Γρηγόρης Κολλάρος

ΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΣΤΟ “ΡΑΦΙ”;

Η διαμόρφωση των τιμών, όπως αναφέρει τόσο η θεωρία όσο και η “πιάτσα”, είναι ένα πολυπαραγοντικό αποτέλεσμα.

Ζαλισμένοι ακούν οι καταναλωτές τη δημόσια συζήτηση για τα κέρδη “απληστίας” ή την “γκρίνια” για λειτουργικά κόστη και ζημίες, τις συμφωνίες για “το πάνω ράφι” στο σούπερ μάρκετ, τα πιστωτικά σημειώματα, τη “μεταφορά κερδών” κι άλλα πολλά, των εμπλεκομένων στην “αλυσίδα” αξίας του λιανεμπορίου.

Στην καρδιά, όλων αυτών, βέβαια είναι η ευαίσθητη ισορροπία, που χτίζεται, πάνω στην τιμή του κάθε προϊόντος, εκεί δηλαδή, που η προσφορά συναντά τη ζήτηση. Κι εκεί είναι βέβαια, που εξελίσσεται η μεγάλη μάχη, εκεί όπου ο καταναλωτής “συγκρούεται” με τον προμηθευτή, καθώς, από τη μια ο πρώτος θέλει τη μεγιστοποίηση της σχέσης κόστους – οφέλους, για κάθε αγαθό, κι από την άλλη ο δεύτερος επιδιώκει το μέγιστο κέρδος, με μια ιδανική “συνταγή” όγκου πωλήσεων και περιθωρίων κερδών.

Πέρα, όμως, από αυτές τις βασικές αυτές “δομικές” αρχές στη διαμόρφωση της τιμής, πώς “χτίζεται” αυτό που αποτυπώνεται στο “ράφι” και για το οποίο ο καταναλωτής θα πρέπει να βάλει το χέρι στην τσέπη για να πληρώσει;

ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Η διαμόρφωση των τιμών, όπως αναφέρει τόσο η θεωρία, όσο και η “πιάτσα” ένα πολυπαραγοντικό αποτέλεσμα συνυπολογισμού κέρδους, κόστους, αλλά και άλλων παραγόντων, κάποιοι από τους οποίους έχουν στη χώρα μια “μοναδικότητα”.

Σε απλά ελληνικά, το κόστος ενός προϊόντος διαμορφώνεται κυρίως από τα όσα ο παραγωγός πρέπει να δαπανήσει για να “στείλει” ένα προϊόν στο πρώτο στάδιο της αλυσίδας εφοδιασμού.  Στη δαπάνη, δηλαδή, εντάσσονται,  οι διάφορες “εισροές”, πρώτες ύλες, φάρμακα, άλλα υλικά απαραίτητα για την παραγωγή, αλλά και βέβαια το ενεργειακό και εργασιακό κόστος,  το κόστος χρήματος που αντιμετωπίζει ο ίδιος ο παραγωγός και βέβαια το κέρδος του που ποικίλει ανάλογα με το προϊόν τον κλάδο αλλά και την ίδια την επιχείρηση. Δαπάνη, επίσης, απαιτεί η ανάγκη για κανονιστική συμμόρφωση, δηλαδή τήρηση κανονισμών, που συνήθως ανεβάζουν τις απαιτήσεις της παραγωγικής διαδικασίας. Ειδικά, δε, στην ΕΕ, όπου οι περιβαλλοντικοί, εργασιακοί και άλλοι κανονισμοί είναι σε πληθώρα, εύκολα γίνεται αντιληπτό, ότι τα κόστη ανεβαίνουν.

Η “ΑΛΥΣΙΔΑ”

Στη συνέχεια στους παράγοντες κόστους έρχεται και παρεμβαίνει η μεταφορά μέσα από τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας. Δαπάνες για συγκέντρωση προϊόντων, καύσιμα, αποθήκευση, αλλά και αναζήτηση μεγάλων αγορών “φουσκώνουν” την τιμή, του ενδιάμεσου αυτού “σταθμού” στο μακρύ ταξίδι των αγαθών. Είναι το “αντίδωρο” των μεσαζόντων, που συχνά συναντούν την κριτική, ωστόσο, φαντάζουν αναγκαίοι, ειδικά σε αγορές με μικρό βάθος παραγωγής και “ρηχή” διείσδυση. Με αδυναμία, δηλαδή, των παραγωγών να δώσουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, που “διαμορφώνουν” όρους ανελαστικής ζήτησης, αλλά και διαύλους προς τον τελικό αποδέκτη. Δηλαδή, οι μεσάζοντες παρεμβάλλονται, ούτως ώστε να συγκεντρώσουν τις ποσότητες εκείνες που απαιτεί μια αλυσίδα λιανικής και άρα πρέπει να αμειφθούν.

Βέβαια, στο “στάδιο” δε λείπουν και τα κρυφά σημεία που έχουν να κάνουν   με “συμφωνίες” μεταξύ των μεσαζόντων για ενιαιες προτάσεις τιμών στους παραγωγούς, (οι λεγόμενες εναρμονισμένες πρακτικές), ή ακόμη και για πιέσεις αποδοχής των τιμών από τους παραγωγούς. Εδώ φαντάζει αναγκαίος ο ρόλος των εμπορικών αρχών.

 ΤΟ “ΡΑΦΙ”

Μετά απ’ αυτό έρχεται διαδικασία της τοποθέτησης στο ράφι. Εκεί, δε, τα πράγματα αποκτούν μια ακόμη πιο έντονη πολυπλοκότητα.

Πιο συγκεκριμένα το “ταξίδι” έχει ως εξής: Οι τιμοκατάλογοι που στέλνουν οι προμηθευτές έχουν αρχική τιμή και μετά “πέφτουν”, εκπτώσεις, προσφορές, παροχές. Βάζοντας όλα αυτά βγαίνει η τιμή στο ράφι.

Ένα προϊόν έχει π.χ. αρχική τιμή τιμοκαταλόγου 6,51 ευρώ. Πάνω σε αυτό μπαίνει η έκπτωση επί του τιμολογίου 12%, η προσφορά που ενδεχομένως υπάρχει και το πιστωτικό σημείωμα. Εν προκειμένω στο παράδειγμα το πιστωτικό είναι 10,10% επί του τζίρου.

Πάμε για να δούμε, λοιπόν, πώς διαμορφώνεται η τελική τιμή: 6,51- 12% που είναι η έκπτωση επί του τιμολογίου= 5,73- 50% (προσφορά 1+1)= 2,86 ευρώ. Πάνω σε αυτό υπολογίζεται το πιστωτικό 10,1%, και η τιμή γίνεται 2,58 ευρώ. Σε αυτό ο λιανοπωλητής, βάζει πάνω ένα μικτό κέρδος, ας πούμε 25% συν το ΦΠΑ της κατηγορίας και η τιμή γίνεται 3,99 ευρώ. Κι εδώ κάπου τελειώνει η “περιπέτεια”.

ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Η ΕΛΛΑΔΑ

Το “ταξίδι αυτό όμως στην Ελλάδα έχει και κάποιες ιδιαιτερότητες, που θα πρέπει ο καταναλωτής να γνωρίζει, ώστε να ερμηνεύει και κάποιες συμμετρίες τιμών σε σχέση με ομοειδή προϊόντα που υπάρχουν σε ράφια του εξωτερικού. Αυτά έχουν να κάνουν με το υψηλό μεταφορικό κόστος, στη χώρα, λόγω της νησιωτικότητας και των ορεινών όγκων. Εδώ έρχεται και η έλλειψη σιδηροδρομικών δικτύων. Αν υπήρχα  Θα μείωναν  τα κόστη μεταφοράς, για την ηπειρωτική χώρα. Βέβαια, θα πρέπει να προσμετρηθεί, και το ότι η Ελλάδα είναι μακριά από τις μεγάλες αγορές της Ευρώπης και τα κέντρα διανομής.

Επίσης, λόγω της γλώσσας, απαιτούνται υψηλότερα κόστη συσκευασίας αλλά και εμπορικών προωθητικών ενεργειών. Βέβαια, καθώς το ελληνικό retail έχει και χαρακτήρα “μπουτικ” με μεγάλες και πολυτελείς σάλες, “μπαίνουν” κι άλλοι παράγοντες επιβάρυνσης του κόστους. Όμως η εμπειρία αγορών στην Ελλάδα δεν έχει και πολύ σχέση π.χ. με τη Γερμανία, σε ανάλογου τύπου σούπερ μάρκετ.

Ρόλο στις τιμές παίζει και η εικόνα που έχει η εγχώρια βιομηχανία που λόγω μεγεθους έχει μικρή δυνατοτητα για arbitrage κοστους  με διείσδυση σε άλλες αγορές. Δηλαδή να χτίσει όγκους που περιορίζουν τα περιθώρια κέρδους αλλά μεγιστοποιούν  το όφελος που αποκομίζει.

Η ΔΑΠΑΝΗ

Κι όλα αυτά όταν  το β’ τρίμηνο του 2023, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά, αυξήθηκε κατά 7,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, από 35,8 δισ. ευρώ σε 38,4 δισ. ευρώ. Το γ’ τρίμηνο του 2023, η τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 4,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, από 35,7 δισ. ευρώ σε 37,4 δισ. ευρώ.

Ενώ, το ποσοστό αποταμίευσης, που ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, ήταν -9,2% το β’ τρίμηνο του 2023 σε σύγκριση με -10,6% το β’ τρίμηνο του 2022. Το ίδιο ποσοστό ήταν 5,1% το γ’ τρίμηνο του 2023 σε σύγκριση με 7,7% το γ’ τρίμηνο του 2022.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα