ΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΣΕ ΑΡΝΗΣΗ: ΠΩΣ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΛΕΜΑ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΤΥΧΙΩΝ ΤΗΣ
Σε κάθε ευνομούμενο κράτος η πολιτεία φέρει ευθύνη όταν από υπαιτιότητα των κρατικών οργάνων, ζημιώνονται οι πολίτες. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η διεκδίκηση αποζημιώσεων «καταδικάζει» συχνά τα θύματα σε έναν εφιαλτικό δικαστικό αγώνα που μπορεί να ξεπεράσει τα δέκα χρόνια. Για τον Γιάννη Καυκά, του οποίου η υπόθεση εξετάζεται τη Δευτέρα στο ΣτΕ, ο δύσκολος δικαστικός μαραθώνιος είναι μονόδρομος. Δεν έχουν, όμως, όλοι τις ίδιες αντοχές.
Η φωνή του αρχίζει να σπάει, καθώς περιγράφει τα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ζητάει συγγνώμη γιατί δεν μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματά του. Καθισμένος σε μια πολυθρόνα στο γραφείο του, ο Γιάννης Καυκάς εργάζεται σήμερα ως ψυχολόγος. Αυτή είναι ίσως η πολλοστή φορά που αφηγείται τα φρικτά γεγονότα που συνέβησαν πριν από δεκατέσσερα χρόνια και που άλλαξαν για πάντα τη ζωή του.
Στις 11 Μαΐου 2011, στο διάστημα μεταξύ της υπογραφής πρώτου και δεύτερου μνημονίου, μια ακόμα γενική απεργία έβγαλε χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους της Αθήνας. Ο Καυκάς συμμετείχε στη διαδήλωση μαζί με άλλα μέλη της «Συνέλευσης Αντίστασης και Αλληλεγγύης Κυψέλης-Πατησίων». Καθώς το πλήθος είχε περάσει τη Βουλή και πορευόταν στην οδό Πανεπιστημίου, δέχτηκε ξαφνική επίθεση από την αστυνομία. «Δεν υπήρχε διαφυγή, χτυπούσαν τους πάντες», θυμάται. «Δεν έχω ξαναδεί τέτοια μανία». Μέσα στα σύννεφα δακρυγόνου και τον θόρυβο των χειροβομβίδων κρότου-λάμψης, ο Καυκάς ένιωσε ένα σφοδρό χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Ένιωσα όλη μου την ύπαρξη να τραντάζεται και να διαλύεται», λέει.
Τότε ήρθε ένα δεύτερο χτύπημα, εξίσου έντονο. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, όπου οι γιατροί χαρακτήρισαν την κατάστασή του ως «προθανάτια». Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο κεφάλι και παρέμεινε σε κώμα για δέκα μέρες. Όταν ξύπνησε, μη μπορώντας να μιλήσει, ζήτησε με χειρονομίες χαρτί και στυλό. «Με χτύπησαν με πυροσβεστήρα», έγραψε.
Η αστυνομία δήλωσε ότι δεν ήταν υπαίτια για τον τραυματισμό του Καυκά, υπονοώντας ότι έφταιγαν οι διαδηλωτές. Οι επίσημες αναφορές της αστυνομίας και τα μέσα ενημέρωσης επικεντρώθηκαν εκείνη τη μέρα, όπως συνηθίζεται, στις συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικών δυνάμεων. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα μπλοκ της διαδήλωσης συμπεριφέρονταν προκλητικά όταν δέχτηκαν την αστυνομική επίθεση. Επιπλέον, υπήρχαν πολλές καταγγελίες για χρήση υπερβολικής βίας από την αστυνομία, με περισσότερους από 30 διαδηλωτές να αναζητούν ιατρική βοήθεια, όπως περιγράφει και η Διεθνής Αμνηστία.
Ο τραυματισμός του Γιάννη Καυκά κυριάρχησε στις ειδήσεις, πυροδοτώντας αντιδράσεις και διαμαρτυρίες, Έξι αστυνομικοί κατηγορήθηκαν τελικά για την επίθεση. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο και για αρκετό καιρό, ο Καυκάς έπαιρνε ισχυρά φάρμακα και αισθανόταν αδύναμος. «Δεν μπορούσα να περπατήσω πάνω από 100-200 μέτρα. Έπρεπε να σκέφτομαι το κάθε βήμα. Τα σκαλιά με δυσκόλευαν, τα πάντα γύριζαν», περιγράφει. Χρειαζόταν συνεχή φροντίδα και ξεκίνησε ένα εξαντλητικό πρόγραμμα φυσικοθεραπείας. Κάθε ελπίδα να επιστρέψει γρήγορα στη δουλειά και στην κανονικότητα της ζωής του, εξανεμίστηκε. «Σκοτεινές μέρες», έτσι περιγράφει εκείνη την περίοδο. Σήμερα, ο τραυματισμός που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή, είναι ακόμα ορατός στο βαθύ σημάδι που χάραξε στο κρανίο του και στη δυσκολία στη χρήση του αριστερού του χεριού.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά τη διαδήλωση της 11ης Μαΐου, ο Γιάννης Καυκάς έχει ξανασταθεί στα πόδια του, αλλά η ανάμνηση εκείνης της ημέρας ακόμα του προκαλεί ένταση. Το κράτος δεν έχει καταβάλει ούτε ένα ευρώ από τα 100.000 που έχει υποχρεωθεί δικαστικά να πληρώσει στον Καυκά ως αποζημίωση. Αντίθετα, μέσα από μια σειρά δικαστικών μαχών, αρνείται πως φέρει ευθύνη και αμφισβητεί τις σχετικές αποφάσεις. «Είναι βασανιστικό, δεν υπάρχει τίποτα ευχάριστο στο να υποβάλλεσαι σε αυτό το είδος σαδισμού», δηλώνει. «Αλλά για να το παλεύουν ακόμα και να μην κάνουν πίσω, ίσως έχει και ένα νόημα να συνεχίσω και εγώ. Δεν καταπίνεται να έχω περάσει όλο αυτό και κανείς να μην κριθεί υπόλογος».
Η έρευνα αυτή εξετάζει πώς το ελληνικό κράτος καταβάλλει υπέρμετρη προσπάθεια για να αποφύγει την καταβολή αποζημιώσεων σε όσους έχουν υποστεί βλάβες εξαιτίας λαθών, παραβάσεων και παραλείψεων των κρατικών οργάνων. Εκτός από τα θύματα αστυνομικής βίας, όπως ο Καυκάς, αποζημιώσεις διεκδικούν και τραυματίες και συγγενείς θυμάτων μαζικών καταστροφών, όπως των πλημμυρών της Μάνδρας και της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι. Όλοι κλήθηκαν σε έναν μακρύ και δαπανηρό αγώνα εντός του διαβόητα αργοκίνητου ελληνικού δικαστικού συστήματος. Σε κάθε βήμα, τους αντιμάχεται ένα τάγμα δημοσίων δικηγόρων, εντεταλμένων να πολεμούν για κάθε αγωγή μέχρις εσχάτων.
Η εξάντληση των ένδικων μέσων
Οι δικηγόροι που αναλαμβάνουν την νομική υπεράσπιση της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα είναι υπάλληλοι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, μιας ενιαίας, ανώτατης κρατικής αρχής με σχεδόν 500 υπαλλήλους, που εποπτεύεται από το Υπουργείο Οικονομικών. «Χρησιμοποιώ όλα τα νομικά μέσα που έχω στη διάθεσή μου για να υποστηρίξω και να κερδίσω την υπόθεση», επισημαίνει δικηγόρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που δέχτηκε να μιλήσει υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Ο πελάτης μας είναι το κράτος. Και όταν μηνύεις το ελληνικό κράτος, έχεις το Υπουργείο Οικονομικών απέναντι σου».
