ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΙΝΕΙΣ ΑΛΚΟΟΛ;
Η διασκέδαση στην Ελλάδα συνδέεται στενά με το ποτό, και όσοι επιλέγουν να μην πίνουν, συχνά αντιμετωπίζουν δυσάρεστα σχόλια, περίεργα βλέμματα και υποτίμηση για την απόφασή τους να μην καταναλώσουν αλκοόλ σε ένα τραπέζι.
Σε μια χώρα όπου το ποτό θεωρείται σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της διασκέδασης, η απόφαση κάποιων να πουν «όχι» στο αλκοόλ μοιάζει συχνά σαν μικρή επανάσταση. Η βραδινή έξοδος στην Ελλάδα παραδοσιακά ταυτίζεται με το ποτό. Γι’ αυτό και όσοι επιλέγουν να μείνουν μακριά από αυτό έρχονται συχνά αντιμέτωποι με σχόλια, απορίες ή ακόμα και πίεση από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Από περίεργα βλέμματα και αδιάκριτες ερωτήσεις μέχρι “αστεία” φίλων ή παρατηρήσεις μαγαζατόρων, η επιλογή της αποχής από το αλκοόλ δεν είναι πάντα αυτονόητα σεβαστή.
Το αλκοόλ είναι παρόν όχι μόνο στη νυχτερινή διασκέδαση αλλά και σε κοινωνικές περιστάσεις, οικογενειακά τραπέζια και εορτασμούς, γεγονός που ενισχύει την αίσθηση ότι η κατανάλωσή του είναι σχεδόν «υποχρεωτική». Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, τρεις άνθρωποι μοιράζονται τις προσωπικές τους εμπειρίες: πώς είναι να επιλέγεις συνειδητά την αποχή από το αλκοόλ σε μια κοινωνία που περιμένει να έχεις πάντα ένα ποτήρι στο χέρι και τι αντιδράσεις έχουν συναντήσει από φίλους, γνωστούς και αγνώστους;
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΞΟΔΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΛΚΟΟΛ;
Ζώης, 32 ετών.
«Έκοψα το αλκοόλ πριν από τρία χρόνια, κυρίως για λόγους υγείας. Δεν ήταν εύκολο στην αρχή, γιατί το ποτό υπήρχε σε κάθε κοινωνική περίσταση. Όταν βγαίνω, παραγγέλνω συνήθως σόδα με λεμόνι ή κάποιο αναψυκτικό. Το πρόβλημα δεν είναι τι πίνω εγώ, αλλά πώς αντιδρούν οι άλλοι. Πολύ συχνά ακούω σχόλια του τύπου: “Έλα ρε, ένα ποτήρι κρασί μόνο πιες” ή “Μην είσαι ξενέρωτος”. Στην αρχή, για να αποφύγω την πίεση, υπέκυπτα και έπινα ένα ποτήρι. Έπινα σχεδόν με το ζόρι, απλώς για να μη φανώ “διαφορετικός”.
Η πιο χαρακτηριστική εμπειρία που θυμάμαι ήταν σε έναν γάμο φίλου μου. Όταν αρνήθηκα το τσίπουρο που κερνούσαν στα τραπέζια, ένας γνωστός με ρώτησε σχεδόν επιθετικά αν παίρνω φάρμακα ή αν έχω κάποιο πρόβλημα. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι απλώς δεν ήθελα να πιω. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα σαν να ήμουν ο “περίεργος” της παρέας, λες και είχα υποχρέωση να δώσω εξηγήσεις.
Με τον καιρό έμαθα να το διαχειρίζομαι διαφορετικά. Τώρα απαντάω πιο αναπολογητικά ή απλά λέω: “έτσι περνάω καλύτερα”. Η αλήθεια είναι ότι δεν χρωστάω σε κανέναν εξηγήσεις. Κι όμως, η κοινωνική πίεση παραμένει. Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν βράδια που σκέφτομαι αν αξίζει να βγω, γιατί κουράζομαι να ακούω ξανά και ξανά τα ίδια σχόλια.
Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι η αίσθηση ότι θεωρείσαι «εκτός παρέας» όταν δεν πίνεις. Σαν να μην συμμετέχεις στην κοινή εμπειρία, μόνο και μόνο επειδή το ποτήρι σου δεν έχει αλκοόλ. Κάποιες φορές, μάλιστα, παρατηρώ ότι οι άλλοι νιώθουν άβολα που εγώ μένω νηφάλιος -σαν να τους καθρεφτίζω τις δικές τους υπερβολές με το ποτό, αλλά από την αντίθετη. Έχω ακούσει ακόμα και τη φράση: “Άντε πιες, μας αγχώνεις έτσι νηφάλιος”.
Πλέον το βλέπω πιο ώριμα. Η επιλογή μου είναι κομμάτι του εαυτού μου και δεν χρειάζεται να την κρύβω. Έμαθα να απολαμβάνω την έξοδο για αυτό που είναι -μουσική, παρέα, κουβέντα- και όχι για το ποτό».
Κωνσταντίνα, 28 ετών.
«Όταν βγαίνω με την παρέα μου και παραγγέλνω αναψυκτικό, σχεδόν πάντα ακολουθεί η ίδια ερώτηση: “Καλά, ούτε ένα ποτό;”. Στην αρχή αυτή η φράση με έκανε να νιώθω άβολα, σαν να χρειαζόταν να απολογηθώ για μια επιλογή που θα έπρεπε να είναι αυτονόητη. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια βραδιά σε μπαρ στο κέντρο της Αθήνας, όπου ο μπάρμαν με ρώτησε τρεις φορές αν είμαι σίγουρη ότι δεν θέλω έστω ένα κοκτέιλ. Μάλιστα, γελώντας μου είπε: “Μην ανησυχείς, δεν θα σε μεθύσει”. Τα γέλια της παρέας και των γύρω με έκαναν να αισθανθώ ότι ξεχώριζα για λάθος λόγο.
Με τον καιρό έμαθα να το αντιμετωπίζω πιο ψύχραιμα. Πλέον δεν με ενοχλεί τόσο, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι η στάση αυτή αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο: πόσο βαθιά είναι ριζωμένο το ποτό στην κουλτούρα μας. Είναι σαν να θεωρείται δεδομένο ότι για να περάσεις καλά, πρέπει να έχεις ένα ποτήρι στο χέρι. Για μένα, όμως, η βραδινή έξοδος είναι να γελάσω με τους φίλους μου, να μιλήσω, να ακούσω μουσική, να χορέψω. Όχι να πιω ντε και καλά αλκοόλ.
Υπήρξαν φορές που έπρεπε σχεδόν να αποδείξω ότι μπορώ να διασκεδάσω και χωρίς αλκοόλ, λες και η καλή διάθεση χρειάζεται «καύσιμο». Αυτό είναι που με ενοχλεί περισσότερο: όχι η επιλογή των άλλων να πιουν, αλλά το ότι η δική μου επιλογή να μην πιω μπαίνει συνεχώς υπό αμφισβήτηση. Ένα ποτό δεν καθορίζει ποια είμαι ή πόσο μπορώ να χαρώ τη στιγμή και νομίζω πως σιγά-σιγά αυτό το καταλαβαίνω κι εγώ και οι γύρω μου».
Μάξιμος, 29 ετών.
«Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος που έπινε πολύ. Τα τελευταία τρία χρόνια, από τότε που ξεκίνησα αντικαταθλιπτική αγωγή, πίνω ακόμα λιγότερο. Μπορώ να πιω δυο μπύρες τη βδομάδα ή ένα ποτό σε κάποια έξοδο, αλλά συνήθως προτιμώ κάτι χωρίς αλκοόλ: μια μπύρα free, έναν χυμό ή ένα mocktail.
Το πρόβλημα δεν είναι το αλκοόλ, αλλά οι αντιδράσεις γύρω μου. Πολλές φορές ένιωσα ότι έπρεπε να δώσω εξηγήσεις, να κάνω ένα “disclaimer”: «Ξέρετε, δεν πίνω γιατί δεν μου κάνει καλό, γιατί την επόμενη μέρα νιώθω χάλια ψυχολογικά». Την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη φορά το λες. Μετά κουράζεσαι. Κι όμως, χρειάστηκε αρκετές φορές να επαναλάβω τα ίδια για να γίνει αποδεκτό.
Αυτό με έχει φέρει σε δυσάρεστες στιγμές, με απογοήτευση και εκνευρισμό. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί να ασχολείται κάποιος με το τι πίνω εγώ, τη στιγμή που εγώ δεν ασχολήθηκα ποτέ με το τι πίνουν οι φίλοι μου. Και το περίεργο είναι πως όσο λιγότερο πίνεις, τόσο πιο “περίεργος” θεωρείσαι στην παρέα. Δεν είσαι cool, δεν συμβαδίζεις.
Μου έχει τύχει μάλιστα και από μαγαζάτορες να δεχτώ σχόλια. Σε μπαρ, όταν παρήγγειλα μπύρα χωρίς αλκοόλ, με ρώτησαν: «Καλά, γιατί πίνεις αυτή τη μπύρα;». Η απάντησή μου ήταν: «Γιατί έτσι μου αρέσει. Γιατί έχω τους λόγους μου». Και εκεί τελείωνε η συζήτηση.
Στην επαρχία, όπου μεγάλωσα, η πίεση ήταν ακόμη πιο έντονη. Μου έχουν πει κατά λέξη: «Πιες, δεν είναι σωστό, είναι αγένεια να μην τσουγκρίσεις». Έφτασα σε σημείο να νιώθω πραγματική πίεση και νεύρα κάθε φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Το παράδοξο είναι πως στο εξωτερικό, όπου έχω ταξιδέψει αρκετά, δεν το βίωσα ποτέ αυτό. Εκεί είναι απλώς αυτονόητο ότι μπορείς να διασκεδάσεις και χωρίς αλκοόλ.
Στην Ελλάδα, όμως, είναι σαν να έχει συνδεθεί η διασκέδαση αποκλειστικά με το ποτό. Ίσως κάποιοι που επιμένουν να πιω το κάνουν επειδή νιώθουν κι οι ίδιοι άβολα με τη δική τους κατανάλωση, ίσως νιώθουν τύψεις και θέλουν “συνενοχή”. Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι είναι μια εμπειρία συχνά δυσάρεστη. Να βλέπεις σε ένα τραπέζι να κοιτάνε ποιανού είναι η μπύρα χωρίς αλκοόλ. Κι αυτό το έχω ζήσει αρκετές φορές».