MUSSOLINI – SON OF THE CENTURY: ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ #1 ΣΕΙΡΑΣ ΤΟΥ ΄25 ΜΙΛΟΥΝ ΣΤΟ NEWS24/7 ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ
Ο Τζο Ράιτ (του “Περηφάνια και Προκατάληψη” και του “Darkest Hour”) και το δημιουργικό τιμ του σπουδαίου “Mussolini: Son of the Century” μιλούν στο NEWS24/7 από το φεστιβάλ Βενετίας.
Δεν ξέρω πώς θα φανταζόταν κανείς μια σειρά για τον Μουσολίνι γυρισμένη σήμερα, αλλά πάντως η πρόβλεψή μου δεν θα ήταν μια δυστοπική όπερα με άκρως μοντέρνα μουσική, σπάσιμο του τέταρτου τοίχου, αλλά και διατήρηση μιας απολύτως στιβαρής (και καθόλου εξυπνακίστικης) αφήγησης με έμφαση σε πρόσωπα και γεγονότα.
Δεν υπάρχει τίποτα συμβατικό, ούτε προβλέψιμο, ούτε βαρετό, ούτε διδακτικό στην κατά Τζο Ράιτ εξιστόρηση της ανόδου του Μουσολίνι στην εξουσία. Υπογραμμισμένη από το κλίμα φόβου και μίσους της εποχής, αλλά και από την ανοχή (σε βαθμό οριακής συνενοχής) πολλών δημοκρατικών δυνάμεων που θεώρησαν πως μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον φασιστικό μπαμπούλα για να τιθασεύσουν τις διεκδικήσεις και τους αγώνες – σας θυμίζει κάτι αυτό μήπως;
Ο φαντασμαγορικός Τζο Ράιτ (Εξιλέωση, Περηφάνια και Προκατάληψη, The Darkest Hour) σκηνοθετεί λοιπόν τη μίνι σειρά, γραμμένη από το ιταλικό δίδυμο των Στέφανο Μπίσες και Ντάβιντε Σερίνο, και με έναν αγνώριστο αλλά καθηλωτικά επιθετικό Λούκα Μαρινέλι στο ρόλο. Ο άγγλος Τζο Ράιτ, για τον οποίο μοιάζει αδύνατον να γυρίσει μια συνηθισμένη ταινία, σκηνοθετεί τη σειρά σαν μια αχρονική EDM όπερα στο χείλος της δυστοπίας.
Έτσι το Son of the Century (που προβλήθηκε στην Ελλάδα από το COSMOTE TV) δεν μοιάζει με στείρο μάθημα Ιστορίας αλλά με μια αληθινή επίθεση προς το κοινό. Όχι μόνο επειδή ο Μουσολίνι σπάει συχνά τον τέταρτο τοίχο και μας απευθύνει το λόγο, αλλά κι επειδή τα όσα συμβαίνουν δεν μοιάζουν ποτέ περιχαρακωμένα από τον χρόνο και την απόστασή μας από αυτά – είναι ένα θέαμα ολοζώντανο, τρομακτικό και, ναι, αστείο.
Τοποθετήσαμε τη σειρά στο #1 του ‘25 και σήμερα ακούμε από τους ίδιους τους δημιουργούς. Οι οποίοι λίγο μετά την πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βενετίας, κάθισαν με το NEWS24/7 για να μιλήσουν για τα λάθη που επαναλαμβάνονται, για το πώς προσέγγισαν το υλικό με έναν τόσο ριζοσπαστικό τρόπο, και για τι έχει να μας διδάξει αυτή η ιστορία σήμερα.
Τζο Ράιτ: «Πρέπει να ακούμε τους ανθρώπους, όχι τα Μέσα»
Ο πάντα ανήσυχος σκηνοθέτης Τζο Ράιτ (Περηφάνια και Προκατάληψη, The Darkest Hour) ανέλαβε τη σκηνοθεσία της μίνι σειράς, αποτυπώνοντας την ιστορία σε ένα εξαιρετικά σύγχρονο αισθητικό περιβάλλον. Εδώ, μαζί με τον σεναριογράφο Στέφανο Μπίσες, εξηγούν στο NEWS24/7 την προσέγγισή τους στο υλικό καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ο φασισμός (δεν) διδάσκεται σήμερα στην Ιταλία.
Μοιάζει σαν η κατάλληλη στιγμή να καταπιαστεί κανείς με ένα έργο για τον Μπερλουσκόνι – εεε, συγγνώμη, τον Μουσολίνι. [γέλια] Μπορείτε να μιλήσετε για τις παραλληλίες με τον σημερινό κόσμο;
Τζο Ράιτ: Στην αρχή δεν θεωρήσαμε ότι χρειαζόταν να αντλήσουμε συνειδητά παραλληλίες με το σήμερα. Υπήρχαν κάποιες στο σενάριο, αλλά συνειδητοποιήσαμε ότι τελικά δεν ήταν απαραίτητες, ίσως μάλιστα να υποτιμούσαν το κοινό. Οι παραλληλίες είναι εκεί για όποιον θέλει να τις δει και αφήνουμε το κοινό να τις διακρίνει μόνο του.
Στέφανο Μπίσες: Για μένα αυτό έχει τεράστια σημασία, γιατί όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πάνω στο πρότζεκτ και στο βιβλίο, δεν υπήρχε ακόμη δεξιά κυβέρνηση στη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε κάτι διάχυτο στην ατμόσφαιρα. Αναφέρατε τον Μπερλουσκόνι. Υπάρχει πολύς Μπερλουσκόνι μέσα στον Μουσολίνι, με την έννοια ότι ο Μουσολίνι ήταν ο εφευρέτης του λαϊκισμού. Είναι μια τεχνική που ο Μπερλουσκόνι αξιοποίησε πρώτος στη σύγχρονη εποχή και την οποία υιοθέτησαν στη συνέχεια πολλοί ηγέτες.
Κυρίως όμως, στη χώρα μου δεν γνωρίζουμε πραγματικά την ιστορία μας. Δεν αντιμετωπίζουμε τον φασισμό, προσποιούμαστε ότι ήταν κάτι που συνέβη αλλού ή ότι έχει τελειώσει οριστικά. Κάτι που, όπως έδειξαν και οι τελευταίες εκλογές, δεν ισχύει. Για μένα ήταν εξαιρετικά σημαντικό να αφηγηθούμε αυτή την ιστορία με έναν διαφορετικό τρόπο από το βιβλίο, αλλά παραμένοντας μέσα στο άνοιγμα που αυτό προσφέρει.
Στην Ιταλία, πώς διδάσκεται ο φασισμός στο σχολείο;
Στέφανο Μπίσες: Είμαι εξήντα ετών, οπότε μιλώ για μια άλλη εποχή. Όταν ήμουν στο λύκειο, ο φασισμός βρισκόταν στο τέλος της ύλης, στους τελευταίους μήνες, όταν προσπαθούσαμε να προλάβουμε πολλά άλλα θέματα. Δεν εμβαθύναμε πραγματικά. Και, κυρίως, αντιμετωπιζόταν σαν κάτι που απλώς συνέβη, όχι σαν κάτι που μας αφορά άμεσα. Όταν διάβασα το βιβλίο, συνειδητοποίησα πόσο πρόσφατη είναι αυτή η ιστορία και πόσο λίγο τη γνωρίζουμε. Πολλοί με ρωτούσαν πόσο ακριβείς ήμασταν και πόσα είχαμε επινοήσει, γιατί όλα έμοιαζαν εξωπραγματικά. Αυτό ακριβώς αποδεικνύει πόσο λίγο γνωρίζουμε.
Και για εσένα, ως Άγγλο, πώς ήταν να προσεγγίζεις αυτή την ιστορία;
Τζο Ράιτ: Σε μεταφορικό επίπεδο, αυτή η ιστορία αφορά ολόκληρο τον κόσμο. Φυσικά, έπρεπε να εκπαιδευτώ γρήγορα στα ιστορικά γεγονότα. Αλλά σε βαθύτερο επίπεδο, πρόκειται για το χειρότερο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Για την τοξική αρρενωπότητα, όχι μόνο στη σχέση με τις γυναίκες, αλλά και στη σχέση με άλλους άνδρες, την ανάγκη για εξουσία και έλεγχο ώστε να καλυφθεί ένα τεράστιο εσωτερικό κενό.
