Ο ΠΑΝΟΣ ΚΙΑΜΟΣ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΟΥ, ΠΟΥ ΞΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ

Αυτό που ξεκίνησε ως παιχνίδι στο εργαστήριο, έγινε συλλογή "πορτρέτων εν αναμονή". Ο "πωλητής αναμνήσεων" Πάνος Κιάμος μιλά στο NEWS 247 για την Ελλάδα της κρίσης κι εξομολογείται, τι σημαίνουν για εκείνον οι φωτογραφίες από τα μπουζούκια, που έμειναν στα αζήτητα (Pics)

Ο μικρός Πάνος Κιάμος που μεγάλωσε εκεί όπου σήμερα, βρίσκονται τα χαλάσματα της Columbia, δεν έγινε τραγουδιστής. Παρά την καθημερινή επαφή με τα ιερά “τέρατα” του χώρου και τις δέκα κιθάρες που βρίσκονταν στο σπίτι του, η μετατροπή του φιλμ σε χαρτί ήταν που κέντρισε το παιδικό ενδιαφέρον και έγινε ζωή του. Έκανε τη φωτογραφία χόμπι, την σπούδασε, την έκανε επάγγελμα.

Είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από την ημέρα που πρωτοδούλεψε στα μπουζούκια ως μεταφορέας, εξελίχθηκε, άφησε πίσω του κομμάτια του παρελθόντος και μάζεψε εκείνα που θεωρούσε σκουπίδια, φτιάχνοντας με ευαισθησία και σεβασμό προς τον άνθρωπο, από τα πορτρέτα εκείνων που δεν αγοράστηκαν ποτέ, ένα νέο που περιμένει να αγοραστεί. Προσδιορίζει και όχι τυχαία τον εαυτό του ως “πωλητή αναμνήσεων”, αφού μέσα στα σπίτια όλων μας, υπάρχει έστω και μία φωτογραφία από μπουζούκια.

Οι φωτογραφίες που δεν αγοράστηκαν, αλλά δεν πρόλαβαν να καταστραφούν, έγιναν η εικόνα του καλλιτέχνη, που έβγαλε την ψυχή του σε ένα αυτοβιογραφικό τελικά πορτρέτο, σε αναζήτηση της αρμονίας και του εξορκισμού φόβων και μύθων. Κάποιοι τις βρίσκουν ευαίσθητες, κάποιοι άγρια αντιφατικές, κάποιοι αποκρουστικές. Μα δεν είναι τίποτα από όλα αυτά, παρά ένα νέο πρόσωπο, που περιμένει να πας κοντά του για να σου ψιθυρίσει αυτό που είμαστε, που νομίζουμε ότι είμαστε, που θα θέλαμε να είμαστε. Δύο κομμάτια σε ένα, το δικό σου πορτρέτο, το δικό μου… το πορτρέτο κανενός.

Ο Πάνος Κιάμος μιλά στο WE του NEWS 247 για τη συμμετοχή του στη μεγάλη έκθεση Depression Era, στο Μουσείο Μπενάκη, την κρίση στην Ελλάδα, την πορεία του μέσα στα χρόνια που δουλεύει νύχτα. Πώς από τα “μωρά της πίστας”, σήμερα, φωτογραφίζει νεογέννητα σε μαιευτήριο, σε ένα και τελείως διαφορετικό κεφάλαιο της ζωής του.

(Πάνος Κιάμος, ο φωτογράφος)

“Βλέπεις τις δικές μου φωτογραφίες και λες… τι σχέση έχει αυτό με την κρίση;”

“Είμαστε ενθουσιασμένοι σαν παιδιά, γιατί δεν ξεκινήσαμε να κάνουμε έκθεση. Ο Παύλος ο Φυσάκης το ξεκίνησε, ένιωσε ότι αυτό ενδιαφέρει, φώναξε κι άλλους και είχε αρκετή ζύμωση. Είχαμε αρκετούς καβγάδες, αποχωρήσεις, συμφωνίες, διαμόρφωση, βγήκαν δουλειές από εκεί μέσα. Καταλήξαμε πολλοί παραπάνω από όσοι ξεκινήσαμε. Παιδιά που έχουν φύγει, είναι και αυτά παιδιά της ομάδας. Και οι ενστάσεις που έβαζαν, είναι πολλές φορές πολύ πιο χρήσιμες. Και να το πούμε αυτό, γιατί εγώ είμαι από το πρώτο ραντεβού εκεί, από το καλοκαίρι του 2011, και κατά βάση αυτό που θέλαμε να κάνουμε είναι να φωτογραφίσουμε την κρίση μας, όχι την κρίση γενικά. Γιατί όλοι ήμασταν κάπου και τώρα είμαστε κάπου αλλού. Και αυτό ακριβώς αποτυπώνεται, η κρίση του καθενός που πάει και στο γενικότερο πλαίσιο. Κι αυτό το βλέπεις και λες για παράδειγμα όταν βλέπεις τις δικές μου φωτογραφίες, “τι σχέση έχει αυτό με την κρίση;”.

“Υπάρχουν φωτογραφίες, που είναι προφανείς, όταν μπαίνεις στην έκθεση, όπως είναι του Δημήτρη Μιχαλάκη, που δεν μπορείς να τις προσπεράσεις, όταν μπεις στην έκθεση. Είναι εργασιακή εξαθλίωση, ενώ και το κείμενό του είναι περιγραφικό, σχολιαστικό και καταγγελτικό. Όσο προχωράς προς τα μέσα κι αρχίζει να μπερδεύεται το πράγμα και βλέπεις τις φωτογραφίες, δεν είναι τόσο προφανή, αλλά τελικά όλα συνδέονται μεταξύ τους, γιατί υπάρχει μία αλήθεια, ότι είναι η κρίση του καθενός ξεχωριστά και όλο μαζί είναι μία ορχήστρα, είναι αυτοβιογραφικό. Ο Νίκος ο Ξυδάκης, που είναι στην ομάδα, είπε ότι φωτογραφίζουμε την πτώση μας, ότι πηδήξαμε από ένα παράθυρο και τραβάμε selfie την πτώση μας, γιατί όλοι πηδήξαμε κάπου”.

Ο “τάφος” της Columbia, ο Βέγγος, ο Ξυλούρης και ο ξάδελφος… ο τραγουδιστής

“Για μένα, όταν με ρώτησαν για τις δικές μου φωτογραφίες, αν είναι αυτές οι φωτογραφίες από τα μπουζούκια πριν την κρίση, το 1999, εγώ ξεκίνησα να δουλεύω στα μπουζούκια το 1993, όταν δηλαδή ζούσαμε το μεγάλο πάρτι του χρηματιστηρίου, που ήταν μία κρίση του συστήματος, μπήκαν οι οχτροί δηλαδή τότε στα ταμεία και σου τα πήρανε.

“Όσον αφορά τη δική μου δουλειά, εγώ αυτοπροσδιορίζω τον εαυτό μου ως ‘πωλητή αναμνήσεων’ παρά ως φωτογράφο, ξεκίνησα από πιτσιρικάς τη φωτογραφία, γιατί τη θαύμαζα. Θυμάμαι έβλεπα μία φωτογραφία του ’70 με τον Βέγγο, που ήταν φωτορεπόρτερ και κυνηγούσε έναν δικτάτορα κι είχε ένα αρνητικό, που είχε τραβήξει μία φωτογραφία που δεν έπρεπε να έχει στα χέρια του και είχε ένα φιλμάκι που το έκανε φωτογραφία. Κι απορούσα, πώς το έκανε χαρτί αυτό το πράγμα… Άρχισα λοιπόν να ασχολούμαι, ακριβό χόμπι, και κάποια στιγμή που ήθελα να το σπουδάσω, σκέφτηκα να δουλέψω, κάπου. Το κάπου… υπήρχε μία οικογενειακή παράδοση με τη νύχτα, ο πατέρας μου ήταν παραγωγός δίσκων στην Κολούμπια παλιά, όπου ήταν ένας θαυμαστός κόσμος για μένα. Έχω περάσει άπειρες ώρες εκεί, σε αυτό που τώρα είναι ερημωμένο, σαν τάφος. Έχω πάρα πολλές εικόνες από εκεί… Ήμουν πολύ μικρός, ο πατέρας μου παραιτήθηκε από την Κολούμπια το 1983 και ξαναδούλεψε το 1988 σε μία μικρή εταιρεία και μετά στη ‘Λύρα’. Εκεί δούλεψα επαγγελματικά πια, ως φωτογράφος σε videoclip, όταν ήμουν πιτσιρικάς. Έχω πολλές φωτογραφίες από τον πατέρα μου στο στούντιο, έχω γνωρίσει τον Ξυλούρη, έχω περάσει πάρα πολύ ωραίες στιγμές εκεί μέσα, αλλά δεν έχω καμία σχέση με τη μουσική. Δεν έμαθα ποτέ να παίξω, αν και είχαμε κιθάρα μέσα στο σπίτι. Ο Μάριος Τόκας ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου, ερχόταν πολύ συχνά στο σπίτι, η Γιάννα Κομνηνού, ο Αδαμαντίδης… Είχαμε δέκα κιθάρες μέσα στο σπίτι, είχε ο πατέρας μου την κιθάρα του Πετσίλα, του άνδρα της Μούσχουρη. Έγινε ο ξάδελφός μου τραγουδιστής, ο Πάνος ο Κιάμος, ο πρώτος μου ξάδελφος. Από μικρό παιδί φαινόταν ότι αυτό θα κάνει, όταν μεγαλώσει. Στο σπίτι της γιαγιάς, είχε από μικρός ένα αγγουράκι, ένα αναπτυράκι… Αυτός ήταν να γίνει”.

 

Από μεταφορέας φιλμ… πωλητής αναμνήσεων. Το σοκ με τον φίλο που χάθηκε σε τροχαίο

“Εγώ ξεκίνησα όταν έγινα 18 ετών και βρήκα στη νύχτα, που είχε και καλά λεφτά τότε, δεν ήταν όπως είναι τώρα, δεν υπήρχε η ανεργία όπως τώρα και βγαίναμε και χαλάγαμε λεφτά και καταναλώναμε. Τότε, έζησα χρόνια που χαλάγαμε, όλοι είχαμε πέσει στο τρυπάκι αυτό. Ξεκίνησα λοιπόν το 1993, ως μεταφορέας, αυτός που πηγαίνει δηλαδή τα φιλμάκια, που φωτογραφίζουν οι φωτογράφοι, για να βγει η φωτογραφία. Είναι πολλές οι ‘ειδικότητες’ της νύχτας κι έχω την τιμή, να έχω κάνει όλες αυτές τις ειδικότητες. Είναι το αφεντικό που νοικιάζει το μαγαζί, όπως κάνω τώρα. Αγαπούσα πολύ τη δουλειά μου, μου έχει δώσει πολλά αυτή η δουλειά. Δεν άκουγα ποτέ λαϊκά ούτε ακούω και ήμουν πολύ αγχωμένος, έλεγα πώς θα περάσει η νύχτα. Έβγαζα όμως πολύ καλά λεφτά και πέρναγε η νύχτα. Πολύ σύντομα είπα, γιατί να μην το κάνω επάγγελμα εκεί μέσα, και είχα κι αυτήν την υπεροψία, του ότι είμαι καλλιτέχνης και το ξόρκιζα. Το έκανα όμως, συνεχίζοντας να το ξορκίζω. Φωτογράφος είναι αυτός που ζει από τη φωτογραφία, είναι επαγγελματίας. Το αν είσαι καλλιτέχνης ή όχι, θα το δείξει η ιστορία, θα το κυνηγήσεις εσύ, θα φανεί. Στη γλώσσα των φωτογράφων πολλές φορές αναιρεί η μία έννοια την άλλη. Λέμε για παράδειγμα ‘αυτός είναι φλασάς’ ή ‘αυτός είναι στα σκυλάδικα’, ‘αυτός είναι ρεπόρτερ’. Μα και ποιος είναι καλλιτέχνης; Ένας από αυτούς είναι, δεν είναι κάποιος που έκανε κάτι άλλο και ξαφνικά είπε ‘πάρ’τε και μία τέχνη’.