Ο Βασίλης Χειρδάρης είναι δικηγόρος που εκπροσωπεί την άλλη πλευρά: τους πολίτες που μπορεί να καταλήξουν να περάσουν πάνω από δύο δεκαετίες από τη ζωή τους μπλεγμένοι σε δικαστικό αγώνα, αναζητώντας αποζημίωση. «Όλα τα κράτη διαθέτουν έναν μηχανισμό με τον οποίο προσπαθούν να κλείσουν τις υποθέσεις και να μην εξαντλήσουν τα ένδικα μέσα», υποστηρίζει. «Στην Ελλάδα, όμως, θα πάνε όλα μέχρι τέρμα. Υπάρχει μια τρομακτική εξάντληση των ένδικων μέσων. Είμαστε μία από τις χειρότερες χώρες που ακολουθούν αυτήν την υπερβολική προσέγγιση».
Το κράτος δεν δημοσιεύει λεπτομερώς στοιχεία για το πόσα ξοδεύει για να αντιμετωπίσει τους πολίτες του στα δικαστήρια ή για να καταβάλει αποζημιώσεις. Τα αιτήματά μας για στοιχεία από τους προϋπολογισμούς των υπουργείων έμειναν χωρίς απάντηση. Ωστόσο, το ιστορικό της Ελλάδας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου είναι αποκαλυπτικό για τις αδυναμίες αυτού του συστήματος.
Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), στο Στρασβούργο, όπου τα κράτη μπορούν να μηνυθούν από ιδιώτες, η Ελλάδα είναι η πέμπτη χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων, αντιπροσωπεύοντας το 4% των εκκρεμών προσφυγών. Η Τουρκία είναι η χώρα με τις περισσότερες υποθέσεις, ακολουθούμενη από τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Ρουμανία. Αναλογικά με τον πληθυσμό της όμως, η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη μεταξύ τους όσον αφορά την κατά κεφαλήν συνεισφορά στον αριθμό των υποθέσεων, με την Τουρκία να βρίσκεται και πάλι στην κορυφή της λίστας.
Η θεωρία της «ατομικής ευθύνης»
Μεταξύ των πελατών του Χειρδάρη είναι ένας άνδρας που έχασε τις εννιάχρονες δίδυμες κόρες και τους ηλικιωμένους γονείς του στην πυρκαγιά στο Μάτι. Πρωτόδικα το δικαστήριο απεφάνθη ότι ο πελάτης του θα έπρεπε να λάβει 870.000 ευρώ ως αποζημίωση για την οδύνη που προκάλεσε ο θάνατος τεσσάρων μελών της οικογένειάς του. «Τα μικρά δίδυμα κορίτσια πέθαναν στην αγκαλιά των παππούδων τους, που προσπαθούσαν να τα προστατεύσουν», λέει ο Χειρδάρης. «Η ανθρώπινη αξία είναι πρωταρχική υποχρέωση του κράτους και δεν πρέπει να αποτυπώνεται στα λόγια, αλλά στην πράξη. Οφείλεις να αποζημιώσεις, εφόσον υπάρχει υπαιτιότητα του δημοσίου οργάνου. Δεν πρέπει το κράτος να είναι εκδικητικό ή τιμωρητικό», συμπληρώνει. Ωστόσο, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους άσκησε έφεση, ζητώντας όχι μόνο την απόρριψη της αγωγής, αλλά και την καταβολή των δικαστικών εξόδων από τον ενάγοντα. Οι δικηγόροι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στην υπερασπιστική τους γραμμή επικαλέστηκαν «ανωτέρα βία» – ότι δηλαδή η πυρκαγιά ήταν τόσο εξαιρετική και απρόβλεπτη που απαλλάσσει το κράτος από κάθε ευθύνη. Σε άλλες υποθέσεις από το Μάτι, οι συνήγοροι του Δημοσίου υποστήριξαν ότι ευθύνονταν οι ίδιοι οι νεκροί και οι τραυματίες που βρέθηκαν στη διαδρομή των πυρκαγιών ή που κατευθύνθηκαν στην καιόμενη περιοχή.