Είναι μια ανθρώπινη ιστορία και μια προειδοποίηση, όχι μόνο για πολιτικούς δικτάτορες, αλλά και για μικρούς δικτάτορες μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Όταν έκανα το Darkest Hour, δεν με ενδιέφερε τόσο ο Τσόρτσιλ, όσο η αμφιβολία. Πάντα προσπαθώ να φτάσω στον μεταφορικό πυρήνα της ιστορίας, όχι μόνο στα επιφανειακά γεγονότα.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον και η δημιουργική προσέγγιση στο πώς εξανθρωπίζεται και λαμβάνει κάποια μορφή ενσυναίσθησης μια φιγούρα σαν τον Μουσολίνι. Το βρήκατε ποτέ επικίνδυνο;
Τζο Ράιτ: Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να μην δαιμονοποιούμε. Θυμάμαι μετά τα φρικτά εγκλήματα στο Άμπου Γκράιμπ, όταν ο Τζορτζ Μπους είπε ότι «αυτοί οι άνθρωποι έχουν αρρώστια στην ψυχή τους» και ότι είναι «κακοί». Με αυτόν τον τρόπο, κατά κάποιον τρόπο, απάλλαξε όλους τους υπόλοιπους –και τον εαυτό του– από την ευθύνη.
Το ίδιο πιστεύω ότι ισχύει και για τους ολοκληρωτικούς και ακροδεξιούς ηγέτες. Αν τους δαιμονοποιούμε, απαλλάσσουμε τους εαυτούς μας από την ευθύνη. Ήταν άνθρωποι. Ανθρώπινα όντα. Πρέπει να κοιτάξουμε συλλογικά την ανθρώπινη φύση και να αναρωτηθούμε τι υπάρχει μέσα μας που επιτρέπει να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα – το χειρότερο κομμάτι της ανθρωπιάς μας. Αυτό μου φαίνεται μια ουσιαστική ευθύνη της τέχνης, αλλά και όλων μας.
Στέφανο Μπισές: Η σειρά δείχνει ότι πολλοί άνθρωποι μοιράζονται την ευθύνη για όσα πέτυχε ο Μουσολίνι στην πολιτική του διαδρομή: η μεσαία τάξη που του παραχώρησε την εξουσία, τα φιλελεύθερα κόμματα που κυβερνούσαν μέχρι τότε. Πέρα από το ότι δεν πρέπει ποτέ να δαιμονοποιείς έναν τέτοιο χαρακτήρα, δεν έχει κανένα αφηγηματικό νόημα να παρουσιάζεις έναν «κακό» άνθρωπο απλώς ως κακό, χωρίς καμία άλλη πολυπλοκότητα.
Τζο Ράιτ: Ο Μουσολίνι δεν υπήρχε σε κενό. Η ευθύνη βαραίνει και εκείνους που δεν στάθηκαν απέναντί του – κάτι που δραματοποιείται και στην τελευταία σκηνή της σειράς.
Θα ήθελα να ρωτήσω και για τη σκηνοθετική και αισθητική ματιά. Η σειρά δεν μοιάζει με ένα παραδοσιακό ιστορικό δράμα: η κίνηση, ο ήχος, η μουσική έχουν κάτι πολύ σύγχρονο. Πώς προσεγγίσατε αυτό το ύφος;
Τζο Ράιτ: Υπάρχουν τρεις απαντήσεις σε αυτό. Πρώτον, το βιβλίο έχει μια σχεδόν κολάζ ποιότητα: επιστολές, τηλεγραφήματα, δημοσιογραφικά αποσπάσματα. Αυτή η πρισματική αίσθηση με ενδιέφερε πολύ κινηματογραφικά, δηλαδή να δούμε το ίδιο βίωμα από πολλές διαφορετικές γωνίες.
Δεύτερον, ήθελα να αποδώσω την ενέργεια της εποχής. Μελέτησα τον φουτουρισμό και τα αισθητικά κινήματα της περιόδου, τα οποία σήμερα μπορεί να μοιάζουν παρωχημένα, αλλά τότε ήταν εκρηκτικά. Η χρήση, για παράδειγμα, των Chemical Brothers στη μουσική είχε σκοπό να μεταφέρει αυτόν τον δυναμισμό.
Τρίτον, με απασχολεί εδώ και καιρό ο Μπρεχτ και οι τεχνικές του. Δεν ήθελα να έρθω υπερβολικά κοντά στον Μουσολίνι, αλλά ταυτόχρονα ήθελα το κοινό να νιώσει τη γοητεία που άσκησε πάνω στον ιταλικό λαό. Να νιώσει τη σαγηνευτική του δύναμη, αλλά στη συνέχεια να τραβηχτεί το χαλί κάτω από τα πόδια του θεατή και να του ζητηθεί να κρατήσει κριτική απόσταση και να αναλογιστεί τη δική του αντίδραση.
Επίσης, δεν με ενδιέφερε να κάνω ένα έργο που απλώς μιλάει σε όσους ήδη συμφωνούν, ή να κάνω ένα στεγνό βιογραφικό δράμα. Ήθελα να προσεγγίσω το ενδιάμεσο κοινό, ειδικά τους νεότερους, που ίσως δεν έχουν σκεφτεί ιδιαίτερα τον Μουσολίνι ή την προέλευση του φασισμού. Όταν ήμουν είκοσι χρονών, δεν καταλάβαινα πραγματικά από πού ξεκίνησε ο φασισμός. Ήθελα η σειρά να πει: από εδώ ξεκίνησε, έτσι συνέβη. Εσύ, πού στέκεσαι;
Υπάρχει και πολύ χιούμορ στη σειρά.
Τζο Ράιτ: Πρέπει να είναι διασκεδαστική. Αν αφηγούμασταν αυτή την ιστορία χωρίς καθόλου χιούμορ, θα ήταν αφόρητο. Η φρίκη είναι τόσο μεγάλη που το χιούμορ είναι απαραίτητο. Δεν πιστεύω σε έργα χωρίς χιούμορ – δεν είναι αληθινά ως προς την ανθρώπινη εμπειρία. Ακόμα και στις πιο τρομακτικές συνθήκες, υπάρχει πάντα χιούμορ. Και εμείς θέλαμε η σειρά να είναι και διασκεδαστική, όχι απλώς ένα στεγνό μάθημα πολιτικής ιστορίας.
Τι κινηματογραφικές αναφορές είχατε στο μυαλό σας, ειδικά καθώς βρεθήκατε να δουλεύετε στην Ιταλία;
Τζο Ράιτ: Ο Μπερτολούτσι με έχει επηρεάσει βαθιά, ειδικά ο Κομφορμίστας. Επίσης, μεγάλο σημείο αναφοράς ήταν οι Καταραμένοι του Βισκόντι. Και φυσικά, το να δουλέψω στη Ρώμη, στην Τσινετσιτά, με Ιταλούς καλλιτέχνες και να βυθιστώ στην ιταλική κινηματογραφική κουλτούρα, ήταν ένα τεράστιο δώρο.
Σας ανησυχεί η πιθανή αντίδραση της ακροδεξιάς κυβέρνησης γύρω από τη σειρά;
Στέφανο Μπισές: «Ανησυχία» δεν είναι η σωστή λέξη. Είμαστε περίεργοι. Υπάρχουν πολλοί νοσταλγοί στη χώρα μας. Άνθρωποι που είχαν παππούδες φασίστες, που ακολουθούσαν τον Μουσολίνι και μεγάλωσαν με τον μύθο του. Πιθανότατα αυτοί θα πουν ότι αφηγούμαστε μια ψεύτικη ιστορία. Στην πραγματικότητα, η ψεύτικη ιστορία ήταν η άλλη: εκείνη που παρουσίαζε τον Μουσολίνι ως έναν μεγάλο άνδρα που έκανε πολλά καλά για τη χώρα, ότι επί Μουσολίνι όλα πήγαιναν καλύτερα. Αυτό είναι απολύτως αναληθές.
Τζο Ράιτ: Πρέπει να είμαστε βαθιά καχύποπτοι απέναντι σε όποιον ισχυρίζεται ότι εκφράζει τα «νόμιμα» αιτήματα του λαού, ενώ στην πραγματικότητα τα εκμεταλλεύεται. Υπάρχουν σήμερα παγκοσμίως πολύ πραγματικές και νόμιμες ανησυχίες. Το ζήτημα είναι να μη γίνουν εργαλείο εκμετάλλευσης από λαϊκιστές.