Εν τω μεταξύ, στη νύχτα υπάρχει και ένα ξόρκισμα της φωτογραφίας. Σιγά σιγά όμως, άρχισα να βλέπω τις φωτογραφίες μου κάπου κι άρχισε να μου κολλάει αυτό το ‘πωλητής αναμνήσεων’. Είχα πάει κάποια στιγμή σε ένα νεκροταφείο, όταν είχε σκοτωθεί ένας φίλος μου 35 χρόνων, σε αυτοκινητικό και μου είχαν ζητήσει δική μου φωτογραφία, για να βάλουν στον τάφο του. Και εκεί που ήμουν χαμένος και κοιτούσα δεξιά και αριστερά, έβλεπα φωτογραφίες από μπουζούκια. Κι εκεί συνειδητοποίησα, ότι τελικά αυτή η φωτογραφία, που την έχουμε ευτελίσει εμείς στο μυαλό μας, έχει μία τρομερή δύναμη, γιατί είναι σε κάθε σπίτι και είναι η πιο προσιτή επαγγελματική φωτογραφία που μπορείς να βρεις σε ένα σπίτι. Έχουμε αυτή τη φωτογραφία, αν κάποιος σου ζητήσει να δει πώς είναι ο πατέρας σου, η κόρη σου, θα δείξεις αυτή τη φωτογραφία, που είναι περιποιημένος, ντυμένος ωραία… Κι όλο αυτό, ο τρόπος που βγάζεις αυτή τη φωτογραφία, που δεν πας στο πλάι του άλλου αλλά κατάφατσα, έχει μία τρομερή εκπαίδευση”.

 

Γιατί κατέληξα σε αυτό το κολάζ…

“Αυτό που κάνω, θα μπορούσε να το δει κάποιος και να πει, ότι είναι υβριστικό. Άλλοι λένε, ότι είναι ευαίσθητες, ότι ψάχνω να βρω το άλλο μισό, είναι κάποιες που είναι σε πλήρη αρμονία. Έχω κάνει περίπου 50, μία μου την έκοψαν, γιατί νόμιζαν ότι είναι το ίδιο πρόσωπο. Θα μπορούσε κάποιος να πει, ότι είναι ειρωνικό, ότι τους ειρωνεύομαι, αλλά για μένα είναι ένα πορτρέτο αυτοβιογραφικό. Είναι τελείως αυτοβιογραφική η δουλειά μου. Απαντάει πολύ στην ερώτηση ‘τι κάνεις τη φωτογραφία, που δεν παίρνεις’. Εγώ τιμώ πολύ τη δουλειά μου, δηλαδή δεν έχω πουλήσει ποτέ σε άλλον φωτογραφία άλλου. Μου είχαν δώσει κάποτε, το 1995 ή 1996 περίπου 300.000 δραχμές για να του πουλήσω φωτογραφία γκόμενας, αλλά αυτό δεν το έκανα ποτέ. Κάποια άλλη στιγμή, είχε έρθει η γυναίκα ενός τύπου που ήξερε ότι ο άνδρας της ήταν το προηγούμενο βράδυ στο μαγαζί και ζητούσε να αγοράσει τις φωτογραφίες. Είχα καταλάβει ποιος είναι, η γυναίκα του δεν ήταν εκεί, ήταν με γκόμενα και της είπα ‘δεν καταλαβαίνω τι μου λες’ και δεν της έδωσα…”

“Είναι ιεροσυλία να πετάξεις ολόκληρο το πρόσωπο κάποιου στα σκουπίδια”

“Οι φωτογραφίες που δεν αγοράζονται, σκίζονται, καταστρέφονται. Δεν πετιούνται ποτέ ολόκληρες. Θεωρώ ιεροσυλία το να πετάξεις ολόκληρο το πρόσωπο ενός ανθρώπου, που σε εμπιστεύτηκε. Τα κομμάτια όμως που μένουν, δεν ανακυκλώνονται, γιατί έχουν χημικά. Έχουμε καταστρέψει τον μισό Αμαζόνιο. Σκίζονται οι φωτογραφίες και πετιούνται. Οι φωτογραφίες είναι χρεωμένες και αφού δεις, πόσες πούλησες, πόσες έμειναν, το ίδιο βράδυ, ένα άλλο βράδυ, τις σκίζεις. Κάποια στιγμή λοιπόν, στο εργαστήριο, εκεί που τυπώνουμε, έγινε αυτό. Και θυμίζουν αυτές οι φωτογραφίες κομμάτια του εαυτού μου, που μετά από 20 χρόνια τα μάζεψα, τα έκανα ένα νέο πρόσωπο, που έχω ονομάσει ‘πορτρέτο σε αναμονή’, ένα πορτρέτο δηλαδή, που ανέμενε να αγοραστεί, αλλά για κάποιους λόγους δεν αγοράστηκε, είχε μία αναμονή δηλαδή μάταιη και μετά το έφτιαξα, ένα νέο πορτρέτο, ένα δικό μου πορτρέτο, ένα δικό σου, ένα πορτρέτο κανενός.

Είναι ένα πορτρέτο που σου ψυθιρίζει, ποιοι είμαστε, ποιοι θα θέλαμε να είμαστε, ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε, πρέπει να πας κοντά να το ακούσεις… Αυτό είναι που θέλω εγώ, με την προσπάθειά μου. Και τελικά αυτό το πορτρέτο είναι ένα πορτρέτο δικό μου, μετά από τόσα χρόνια και με την ενδοσκόπηση που έχω κάνει και βλέποντας τη δουλειά μου, αυτό το μάζεμα των κομματιών είναι πολύ αυτοβιογραφικό. Έσκυψα και μάζεψα κομμάτια του εαυτού μου, που είχα πετάξει πίσω μου, που τα έριξα και τα έβλεπα σκουπίδια και τελικά δεν είναι”.

 

Από την οικογένεια της νύχτας στα… νεογέννητα μωρά

“Στη δουλειά μου είμαι εντελώς επαγγελματίας. Ό,τι έχω κερδίσει στη ζωή μου, ό,τι έχω από υλικό, από τα παπούτσια που φοράω μέχρι το αυτοκίνητό μου, το έχω κερδίσει από τη φωτογραφία. Ακόμα και τη γυναίκα μου, την έχω γνωρίσει μέσα από αυτή τη δουλειά, όταν ήρθε να κάνει τύπου πρακτική, έχοντας τελειώσει τις σπουδές της. Όλη μου η ζωή είναι αυτή η δουλειά.

Τώρα βέβαια, που δεν υπάρχει η νύχτα, κάνω κι άλλα πράγματα. Φωτογραφίζω γάμους, βαφτίσια, που τα απέφευγα παλιά, με μία νέα ματιά. Παλιά το βαριόμουν πάρα πολύ, αλλά τώρα το βρίσκω σπουδαίο, είναι πολύ σημαντικό. Και τώρα, κάνω κάτι που επίσης θεωρώ σπουδαίο, φωτογραφίζω νεογέννητα μωρά, σε μαιευτήριο, το οποίο το αγαπάω πάρα πολύ και είναι προϊόν όλης αυτής της διαδρομής. Δεν θα μπορούσα να το έχω κάνει νωρίτερα ή αργότερα και τη μέρα που έπιασα δουλειά στο μαιευτήριο, μου είπε η γυναίκα μου, ότι είναι έγκυος. Δεν είναι καρμικό, δεν πιστεύω στο κάρμα, πιστεύω ότι όλα τα πράγματα που γίνονται, είναι προϊόν επιλογών”.

“Τα παιδιά που δουλεύουν μαζί μου στη νύχτα, αν και κάποιοι είναι μεγαλύτεροί μου σε ηλικία, τα θεωρώ παιδιά μου, είναι οικογένειά μου. Έχω κάνει μαζί τους Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιές, χαρές, λύπες… Την ημέρα που γεννήθηκε η κόρη μου, στις 24 Δεκεμβρίου, εγώ πήγα στα μπουζούκια, γιατί δεν γινόταν να μην είμαι εκεί. Και το μοιράστηκα με την οικογένειά μου, τα παιδιά που είναι εκεί. Γι’αυτό θεωρώ ότι το έργο μου αυτό, είναι και αφιερωμένο στους ανθρώπους αυτούς, που δουλεύουν βράδυ και θέλουν κάτι να πουν και δεν το είπαν.

Κι είμαι πολύ χαρούμενος, που το έκανα αυτό το πράγμα και πήγε και στο Μπενάκη. Κι έχει μεγάλη επιτυχία, έχει μεγάλη απήχηση γιατί είμαστε μία κολεκτίβα με την έννοια της λέξης, με τις αδυναμίες μας, τα πάθη μας, τις διαφωνίες μας και έχει ενδιαφέρον, γιατί αν συμφωνούσαμε στα πάντα, θα ήταν πολύ βαρετό. Είχα μία τρομερή αγωνία πριν βγει η έκθεση, την αγωνία της έκθεσης, γιατί θα έβγαινα ‘γυμνός’. Έλεγα, ότι δεν θέλω να αρέσω σε όλους, θα είναι ψεύτικο κι ότι αν εκτεθείς ως άνθρωπος και σε γνωρίσουν 100 άνθρωποι, κάποιοι θα σε συμπαθήσουν, κάποιοι θα σε θεωρήσουν αδιάφορο και κάποιοι θα σε αντιπαθήσουν. Το ίδιο ισχύει και στα έργα. Και στην πρεμιέρα, είχα πάει και είχα στήσει αυτί, για να ακούω, τι λένε για μένα. Όπως είχε πει κι ο Όσκαρ Γουάιλντ, σε ένα κείμενο που έχω κολλήσει στην έκθεση, σε ένα δοκίμιο περί τέχνης στο πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, ότι ‘το κάθε έργο αντικατοπτρίζει τον θεατή κι όχι την πραγματικότητα’. Ο κάθε ένας βλέπει την αλήθεια του μέσα στο έργο του κι όχι αυτό που εσύ θέλεις να πεις. Ένα έργο σ’αρέσει ή δεν σ’αρέσει γιατί χτυπάει σε ένα βίωμά σου, κάπου…”

Ο μύθος της νύχτας και της κοινωνίας που ζούμε

“Τώρα που μιλάμε για το έργο μου, μπορώ να σου πω, ότι ένωσα αυτά τα δύο πρόσωπα κι όχι άλλα, γιατί έψαχνα την αρμονία στο μάτι, κάτι μεταξύ σύμπτωσης ματιού και στόματος, κάτι που να μην είναι καρικατούρα, να μην είναι προκλητικό. Πώς όταν ντύνεσαι, θέλεις να είναι όμορφο, έτσι κι αυτό, να το δει κάποιος και να σε φωνάξει να το δει, ή αν σοκάρει κάποιον, να τον σοκάρει με την αγριάδα της αντίθεσης κι όχι με την κοροϊδία. Ακόμα και αυτό το σκληρό, η αγριάδα της αντίθεσης, έχει μέσα αυτό το δυικό, που υπάρχει και μέσα μας. Είναι αυτό που κάνω στη ζωή μου και το άλλο μισό, είναι αυτό που σκέφτομαι, αυτό που κάνω κάθε μέρα. Είναι το κομμάτι του εαυτού μου, το ευαίσθητο, αυτό που έχω φίλους και αρχές, που ξέρω ότι δεν είναι παρεξηγήσιμο. Και άπαξ και ξέρω ότι δεν είναι παρεξηγήσιμο, έχω κάνει ειρήνη με τον εαυτό μου, δεν έχω αμφιβολίες μέσα μου, μέσα μου είμαι ήρεμος. Μέσα μου έχω τρομερή ηρεμία για τη δουλειά μου, κι έχω τρομερή αγάπη για τη δουλειά μου. Και το διαφορετικό του πράγματος ήταν κι ένα ζητούμενο, για να μπω ούτως ή άλλως στην έκθεση, αφού όλοι όσοι συμμετέχουμε, έχουμε διαφορετικές σκέψεις και φιλοσοφία, πέρα από δουλειές.

Αυτό το δυικό που περιγράφω, έχει να κάνει και με την εικόνα που είχα για τα μπουζούκια, με τον μύθο που ακολουθεί την κοινωνία που ζούμε. Με το ποιον θεωρούμε σπουδαίο και ποιον όχι, που όταν ήμουν μικρός, δεν είχα ξεκάθαρο. Έβλεπα τύπους να χαλάνε σε λουλούδια και να τους γλείφουν κι όταν φεύγουν, να τους βρίζουν. Και αυτό πάντα με μπέρδευε. Η νύχτα είναι πιο ξεκάθαρη από την ημέρα, είναι ένας καθρέφτης της ημέρας και ξέρεις ποιος είναι τι. Είναι πολύ ξεκάθαρο, το άσπρο είναι άσπρο και το μαύρο μαύρο. Κι έλεγα πάντα στα παιδιά, ότι πρέπει να υπερίπτανται των περιστάσεων, γιατί η νύχτα μπορεί να σε καταπιεί. Ακόμα κι έναν άνθρωπο που ασχολείται με τη φωτογραφία, μπορεί να τον καταπιεί πολύ εύκολα, γιατί βγάζεις πάρα πολλά χρήματα, με λίγες ώρες δουλειάς, πιο λίγες από άλλους, μετά μπορούσες να βγεις, να κοιμάσαι μέχρι τις 3 το μεσημέρι, να γνωρίσεις τον κόσμο τον γκλάμουρους και να ξεχάσεις τον εαυτό σου και την τέχνη. Θυμάμαι τον εαυτό μου χειμώνα, να δουλεύω σε μαγαζί 7 ημέρες την εβδομάδα, με 1 ρεπό, και να ξυπνάω κάθε μέρα στις 4… δεν έβλεπα φως, ήμουν άσπρος. Φωτογράφος χωρίς φως, δεν γίνεται!”

Κι οι φωτογραφίες που αγοράστηκαν; Το κομμάτι που θα κλείσει αυτόν τον κύκλο

“Κάποια στιγμή λοιπόν, μου γύρισε και είπα, ότι θα κάνω κι άλλα πράγματα. Αυτά που κάνω τώρα, θα τα έκανα, όπως και να ‘χει. Κι ένα μεγάλο μέρος, το οφείλω αυτό στη γυναίκα μου και στο Depression. Όταν έχεις έναν ωραίο καθρέφτη απέναντί σου, βλέπεις πολύ πιο ωραία και καθαρά τον εαυτό σου και τότε, μπορείς να δεις παραπέρα και να κάνεις κάτι καλλιτεχνικό. Όταν έχεις ακόμα θυμό με τον εαυτό σου κι ο καθρέφτης που έχεις είναι διαστρεβλωτικός, ζαλίζεσαι, χάνεις τον δρόμο σου. Ο σύντροφός σου είναι ο καθρέφτης σου κι αν είναι παραμορφωτικός, όπως σε ένα τσίρκο, πονάνε τα μάτια σου. Κι είδα τον εαυτό μου καθαρά και τώρα επεξεργάζομαι το καινούριο project μου… Θέλω να φωτογραφίσω, τις φωτογραφίες που αγοράστηκαν. Για να κλείσω αυτόν τον κύκλο και να βγω από τα μπουζούκια. Πάω σε σπίτι κολλητού και τις έχει στον τοίχο, στο σπίτι της πεθεράς μου είναι σε κάτι σεμέν. Όλοι έχουν και πού τις έχουν… και μπορεί να είναι μία φωτογραφία και γύρω γύρω να είναι άσχετες φωτογραφίες. Κι έχει να κάνει αυτό με την προκρούστεια αντιμετώπιση του πώς ακούς εσύ μία είδηση, πού την κατατάσσεις στον κόσμο σου. Με αυτή τη λογική, να μπω στον κόσμο αυτόν, πώς βάζει ο άλλος αυτό το κομμάτι της δουλειάς μου στη ζωή του. Και πού βάζει αυτήν την εικόνα του, στην κρεβατοκάμαρά του, στο πατάρι, πού… Είναι ένα κομμάτι, που θα κλείσει αυτόν τον κύκλο…”

“Η κρίση είναι συστημική. Μακάρι αυτό που ζούμε να είναι πόλεμος, όμως φοβάμαι ότι είναι η αρχή ενός πολέμου”

Μιλώντας για την έκθεση και την επιτυχία που σημειώνει μέχρι στιγμής, λέει:

“Είναι το πριν της κρίσης και η διάρκεια. Έχουμε πολλές διαφορετικές απόψεις σχετικά με το τι είναι η κρίση, πότε ξεκίνησε η κρίση. Εγώ διαφωνώ με τους περισσότερους για το πότε ξεκίνησε η κρίση, και συμφωνώ σε πάρα πολλά. Για μένα, η κρίση είναι συστημική, είναι ο καπιταλισμός, είναι μία κρίση κυκλική, που δεν έχει αρχή και τέλος. Πιστεύω ότι ο καπιταλισμός κάνει μία κρίση κάθε 7 με 10 χρόνια, που είναι διαχειρίσιμη, κάθε 30 με 40 κάνει μία που δεν είναι διαχειρίσιμη και καταλήγει σε πόλεμο, όπως αυτή… είναι μία μεγάλη κρίση. Έχει αναφορά στο Depression Era, όπως ξεκίνησε από την Αμερική, όταν ο αμερικανικός οργανισμός Γεωργικής Ανάπτυξης FSA, ανέθεσε σε φωτογράφους, μετέπειτα διάσημους, να φωτογραφίσουν την αγροτική ανάπτυξη της Αμερικής, για να εμπνεύσουν τον λαό και να δείξουν, ότι υπάρχει ανάπτυξη. Αυτό που λέμε τώρα ‘τι ωραία, υπάρχει ανάπτυξη δηλαδή’… Βεβαίως, επειδή ο καλλιτέχνης επειδή δεν κρίνεται για αυτό που σκέφτεται, αλλά για αυτό που κάνει τελικά, κάποιοι από αυτούς έβγαλαν επικές φωτογραφίες, που ήθελαν να πουν κάτι παραπάνω από αυτό που ήθελαν να δείξουν αρχικά και έμειναν στην Ιστορία σαν ζωντανή παρακαταθήκη, κάτι που και εμείς θέλουμε να κάνουμε, να μείνει σαν αρχείο στον ιστορικό του μέλλοντος. Και δεν χρειάζεται να είσαι κάποιος μεγάλος, για να μείνει στον ιστορικό του μέλλοντος”.

“Έχουμε σκοπό να το εμπλουτίσουμε, να έρθουν κι άλλα παιδιά, να μπουν καινούριες δουλειές, με νέες ματιές, άλλα ερεθίσματα, πιο νέοι από εμάς, πιο μεγάλοι από εμάς που δεν έχουν μπει ακόμα στον χώρο, πιο παλιοί στον χώρο… Εγώ για παράδειγμα, δεν είχα εκφραστεί ποτέ σε έκθεση. Είχα πάρει μέρος σε μόνο μία έκθεση το 2011, το Who we are, με μία εικόνα, αλλά πάντα με έτρωγε. Για να ασχολείσαι δηλαδή με τη φωτογραφία… Κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, να μπαίνουν άνθρωποι πέρα από τους καθαρά εκθεσιακούς, να μπαίνουν κι άλλοι και να εμπλουτίζεται αυτό το πράγμα ως αρχείο. Και κατά βάση, εκεί στηρίχτηκε η ιδέα του Παύλου, στο Depression Era της Αμερικής και πιστεύω, ότι η κρίση επαναλαμβάνεται κάθε κάποια χρόνια. Και πιστεύω ότι αυτή η κρίση, μπορεί να καταλήξει σε έναν πόλεμο. Μακάρι να είναι αυτό που ζούμε ο πόλεμος, είναι ευτυχές για μένα να είναι αυτός ο πόλεμος, αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι αυτό που ζούμε, ότι είναι η αρχή ενός πολέμου”.

Η έκθεση Depression Era εγκαινιάστηκε την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου και θα διαρκέσει ως τις 11 Ιανουαρίου στο Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς 138.

* Περισσότερες πληροφορίες για το έργο και τη συμμετοχή του Πάνου Κιάμου στην Depression Era μπορείτε να βρείτε στην επίσημη ιστοσελίδα της έκθεσης.

* Διαβάστε ακόμα το αφιέρωμα του News 247, με τίτλο “Depression Era: Τέχνη στα χρόνια της κρίσης”

Παίξτε τα Games του NEWS 24/7: Σταυρόλεξο, Sudoku, WordroW & Word Search!

 

Ακολουθήστε το NEWS 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα