ΖΥΛΙΕΝ ΓΚΟΣΛΕΝ: “ΑΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ, ΤΟΣΟ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ”
Δεν ήρθε για να επιβεβαιώσει το θέατρο – ήρθε για να το ταράξει. Ο Ζυλιέν Γκοσλέν, σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Odéon στο Παρίσι, μιλά χωρίς ωραιοποίηση για την ευθύνη του καλλιτέχνη: όχι να ευχαριστεί, αλλά να εκθέτει. Όχι να προστατεύει, αλλά να ρισκάρει.
Μία ζωντανή ανταλλαγή απόψεων σ΄ ένα στρογγυλό τραπέζι και όχι μία τυπική συνέντευξη, είχαμε με τον Ζυλιέν Γκοσλέν, τον κορυφαίο Γάλλο σκηνοθέτη και καλλιτεχνικό διευθυντή του Odéon Théâtre de l’Europe στο Παρίσι. Αφορμή η πρώτη του εμφάνιση στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, από 16 έως 19 Οκτωβρίου με “Το Παρελθόν” (Le Passé), μια επικών διαστάσεων αναζήτηση του χαμένου χρόνου, του ουμανισμού και της πίστης στην ομορφιά.
Ο 38χρονος σήμερα Ζιλιέν Γκοσλέν δεν έρχεται ως ξένος στην Αθήνα. Είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό έχοντας παρουσιάσει τα “Στοιχειώδη Σωματίδια” του Ουελμπέκ, το “2666” του Μπολάνιο, το “1993” του Bellanger στο Φεστιβάλ Αθηνών, ανοίγοντας έναν κόσμο όπου η λογοτεχνία έγινε σκηνικό σώμα και όχι απλώς αφήγηση.
«Το μέλλον είναι παρελθόν», λέει ο ίδιος. Και μοιάζει να το πιστεύει περισσότερο ως διαπίστωση παρά ως ρήση. Έμπνευση για “Το παρελθόν” άντλησε από τα διηγήματα του Ρώσου συγγραφέα Λεονίντ Αντρέγεφ (1871–1919).
Είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετεί κείμενο προηγούμενου αιώνα, καθώς πάντα καταπιανόταν με σύγχρονα λογοτεχνικά αριστουργήματα. Εψαχνε ένα έργο που θα αναδείκνυε την κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα σε αποσύνθεση. Λέει χαρακτηριστικά: «Ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία αποχαιρετισμού. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να σκοτώνονται από τα όπλα της επανάστασης. Θα έπρεπε να αργοσβήνουν μέσα στη ροή των γεγονότων».
Το “Παρελθόν” είναι, όπως λέει ο Γκοσλέν, μια «παράσταση-φόρος τιμής στην εξαφάνιση — του θεάτρου και της ανθρωπιάς». Ξεκινά με μια αποτυχημένη γυναικοκτονία και ξετυλίγει μια σειρά σκηνών όπου ο έρωτας παύει να είναι ιδανικό και γίνεται βία, παραμόρφωση, εμμονή.
Κι όμως, όλα αυτά εμφανίζονται μέσα από την ομορφιά της φόρμας: κοστούμια εποχής, κερί, ζωντανή κάμερα, χιονισμένα τοπία σαν Brueghel, σκηνές που θυμίζουν Ταρκόφσκι, ένα σπίτι που χτίζεται και καταρρέει σαν τις ίδιες τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο κορμός της παράστασης είναι η “Αικατερίνη Ιβάνοβνα” του Αντρέγιεφ, πάνω στην οποία ο Γκοσλέν «μοντάρει» αποσπάσματα από άλλα κείμενά του — παραβάσεις, ρήγματα, στιγμές σιωπηλής βίας. Η παράσταση γίνεται πορεία μέσα από τον άνθρωπο, τη φθορά της κοινωνίας, την κούραση του θεάτρου, την άκρη της ύπαρξης.
Τα κλασικά έργα στο σήμερα
Στο στρογγυλό τραπέζι ο Ζυλιέν Γκοσλέν μίλησε για όλα. Καταρχάς σχολίασε τη φράση τη δικιά του πως “O λόγος που αναθεωρούμε τα κλασικά έργα δεν είναι επειδή είναι διαχρονικά, αλλά επειδή είναι πολύ μακριά από εμάς».
“Στη Γαλλία έχουμε την τύχη να είμαστε βαθιά δεμένοι με την πολιτιστική μας κληρονομιά. Όταν ο κόσμος βλέπει Σαίξπηρ, Ρακίνα ή Μολιέρο, συχνά λέει «μας μιλάει πιο πολύ από τους σημερινούς συγγραφείς» ή «είναι τόσο σύγχρονοι». Δεν είναι εντελώς λάθος – ο Σαίξπηρ είναι ιδιοφυΐα και προφανώς πολλά από τα έργα του παραμένουν ζωντανά.
Δεν είμαι σίγουρος ωστόσος ότι ο κόσμος πηγαίνει πραγματικά για να «αναζητήσει την επικαιρότητα» του Σαίξπηρ. Πηγαίνουμε και για έναν άλλο λόγο: για να νιώσουμε το ίχνος του θανάτου, της απουσίας, της μνήμης πάνω στη σκηνή. Το θέατρο δεν είναι μόνο ζωντανή εμπειρία, είναι και χώρος φαντασμάτων.
Σε αυτές τις παραστάσεις βλέπουμε γλώσσες που δεν μιλιούνται πια, κινήσεις και ενδυματολογικούς κώδικες που δεν ανήκουν στη σημερινή ζωή. Είναι μια μορφή πολιτιστικής κληρονομιάς – σχεδόν σαν τα παραδοσιακά συγκροτήματα που αναπαριστούν παλιούς χορούς. Δεν το λέω ειρωνικά — απλώς διαπιστώνω ότι όταν αναπαράγουμε το παρελθόν στη σκηνή, κάνουμε κάτι πολύ κοντινό σε αυτό” σχολίασε.
Ο Ζιλιέν Γκοσλέν είναι σαφής: “δεν λέω ότι οι κλασικοί συγγραφείς δεν έχουν θέση σήμερα. Λέω ότι υπάρχει μια ψευδαίσθηση ότι αρκούν για να μιλήσουν για το παρόν. Σήμερα, για παράδειγμα, θέματα όπως η ακραία βία κατά των γυναικών ή η υπαρξιακή μοναξιά της σύγχρονης σεξουαλικότητας — που υπάρχουν στους σύγχρονους συγγραφείς όπως ο Μπολάνιο ή ο Ουελμπέκ — δεν είναι παρόντα στον Ρακίνα. Ο Ρακίνας έχει κάτι να μας πει, αλλά δεν είναι πιο “σύγχρονος” από έναν σύγχρονο συγγραφέα, όπως συχνά λέγεται.
Η επαφή του με τον Λεονίντ Αντρέγεφ
Για το πώς ήρθε σε επαφή με τον Ρώσο συγγραφέας Λεονίντ Αντρέγεφ είπε χαρακτηριστικά πως είχε την επιθυμία να δημιουργήσει μια παράσταση για το παρελθόν και η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ένα έργο του Τσέχωφ, όπου όλοι οι χαρακτήρες πεθαίνουν επί σκηνής.
“Άρχισα λοιπόν να διαβάζω όλους τους Ρώσους εκείνης της περιόδου. Κάποια στιγμή αναζητούσα μια μετάφραση των “Παιδιών του Ήλιου” του Γκόρκι και απευθύνθηκα στον μεταφραστή André Markowicz — ίσως τον σημαντικότερο στη Γαλλία για τη ρωσική λογοτεχνία. Του εξήγησα την ιδέα μου και μου είπε: «Υπάρχει ένας Ρώσος που κανείς δεν θέλει να ανεβάσει. Είναι πιο σκοτεινός, πιο παράξενος. Νομίζω ότι είναι για σένα». Έτσι γνώρισα τον Αντρέγιεφ”, αποκάλυψε.
Δύο πράγματα τον συνέδεσαν αμέσως μαζί του.
Πρώτον, η περίοδος της ρωσικής λογοτεχνίας στην οποία γράφει, που σχετίζεται με αυτό που ονομάζεται «κοσμισμός» – μια ιδέα που εμφανίζεται αργότερα ακόμη και στο σινεμά του Ταρκόφσκι: οι ζωντανοί εγκαταλείπουν τη Γη και, όταν ο πλανήτης αδειάσει, επιστρέφουν οι νεκροί. Αυτή η μυστικιστική, σχεδόν αποκαλυπτική διάσταση δεν υπάρχει ούτε στον Γκόρκι ούτε στον Τσέχωφ, και τον γοήτευσε, γιατί υπονοεί ότι αυτό που βλέπουμε δεν είναι ποτέ μόνο η κοινωνική πραγματικότητα.
Το δεύτερο είναι ότι ο Αντρέγιεφ γράφει ακριβώς σε εκείνο το μεταιχμιακό σημείο ανάμεσα στον νατουραλισμό των Τσέχωφ και Γκόρκι και στα ρεύματα που θα έρθουν – τον φουτουρισμό, τον σουρεαλισμό. Η γραφή του βρίσκεται κάπου ανάμεσα, είναι ανολοκλήρωτη, παράξενη, γεμάτη ρωγμές.
Ο Ζυλιέν Γκοσλέν είναι απόλυτα σαφής: “Δεν θέλω μια παράσταση που να εξελίσσεται γραμμικά από το Α στο Ω. Θέλω το κοινό να βιώσει κάτι πιο χαοτικό, σαν τη ζωή — να αναρωτηθεί «τι γίνεται τώρα; γιατί προστίθεται αυτό;» και σιγά σιγά να αρχίσει να φτιάχνει μόνο του τις συνδέσεις, ακόμη κι αν αυτές δεν γίνονται ποτέ εντελώς καθαρές. Αυτό με ενδιαφέρει πραγματικά”.
Η ζωντανή κινηματογράφηση και το “πάγωμα” του χρόνου
Η παράσταση οικοδομείται ως έργο τέχνης: κοστούμια εποχής και σκηνές που θυμίζουν το σινεμά του Ταρκόφσκι εκτυλίσσονται, υπό το φως των κεριών, σε ένα σπίτι που χτίζεται και καταρρέει – όπως και οι σχέσεις των ενοίκων του. Χιονισμένα τοπία, σαν πίνακες του Φλαμανδού ζωγράφου της Αναγέννησης Brueghel, συνυπάρχουν με ζωντανή κινηματογράφηση του θιάσου, που δίνει ερμηνείες αμείωτης έντασης, σε μια σπαρακτική τελετουργία αποχαιρετισμού προς τον έρωτα – άρα και την ανθρωπότητα.
Ο Ζυλιέν Γκοσλέν αναφέρει για τη ζωντανή κινηματογράφηση που χρησιμοποιεί πως “δεν πιστεύω ότι η κάμερα φέρνει περισσότερη ζωή στη σκηνή. Αντίθετα, θεωρώ ότι δημιουργεί ένα μικρό, σχεδόν ανεπαίσθητο κενό ανάμεσα στη ζωντανή πράξη και στην εικόνα που προβάλλεται. Το κενό αυτό είναι υπόθεση μικροδευτερολέπτων, αλλά το κοινό το αισθάνεται, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιεί συνειδητά.
Ακούω συχνά – από σκηνοθέτες και, συγγνώμη, και από δημοσιογράφους – ότι η κάμερα μάς φέρνει πιο κοντά στον ηθοποιό ή ενισχύει την αίσθηση του «ζωντανού». Πιστεύω ότι συχνά ισχύει το αντίθετο: η κάμερα δημιουργεί απόσταση”.
Η δική του χρήση της κάμερας προέρχεται από ένα βαθύτερο ερώτημα που βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της παράστασης: Είναι το θέατρο τέχνη του παρόντος ή τέχνη του παρελθόντος;
“Χρησιμοποιώ λοιπόν την κάμερα όχι για να ζωντανέψω τη σκηνή, αλλά για να παγώσω τον χρόνο. Για να δημιουργήσω μια ένταση ανάμεσα στη ζωντανή στιγμή και στην ανάμνησή της. Ανάμεσα στο θέατρο ως παροντική εμπειρία και στην εικόνα ως αποτύπωση, σχεδόν σαν μνήμη. Εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον για μένα — σε αυτή τη διαρκή σύγκρουση”.
Ο Αντρέγιεφ και η σημερινή “επανάσταση” στη Γαλλία
Ο Ζυλιέν Γκοσλέν αναφέρει πως στα κείμενα του Αντρέγιεφ, η Επανάσταση δεν εμφανίζεται ως κεντρικό φάντασμα, δεν είναι το στοιχείο που καθορίζει τα πάντα..
Και τονίζει: “Στο έργο του Αντρέγεφ, Αικατερίνη Ιβάνοβνα, παρακολουθούμε μια γυναίκα που, επειδή ο άντρας της επιχειρεί να τη σκοτώσει, αποφασίζει τελικά να ζήσει αυτό που της καταλογίζει – να ενσαρκώσει τη βία που της επιβάλλεται, να βυθιστεί σε αυτή την «παρέκκλιση» όπως την ονομάζει ο Αντρέγιεφ.
Όταν παρουσιάστηκε τότε η παράσταση, το κοινό έβγαινε λέγοντας “Είναι τρελή!“. Σήμερα, βγαίνει λέγοντας “Είναι απίστευτο πόσο βίαιοι είναι οι άντρες.”
Αυτό το μετακινούμενο βλέμμα είναι που με ενδιαφέρει. Με χαροποιεί όχι επειδή είναι πιο “σωστό” πολιτικά, αλλά επειδή ανοίγει θεατρικά πιο γόνιμες αναγνώσεις.
Τώρα, αν αυτό σημαίνει ότι ζούμε τη «δική μας επανάσταση» ή μια πολιτική κατάρρευση — και το λέω αυτό ενώ η Γαλλία βρίσκεται αυτή την περίοδο σε πλήρη πολιτικό χάος (γελάει) — δεν ξέρω. Είναι ειρωνικό, ειδικά για τους Βέλγους ή τους Έλληνες που συνηθίζουν να κοροϊδεύουν τη Γαλλία, αλλά… ήρθε η σειρά μας, όπως φαίνεται”.
Η χυδαιότητα στον πολιτικό λόγο και η “ανάγκη” για μυθοπλασία
Ο Γάλλος σκηνοθέτης συνεχίζει εστιάζοντας πως “στη Γαλλία υπάρχει μια διαρκής δημόσια συζήτηση γύρω από το ερώτημα «Μπορούμε πράγματι να μάθουμε από το παρελθόν ή αναπαράγουμε πάντα τα ίδια;».
Αυτό που μπορώ να παρατηρήσω είναι ότι το επίπεδο χυδαιότητας στον πολιτικό λόγο, η ευκολία με την οποία κυκλοφορούν ψευδείς αφηγήσεις και – κυρίως – η πεποίθηση ότι αν πεις κάτι με αρκετή αυτοπεποίθηση, τότε γίνεται πραγματικότητα και όλοι το αποδεχόμαστε, ίσως να μην έχει υπάρξει ποτέ ξανά σε αυτή την ένταση. Για μένα, αυτό είναι ένα τρομακτικά μεγάλο ερώτημα.
Πολλοί στο θέατρο – και το σέβομαι – επαναλαμβάνουν ότι «χρειαζόμαστε μυθοπλασία για να ζούμε». Προσωπικά, δυσκολεύομαι να συμφωνήσω. Δεν είμαι βέβαιος ότι χρειαζόμαστε κι άλλη μυθοπλασία. Οι άνθρωποι ήδη ζουν μέσα σε ένα συνεχές σύννεφο φανταστικών αφηγήσεων: πολιτικοί λόγοι, Netflix, σειρές, εικόνες, κοινωνικά μέσα – η φαντασία είναι παντού, συνεχώς παραγόμενη και καταναλωμένη.
Για αυτό δεν είμαι σίγουρος ότι η απάντηση, για ένα θέατρο που θέλει να μείνει ελεύθερο και μη εργαλειακό, βρίσκεται στην επανάληψη της αφήγησης. Πιστεύω ότι πρέπει να αποδομήσουμε τον τρόπο με τον οποίο παράγεται η φαντασία, να βρούμε άλλη γλώσσα σύνδεσης με το κοινό, έξω από τα εργαλεία που κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα.
Η λέξη “narrative – αφήγηση” έχει γίνει η αγαπημένη ρητορική όλων των πολιτικών ηγετών, από τον Τραμπ μέχρι τους Ευρωπαίους πρωθυπουργούς. Δεν είμαι σίγουρος ότι το θέατρο πρέπει να αναζητήσει εκεί την απάντησή του.
Για μένα, το θέατρο πρέπει να παραμείνει ο τόπος του αγνώστου — κάτι που όταν μπαίνεις μέσα, δεν το έχεις φανταστεί ότι μπορεί να υπάρξει. Δεν το έχεις φανταστεί σε επίπεδο δομής, αισθητικής, ακόμη και τρόπου ύπαρξης πάνω στη σκηνή. Πρέπει να βρεθείς απέναντι σε κάτι που δεν ξέρεις, σε κάτι με το οποίο θα παλέψεις εσωτερικά. Και αυτό για μένα είναι πολύ πιο σημαντικό σήμερα, μέσα στην ανόητη κοινωνία στην οποία ζούμε, από το να αναπαράγουμε διαρκώς τις ίδιες μυθοπλασίες”.
Ζυλιέν Γκοσλέν: σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής
Ο Ζυλιέν Γκοσλέν αναφέρει σχετικά με τη διπλή του ιδιότητα πως “υπάρχει για μένα μια ριζική διαφορά ανάμεσα στο πώς σχετίζομαι με το κοινό ως σκηνοθέτης και στο πώς λειτουργώ ως διευθυντής ενός θεάτρου. Ως σκηνοθέτης, δεν δουλεύω «για» το κοινό. Δεν είναι ο ρόλος μου να το ευχαριστήσω ή να το καθησυχάσω. Κάνω αυτό που θεωρώ απαραίτητο, ακόμα κι αν είναι άβολο ή ξένο. Ως διευθυντής θεσμού, με νοιάζει να έρθουν άνθρωποι που δεν έχουν πρόσβαση στο θέατρο, να ανοίξει ο χώρος σε νέο κοινό. Αλλά αυτά τα δύο επίπεδα πρέπει να παραμένουν διακριτά. Δεν θέλω η αγωνία για το αν το κοινό πέρασε καλά ή αν θα πιει ένα ποτήρι κρασί στο φουαγιέ να επηρεάζει τη σκηνοθετική μου δουλειά”.
Και τονίζει: “δεν πιστεύω ότι ο ρόλος ενός διευθυντή θεάτρου είναι να προστατεύει την παράδοση ή να αναπαράγει τον πολιτισμό ως “κληρονομιά”. Δεν είμαι εδώ για να συντηρήσω το κράτος ή έναν θεσμικό κανόνα. Δεν με ενδιαφέρει η εξουσία ή η κατοχύρωση θέσης. Το μόνο που με κινεί είναι να φέρω στο κοινό ό,τι πιο παράξενο, ζωντανό, ανεξάρτητο και αναγκαίο παράγεται αυτή τη στιγμή στον κόσμο”.
“Στην παράστασή μου ξέρω ότι κάποιοι θεατές θα χαθούν” λέει και συνεχίζει “το έχω δει στην Αβινιόν: αρκετοί δεν κατάλαβαν τι συμβαίνει, αλλά πολλοί βγήκαν και είπαν Δεν το έχουμε ξαναδεί αυτό, και γι’ αυτό ερχόμαστε στο θέατρο. Αυτό αρκεί.
Θυμάμαι, όταν ήμουν 26 χρονών στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, ο διευθυντής με πήγε να δω τον Καστελούτσι και την Ανχελίκα Λιντέλ. Μου είπε: «Νομίζεις ότι παίρνεις ρίσκο. Κοίτα αυτούς και δες τι σημαίνει πραγματική ριψοκίνδυνη τέχνη.» Εκείνη η στιγμή μου άλλαξε τη ζωή. Κατάλαβα ότι ο στόχος μου δεν είναι να κάνω μια “ωραία” παράσταση, αλλά να πάρω μεγαλύτερο ρίσκο κάθε φορά.
Αυτό θέλω για τα επόμενα πέντε χρόνια στο Odeon: να φύγω και να έχουν υπάρξει τέσσερις ή πέντε νέοι άνθρωποι, “Εδώ είδα κάτι που με έκανε να πάρω κι εγώ ρίσκο.” Δεν έχει σημασία αν αυτό θα συμβεί στο θέατρο, στον χορό ή κάπου αλλού.
Δεν είμαι εδώ για να συντηρήσω μια δομή. Είμαι εδώ για να κρατήσω το θέατρπ ζωντανό, να είμαι δίκαιος με όσους δουλεύουν σε αυτό, να φτιάξω έναν χώρο που το κοινό αγαπά — και ταυτόχρονα να το φέρω αντιμέτωπο με κάτι που δεν γνωρίζει ακόμη ότι υπάρχει. Αν αυτό δημιουργεί αμηχανία ή αναστάτωση — τόσο το καλύτερο”.
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση- Κεντρική Σκηνή
Από 16 έως 19 Οκτωβρίου