Ο Μουσολίνι εξάλλου ήταν εξαιρετικά ικανός στη χρήση των μέσων.
Τζο Ράιτ: Ναι. Πρέπει να ακούμε τους ανθρώπους, όχι τα μέσα. Όταν προετοίμαζα το Darkest Hour, το 2016, ταξίδεψα πολύ στη βόρεια Αγγλία και είδα μια χώρα γονατισμένη. Κατάλαβα ότι το Brexit θα συμβεί. Ο Φάρατζ, όπως και ο Τραμπ, εκμεταλλεύτηκαν υπαρκτές ανησυχίες ανθρώπων που ένιωθαν πλήρως αποκλεισμένοι από την πολιτική. Εκεί δημιουργείται ο χώρος που καταλαμβάνουν οι ακροδεξιοί λαϊκιστές.
Λούκα Μαρινέλι: «Είπα στη γιαγιά μου ότι θα παίξω τον Μουσολίνι. Ακολούθησαν 3” σιωπής και μετά είπε απλώς – “Γιατί;”»
Ο εξαιρετικός ιταλός ηθοποιός που γνωρίσαμε μέσα από το σπουδαίο πολιτικό φιλμ Martin Eden, μεταμορφώθηκε για να ενσαρκώσει με τρομακτικό τρόπο τον Μουσολίνι. Μαζί με τον άλλο σεναριογράφο, Ντάβιντε Σερίνο, μιλούν στο NEWS24/7 για τη δυσκολία –και την ευθύνη– του να προσεγγίζεις μια τόσο δύσκολη ιστορία.
Η μεταμόρφωσή σου είναι εντυπωσιακή. Πώς προσέγγισες τη μελέτη για αυτόν τον ρόλο;
Λούκα Μαρινέλι: Το πρώτο ήταν να διαβάσω το βιβλίο και να σοκαριστώ πραγματικά από το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας άρχισα να κάνω τη δουλειά μου όπως την κάνω πάντα: έρευνα. Με εντυπωσιάζει πολύ το αρχειακό υλικό – εικόνες, βίντεο. Τα περισσότερα βίντεο που έχουμε για τον Μουσολίνι είναι αυστηρά ελεγχόμενα, δείχνουν μόνο την επιβλητική πλευρά του. Αλλά ακόμα κι εκεί μπορείς να δεις πολλά.
Η σωματική μεταμόρφωση ήταν από τα πιο χρήσιμα κομμάτια της διαδικασίας, γιατί άλλαξα εντελώς και άρχισα να βλέπω τον εαυτό μου με άλλα μάτια. Αυτό ήταν τρομακτικό. Όμως το πιο οδυνηρό για μένα ήταν να έρθω πραγματικά σε επαφή μαζί του – χωρίς να τον κρίνω. Στη σχολή μάς μαθαίνουν ότι δεν μπορείς να υποδυθείς έναν χαρακτήρα αν τον κρίνεις, αλλά εδώ αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Πολύ επώδυνο.
Θυμάμαι ότι όταν τελείωσαν τα γυρίσματα και άρχισαν να ξαναμακραίνουν τα μαλλιά μου, ήταν σαν να επέστρεφα σιγά σιγά στον εαυτό μου. Μια νύχτα άρχισα να κλαίω, γιατί συνειδητοποίησα τι είχα κάνει στον εαυτό μου. Ήθελα, με έναν τρόπο, να του ζητήσω συγγνώμη. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι σήμερα πιστεύω ότι το μικρό μερίδιο ευθύνης που μου αναλογεί σε αυτό το πρότζεκτ το αναλαμβάνω με αγάπη, γιατί θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να ειπωθεί αυτή η ιστορία και να φανεί τι πραγματικά έκανε: η εγκληματικότητα και ο πόνος που προκάλεσε στη χώρα μου και στον κόσμο.
