ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΧΟΡΕΥΕΙ ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΜΠΟΤΕΣ ΚΑΙ ΣΠΙΡΟΥΝΙΑ
Η Άννα Αγάθωνος και η Μαρισία Παπαλεξίου μιλούν στο NEWS 24/7 με αφορμή την εμβληματική όπερα “Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ” που θα παρουσιαστεί στη Λυρική.
Η εμβληματική όπερα “Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ” είναι ένα πολιτικό-σατιρικό έργο πάνω στον κοφτερό πολιτικό λόγο του κορυφαίου Γερμανού ποιητή και δραματουργού του «επικού θεάτρου» Μπέρτολτ Μπρεχτ και σε μουσική του σπουδαίου εξπρεσιονιστή Γερμανού συνθέτη του μεσοπολέμου Κουρτ Βάιλ.
Αυτό το έργο περιγράφει την άνοδο και την πτώση μιας πόλης του κέρδους και των ηδονών, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, όπως γινόταν αντιληπτό στο ιδεολογικό πλαίσιο της μεσοπολεμικής Γερμανίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης θα σκηνοθετήσει ο Γιάννης Χουβαρδάς από τις 12 Απριλίου 2024 και για έξι παραστάσεις, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ σε μουσική διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη.
Πρεμιέρα με διαμαρτυρίες και μουσικοί πειραματισμοί
Η πρεμιέρα του έργου το 1930 στη Λειψία διακόπηκε από διαμαρτυρίες υποκινούμενες από τους ναζί. Παρά τις θετικές κριτικές και τις τροποποιήσεις σε κείμενο και σκηνοθεσία, το έργο παρουσιάστηκε μόνο σε τέσσερις νέες παραγωγές σε γερμανικά θέατρα. H πρεμιέρα του Βερολίνου σημείωσε μεγάλη επιτυχία, η οποία όμως συνοδεύτηκε από την οριστική απαγόρευση της μουσικής του Βάιλ από τους ναζί, λίγο αργότερα.
Για την όπερα αυτή ο Βάιλ συνέθεσε μερικά από τα γνωστότερα τραγούδια του, όπως το «Τραγούδι της Αλαμπάμας» και το «Τραγούδι του Μπενάρες», τα οποία στη συνέχεια αυτονομήθηκαν, με αποτέλεσμα να τα ακούει κανείς και ξεχωριστά από διάσημους ερμηνευτές, από τη Λόττε Λένυα έως τους Doors και τον Ντέιβιντ Μπάουι. Όπως ήταν σύνηθες κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο της συνομιλίας της κλασικής με την «εμπορική» μουσική, ο Κουρτ Βάιλ πειραματίστηκε με διάφορα είδη, όπως η τζαζ και το ράγκταϊμ, τα οποία ενσωματώνει στη μουσική γλώσσα του έργου.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, η Άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ παραμένει τρομακτικά επίκαιρη, καθώς οι επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις και το φάντασμα του ναζισμού χάσκουν ειρωνικά πάνω από την ανθρωπότητα. Σήμερα, η όπερα των Βάιλ και Μπρεχτ έχει αναδειχθεί σε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του 20ού αιώνα παγκοσμίως και συμπεριλαμβάνεται ανελλιπώς στο ρεπερτόριο των μεγαλύτερων λυρικών θεάτρων και φεστιβάλ όπερας.
O Γιάννης Χουβαρδάς σημειώνει για την παραγωγή: «Ας ξεκινήσουμε επιτέλους για το Μαγαγκόννυ, τη χρυσή πόλη των ονείρων μας, που εκτείνεται στις Ακτές της Παρηγοριάς μακριά από τη βουή του κόσμου. Εδώ στο Μαχαγκόννυ η ζωή είναι υπέροχη. Ακόμα και στο Μαχαγκόννυ όμως, υπάρχουν στιγμές αγανάκτησης και απελπισίας. Ήρθε η ώρα για να απαντήσουμε με συντριβή στα ερωτήματα του Θεού για την αμαρτωλή ζωή μας.
Το υπέροχο Μαχαγκόννυ γίνεται σκόνη και αφανίζεται μπροστά στα μάτια μας. Στον επικό, φαντασμαγορικό και απολύτως κατασκευασμένο κόσμο των Μπρεχτ – Βάιλ, ο παγκόσμιος καπιταλισμός χορεύει φορώντας τις μπότες με τα σπιρούνια των πιονιέρων του Τέξας και κρατώντας τα μακρύκαννα περίστροφα των πιστολέρο της Άγριας Δύσης. Και όταν τραγουδάει, δανείζεται την αρρενωπή φωνή του Τζων Γουέιν και την ντελικάτη άχνα των κοριτσιών που ξημεροβραδιάζονται στα μεθυσμένα σαλούν».
Οι δύο γυναικείες παρουσίες της… πόλης
Στην παράσταση αυτή η Άννα Αγάθωνος ερμηνεύει την Λεοκάντια Μπέγκμπικ που όπως η ίδια λέει στο NEWS 24/7 πως “είναι η αρχηγός μιας τριάδας καταζητούμενων μικροαπατεώνων. Όταν το αυτοκίνητο τους χαλάει στην μέση της ερήμου αποφασίζουν να ιδρύσουν μια πόλη αφοσιωμένη αποκλειστικά στην ηδονή και την καλοπέραση, κυνηγώντας έτσι το εύκολο χρήμα. Τα θύματά τους είναι μεταξύ άλλων τέσσερις ξυλοκόποι από την Αλάσκα.
Η γραφή του έργου δεν είναι εύκολη σε πρώτη όψη, ιδιαίτερα στην εκμάθηση. Στην σκηνή βρίσκονται πολλοί συντελεστές και οι καταστάσεις αλλάζουν αρκετά απότομα, με έναν, θα έλεγα κινηματογραφικό τρόπο, πράγμα που απαιτεί απόλυτη αυτοσυγκέντρωση και έναν συλλογικό τρόπο σκέψης και παρακολούθησης της εξέλιξης της πλοκής από όλους μας.
Η Μαρισία Παπαλεξίου ερμηνεύει την Τζέννυ Χιλ. “Μια αινιγματική και πολύ ταλαιπωρημένη γυναίκα η οποία έρχεται στην νεοσύστατη πόλη Μαχαγκόννυ ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο. Ο Μπρεχτ τη συστήνει στο κοινό ως «καρχαρία», ένα πλάσμα αποφασισμένο και έτοιμο να κάνει τα πάντα προκειμένου να επιβιώσει. Αυτή ακριβώς είναι η πρόκληση και ταυτόχρονα η σκηνοθετική οδηγία του Γιάννη Χουβαρδά πάνω στην οποία καλούμαι να χτίσω τον χαρακτήρα μου. Να πλησιάσω την ψυχή και το μυαλό μιας γυναίκας που πουλάει το σώμα της για να ζήσει γιατί η ανάγκη για επιβίωση είναι μονόδρομος, δεν υπάρχει περιθώριο επιλογής!
Για λίγο γίνεται άνθρωπος, ξεγελιέται και αφήνεται στον έρωτα που βρίσκει στο πρόσωπο του Τζιμ… όμως γρήγορα προσγειώνεται στην αλήθεια της ζωής της, για να παραδεχτεί μεγαλόφωνα στην άρια της β´ πράξης με απίστευτο κυνισμό: «όπως έστρωσες θα κοιμηθείς, και κανείς δεν θα βρεθεί να σε σκεπάσει, όταν κάποιος σε πατάει, αυτός είμαι ΕΓΩ και όταν κάποιος πετιέται αυτός είσαι ΕΣΥ!»” αναφέρει χαρακτηριστικά.
Και συνεχίζει “εκτός από την υποκριτική διάσταση του χαρακτήρα της Τζέννυ, τεράστια πρόκληση για μένα ήταν και η παρτιτούρα του ρόλου! Με έριξε στα «βαθιά» γιατί είναι πραγματικά πολύ απαιτητική τεχνικά και μουσικά ο βαθμός δυσκολίας είναι μεγάλος.
Σε πάρα πολλά σημεία χρειάζεται να συνδυαστεί η κλασική τεχνική τραγουδιού με μια πιο ελαφριά διάθεση ερμηνείας πράγμα καθόλου απλό! Υπάρχει επίσης και αρκετή πρόζα στα Γερμανικά. Ο συγκερασμός των διαφόρων μουσικών στυλ που χρησιμοποιεί ο Βάιλ στο έργο, σε σωστές δόσεις ώστε να επιτευχθεί μια ομοιογενής στο σύνολο του ρόλου ερμηνεία, ήταν επίσης ένα μεγάλο στοίχημα! Από όποια σκοπιά και αν το δω η Τζέννυ Χιλ, με έβγαλε από την ασφαλή μου ζώνη! Ευτυχώς!”