Με ανάλογο τρόπο κινήθηκε η κυβέρνηση και σε σχέση με μια άλλη τραγωδία, το πιο θανατηφόρο ναυάγιο στη Μεσόγειο την τελευταία δεκαετία. Πάνω από 600 άνθρωποι, πρόσφυγες και μετανάστες, έχασαν τη ζωή τους όταν το αλιευτικό σκάφος Adriana στο οποίο επέβαιναν, ανατράπηκε σε θαλάσσια περιοχή κοντά στην Πύλο το 2023. Στοιχεία που έφεραν στο φως δημοσιογραφικές ομάδες υποδηλώνουν ότι το σκάφος βυθίστηκε κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης προσπάθειας της ελληνικής ακτοφυλακής να το ρυμουλκήσει προς την Ιταλία. Δεκαεπτά μέλη του Λιμενικού Σώματος έχουν κατηγορηθεί για το ναυάγιο. Η υπηρεσία αρνείται οποιαδήποτε παράνομη πράξη, υποστηρίζοντας ότι το σκάφος βυθίστηκε λόγω των κινήσεων των μεταναστών που επέβαιναν σε αυτό. Ενώ η υπόθεση δεν έχει ακόμη εκδικαστεί, το πόρισμα του Συνήγορου του Πολίτη έχει επικρίνει σφοδρά την επίσημη έρευνα για τις συνθήκες της τραγωδίας.
Ο Βασίλης Τσιγαρίδας, δικηγόρος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εξηγεί ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις «υιοθετούν όλο και περισσότερο τη θεωρία της ατομικής ευθύνης» ως απάντηση για όλα. «Το κύριο πρόβλημα είναι η πολιτική αντίληψη των εκάστοτε κυβερνήσεων. Όταν ασπάζονται τη θεωρία της ατομικής ευθύνης, το κάνουν για να απεκδυθούν των δικών τους ευθυνών, παραβλέποντας το συνταγματικό πλαίσιο και υιοθετώντας μία προσέγγιση που τελικά αφήνει το κράτος στο απυρόβλητο».
Το κράτος, μέσω του Νομικού του Συμβουλίου, έχει υποχρέωση να αμφισβητεί τις αγωγές που θεωρεί αβάσιμες ή αδικαιολόγητες. Έμπειροι νομικοί, όμως, λένε ότι το ελληνικό κράτος αμφισβητεί σχεδόν όλες τις αγωγές αντανακλαστικά, ανεξάρτητα από τη νομική βάση της υπόθεσης. Όταν λοιπόν τα ανώτερα δικαστήρια αποφασίζουν κατά του κράτους, όπως συμβαίνει συχνά, η τελική αποζημίωση είναι πολύ μεγαλύτερη από τα αρχικά επιδικασθέντα ποσά.
«Οι αποζημιώσεις είναι τοκοφόρες και οι τόκοι αυξάνουν το κόστος», δηλώνει ο δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω Αντώνης Αργυρός. Έχοντας διατελέσει νομικός σύμβουλος σε θεσμούς του Δημοσίου και υπουργός Επικρατείας το 2012 στην κυβέρνηση Πικραμμένου, ο κ. Αργυρός έχει μελετήσει και γράψει εκτενώς για την αλληλεπίδραση μεταξύ του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και των πολιτών που διεκδικούν αποζημίωση. «Με την επίμονη άσκηση εφέσεων σε υποθέσεις που τελικά χάνει, το κράτος αναγκάζεται να καταβάλει πολλαπλάσια ποσά από αυτά που είχαν αρχικά καθοριστεί ως αποζημιώσεις», εξηγεί.
Το δικαίωμα στην αποζημίωση και η εξάντληση των ένδικων μέσων
Το καθήκον της προστασίας της ζωής αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της σύμβασης μεταξύ των πολιτών και του σύγχρονου έθνους-κράτους. Οι πολίτες πληρώνουν φόρους στο κράτος, το οποίο με τη σειρά του πληρώνει τους αστυνομικούς, τους στρατιωτικούς, τους λιμενικούς, τους επιθεωρητές, τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, τα νοσοκομεία και τα δικαστήρια. Όταν ένα κράτος, λοιπόν, αθετεί το καθήκον της προστασίας, τα θύματα των παραλείψεων και των παρανομιών του, έχουν δικαίωμα αποζημίωσης. Απορρίπτοντας την ευθύνη για τις πράξεις του, το ελληνικό κράτος αναθεωρεί σιωπηρά αυτή τη σύμβαση με τους πολίτες. Ως αποτέλεσμα, οι πολίτες το σκέφτονται διπλά προτού διεκδικήσουν αποζημίωση. Αντιμετωπίζοντας την προοπτική ατελείωτων δικών και καταστροφικών εξόδων, επιλέγουν συχνά να αποσυρθούν.
Η υποχρέωση αποζημίωσης κατοχυρώνεται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, στο ελληνικό Σύνταγμα και στο εθνικό νομικό σύστημα. Όλες οι υποθέσεις αποζημιώσεων εκδικάζονται με βάση το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος». Το Συμβούλιο της Επικράτειας έχει αποφανθεί πολλές φορές με τρόπο που ενισχύει την υποχρέωση του κράτους να αποζημιώνει. Σε απόφασή του το 2019 αναφέρει: «Το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου».
Εάν λοιπόν η νομοθεσία είναι ξεκάθαρη, γιατί δεν εφαρμόζεται; Οι δικαστικές μάχες για τις υποθέσεις αποζημιωτικών αγωγών στο πλαίσιο του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ συχνά διαρκούν πάνω από δέκα έτη. Διάστημα στο οποίο μπορεί να εναλλάσσονται διαφορετικές κυβερνήσεις στην εξουσία της χώρας. Σήμερα ο Γιάννης Καυκάς αγωνίζεται να λάβει αποζημίωση από την Πολιτεία που διοικείται από μία δεξιά κυβέρνηση, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει πως στα χρόνια της αριστερής διακυβέρνησης η διεκδίκησή του είχε καλύτερη τύχη.
Κατά τον δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω Αντώνη Αργυρό, το πρόβλημα σχετίζεται λιγότερο με την ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του εκάστοτε κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία όσο εκδικάζεται μια υπόθεση αποζημιωτικής αγωγής και περισσότερο με μία επικρατούσα αντίληψη που διαιωνίζεται στο ελληνικό Δημόσιο. Ο έμπειρος νομικός εξηγεί πως όπως συμβαίνει στο Δημόσιο, έτσι και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους καθοδηγείται από τον πολιτικό προϊστάμενό του, το υπουργείο Οικονομικών. Είναι αυτό που πιέζει να εξαντλούνται τα ένδικα μέσα και να φτάνουν οι υποθέσεις στο ανώτατο δικαστήριο, ακολουθώντας μια «πεπαλαιωμένη», όπως τη χαρακτηρίζει, αντίληψη εξοικονόμησης χρημάτων, η οποία εντάθηκε στην περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης.
Η πίεση για την εξάντληση των ένδικων μέσων ασκείται διακριτικά, σύμφωνα με τον δικηγόρο στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, που δέχθηκε να μιλήσει υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Η πολιτική ηγεσία το κάνει με το γάντι», λέει. «Ποτέ δεν θα το θέσει γραπτώς ή θα δώσει μια σαφή εντολή. Αλλά θα σηκώσει το τηλέφωνο και θα ωθήσει [την υπόθεση] προς την επιθυμητή κατεύθυνση». Προσθέτει ότι οι συνάδελφοί νομικοί στο ΝΣΚ νιώθουν πως δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αμφισβητήσουν τις αξιώσεις των πολιτών σε πρώτο βαθμό, ακόμη και αν προσωπικά μπορεί να πιστεύουν ότι μια υπόθεση θα έπρεπε να διευθετηθεί προτού φτάσει στη δικαστική αίθουσα. «Δυστυχώς η γνώμη μου δεν λαμβάνεται υπόψη στο γραφείο. Όταν έχω διαφορετική άποψη, απλά την καταπίνω. Δεν είναι εύκολο να επιλυθεί μια υπόθεση χωρίς καν να ασκηθεί έφεση».
Ζητήσαμε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους να διευκρινίσει τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη για την άσκηση έφεσης κατά των αποφάσεων που επιδικάζουν αποζημιώσεις σε πολίτες. Στην απάντηση που λάβαμε, το ΝΣΚ επισημαίνει ότι το προσωπικό του λειτουργεί «με γνώμονα, κυρίως, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των αξιώσεων των αντιδίκων και την επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων από τα ανώτατα δικαστήρια, χωρίς, όπως εξυπακούεται βλάβη των συμφερόντων του Δημοσίου».
Αρνητικές επιδόσεις στη μάχη των εφέσεων
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους στεγάζεται σε ένα γυάλινο κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, μερικά τετράγωνα από το σημείο όπου δέχθηκε την επίθεση ο Γιάννης Καυκάς. Οι δικηγόροι του εργάζονται συνήθως στα υπουργεία όπου έχουν τοποθετηθεί. Ο προϋπολογισμός του Συμβουλίου -που περιλαμβάνει μισθούς και λειτουργικά έξοδα, αλλά όχι την καταβολή αποζημιώσεων- έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 15% την τελευταία πενταετία.
Την ίδια ώρα, το ΝΣΚ φαίνεται να χάνει τις περισσότερες υποθέσεις αποζημιωτικών αγωγών (105 ΕισΝΑΚ) στις οποίες ασκεί έφεση. Από τις ετήσιες εκθέσεις του ΝΣΚ για την τελευταία διετία προκύπτει ότι η πλειοψηφία των αποφάσεων το 2023 και σχεδόν οι μισές το 2024 κρίθηκαν κατά του Συμβουλίου.
Αρνητική είναι και η επίδοση της χώρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) όπου η πλειοψηφία των αποφάσεων κατά του ελληνικού κράτους καταλήγει σε καταδίκες. Πέρυσι από τις 27 δικαστικές αποφάσεις, οι 25 ήταν κατά του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΔΔΑ, η Ελλάδα έχει κληθεί να πληρώσει σχεδόν 23 εκατομμύρια ευρώ από το 2014 ως το 2025. Συγκριτικά αξίζει να αναφερθεί πως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία, δύο αρκετά μεγαλύτερα κράτη, έχουν κληθεί να καταβάλουν στο ίδιο διάστημα 3 εκατομμύρια ευρώ και 1.5 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους από την πλευρά του επισημαίνει πως δεν ασκεί ένδικα μέσα σε υποθέσεις που θα μπορούσαν να διευθετηθούν διαφορετικά. Στην γραπτή απάντηση στα ερωτήματά μας, αναφέρει πως «μεριμνά για τη μη άσκηση από το Ελληνικό Δημόσιο ενδίκων μέσων κατά τρόπο καταχρηστικό ή παρελκυστικό, ενώ προβαίνει στην άσκηση αυτών μόνο όταν συντρέχουν παραδεκτοί και βάσιμοι λόγοι και, ως εκ τούτου, πιθανολογείται η ευδοκίμησή τους».
Ωστόσο, πρόσφατες εξελίξεις θέτουν εν αμφιβόλω την επίσημη παραδοχή πως οι διεκδικήσεις πολιτών εξετάζονται μόνο βάσει της νομικής αξίας της υπόθεσης.
Η πολιτική ευθύνη
Οι χειρισμοί υποθέσεων αποζημιωτικών αγωγών βρέθηκαν στην αρχή της χρονιάς στο επίκεντρο της δημόσιας προσοχής, όταν ξεκίνησε η εκδίκαση των εφέσεων που είχε καταθέσει το κράτος κατά πρωτόδικων αποφάσεων καταβολής αποζημιώσεων σε συγγενείς θυμάτων της πυρκαγιάς στο Μάτι.
Την ώρα που στο Εφετείο συγκεντρώνονταν καθημερινά συγγενείς θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς, ολόκληρη η χώρα έμοιαζε με καζάνι που βράζει. Μαζικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας διεξάγονταν από άκρη σε άκρη, απέναντι στην καθυστέρηση και τις παραλείψεις στην έρευνα των ανακριτικών αρχών για τα αίτια του πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, που στις 28 Φεβρουαρίου 2023 οδήγησε στον θάνατο 57 ανθρώπων. Συγγενείς των θυμάτων και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν καταγγέλλοντας μεθοδεύσεις που αποσκοπούσαν στη συγκάλυψη των κρατικών ευθυνών για την τραγωδία.
Καθώς η λαϊκή αποδοκιμασία αυξανόταν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία άρχισαν να σημειώνουν πτώση στις δημοσκοπήσεις. Η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει μία σημαντική παραχώρηση: Ανακοίνωσε δια στόματος του υπουργού Οικονομικών Κυριάκου Πιερρακάκη πως θα αποσύρει τους δικηγόρους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους από τις υποθέσεις αποζημιωτικών αγωγών για την πυρκαγιά στο Μάτι, αλλά και για μία ακόμη τραγωδία, τις πλημμύρες της Μάνδρας στις οποίες έχασαν τη ζωή τους 24 άνθρωποι το 2017. «Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε», δήλωσε ο Κ. Πιερρακάκης σε τηλεοπτική συνέντευξη τον περασμένο Μάρτιο. Το υπουργείο Οικονομικών έσπευσε να στείλει τη σχετική διάταξη στη Βουλή μερικές ημέρες αργότερα. Μέχρι σήμερα, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους φέρεται να έχει αποσυρθεί από 37 ένδικα μέσα, έχοντας αποδεχθεί το αποτέλεσμα σε 31 δίκες. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, που προανήγγειλε αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του ΝΣΚ, «2,9 εκατομμύρια ευρώ έχουν καταβληθεί ως αποζημιώσεις σε δικαιούχους».
Η στροφή 180 μοιρών σε δύο από τις πιο «καυτές» μεγάλες δικαστικές διαμάχες κατέδειξε πως η στρατηγική του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους μπορεί να αλλάξει μέσα σε μια νύχτα, αρκεί να υπάρχει πολιτική απόφαση. «Η πρακτική αποδεικνύει ότι η λογοδοσία του κράτους δεν διασφαλίζεται αποκλειστικά μέσω της δικαιοσύνης», σχολιάζει ο Βασίλης Τσιγαρίδας από την Ελληνική Ένωση για τα δικαιώματα του Ανθρώπου. «Ο καλύτερος τρόπος διασφάλισης της λογοδοσίας ήταν και παραμένει η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, κάτι που επιτυγχάνεται, προεχόντως, με πολιτικούς όρους».
Ωστόσο, το ότι πάρθηκε πολιτική απόφαση για το Μάτι και την Μάνδρα, δεν σημαίνει πως η πολιτεία θα κάνει πίσω σε χιλιάδες άλλες μαραθώνιες υποθέσεις αποζημίωσης που δεν έχουν τελεσιδικήσει.
Από τη δικαστική δικαίωση πίσω στο εφετείο
«Πιστεύω ειλικρινά πως αποτελεί κατάχρηση του χρόνου του», δηλώνει η δικηγόρος Μαρίνα Δαλιάνη για τη δικαστική διαμάχη στην οποία εκπροσωπεί τον Γιάννη Καυκά. Ο ίδιος λέει πως η μακροχρόνια διεκδίκηση αποζημίωσης από το ελληνικό κράτος τον έχει καταβάλει σωματικά και ψυχολογικά. «Θα ήθελα να μπορώ να πω ότι δεν κατάφεραν να μου πάρουν τίποτα, αλλά το έκαναν. Μου έχουν βάλει ένα φόβο». Ο φόβος, τονίζει ο Καυκάς, είναι πραγματικός. «Τον ξέρει όλη σου η ύπαρξη τον φόβο αυτό, δεν είναι μια σκέψη στο κεφάλι σου. Τον ξέρει το σώμα σου, τον νιώθεις στα κόκκαλά σου. Υπάρχει η αδυναμία στο αριστερό χέρι που μου υπενθυμίζει ακόμα και τώρα τη δυσκολία».
. Η Μαρίνα Δαλιάνη υποστηρίζει σθεναρά πως η έρευνα ήταν εσφαλμένη από την αρχή.
Το 2016 ο Καυκάς απευθύνθηκε σε διοικητικό δικαστήριο για τη διεκδίκηση αποζημίωσης για την επίθεση που δέχθηκε το 2011. Πέντε χρόνια μετά, το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας έκρινε την απόφαση υπέρ του, επιδικάζοντας καταβολή αποζημίωσης ύψους 50.000 ευρώ. Αυτή ήταν και η πρώτη δικαστική αναγνώριση για την ευθύνη της αστυνομίας στην επίθεση που παραλίγο να τον σκοτώσει δέκα χρόνια νωρίτερα.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους άσκησε έφεση. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε πως η πολιτεία είχε ευθύνη για τον βάναυσο τραυματισμό του Γιάννη Καυκά και διπλασίασε το ποσό της αποζημίωσης που θα έπρεπε να του καταβληθεί, στις 100.000 ευρώ.
Λίγο πριν εκπνεύσει η προθεσμία τον Δεκέμβριο του 2023, οι δικηγόροι του ΝΣΚ άσκησαν και πάλι αίτημα αναίρεσης, στέλνοντας την υπόθεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου αναμένεται να συζητηθεί τη Δευτέρα 13 Οκτωβρίου.
Άλλο ένα πλήγμα στο κράτος δικαίου στην Ελλάδα
Η αργή λειτουργία του δικαστικού συστήματος αποτελεί άμεση απειλή για την απονομή δικαιοσύνης, τονίζει ο Βασίλης Τσιγαρίδας της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων αποζημιωτικών αγωγών, «όπως η παράνομη αστυνομική βία ή η ιατρική ευθύνη, πρόσθετος ανασταλτικός παράγοντας -όχι τόσο, για την άσκηση της αγωγής αλλά για την ευόδωσή της με επιτυχία- μπορεί να είναι η πειθαρχική ή η ποινική διαδικασία που έχει προηγηθεί», επισημαίνει και προσθέτει πως η ποινική διαδικασία εκτυλίσσεται μεν ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών, ωστόσο «όταν φερόμενοι δράστες της παρανομίας είναι υπάλληλοι -και δη αστυνομικοί- τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχείρισης από τον ποινικό δικαστή».
Μεταξύ 1959 και 2018, η Ελλάδα συγκέντρωσε περίπου 900 καταδίκες στο ΕΔΔΑ. Από αυτές, σχεδόν το 60% αφορούσε καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. Για την μακρά διάρκεια των δικών γίνεται τακτικά αναφορά στις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως μείζονα απειλή για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, τα ελληνικά πρωτοβάθμια δικαστήρια είναι από τα πιο αργά στην Ευρώπη όσον αφορά την εκδίκαση αστικών και εμπορικών υποθέσεων, καθώς χρειάζονται κατά μέσο όρο δύο χρόνια για να εκδώσουν απόφαση. Επίσης, η τελευταία αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου στη χώρα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι λιγότεροι από τέσσερις στους δέκα Έλληνες θεωρούν τους δικαστές και τα δικαστήρια πραγματικά ανεξάρτητα.
Για τον Γιάννη Καυκά -ακόμα και αν η υπόθεση του δεν πάρει αναβολή τη Δευτέρα ή το ΣτΕ δεν κάνει αποδεκτή την αίτηση αναίρεσης του ΝΣΚ- μπορεί να χρειαστεί να περάσουν μέχρι και τρία χρόνια ώσπου να λάβει μία τελεσίδικη απόφαση στο αίτημά του για αναγνώριση της ευθύνης των κρατικών λειτουργών στον βαρύ τραυματισμό του και την καταβολή αποζημίωσης από το ελληνικό Δημόσιο.
«Δεν πρόκειται για την αποζημίωση αυτή καθεαυτή», λέει καθισμένος στο γραφείο του. «Από το χέρι του αστυνομικού μέχρι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους υπάρχει μια συνέχεια. Το να τιμωρηθεί κάποιος, από μόνο του, δεν μου λέει κάτι, παρά μόνο στον βαθμό που αυτό θα αποτελέσει ανάχωμα. Ότι κάποιος που θα ξανασηκώσει το χέρι του, μπορεί να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Μόνο έτσι θα μπορώ να πω ότι αυτό που περνάω εδώ και 15 χρόνια έχει νόημα».
Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Fellowship for Journalistic Excellence, με την υποστήριξη του ERSTE Foundation σε συνεργασία με το Balkan Investigative Reporting Network και απέσπασε το δεύτερο βραβείο στο πλαίσιο των υποτροφιών του 2023. Επιμέλεια από τον Neil Arun. Η έρευνα δημοσιεύεται στα αγγλικά στο BIRN.