Πώς είναι πρακτικά δυνατόν να μην τον κρίνεις;
Λούκα Μαρινέλι: Είμαι αντιφασίστας και προέρχομαι από αντιφασιστική οικογένεια. Για μένα ήταν σοκαριστικό. Θυμάμαι τη μέρα που μίλησα με τη γιαγιά μου και της είπα ότι ετοιμάζεται ένα πρότζεκτ για τον Μουσολίνι και ότι πιθανότατα θα συμμετείχα. Με ρώτησε ποιον θα έπαιζα και όταν της είπα «τον Μουσολίνι», υπήρξαν τρία δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής. Με ρώτησε απλώς «γιατί;».
Όμως ήξερα ότι ήθελα να αναλάβω αυτή την ευθύνη. Από το βιβλίο, στο σενάριο και στη συνεργασία με τον Τζο Ράιτ, ήξερα ότι μεταφέραμε το σωστό μήνυμα και ότι παλεύαμε ενάντια σε κάτι που είναι απολύτως επίκαιρο.
Όταν γράφετε ή παίζετε σε ένα τόσο πολιτικό έργο, πόσο επηρεάζεστε από όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο;
Ντάβιντε Σερίνο: Ξεκινήσαμε να το γράφουμε το 2019, σε μια διαφορετική εποχή, αλλά ήδη τότε ένιωθες ότι ο κόσμος μετατοπιζόταν προς τα δεξιά. Δεν είναι ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται – οι άνθρωποι είναι αυτοί που παραμένουν ίδιοι. Φοβούνται τα ίδια πράγματα. Υπάρχει ένα κομμάτι μας που αντιδρά άσχημα στις δύσκολες εποχές. Θέλαμε να κάνουμε μια σειρά που δεν αφορά το «σήμερα», αλλά είναι πιο καθολική, πιο ανθρώπινη. Παρ’ όλα αυτά, νιώθαμε έντονα την ευθύνη απέναντι στον κόσμο που ζούμε.
Δεν θα έπρεπε αυτό να ξεκινά από την εκπαίδευση;
Ντάβιντε Σερίνο: Σίγουρα δεν γνωρίζουμε αρκετά. Στο σχολείο φτάνεις πολύ αργά σε αυτή την περίοδο και δεν την αντιμετωπίζεις σε βάθος. Υπάρχει μια τάση να λέμε «ήταν κάτι κακό, αλλά ας προχωρήσουμε». Δεν είναι μόνο θέμα ημερομηνιών και ονομάτων, είναι θέμα κατανόησης των ριζών του φόβου, της οργής και της μνησικακίας. Και να αποδεχτούμε ότι όλοι έχουμε σκοτεινές πλευρές.
Πώς ισορροπήσατε τη σκληρότητα των θεμάτων με το μαύρο χιούμορ της σειράς;
Ντάβιντε Σερίνο: Η σειρά ξεκινά με έντονο μαύρο χιούμορ και σταδιακά σκοτεινιάζει. Αυτό ήταν συνειδητό, γιατί αντικατοπτρίζει το πώς η Ιταλία υποτίμησε τον Μουσολίνι, γελώντας μαζί του. Στην αρχή μοιάζει σχεδόν γοητευτικός, σαν κλόουν, και μετά αποκαλύπτεται το μέγεθος της απειλής.
Λούκα Μαρινέλι: Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα με πολλούς πολιτικούς. Το χιούμορ δημιουργεί εγγύτητα. Γελάς μαζί τους, αλλά δεν ξέρεις τι έρχεται μετά. Αυτό ήταν το όπλο του.
Και στο Martin Eden υπήρχε μια βαθιά πολιτική σκοπιά στον χαρακτήρα σου. Θεωρείς ότι είναι ευθύνη σου, ως ηθοποιός, να αναλαμβάνεις τέτοιους ρόλους;
Λούκα Μαρινέλι: Ναι, το πιστεύω. Κάθε επιλογή που κάνω προέρχεται από ένα ηθικό και πολιτικό υπόβαθρο που έχω μέσα μου. Δεν το λέω με επαναστατικό στόμφο – απλώς έτσι λειτουργώ.
Η σειρά Mussolini: Son of the Century (με αρχικό τίτλο κυκλοφορίας M. Son of the Century) προβλήθηκε στην COSMOTE TV. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στο 81ο φεστιβάλ Βενετίας.