Τι είναι αυτό που συγκινεί στο έργο αυτό την Άννα Αγάθωνος; “Το έργο αυτό θα έλεγα ότι συγκλονίζει περισσότερο από το ότι συγκινεί, ακολουθώντας έτσι πιστά την πρόθεση του λιμπρετίστα του, Μπέρτολτ Μπρεχτ να αφυπνίσειο και να ταρακουνήσει το κοινό και να το προτρέψει να λάβει δράση ενάντια στις ασχήμιες και αδικίες της εποχής. Αυτό που με βάζει σε σκέψεις είναι η αμεσότητα και διαχρονικότητά του” απαντά.
Η μουσική του Βάιλ περιγράφεται συχνά ως εκλεκτική. Η Μαρισία Παπαλεξίου αναλύει τα διάφορα μουσικά στυλ που ενσωματώνονται σε αυτό λέγοντας: “Το 1927 ανατέθηκε στον Κουρτ Βάιλ από το φεστιβάλ του Μπάντεν-Μπάντεν να συνθέσει μια μονόπρακτη όπερα δωματίου. Έτσι προέκυψε το Mahagonny-Songspiel για μικρό ορχηστρικό σύνολο και φωνές. Στην αρχική του μορφή το έργο είχε συνολικά έντεκα σκηνές μεταξύ των οποίων το διάσημο (και πολυδιασκευασμένο από καλλιτέχνες όλων των μουσικών ειδών) “Alabama song” και το “Benares song”.
Στη συνέχεια ο Βάιλ επεξεργάστηκε ακόμα περισσότερο το αρχικό υλικό και έτσι γεννήθηκε η όπερα «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», όπως την παρουσιάζουμε σήμερα, η οποία έκανε την πρεμιέρα της στην Λειψία τον Μάιο του 1930. Το έργο λογοκρίθηκε σκληρά από τους Ναζί και βεβαίως απαγορεύτηκε.
Η πρώτη ανάγνωση του μουσικού κειμένου της παράστασης δεν είναι αυτονόητη. Η σύνθεση του Βάιλ εμπεριέχει πολλά στυλ τα οποία καθιστούν το έργο αρχικά ακαθόριστο. Ο ακροατής μπερδεύεται και πολλές φορές δεν καταλαβαίνει τί ακούει καθώς περνάνε από τα αφτιά του μέρη jazz, ragtime, που εναλλάσσονται αριστοτεχνικά με μέρη καθαρά κλασικής τεχνοτροπίας και αντίστιξης. Το νούμερο δέκα στην πρώτη πράξη, η σκηνή του τυφώνα είναι ξεκάθαρα ένα κοράλ Μπαχ!
Οι αναφορές στα διαφορετικά στυλ δεν είναι χωρίς σκοπιμότητα. Είναι το σχόλιο του συνθέτη που παρατίθεται σε κάθε σκηνή με προεκτάσεις κοινωνικοπολιτικές. Στην σκηνή δεκαπέντε, στον αγώνα μποξ δεν είναι καθόλου τυχαίο αν ο θεατής-ακροατής ανατριχιάσει αναγνωρίζοντας στη μελωδία το μοτίβο του ναζιστικού εμβατηρίου «Έρικα».
Για να εκτιμήσει κανείς το μεγαλείο της μουσικής του Μαχαγκόννυ χρειάζεται να το ανακαλύψει ακούγοντας το πολλές φορές! Τότε μόνο γίνεται αντιληπτό πόσο λογική και απαραίτητη ήταν η συνύπαρξη όλων αυτών των ετερόκλιτων αρχικά μουσικών στυλ.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξα δουλεύοντας τον ρόλο της Τζέννυ! Στην αρχή αγχώθηκα γιατί βρέθηκα αντιμέτωπη με κάτι που φαινομενικά δεν μπορούσα να κατανοήσω. Όσο όμως περισσότερο προχωρούσα με την δουλειά στο έργο, άρχισα να μπαίνω στην λογική του και να ξεκλειδώνω ένα ένα τα μυστικά του, για να φτάσω τελικά στο σημείο της αποκάλυψης της μουσικής ιδιοφυΐας του συνθέτη. Αποτέλεσμα ο απόλυτος εθισμός! Νομίζω ότι αυτό θα μοιραστούμε με το Αθηναϊκό κοινό στις παραστάσεις που ξεκινούν από τις 12/4 στην Λυρική Σκηνή!
Είμαι τρισευτυχισμένη που αποτελώ μέρος αυτής της δουλειάς! Αναμετρήθηκα με τις γνώσεις μου, τις ικανότητες μου και την αντοχή μου. Απολογισμός: ένα βήμα μπροστά, κέρδος ανυπολόγιστο, εμπειρία μοναδική!!!”
Κριτική στον καπιταλισμό και οι ρόλοι των φύλων
Η “Άνοδος και πτώση της πόλης του Μαχαγκόννυ” θεωρείται συχνά κριτική στον καπιταλισμό και τον καταναλωτισμό.
Η Άννα Αγάθωνος εξηγεί πως “το έργο έχει δυστυχώς ένα εντελώς διαχρονικό μήνυμα και παραμένει απόλυτα επίκαιρο κι ας έχουν περάσει περίπου 100 χρόνια από όταν γράφτηκε. Μια κοινωνία που είναι χτισμένη αποκλειστικά στον καταναλωτισμό και το γρήγορο χρήμα είναι καταδικασμένη, γιατί ο άνθρωπος και η ίδια η ζωή δεν έχουν σημασία για το σύνολο.
Ο πρωταγωνιστής, Τζίμμυ Μάχονυ, ο οποίος στην αρχή του έργου έρχεται στο Μαχαγκόννυ για να διασκεδάσει και να ξοδέψει τα χρήματα που με τόσο μόχθο έβγαλε στην Αλάσκα, πολύ γρήγορα νιώθει το κενό που προκαλεί η ζωή σε μια πόλη που βασίζεται μόνον στην ηδονή και ξεκινάει μια μικρή επανάσταση, στην οποία όμως τελικά κανείς δεν τον ακολουθεί.
Σαν τον Χριστό στην ύστατη ώρα όλοι του γυρίζουν τις πλάτες και τον απαρνιέται ως και ο πιο πιστός του φίλος.Στο τέλος του έργου όλοι διαμαρτύρονται και διαδηλώνουν εναντίων όλων. Έχει μέλλον μια τέτοια κοινωνία;”
Οι ρόλοι των φύλων και οι σχέσεις τους αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι του έργου. Πώς απεικονίζει η παράσταση αυτές τις δυναμικές και ποιο το σχόλιο της;
Η Μαρισία Παπαλεξίου αναφέρει πως “το κείμενο του Μπρέχτ που αποτελεί το λιμπρέτο του έργου, αν και γράφτηκε πριν εκατό περίπου χρόνια είναι και πολύ φοβάμαι ότι θα παραμείνει απόλυτα σύγχρονο και επίκαιρο. Με ανατριχιαστικά διορατική πένα ο Μπρεχτ έγραψε μια ιστορία που καθρεφτίζει τον ξεπεσμό της κοινωνίας του καπιταλισμού. Τον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και την θυσία της στον βωμό του χρήματος και της απόλαυσης. Οι αλήθειες που περιγράφονται εδώ είναι πανανθρώπινες και αφορούν όλους μας!
Οι ρόλοι των φύλων είναι αρκετά ξεκάθαροι με πολύ κυνικό τρόπο. Θα έλεγε κανείς ότι το έργο είναι βαθιά φεμινιστικό διότι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι άνδρες δεν είναι καθόλου κολακευτικός. Η πόλη του Μαχαγκόννυ είναι ένας τεχνητός παράδεισος που απευθύνεται αποκλειστικά στο ανδρικό φύλο. Χτίστηκε για να εξυπηρετήσει και να ικανοποιήσει τα πάθη και τις αδυναμίες του όπως αυτές περιγράφονται στις τέσσερις πρώτες σκηνές της β´πραξης (φαγητό, έρωτας, αγώνες μποξ και ποτό).
Το μουσικό σχόλιο του Βάιλ πάνω στο συγκλονιστικό κείμενο του Μπρεχτ σε κάθε μια από αυτές τις σκηνές είναι ιδιοφυές. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται η εξάρτηση των ανδρών από τα πάθη τους μουσικά και λεκτικά τους ξεγυμνώνει μπροστά στα μάτια των θεατών! Τρώνε μέχρι σκασμού, σχηματίζουν ατέλειωτες ουρές μπροστά στους οίκους ανοχής για να περάσουν το κατώφλι τους ξανά και ξανά μέχρι να στεγνώσουν, ποντάρουν ό,τι έχουν και δεν έχουν προκειμένου να δουν δυο ανθρώπους να χτυπιούνται μέχρι τελικής πτώσης σε έναν αγώνα μποξ, πίνουν χωρίς τέλος για να ξεχάσουν το όνομα τους και που βρίσκονται και τελικά οδηγούνται στην εκτέλεση (όπως ακριβώς ο Τζιμ), γιατί όταν στερέψει το χρήμα δεν είναι χρήσιμοι πια σε κανέναν!
Από την άλλη υπάρχουν και οι γυναίκες, οι οποίες περιγράφονται σαν «καρχαρίες». Διόλου κολακευτικό επίσης! Αρπακτικά έτοιμα να ορμήσουν στο αρσενικό θύμα προκειμένου να το ξεζουμίσουν οικονομικά με θεμιτούς και αθέμιτους κυρίως τρόπους. Γυναίκες που οδηγήθηκαν σε αυτές τις μεθόδους επιβίωσης γιατί ενδεχομένως κάποιοι άνδρες στην προηγούμενη ζωή τους τις οδήγησαν σε αυτή την επιλογή, ίσως πάλι και όχι. Τα κορίτσια του Μαχαγκόννυ δεν έχουν ευαισθησίες και συναισθηματισμούς. Το δράμα τους έχουν μάθει να το κρύβουν καλά… τόσο καλά που το έχουν και οι ίδιες ξεχάσει.
Η αγάπη και ο έρωτας είναι πολυτέλεια…και αν τυχόν πέσει κάποια στην παγίδα τους (όπως η Τζέννυ ), το λάθος διορθώνεται γρήγορα από την ίδια την ζωή που επαναφέρει με την σκληρή αλήθεια της τα πράγματα στην παράλογη «ηθική τους τάξη». Η χήρα Μπέκμπικ η προαγωγός και ο ιθύνων νους πίσω από την πόλη της απόλαυσης στην πρώτη σκηνή του έργου μονολογώντας αναπολεί την προηγούμενη ζωή της (κάποτε ήμουν νέα και όμορφη και είχα έναν άντρα να μου κρατάει το χέρι…). Αυτά γίνονταν πριν…το τώρα είναι τελείως διαφορετικό. Πρέπει να επιβιώσουν όλες σε έναν κόσμο που φτιάχτηκε για να υπηρετεί τους άντρες! Και η κάθε μια από αυτές βρίσκει τον καλύτερο τρόπο για να το πετύχει!”
Συντελεστές
Μουσική διεύθυνση: Μίλτος Λογιάδης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Συνεργάτιδα σκηνοθέτρια: Έμιλυ Λουίζου
Συνεργάτιδα δραματουργός: Έρι Κύργια
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη (Flux Office)
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Χορογραφία, κινησιολογία: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Ράινχαρντ Τράουμπ
Βίντεο: Παντελής Μάκκας
Κάμερα επί σκηνής: Δημήτρης Παπαδόπουλος
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Πρωταγωνιστούν καταξιωμένοι Έλληνες μονωδοί όπως, μεταξύ άλλων, οι Άννα Αγάθωνος, Χρήστος Κεχρής, Τάσος Αποστόλου, Μαρισία Παπαλεξίου, Βασίλης Καβάγιας, Γιάννης Καλύβας, Χάρης Ανδριανός, Γιάννης Γιαννίσης κ.ά.
Ιnfo
Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ
Κουρτ Βάιλ / Μπέρτολτ Μπρεχτ
12, 14, 19, 21, 23, 25 Απριλίου 2024
Ώρα έναρξης: 19.30 (Κυριακή: 18.30)
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Προπώληση: Ταμεία ΕΛΣ (καθημερινά 9.00-21.00 | 2130885700) & www.ticketservices.gr