι που επιστρέφει στο ίδιο σημείο, ενώ τα αδιανόητης ομορφιάς σκηνικά (τα οποία είναι αληθινά, εξ ολοκλήρου κατασκευασμένα σε κλίμακα, από τον σκηνογράφο Άνταμ Στόκχαουζεν) δίνουν μια τεχνητή αίσθηση βάθους. Την ίδια στιγμή, οι ηθοποιοί παίζουν σχεδόν ακίνητοι σε πλάνα στατικά, κοιτώντας εμάς όταν κοιτούν κάποιον άλλο χαρακτήρα.

Η κατασκευή της ταινίας, αυτής της πόλης τελοσπάντων, είναι σχεδόν κάτι σαν ενυδρείο. Όρια τεχνητά και όρια αφηγηματικά: Ένα σκηνικό που δεν περνά τα σύνορά του, ένα ensemble χαρακτήρων που δεν μπορεί να φύγει από την καραντίνα. Και μέσα από αυτή την παιχνιδιάρικη, παστέλ στατικότητα, εκφράζεται η μεγάλη θλιμμένη καρδιά της ταινίας. Χαρακτήρες που δε μπορούν να μιλήσουν ή να διαχειριστούν τις απώλειές τους, τους φόβους τους (όχι τυχαία, η ταινία διαδραματίζεται με φόντο την πυρηνική απειλή των ‘50s και το μυστήριο του μεγάλου κοσμικού αγνώστου του σύμπαντος) ή να ολοκληρώσουν τα ταξίδια που κάποτε ξεκίνησαν.

Ταυτόχρονα, το Asteroid City είναι η θεατρική παράσταση που στήνει ένας θίασος ηθοποιών, στον οποίο θίασο αφιερώνει ένα της επεισόδιο μια τηλεοπτική εκπομπή. Ανά τακτά διαστήματα ο Παρουσιαστής της εκπομπής (Μπράιαν Κράνστον) θα κάνει μια παρέμβαση για να σχολιάσει κάτι που συμβαίνει. Ή ένας χαρακτήρας του Asteroid City θα χάσει μια ατάκα του. Ή ένας ηθοποιός που δε θα έπρεπε να είναι εκεί, βρίσκεται ξαφνικά στο πλάνο. Ή η περιγραφή μιας σκηνής δεν εκτελείται όπως αναφέρεται στο σενάριο, κι ένας ηθοποιός αποφασίζει να στήσει τη δική του, αυθόρμητη επανάσταση.

Μέσα από αυτό το σχήμα ο Άντερσον μοιάζει να αμφισβητεί κάθε του ιδέα και κάθε του απόφαση, κάθε του κομμάτι αφήγησης. Δημιουργώντας την ίδια στιγμή μια ελεγεία πάνω στο ανολοκλήρωτο. Στις αποφάσεις που δεν έγιναν ποτέ πράξη, στις σκηνές που δεν ερμηνεύτηκαν, στους δρόμους που δεν οδήγησαν πουθενά, στις παραστάσεις που δεν υπήρξαν.

Οι ταινίες του, όλο και λιγότερο ευθύγραμμες ιστορίες συναισθηματικής πλήρωσης, μετατρέπονται σταδιακά σε μη-ταινίες (ή κάτι ανάμεσα σε λογοτεχνία, ποίηση, θέατρο, τηλεόραση και σινεμά) που σπάνε σε αμέτρητα εντυπωσιακά κομμάτια σμιλεμένα από διάφορες πρώτες ύλες, από χαρτόνι μέχρι χώμα, από stop motion animation μέχρι εκτυπωμένα δοκίμια. Κι ο ίδιος συνεχίζει να εξερευνά, να τολμά και να προσπαθεί να κατανοήσει το Άγνωστο– με όποιον τρόπο κι αν αυτό εκφράζεται στη ζωή μας ή στην τέχνη μας.

ASTEROID CITY: Αναλυτική κριτική από τις Κάννες

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Μπράιαν Κράνστον, Έιντριεν Μπρόντι και Τζέφρι Ράιτ στο News24/7

Μαθήματα Αποπλάνησης

(“No Hard Feelings”, Τζιν Στουπνίτσκι, 1ω43λ)

3 / 5

Η Μάντι είναι βυθισμένη σε μια τρύπα χρεών και φοβάται πως θα χάσει το σπίτι της, οπότε δέχεται να αναλάβει μια ρισκέ δουλειά: Χωρίς εκείνος να μπορεί ποτέ να μάθει πως είναι όλα ένα συμφωνημένο σχέδιο, έχει ως αποστολή να αρχίσει να βγαίνει με τον ντροπαλό, άβολο 19χρονο γιο ενός πλούσιου ζευγαριού, και να τον βγάλει από το καβούκι του πριν πάει στο κολέγιο.

Καφροκωμωδία από εκείνες που έπαψαν στην ουσία να γυρίζονται εδώ και πολλά χρόνια, πολύ διασκεδαστική και αστεία κι η οποία καταφέρνει με έναν αβίαστο τρόπο να μεταφέρει κάτι από την αισθηματική και σεξουαλική ανεμελιά των αντίστοιχων ‘80s κωμωδιών σε ένα σύγχρονο περιβάλλον– στο οποίο οπωσδήποτε υπάρχει πολύ μεγαλύτερη αίσθηση ρόλων, συνεπειών και κοινωνικών θέσεων. Κι η οποία, για να το πούμε πιο απλά, ξέρει και πώς να σπάσει την πλάκα της χωρίς ποτέ η οπτική της να γίνεται μισογύνικη (ή με μια ηρωίδα-κινούμενο στερεότυπο), αλλά και πώς να γεμίσει τους κεντρικούς της χαρακτήρες με τόση-όση δραματική ουσία ώστε το φιλμ να καταφέρνει να μην είναι απλώς μια συρραφή από γκαγκς.

Ανάμεσα στα οποία φυσικά άλλα είναι πιο πετυχημένα κι άλλα λιγότερο, αλλά το πρόσημο είναι εν γένει πολύ θετικό. Με μεγαλύτερο θρίαμβο όλων μια Τζένιφερ Λόρενς στον κεντρικό ρόλο που όχι μόνο είναι σκέτη απόλαυση, αλλά μοιάζει κι η ίδια να το απολαμβάνει εξίσου, σαν απελευθερωμένη από τα δεσμά μιας καριέρας που είχε πάψει χρόνια τώρα να την εκφράζει. Η Λόρενς έχει για παιχνιδάκι τις δραματικές νότες του φιλμ (που ομολογουμένως βέβαια το υπερφορτώνουν ίσως στην τρίτη πράξη, την σαφέστατα πιο ασφαλή και αδύναμη) αλλά ξέρει και πώς να γίνει κλόουν, χρησιμοποιώντας ως κωμικό όπλο την πραγματικά σπουδαία της παρουσία. Λειτουργεί ως γελωτοποιός (αλλά ποτέ καρτούν) με το σώμα της, με το πρόσωπό της, με όλη της την ενέργεια.

Είναι μια φανταστικά απρόσμενη –και πανηγυρικά καλοδεχούμενη– κωμική στροφή που έρχεται αμέσως μετά την χαμηλών τόνων επιστροφή της στο υπέροχο, δραματικό “Causeway” από πέρσι. Μια σταρ όμοια της οποίας είναι τυχερή να έχει κάθε κινηματογραφική Εποχή, που για κάποιο διάστημα έμοιαζε χαμένη, παραιτημένη, φαίνεται σα να ανακαλύπτει ξανά τον ερμηνευτικό εαυτό της από την αρχή, μπροστά στα μάτια μας. Τα “Μαθήματα Αποπλάνηση” είναι διασκεδαστικά από μόνα τους, αλλά η επάνοδος της Τζένιφερ Λόρενς είναι ένας μικρός θρίαμβος.

Το Χρονικό Ενός Εφήμερου Έρωτα

(“Chronique d’une Liaison Passagère”, Εμανουέλ Μουρέ, 1ω40λ)

3.5 / 5

Μια single μητέρα κι ένας παντρεμένος άντρας ξεκινούν έναν κρυφό δεσμό έχοντας συμφωνήσει πως είναι κάτι το καθαρά σεξουαλικό– ούτε συναισθηματικά δεσίματα, ούτε τίποτα. Όμως σταδιακά, θα διαπιστώσουν όλο και περισσότερο πως θέλουν να είναι μαζί. Αλλά με τι ακριβώς τρόπο; Θέλουν τελικά το ίδιο πράγμα κι οι δύο;

Ο Εμανουέλ Μουρέ του θαυμάσια κατασκευασμένου και σκηνοθετημένου αισθηματικού δράματος “Αυτά Που Λέμε Και Αυτά Που Κάνουμε”, δημιουργεί και πάλι μια σχεδόν οπερατικής σπουδαιότητας άσκηση πάνω στη συναισθηματική μπαναλιτέ. Σαντρίν Κιμπερλέν και Βενσάν Μακέν (από το σπουδαίο τηλεοπτικό “Irma Vep”) παίζουν το ζευγάρι και κυριαρχούν οπτικά καθώς το κάδρο σχεδόν ποτέ δεν τους εγκαταλείπει. Ακόμα κι όταν το δράμα αυτού του εν δυνάμει ζευγαριού αγγίζει κι άλλους ανθρώπους ή άλλες καταστάσεις, η κάμερα μένει σχεδόν εμμονικά πάνω τους, σχηματίζοντας τη γύρω πραγματικότητα μέσα από τις εκφράσεις και τις αντιδράσεις τους– το άγγιγμα του Μουρέ, ο οποίος εξελίσσεται σε έναν διακριτικό master της κινηματογραφικής απόδοσης σιωπών, κρυφών νοημάτων ή συναισθηματικών διακυμάνσεων που δεν μπαίνουν σε λέξεις.

Υπάρχουν στιγμές συνειδητοποίησης που μοιάζουν σαρωτικές κι αν μην ακούγεται λέξη. Η στιγμή που ένας χαρακτήρας καταλαβαίνει πως είναι ερωτευμένος, ή η στιγμή που παρατηρείς ως θεατής έναν έρωτα ή ένα πάθος να εξατμίζεται μπροστά στα μάτια σου, στο χρόνο που χρειάζεται η κάμερα για να κάνει απλώς μια ταραγμένη κίνηση προς ένα πρόσωπο. Εντυπωσιακό με έναν τρόπο που δεν τραβά την προσοχή στο πόσο εντυπωσιακό είναι, το φιλμ εν τέλει καταγράφει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις και την αόριστη υφή του έρωτα και του πάθους πίσω από τα λόγια και τις εκλογικεύσεις. Τοποθετώντας δύο εν τέλει ανήμπορους ήρωες σε ένα πλήρως συνηθισμένο περιβάλλον και καταγράφοντάς τους σε σχέση με αυτό, τοποθετώντας την έμφαση σε όλα αυτά που δε βλέπουμε, που δεν ακούμε. Στα κενά ανάμεσα στις πράξεις, ανάμεσα στις (χρονικές ή χωροταξικές) μετακινήσεις. Στα κενά που εν τέλει πάντα υπάρχουν και χωρίς εμάς, διαποτισμένα όμως με τις ιστορίες μας, με τα ίχνη που αφήνουμε πίσω– όπως συμβαίνει στο αληθινά σπουδαίο φινάλε.

Η ταινία είναι τελικά μια αποθέωση του συνηθισμένου, παιγμένη, σκηνοθετημένη και καδραρισμένη με τις πιο λεπτές νότες κινηματογραφικού και αφηγηματικού ελέγχου. Ή για να το πούμε αλλιώς, το «τίποτα το ιδιαίτερο» μπορεί κάποιες φορές να είναι απολύτως μαγευτικό και να έχει υφανθεί με εντυπωσιακή μαεστρία της απλότητας.

Ντετέκτιβ Μάρλοου

(“Marlowe”, Νιλ Τζόρνταν, 1ω49λ)

1.5 / 5

Όμορφη, πλούσια ξανθιά προσλαμβάνει μοναχικό, σκληραγωγημένο ντετέκτιβ στο Λος Άντζελες του ‘39, για να εντοπίσει τον πρώην εραστή της ο οποίος θεωρείται νεκρός . Φυσικά στη διαδρομή ο Μάρλοου θα ανακαλύψει κάτι πολύ μεγαλύτερο και σάπιο. Ο βετεράνος Νιλ Τζόρνταν (“Το Παιχνίδι των Λυγμών”, “Ο Καλός Κλέφτης”) σκηνοθετεί μια επιπέδου Δημοτικού εκδοχή του Chinatown με τον Λίαμ Νίσον εντελώς λανθασμένο κάστινγκ ως ντετέκτιβ Μάρλοου, απλουστευτικό σενάριο και μια ακατανόητη αισθητική προσέγγιση που τοποθετεί το φιλμ στη σφαίρα του «κατέβασα για πρώτη φορά instagram, για να δούμε τι κάνουν όλα αυτά τα φίλτρα». Από τις σπάνιες αληθινά τρανταχτές αποτυχίες της καριέρας του αγαπημένου σκηνοθέτη.

Μυστικός Πράκτορας

(“El Agente Topo / The Mole Agent”, Μάιτε Αλμπρέντι, 1ω24λ)

3 / 5

Ανησυχώντας για την κατάσταση της μητέρας της σε έναν οίκο ευγηρίας, μια γυναίκα αναθέτει σε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ να προσλάβει με τη σειρά του έναν ηλικιωμένο άντρα, ο οποίος γίνεται κατάσκοπος στα γεράματα: Μπαίνει στον οίκο ως πελάτης, αρχίζοντας να ερευνά και να μεταφέρει πληροφορίες, εμπλεκόμενος όμως στην πορεία με τις ζωές των ανθρώπων που γνωρίζει. Αναπάντεχα γλυκό και συγκινητικό, υποψήφιο για Όσκαρ Ντοκιμαντέρ πριν 3 χρόνια.

Σκοτεινοί Δολοφόνοι

(“Sweet Smell of Success”, Αλεξάντερ Μακέντρικ, 1ω36λ)

4 / 5

O υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων Σίντνεϊ Φάλκο βιώνει μια κάποια απόγνωση μιας και τελευταία δε μπορεί να πετύχει το πλασάρισμα των πελατών του στις πιο επιδραστικές στήλες αρθρογραφίας της βιομηχανίας του θεάματος. Κανείς αρθρογράφος μάλιστα δεν είναι πιο ισχυρός από τον Τζέι Τζέι, του οποίου κάθε στήλη συγκεντρώνει τα μάτια δεκάδων εκατομμυρίων αναγνωστών και ουσιαστικά δίνει το κλίμα για τον χώρο της showbiz. Οι δυο άντρες μοιράζονται όμως κι ένα μυστικό: Ο Τζέι Τζέι δεν εγκρίνει τον άβγαλτο τζαζ κιθαρίστα με τον οποίο βγαίνει η αδελφή του, κι έχει αναθέσει στον Σίντνεϊ να τους χωρίσει, πάση θυσία. Μπορείτε ήδη να υποθέσετε με ασφάλεια πως πρόκειται για μια από εκείνες τις ταινίες που τα πράγματα δεν πάνε καλά για κανέναν.

Άνθρωποι που μοιάζουν φυλακισμένοι σε ένα κολαστήριο διαρκούς εξάσκησης ισχύος όπου η ηθική δεν παίζει κανένα απολύτως ρόλο και η δύναμη μετριέται με την επίδραση που μπορεί να έχει ένα ραβασάκι που με μια κίνηση όλο νόημα σπρώχνει ένας άντρας προς το χέρι ενός άλλου– σε συναντήσεις όπου κανείς δε λέει αυτό που πραγματικά θέλει να πει (δεν χρειάζεται καν), και οι αλήθειες κρύβονται καλά πίσω από απειλές, ψέματα, εκβιασμούς, πληροφορίες.

Τρομερά αγωνιώδες δραματικό θρίλερ σε σκηνοθεσία Αλεξάντερ Μακέντρικ (“The Ladykillers”) και σενάριο Έρνεστ Λίμαν (“Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων”, οπότε καταλαβαίνετε) με έναν επιβλητικό Μπαρτ Λάνκαστερ να γεμίζει το κάδρο με την ακινησία του και το υπόγεια οργισμένο και δηλητηριώδες βλέμμα που εκτοξεύει πίσω από τα γυαλιά του. Και έναν Τόνι Κέρτις ως Σίντνεϊ να μοιάζει διαρκώς αγχωμένος και απεγνωσμένος, μια κινούμενη γλίτσα σε ανθρώπινη μορφή. Αμφότεροι σπουδαίοι ερμηνευτικά σε ένα από εκείνα τα φιλμ που εύχεσαι να διαρκούσε άλλο τόσο.

Κυκλοφορούν ακόμη

Καθαγιασμός: Η Γκρέις ταξιδεύει σε ένα απομονωμένο μοναστήρι στη Σκωτία ύστερα από τα νέα της αυτοκτονίας του ιερέα αδερφού της. Πεπεισμένη πως υπάρχει κάτι κρυμμένο πίσω από αυτή την ιστορία, ερευνά και ανακαλύπτει κάτι σοκαριστικό. Ταινία τρόμου με τη Τζίνα Μαλόουν από τον έμπειρο στο είδος σκηνοθέτη Κρίστοφερ Σμιθ.

Mediterraneo – Ο Νόμος της Θάλασσας: Καθώς η ανθρωπιστική κρίση εκτυλίσσεται στην Μεσόγειο, και υπό την αδιαφορία των αρχών, λιγοστοί άνθρωποι θα αφιερώσουν τη ζωή τους στη διάσωση προσφύγων. Όπως ένας Ισπανός άντρας που ταξιδεύει στη Λέσβο και χωρίς να το περιμένει, αποκτά μια αποστολή ζωής. Εξαιρετικά επίκαιρη, βραβευμένη ταινία από την Ισπανία.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα