Sooc

ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ Ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Στο νέο του βιβλίο που τιτλοφορείται: «Μεταπολίτευση: Ένα βολικό ‘’τέρας’’» και αποσπάσματα του οποίου προδημοσιεύει σήμερα το NEWS 24/7, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Διονύσης Ελευθεράτος θυμίζει πως «μόνο η Ακροδεξιά προσέδιδε στον όρο ‘’Μεταπολίτευση του 1974’’ αρνητική χροιά, κι αυτό ήταν πέρα για πέρα φυσιολογικό».

Ήταν η Μεταπολίτευση του ‘74 το τέλειο τέρας, ώστε να σχηματιστεί ένα βολικό- για τα κόμματα που ανέλαβαν τις τύχες της χώρας καθ’ όλη τη διάρκειά της- σχήμα πάνω στο οποίο φορτώθηκαν όλες οι ευθύνες για πεπραγμένα, φαινόμενα και αντιλήψεις; 

Στο νέο του βιβλίο που τιτλοφορείται: «Μεταπολίτευση: Ένα βολικό ‘’τέρας’’» και αποσπάσματα του οποίου προδημοσιεύει σήμερα το NEWS 24/7, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Διονύσης Ελευθεράτος θυμίζει πως «μόνο η Ακροδεξιά προσέδιδε στον όρο ‘’Μεταπολίτευση του 1974’’ αρνητική χροιά, κι αυτό ήταν πέρα για πέρα φυσιολογικό». Ο ίδιος εξηγεί ότι «η χολερική θεώρηση της Μεταπολίτευσης λειτουργούσε και λειτουργεί ως αντανακλαστική υπεράσπιση του πρότερου κύκλου. Εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, όµως, έχουν πυκνώσει οι ανάλογης επιθετικότητας αναφορές που προέρχονται από πολιτικούς της Ν∆ και του ΠΑΣΟΚ (π.χ. ο Ανδρέας Λοβέρδος έχει διακριθεί για τον ζήλο του), καθώς και από δηµοσιολόγους προσκείµενους στα δύο κόµµατα. ∆εν αναφερόµαστε φυσικά σε επιµέρους, συγκεκριµένες κριτικές για πεπραγµένα, φαινόµενα και αντιλήψεις, αλλά για ρητορική που ουσιαστικά ανάγει τη Μεταπολίτευση σε προβληματικό, επιβλαβή ιστορικό κύκλο.

Εδώ το οξύµωρο κραυγάζει… Πρόκειται για τα κόµµατα που ιδρύθηκαν το φθινόπωρο του 1974 και καθόρισαν τις τύχες της χώρας και της ελληνικής κοινωνίας στο συντριπτικά µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα του µεταπολιτευτικού κύκλου, οποτεδήποτε κι αν θεωρηθεί ότι αυτός ολοκληρώθηκε. Μπορεί και σε ολόκληρο τον κύκλο, για όσους θεωρούν ότι έκλεισε προτού σχηµατιστεί η κυβέρνηση Τζαννετάκη. Ποιον ακριβώς κατηγορούν, λοιπόν, η Ν∆ και το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ (υποθέτουµε ότι ο προσδιοριστικός όρος έχει παραµείνει από την εποχή Σηµίτη);»

Από τον Αύγουστο του ’74 η εξουσία ένιωθε την ανάσα της κοινωνίας

Απάντηση στο ερώτημα δίνεται- έμμεσα- μερικές γραμμές πιο κάτω, όταν ο συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια τρία στιγμιότυπα της ιστορικής συγκυρίας που αποδεικνύουν ότι εκείνο το πρώτο διάστημα μετά την πτώση της Χούντας, η ελληνική κοινωνία όχι μόνο είχε προβάλλει ξεκάθαρα το αίτημά της για απεμπλοκή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής από τα ασφυκτικά χαλινάρια της δικτατορίας, αλλά, ερχόμενη πλέον στο πολιτικό προσκήνιο, διεκδικούσε καθημερινά την αλλαγή του status quo και σε σύγκριση με την προδικτατορική περίοδο.

 Ίσως, αυτός ο ριζοσπαστισμός είναι που ενοχλεί (πολύ) ακόμη και σήμερα τους κρατούντες… 

«(…)Τα δύο κόµµατα σταυρώνουν τον µμεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό και τα κατά Τασούλα ‘’τερατώδη καταπιστεύµατά’’ του. Το ΠΑΣΟΚ βεβαίως κάποτε καβάλησε το άτι αυτού του ριζοσπαστισμού κι έτσι ανήλθε στην εξουσία, αλλά κάποτε… Εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες, οι δύο πολιτικοί σχηματισμοί που γεννήθηκαν στη χαραυγή της Μεταπολίτευσης είναι σαν να δηλώνουν ότι είχαν γίνει όμηροι µιας περιρρέουσας, ακαταμάχητα ενθουσιώδους ατμόσφαιρας. Κι αν κάποτε το ΠΑΣΟΚ την επαίνεσε και την ενθάρρυνε, ας συγχωρεθεί – ήταν διότι επενέργησε ένα ιδιότυπο, πολιτικό σύνδρομο της Στοκχόλμης…

Για να αντιληφθούμε όμως καλύτερα ποια μεταπολιτευτικά καταπιστεύματα είναι πολύ ενοχλητικά, θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά του ριζοσπαστισμού της εποχής. Ας προηγηθούν τρεις πινελιές: ένα σημείωμα, µια φωτογραφία από τη Θεσσαλονίκη και µια σκηνή αθηναϊκού δρόμου.

Το σηµείωµα: Συµπεριλαµβάνεται στο Αρχείο Καραµανλή. Το έγραψε ο Παναγιώτης Λαµπρίας, υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος, όταν (14.8.1974) η Ελλάδα αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Σε αυτό το κείμενο ο στενότατος συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραµανλή ανέλυσε διεξοδικά το σκεπτικό και τους λόγους της κίνησης εκείνης. Στο τέλος της δεύτερης παραγράφου, ανέφερε: ‘’Η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ ήταν το άνοιγµα µιας βαλβίδας για τη διαφυγή της εκρηκτικά συσσωρευµένης λαϊκής αγανακτήσεως’’.

Ειδικά σε θέµατα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων δεν συνηθιζόταν (ούτε τώρα συνηθίζεται, φυσικά) να περιλαμβάνονται τα λαϊκά αισθήματα στις ομολογημένες εξηγήσεις κυβερνητικών αποφάσεων – ιδίως τόσο ανατρεπτικών για τα έως τότε καθιερωμένα. Αλλά, χωριό που φαινόταν ούτε κολαούζο χρειαζόταν ούτε συγκαλύψεις. Από τον Αύγουστο του 1974 διαφάνηκε ότι σε σειρά θεμάτων –και όχι µόνο σε αυτά που σχετίζονταν µε τις ΗΠΑ, το Κυπριακό και το ΝΑΤΟ– η κεντρική πολιτική εξουσία θα ένιωθε εφεξής στον αυχένα της την ανάσα της κοινωνίας, περισσότερο κοντινή, ελεγκτική και καυτή παρά ποτέ. Αυτό λοιπόν ήταν ένα νέο στοιχείο».

Καιρός αυτονόητης μηδενικής ανοχής

Στοιχεία λοιπόν όπως το σημείωμα του Λαμπρία, φανερώνουν την πρωτοφανή για τα δεδομένα της εποχής αμηχανία της εξουσίας μπροστά στην ανυποχώρητη στάση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτά τα ντοκουμέντα, αφενός αποδεικνύουν τις πολλαπλές επιδράσεις του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού, αφετέρου συνθέτουν ένα παλλόμενο μωσαϊκό εντός του οποίου οι ήχοι από το soundtrack του «Ζ» και από τα «σόλο» του Γκάλαχερ στη Φιλαδέλφεια ενώνονταν με τις απεργίες, τις πολιτικές συνεδριάσεις και τις διαδηλώσεις. Με λίγα λόγια, με την καθημερινή πολιτική ζύμωση και διεκδίκηση για ζητήματα που πολύ φοβάμαι ότι σήμερα, 50 χρόνια μετά, θα περνούσαν κάτω από τα ραντάρ μας.

«Η φωτογραφία: ∆ηµοσιεύτηκε σε εφηµερίδες της Παρασκευής 6 Φεβρουαρίου 1976 κι έδειχνε µια τεράστια συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα µε την εφημερίδα Μακεδονία (της ίδιας ημέρας), οι υπολογισμοί για το μέγεθος της συγκέντρωσης κυμαίνονταν από το συντηρητικότατο 25.000 έως αρκετά πάνω από 40.000. Αν έβλεπε κάποιος σήμερα απομονωμένες και χωρίς λεζάντες τις πανοραμικές φωτογραφίες εκείνης της κοσµοπληµµύρας, δεν θα φανταζόταν ότι η αιτία ήταν τόσο ειδική: Όλος εκείνος ο κόσµος κινητοποιήθηκε επειδή είχαν ανατιμηθεί τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών της πόλης, ώστε να καλυφθούν τα ελλείµµατα του αρµόδιου οργανισµού (του ιδιωτικού τότε ΟΑΣΘ), που πάντως µοίραζε πολύ καλά µερίσµατα στους µετόχους του. Οι συγκεντρωµένοι ζήτησαν να καταργηθεί η σύµβαση του ∆ηµοσίου µε τον ΟΑΣΘ (είχε συναφθεί το 1957) και να περιέλθουν οι συγκοινωνίες στην αρµοδιότητα του ∆ήµου. Για τη διευκόλυνση της συµµετοχής στη συγκέντρωση, σωµατεία και συνδικάτα είχαν κηρύξει τετράωρη στάση εργασίας.

Ναι, όλα αυτά για µια ανατίµηση στα εισιτήρια. ∆ιότι τίποτα δεν αφηνόταν να πέσει κάτω. Καµία δυσµενής εξέλιξη δεν έπρεπε να µείνει αναπάντητη. Ήταν καιρός να διεκδικηθούν καθαρές βελτιώσεις στις ζωές των ανθρώπων, άρα και καιρός αυτονόητης µηδενικής ανοχής προς οτιδήποτε όδευε στην αντίθετη κατεύθυνση.

Η σκηνή: ∆εν πρόκειται για κάτι που διαδραµατίστηκε άπαξ, αλλά για κάτι που επαναλαµβανόταν συχνά στα πρώτα µεταπολιτευτικά χρόνια. Σε κεντρικά σηµεία της Αθήνας έβλεπες άφθονα ανθρώπινα πηγαδάκια, δηλαδή κόσµο συγκεντρωµένο γύρω από άτοµα που συζητούσαν πολιτικά. Μερικές φορές, όµως, σχηµατίζονταν και ανθρώπινοι κύκλοι –όχι οπωσδήποτε φωνακλάδικοι αυτοί– γύρω από στρατονόµους, ναυτονόµους κι αερονόµους, όταν εκείνοι έλεγχαν τα χαρτιά και την εµφάνιση κάποιου φαντάρου, ναύτη ή σµηνίτη. Και µόνο η συνάντηση του στρατευµένου µε τα «καρακόλια» ήταν αρκετή κακοτυχία. ∆εν επιτρεπόταν να εξελιχθεί σε προσβλητική συµπεριφορά, σε βάρος του. Οι φέροντες το εξουσιαστικό στίγµα συγκέντρωναν πάνω τους αυστηρά προειδοποιτικά βλέµµατα και, αν δεν τα λάµβαναν υπόψη, αντιµετώπιζαν αφόρητη κατακραυγή. Ήταν λοιπόν και η καθηµερινότητα, στους δρόµους, ανάµεσα σε όσα υπενθύµιζαν πως πολλά είχαν αλλάξει σε σχέση όχι µόνο µε τη χουντική περίοδο, αλλά και µε την προδικτατορική».

∆εν γεννήθηκε εκ του µηδενός ο µεταπολιτευτικός ριζοσπαστισµός

«Πάλι κοιτάζω παλιές φωτογραφίες/ από διαδηλώσεις, πορείες, συγκεντρώσεις/ σε δρόμους, σε γήπεδα, σε πλατείες/ φωτογραφίες του ‘65, του ‘68, του ‘74//. Ο Τίτος Πατρίκιος μέσα απ’ αυτόν τον ποιητικό περίπατο στο παρελθόν κατάφερε να αποδώσει όλο το κλίμα της εποχής των κοινωνικών αγώνων σε Ελλάδα και Ευρώπη. Αγώνες και δράσεις που έστρωσαν το έδαφος για όσα η Μεταπολίτευση ανέδειξε ως κομβικής σημασίας κοινωνικά- λαϊκά αιτήματα. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Ελευθεράτος αναφέρει πως «αρκετές από τις αντιλήψεις και τις αξίες που έχουν αποδοθεί στον µεταπολιτευτικό ριζοσπαστισµό δεν περίµεναν τη Μεταπολίτευση για να δηλώσουν παρούσες. ∆εν ήταν στερηµένη από κοινωνικούς αγώνες η προδικτατορική δεκαετία του 1960. Και το φθινόπωρο του 1973, πριν από την κατάληψη του Πολυτεχνείου, στη φοιτητική ανυπακοή πρόσθεσαν τα δικά τους επιµέρους ‘’ως εδώ’’ αγρότες, εµποροϋπάλληλοι και κάτοικοι της Πάχης Μεγάρων. Ήταν κινήσεις που δεν επέφεραν καµία µεγάλη ρήξη µε το καθεστώς, αλλά έδιναν το στίγµα µιας τόλµης καθόλου αµελητέας τότε. 

Με την κατεξοχήν αδιαπραγµάτευτη ύλη της µεταπολιτευτικής κληρονοµιάς συνδέθηκε (και σωστά) η προάσπιση του δηµόσιου χαρακτήρα της ανώτατης Εκπαίδευσης, ζήτηµα που συζητείται στις ηµέρες µας, καθώς η κυβέρνηση παράκαµψε το άρθρο 16 του Συντάγµατος για να θεσπίσει την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστηµίων ή ‘’πανεπιστηµίων’’. Ήταν όµως φθινόπωρο του 1973 (τρεις ηµέρες προτού αναλάβει την πρωθυπουργία ο Σπύρος Μαρκεζίνης) και όχι κάποια στιγµή αιχµαλωτισµένη από τον µεταπολιτευτικό ‘’λαϊκισµό’’, όταν το κεντροδεξιό περιοδικό Πολιτικά Θέµατα έφριττε µε την εισήγηση επιτροπής του χουντικού υπουργείου Παιδείας για καθαρή ιδιωτικοποίηση λειτουργιών των ΑΕΙ.

∆εν γεννήθηκε λοιπόν εκ του µηδενός ο µεταπολιτευτικός ριζοσπαστισµός. Ήταν όµως ξεχωριστός ως προς τον δυναµισµό και την εµβέλειά του –ιδίως στην πρώιµη µεταδικτατορική περίοδο– και αποτέλεσε κάτι το ποιοτικά νέο».

Ποια ήταν τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς του;

Τι τον έκανε ξεχωριστό; Η επιμονή με την οποία υποστήριζε τη διεκδίκηση των αιτημάτων μιας κοινωνίας που βίωσε το μετεμφυλιακό καθεστώς της ανελευθερίας, μα και μιας ιδιότυπης «ορθοδοξίας» σε ζητήματα που αφορούσαν τον πυρήνα της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Σύμφωνα με τον Ελευθεράτο, ο ριζοσπαστισμός της Μεταπολίτευσης «έφερε στο προσκήνιο τις κοινωνικές ανάγκες, µε µεγάλη απαιτητικότητα. Αξίωσε ανόθευτες ελευθερίες στη δράση –κοινωνική, συνδικαλιστική, πολιτική, πολιτιστική– και την έκφραση. Αµφισβήτησε παραδοσιακά στερεότυπα για την οικονοµία και την πολιτική, αλλά και πρότυπα κοινωνικής συµπεριφοράς που είχαν διαποτιστεί από κοµφοµισµό. Αναγόρευσε σε µεγάλη αρετή τη συλλογικότητα. Ευνόησε το ‘’αιρετικό’’ (δηλαδή… κανονικό) ξαναδιάβασµα της Ιστορίας, αλλά και προοδευτικές ιδεολογικές αναζητήσεις. ∆εν είχε ασφαλώς κάποια επαναστατική, αντικαπιταλιστική απόληξη, αλλά διαµόρφωσε ένα πεδίο φιλικό προς τις ποικίλες ιδέες υπέρ του κοινωνικού µετασχηµατισµού. 

Γιατί, όµως, ανέβηκαν τόσο ψηλά όλα αυτά τα στοιχεία στην κλίµακα αξιών της ελληνικής κοινωνίας; Αν τα φανταστούµε καθισµένα στον έναν πόλο µιας τραµπάλας, η απάντηση παραπέµπει στη Φυσική: Τινάχτηκαν προς τα πάνω διότι βυθίστηκε ο άλλος πόλος, καταπλακωµένος από τα µεταπολεµικά ιδεολογικά ιερά και όσια, που κατέρρεαν. Με γδούπο, µάλιστα, κατέρρεαν… Η ‘’εθνικοφροσύνη’’ είχε υποσχεθεί γενική ευηµερία εν κοινωνική γαλήνη, αλλά η πιο άτεγκτη εκδοχή της, η Χούντα, παρέδωσε το 1974 µια οδυνηρή για την κοινωνία πληµµυρίδα στασιµοπληθωρισµού – και µάλιστα µε τα… πρωτοβρόχια των συνεπειών της διεθνούς κρίσης του 1973, όχι µε την κυρίως µπόρα.  

Η αντικοµµουνιστική στρατοκρατία, η ικανότατη στην εγκαθίδρυση δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1974 αποδείχθηκε ανήµπορη να οργανώσει µια στοιχειώδη επιστράτευση. Θεµελιώδεις εθνικές γεωπολιτικές βεβαιότητες είχαν σµπαραλιαστεί: Ανενόχλητος από τις ΗΠΑ ο Αττίλας καταβρόχθισε το 40% της κυπριακής επικράτειας, όταν εδώ κυβερνούσε ο αόρατος δικτάτορας ∆ηµήτριος Ιωαννίδης, του οποίου το καθεστώς ήταν το πιστότερο στην Ουάσινγκτον που θα µπορούσε να νοηθεί. Τα εθνικόφρονα κλαψουρίσµατα για την εξαπάτηση από τη ‘’µεγάλη φίλη Αµερική’’ θύµιζαν εκείνα του Σεπτεµβρίου 1955. Και δύο τέτοια συγγενή σοκ σε 19 χρόνια µπορούν να κλονίσουν πολλά, σε µαζική κλίµακα. 

Όσοι λοιπόν απορούν πώς και γιατί η Μεταπολίτευση έφερε την ιδεολογική ηγεµονία της Αριστεράς ας µετρήσουν πόσα στοιχεία της πραγµατικότητας, από τα µεροκάµατα έως τις διεθνείς σχέσεις, δικαίωναν βασικές αριστερές αντιλήψεις και έδειχναν µερικώς ή ολικώς χρεωκοπηµένες τις… άλλες. Εάν µάλιστα παραµείνουµε για λίγο στα της εξωτερικής πολιτικής, θα διαπιστώσουµε ότι ορισµένες αλλαξοπιστήσεις έγιναν προτού καν προλάβει να βγάλει κιχ η αριστερή προπαγάνδα. ∆εν είχε καν νοµιµοποιηθεί το ΚΚΕ όταν η δεξιά Απογευµατινή έγραφε για το ΝΑΤΟ: ‘’Η Συµµαχία δεν έχει πλέον νόηµα υπάρξεως’’. Ήταν η ηµέρα της δεύτερης µεγάλης τουρκικής επίθεσης στην Κύπρο (14.8.1974). Ο αντιαµερικανισµός αγκάλιαζε… δίχως µεσολαβήσεις και τη συντηρητική κοινή γνώµη, που ίσως εξοργιζόταν ακόµη περισσότερο εάν ήταν γνωστές κάποιες ‘’λεπτοµέρειες’’ εκείνων των δραµατικών ηµερών και στιγµών».

Ο µεταπολιτευτικός ριζοσπαστισµός στηρίχτηκε στην ορµή και την αισιοδοξία µιας γενιάς που δεν είχε φοβηθεί όσο οι προηγούµενες

Η σκιαγράφηση των σημαντικότερων πολιτικών- κοινωνικών συγκρούσεων της Μεταπολίτευσης, κυρίως από την πρώτη και ζωηρότερη περίοδό της, δεν θα μπορούσε να μην θέσει στο κάδρο της καταγραφής της την λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» ή και τις ηλικιακά κοντινές σ’ αυτήν γενιές. Ποια τα ποιοτικά στοιχεία που χαρακτήριζαν αυτή τη γενιά που πρωταγωνίστησε τα χρόνια μετά την οδυνηρή εμπειρία της δικτατορίας; Ποια η ειδοποιός διαφορά της σε σχέση με τις πρώτες γενιές που βίωσαν το κράτος του αυταρχισμού, της παρακρατικής βίας, των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, τις εξορίες και τις εκτελέσεις;  Ανατρέχοντας και πάλι στο βιβλίο διαβάζουμε πως « η ‘’γενιά του Πολυτεχνείου’’ και οι ηλικιακά κοντινές της ήταν αγέννητες ή πολύ µικρές τις εποχές των εκτελεστικών αποσπασµάτων και της Μακρονήσου. Μεγάλωσαν σε καιρούς που διατηρούσαν µεν τον βαρύ κρατικό αυταρχισµό, την παρακρατική βία, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονηµάτων, αλλά χαρακτηρίζονταν πλέον και από την τόλµη για µαζικές, δυναµικές πολιτικές αναµετρήσεις (απεργιακό κίνηµα, 1-1-4, ‘’15% για την Παιδεία’’ κ.ά.). Την αισιοδοξία όµως την ενίσχυαν και οι διεθνείς εξελίξεις: Οι ριζικές αλλαγές φάνταζαν εφικτές εφ’ όλης της ύλης, αφού κανένας πυλώνας της ισχύουσας τάξης πραγµάτων δεν φαινόταν ανίκητος. Οι ΗΠΑ είχαν ουσιαστικά ηττηθεί στο Βιετνάµ (ο πόλεµος έληξε και τυπικά στις 30.4.1975) και η ταπείνωσή τους είχε τεράστιο αντίκτυπο. Οι παλιές αποικιοκρατικές δυνάµεις αποχωρούσαν και από τις τελευταίες κτήσεις τους – πιο αργά, πάντως, η βρετανική.

Το κυριότερο: Μέσα στην ίδια την Ευρώπη, στην Πορτογαλία, η κατάρρευση της δικτατορίας είχε συντελεστεί µε την Επανάσταση των Γαρίφαλων (25.4.1974), που κόµιζε δύο πολύ σηµαντικά καινά δαιµόνια. Στηριζόταν στους προοδευτικούς και αριστερούς αξιωµατικούς του Κινήµατος Ενόπλων ∆υνάµεων και έθετε ως στόχους πολύ ριζοσπαστικές τοµές στην οικονοµία και την κοινωνία της χώρας». 

Το… κακούργημα της Μεταπολίτευσης

«Μέχρι να διαφανεί ότι η Πορτογαλία δεν θα γινόταν, τελικά, µια ‘’σοσιαλιστική παραφωνία’’ στη δυτική Ευρώπη, η κατάσταση στη χώρα αυτή παρέμενε πηγή μεγάλης συστημικής ανησυχίας στην Ελλάδα»,  συνεχίζει ο Ελευθεράτος.  Έπειτα, εξηγεί ότι αυτή η ανησυχία αποτέλεσε και ενδιαφέρον σημείο αναφοράς στις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στην Ακροδεξιά και την καραµανλική Νέα ∆ημοκρατία. «Η πρώτη κατηγορούσε τον Καραµανλή ότι µε τη νοµιµοποίηση του ΚΚΕ και διάφορες παραχωρήσεις θα ‘’έκανε την Ελλάδα Πορτογαλία’’. Το µήνυµα της καραµανλικής πλευράς ήταν πως, ακριβώς για να µη γίνουµε Πορτογαλία, έπρεπε η κυβέρνηση να αναζητήσει κοινωνικές συναινέσεις που θα απέτρεπαν την επαύξηση του ριζοσπαστισµού και τη διάχυσή του σε µεγαλύτερα τµήµατα του πληθυσµού. 

Αυτό ήταν τελικά το µεγάλο, κεντρικό, ‘’πρωτογενές έγκληµα’’ του ριζοσπαστισµού της Μεταπολίτευσης: Οδήγησε σε κοινωνικά συμβόλαια (από τους υλικούς όρους στις ανθρώπινες ζωές έως τις δηµοκρατικές ελευθερίες) που διέφεραν αρκετά απ’ όσα είχαν αρχικά σχεδιάσει οι πολιτικές ελίτ. Το δευτερογενές ‘’κακούργηµά του’’ ήταν πως ο ίδιος και τα κληροδοτήµατά του εµπόδιζαν και καθυστερούσαν για χρόνια την άρση ή τη φαλκίδευση αυτών των κοινωνικών συµβολαίων, που αφορίζονταν πλέον ως ενδοτικά απέναντι στον λαϊκισµό».

Εκτός αυτού όμως, για να δανειστούμε κι ένα απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, ο αφορισμός του ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης λειτούργησε μετέπειτα και «ως φύλλο συκής», πίσω από το οποίο επιχειρήθηκε να «κρυφτούν οι συνέπειες των επιλογών της οικονομικής ελίτ και τα αδιέξοδα του παραγωγικού μοντέλου της χώρας».  

Ωστόσο, πέρα από το αμιγώς πολιτικό κομμάτι, το «Μεταπολίτευση: Ένα βολικό ‘’τέρας’’» εξετάζει ενδελεχώς την επίδραση του μεταπολιτευτικού ραντικαλισμού τόσο στις ιδέες, όσο και στην ψυχαγωγία. Ξεφυλλίζει τα φύλλα των εφημερίδων της περιόδου, πάντα παράλληλα με τις πολιτικές εξελίξεις και ταυτόχρονα «προσδιορίζει τη θέση που ‘’έδωσε’’ το κλίμα της εποχής στο ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, τη ροκ μουσική, το σινεμά» (απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου). 

Info:

Το νέο βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τόπος» και από σήμερα βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα