ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ: ΕΤΡΕΜΑ ΟΣΟ ΕΚΑΝΑ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ

“Το διακύβευμα ήταν πολύ σοβαρό”, λέει και ξαναλέει στη συνέντευξη που ακολουθεί με αφορμή τη “Σπασμένη Φλέβα”, την έκτη κατά σειρά ταινία του. Και μας δίνει πολλούς λόγους για να καταλάβουμε την αγωνία του.

Λίγο πριν το τελικό μοντάζ, ο Γιάννης Οικονομίδης με κάλεσε να δω από κοντά το 99,9% αυτού που σήμερα είναι η “Σπασμένη Φλέβα”, δηλαδή η νέα του ταινία που θα βγει στους κινηματογράφους στις 27 Νοεμβρίου από την Tanweer.

Μια μεταχείριση προνομιακή, που μου την επιφύλαξε κυρίως για έναν λόγο: γιατί ήθελε να κάνουμε μία συζήτηση που δεν θα ‘ναι στον αέρα. Που θα ξέρω για τι μιλάμε και οι ερωτήσεις μου θα ακουμπούν σε σκηνές και χαρακτήρες.

Χωρίς να το καταλάβει όμως, συνέβη και κάτι ακόμα καλύτερο για μένα: με έβγαλε από την άχαρη θέση να κάνω συνέντευξη με κάποιον που δεν μου αρέσει η ταινία του. Η “Σπασμένη Φλέβα” μ’ άρεσε, και μ’ άρεσε πολύ.

Η ταινία αφορά έναν καλοζωισμένο μεσήλικα επιχειρηματία που χρωστάει μια περιουσία σε έναν τοκογλύφο. Και λίγο πριν εκπνεύσει η διορία και τιναχτεί η ζωή του στον αέρα, αναγκάζεται να βγει στον δρόμο και να κυνηγήσει χρήματα και πιθανότητες.

Πολλοί άνθρωποι γύρω απ’ τον Οικονομίδη, την αποκαλούν ήδη ως την πιο ώριμη δουλειά του -και νομίζω κι εγώ πως έτσι έχουν τα πράγματα.

Αλλά αυτή η συζήτηση θα ανοίξει για τα καλά στις 27 Νοεμβρίου. Προς το παρόν, ας δούμε τι είπαμε για όλα τα άλλα.

Παλιότερα είχες πει ότι κάποιες ταινίες σου έπιασαν το τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή πολιτικά και ότι αυτό φάνηκε αργότερα. Για παράδειγμα, ότι στην “Ψυχή στο Στόμα”, το πώς μιλούσαν οι μικροαστοί στους μετανάστες, το είδαμε μετά μπροστά μας.
Μη σου πω ότι η “Ψυχή στο Στόμα” είναι η πιο επίκαιρη ταινία μου. Το συζητάμε με τον Μουρίκη καμιά φορά, τώρα που βλέπουμε πόσο έχει ξεφύγει το πράγμα και πόσο έχει εκχυδαϊστεί. Έχουν βγει όλοι φασίστες πάνω, όλοι οι ανεγκέφαλοι. Και ο κόσμος έχει αγριέψει.

Η “Σπασμένη Φλέβα” πιστεύεις ότι πιάνει κάτι σήμερα, κοινωνικό, πολιτικό, που και πάλι θα φανεί αργότερα;
Αυτό θα το δείξει ο χρόνος. Το θέμα είναι ότι η ταινία πατάει στο σήμερα.

Απλώς θέλαμε να δημιουργήσουμε έναν ήρωα που να είναι ο Έλληνας των τελευταίων ετών και του μέλλοντος, όπως μοιάζει να εξελίσσεται η κατάσταση. Και όντως αυτός ο ήρωας είναι εκείνος ο τύπος ανθρώπου που έχει φυτευτεί κι έχει βλαστήσει την τελευταία τριακονταετία σ’ αυτόν τον τόπο. Αυτός που δεν έχει τον Θεό του, που δεν ιδρώνει το αυτί του ποτέ, που δεν πιστεύει σε τίποτα, που δεν έχει τσίπα, που σου κάνει το μαύρο άσπρο.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Έτσι βλέπεις τον ήρωα;
Έτσι τον βλέπω εγώ και από εκεί ξεκινάει όλη η ιστορία. Άσχετο αν έχει ποιότητες, αν έχει ευαισθησίες, αν έχει και τα δίκια του κάποιες φορές, αν είναι ευάλωτος. Αυτό είναι κάτι άλλο. Σημασία έχει ο βαθύτερος πυρήνας του, το DNA αυτού του “νέου-νεοέλληνα”.

Το οποίο είναι “ας τη γλιτώσουμε κι ό, τι γίνει”;
Ναι, με κάθε κόστος. Καμία ντροπή. Σου κάνει τη νύχτα μέρα για πλάκα, σε κοροϊδεύει μπροστά στη μούρη σου, αλλά πειστικά, με στυλ. Το τρως. Λες “ο άνθρωπος υποφέρει. Έχει δίκιο. Να του δώσω”. Κατάλαβες;

Κι αυτό τον τύπο ανθρώπου τον βλέπεις σήμερα στην Ελλάδα. Ξεκινάς απ’ τους πολιτικούς, κατεβαίνεις παρακάτω, κατεβαίνεις κι άλλο και στο τέλος φτάνεις μέχρι τον δρόμο. Είναι παντού. Είναι μέσα μας. Ίσως να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι έτσι.

Και, ξέρεις, παλιά υπήρχε μια συστολή, μια ντροπή. Ακόμη και οι ντενεκέδες είχαν έναν κάποιο ηθικό κώδικα. Τώρα το πράγμα έχει ξεφύγει. Τελείως. Τώρα το δούλεμα πάει σύννεφο, κυριλέ, μπροστά στα μούτρα σου. Κι άμα σ’ αρέσει. Καουμπόικο έργο δηλαδή.

Και έχουν και αυτό το ύφος ότι “και να με πιάσεις, τι θα μου κάνεις;”.
Ακριβώς. Τώρα όλο αυτό το υφάκι είναι στο απυρόβλητο, έχει νομιμοποίηση από παντού, έχει γίνει θεσμός.

Η ταινία βάζει αυτά τα θέματα του σοκαριστικού θράσους, της έπαρσης, της αμετροέπειας, της αλαζονείας, της πονηρομαγκιάς. της ξεφτίλας. Ο ήρωας έχει τη λογική του “ο κόσμος μου χρωστάει. Είμαι ο γαμάω”.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Εν τω μεταξύ, ενώ πιάνεις τέτοιους χαρακτήρες, ενώ έχεις αυτή την γλώσσα και αυτή τη σκληράδα, οι κεντρικοί ήρωές σου δεν είναι ποτέ κυνικοί.
Ναι, γιατί είμαι δίπλα στους χαρακτήρες και προσπαθώ να τους προσεγγίζω με αγάπη, κατανόηση και περιέργεια. Εμπλέκομαι. Αν οι χαρακτήρες ήταν κυνικοί, τα πράγματα τότε θα ήταν πολύ απλά, πολύ προβλέψιμα, μονότονα.

Θα ήταν και μια εύκολη λύση να κάνεις τον ήρωα κυνικό.
Το θέμα είναι να βουτήξω μέσα στον χαρακτήρα που φτιάχνω, να διεισδύσω, να τον εκθέσω με έναν τρόπο βαθύ και ειλικρινή. Όχι απλά να κάνω καρικατούρες και να κάνω μια ταινία σαχλαμαρίτσα. Δεν παίζει αυτό για μένα.

Και τα ζητήματα που βάζει η ταινία είναι διαχρονικά, είναι οι οικογενειακές σχέσεις, οι ερωτικές, η οικονομική και κοινωνική φρίκη και σίγουρα τα ανθρώπινα σκοτάδια.

Παίζεται μεγάλο δράμα και εξελίσσεται σε μεγάλη τραγωδία. Και έπρεπε να το δικαιώσω αυτό. Αυτό που συμβαίνει στον ήρωα είναι το χειρότερο από τα χειρότερα. Δεν μπορείς να ζήσεις μετά από αυτό. Οπότε, όφειλε η ταινία να έχει σοβαρότητα.

Έτρεμα κατά την διάρκεια των γυρισμάτων.

Έτρεμες όταν τους έβλεπες να παίζουν;
Έτρεμα να μου βγει η ταινία, να μην πέσω από το σχοινί. Όλη η ταινία ήταν μια ισορροπία τρόμου. Αν σκεφτείς μόνο, πόσες κρίσιμες σκηνές έχει, που έπρεπε να κερδηθούν για να πας παρακάτω, για να πείσεις τον θεατή ότι αυτός ο άνθρωπος περνάει ένα αληθινό δράμα, το οποίο μπορεί να είναι και δικό σου μεθαύριο…

Η σκηνή με τη γυναίκα του είναι κομβική. Είναι το σημείο που τον κινητοποιεί να πάρει τα όπλα και να βγει έξω, να πάρει τους δρόμους. Αυτή η σκηνή αν δεν πετύχαινε με τέτοια δύναμη, με τέτοια ένταση…

Φοβερή ηθοποιός η Μαρία Κεχαγιόγλου.
Δεν υπάρχει. Σπουδαία.

Μπορεί αυτή η σκηνή να είναι σπουδαία αλλά να πούμε κιόλας ότι δεν είναι σε στυλ “πώς τους πετσόκοψες, έτσι”, που εκεί είναι πιο κωμική. Και γενικά η ταινία είναι πιο “σοβαρή”, λείπουν οι viral ατάκες, λείπει το χιούμορ. Δηλαδή όποιος περιμένει να δει κάτι τέτοιο, θα απογοητευτεί.
Ας απογοητευτεί. Το μόνο μου μέλημα κάθε φορά είναι να κάνω μια πολύ καλή ταινία. Το τι περιμένει ο καθένας και τι γούστα βγάζει με τις ταινίες μου είναι δική του υπόθεση.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Όποιος έχει δει ταινίες σου, αμέσως θα καταλάβει ότι εδώ δεν υπάρχουν ατάκες να κόψουμε να ανεβάσουμε στο YouTube. Μήπως ξανάδες την “Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς” που τα έχει αρκετά αυτά και κάπως το μετάνιωσες;
Όχι, δεν έχει να κάνει. Η “Μπαλάντα” βγήκε σε μια στιγμή που είχα ανάγκη να αποσυμφορηθώ από το “Μικρό Ψάρι”. Και ναι, ήθελα λίγο να παίξω με όλο αυτό το πράγμα, να δω μέχρι που μπορώ να το πάω πιο απενοχοποιημένα και πιο κεφάτα.

Τώρα, όμως, με όλη αυτήν την κατρακύλα που ζούμε, η ψυχολογία μου είναι αυτή που είναι. Και ήθελα να φτιάξω μια ταινία σε αυτή την παράδοση: ένα μεστό αστικό δράμα. Με συγκίνηση, ρυθμό, ένταση, ανατροπές, ατμόσφαιρα, ιστορία, ήρωες…

Το καταφέραμε; Κάναμε μια τέτοια ελληνική ταινία που να έχει αυτές τις προδιαγραφές; Μπορεί να είναι ελκυστική στον θεατή, ενδιαφέρουσα και ταυτόχρονα να αναγνωρίζεις την πατρίδα μας εκεί μέσα; Να είμαστε εμείς;

Και πότε είπατε με τον Μουρίκη ότι αυτόν τον ρόλο πρέπει να το παίξει ο Μπισμπίκης;
Από την αρχή τον είχα στο κεφάλι μου. Δηλαδή γράφτηκε για τον Βασίλη. Κοστούμι. Είχα ήδη δει στην “Μπαλάντα” τι τεράστιος ηθοποιός είναι και με πόσο μεγάλο εκτόπισμα. Και με μεγάλο ψυχικό σθένος. Και διαβαστερός και πειθαρχημένος και διαθέσιμος να βάλει πλάτη, να αφοσιωθεί, να βοηθήσει και τους συμπαίκτες του. Αυτό που κάνει μέσα την ταινία είναι επίτευγμα.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Πώς δούλεψες μαζί του;
Κοίτα, το προαπαιτούμενο ήταν ότι θα έπρεπε να σταματήσει τα τηλεοπτικά γυρίσματα ή ό,τι άλλο και να είναι μαζί μου για έξι μήνες πριν το γύρισμα. Όπως και έγινε.

Κι ήσασταν εδώ που κάνουμε τώρα τη συνέντευξη; (σ.σ. είμαστε στο υπόγειο μίας πολυκατοικίας στα Εξάρχεια)
Ναι, δίπλα είναι το προβάδικο. Κάθε μέρα ήταν εδώ ο Βασίλης. Και ή κάναμε τετ α τετ σκηνές οι δυο μας ή έρχονταν μετά οι άλλοι ηθοποιοί σε ένα κυλιόμενο πρόγραμμα. Δουλεύαμε τις σκηνές, εξελίσσαμε το σενάριο, βλέπαμε ποια σκηνή δουλεύει, ποια δεν δουλεύει. Πολλή δουλειά.

Και τι του ζήτησες; Του είπες για παράδειγμα “Βασίλη, σε αυτή την ταινία, θέλω να κάνεις αυτό, θέλω να δεις μέσα σου”; Λέω κι εγώ ένα κλισέ τώρα.
Κοίτα, όλη η ουσία είναι ότι έπρεπε να είναι αληθινός. Δηλαδή έπρεπε να τη ζήσει την ταινία όχι ως ηθοποιός αλλά ως άνθρωπος. Οπότε κόπηκαν όλες οι μούτες, όλα τα τικ που έχει ένας ηθοποιός, οι ευκολίες -που αυτά, έτσι κι αλλιώς, τα ζητάω απ’ τον οποιονδήποτε ηθοποιό.

Από εκεί ξεκινάμε πάντα και σιγά σιγά, μέσα στις πρόβες, αρχίζει να καταλαβαίνει τις σκηνές, να καταλαβαίνει τον χαρακτήρα, την ιστορία.

Έπρεπε να διδαχτούν και οι άλλοι. Μα δεν είναι μόνο ο Βασίλης. Είναι μια ολόκληρη τοπιογραφία χαρακτήρων. Πολύ πράμα. Κόσμος και κοσμάκης.

Οπότε του ζήτησες να μην παίζει στην τηλεόραση. Ούτε θέατρο έπαιζε;
Όχι, τίποτα. Τα είχε γειώσει όλα, προς τιμήν του. Τον ενδιέφερε μόνο η ταινία.

Επίσης, χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσα να κάνω πρόβες και με τους άλλους ηθοποιούς. Κουβαλούσε την ταινία στις πλάτες του.

Μα είναι σε κάθε σκηνή.
Σχεδόν, εκτός από μία σεκάνς.

Και πρέπει να πω και πόσο απίστευτα εσωτερικό είναι το παίξιμό του. Και το πόσο απενοχοποιημένα παίζει με το σώμα του. Πώς δηλαδή, παίζει χωρίς να τον μπλοκάρει το φυσικό εκτόπισμά του. Τον έβλεπα στο μοντάζ… Μαλάκα, λέω, τι κάνει; Πόσο συμφιλιωμένος είναι;

Κι αυτό το βάζει μέσα στον ρόλο. Και είναι σαν μπαλαρίνα. Πάει, έρχεται μες στην ταινία, πάει, έρχεται. Δεν τον νοιάζει καθόλου. Δεν τον βλέπεις ούτε σ’ ένα κλάσμα δευτερολέπτου να προσέχει την εικόνα του.

Συγγνώμη ρε φίλε! (σ.σ. χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι σαν να τον παραδέχεται)

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Πόσο κράτησαν τα γυρίσματα;
Έντεκα εβδομάδες.

A, αρκετά.
Για ελληνική ταινία είναι πολύ.

Δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω για όλο αυτό που έγινε με τον Μπισμπίκη και το τρακάρισμα, και όλη αυτήν την αντιμετώπισή που είχε απ’ τα media.
Κοίτα, το τι έκανε ο Βασίλης είναι το ένα θέμα. Προκάλεσε ένα ατύχημα, έκανε μια μαλακία, το παραδέχτηκε ο άνθρωπος. Ευτυχώς δεν ήταν κάτι χειρότερο.

Το άλλο θέμα, όμως, είναι όλο αυτό το πράγμα που στήθηκε από κάθε ξεδιάντροπο που ξέρει μόνο να κουνάει το δάχτυλο και να ηθικολογεί. Σε ποιον; Σε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη που έχει αποδείξει ότι αντί να είναι τεμπελχανάς, δουλεύει, ονειρεύεται, κάνει σχέδια, τα πραγματοποιεί και όπως όλοι οι άνθρωποι μπορεί να έχει και τις κακές στιγμές του. Ο Βασίλης είναι ένας άνθρωπος που κάνει θέατρο, έχει θέατρο, κάνει ταινίες, κάνει σειρές. Και όταν δουλεύει ο Βασίλης, δουλεύει σκληρά.

Αφήνω απ’ έξω το ταλέντο του, το ψυχικό του εύρος, τον χαρακτήρα του. Που εκεί όσοι τον ξέρουν, κουβέντα δεν μπορούν να πουν, έτσι; Μιλάμε για μεγάλη καρδιά, για μεγάλη ψυχή.

Και κάτι τελευταίο. Λάβε υπόψιν σου ότι ο Βασίλης είναι ένας πολιτικοποιημένος ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός. Κατεβαίνει στους δρόμους. Έχει βγει και έχει μιλήσει για πάρα πολλά θέματα στα ίσα. Γι’ αυτό και διάφορα ακροδεξιά τρολ μαζί με ένα μέρος του κατεστημένου, τον περίμεναν στη γωνία. Του την είχαν στημένη. Υπάρχει ένα subtext που παίζεται κάτω από αυτό το γεγονός.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Ήθελα να σου πω και για αυτό το σημείο, όπου το ζευγάρι παρακολουθεί τηλεόραση και αυτή δείχνει κάτι σχετικά με το ναυάγιο της Πύλου. Φαντάζομαι δεν ήταν τυχαίο.
Σε αυτήν τη σκηνή η τηλεόραση δείχνει ένα δράμα που έχει εκτυλιχθεί έξω από την ιστορία του ήρωα και βλέπεις πως αυτοί οι μεσοαστοί δεν δίνουν καμία σημασία σε κάτι έξω απ’ το πρόβλημά τους.

Δεν κάνουν ούτε ένα σχόλιο. Είναι βυθισμένοι στο πρόβλημά τους, στην δική τους κοσμάρα. Και αυτό δείχνει και το πώς ισοπεδώνει η τηλεόραση ακόμα και τα πιο μεγάλα δράματα. ΄Εχουμε εξοικειωθεί με όλες τις τραγωδίες, έχουμε συμφιλιωθεί με το κακό. Εν τέλει ο πόνος του άλλου συνεχίζει να είναι πόνος του άλλου. Κι εμάς μας νοιάζει μόνο ο εαυτός μας, η ζωούλα μας.

Θα ‘θελα να ρωτήσω έναν Κύπριο πώς του φαίνεται που με αφορμή τις διαμαρτυρίες για την Παλαιστίνη, βγαίνουν πολλοί, κυρίως ακροδεξιοί, και λένε “ναι, αλλά για την Κύπρο δεν λέτε τίποτα”. Το έχεις ακούσει αυτό;
Πώς δεν λένε τίποτα για την Κύπρο, είναι δυνατόν; Τόσα χρόνια… Αλλά τώρα, σήμερα, αυτό είναι το θέμα -η γενοκτονία, το έγκλημα που γίνεται μπροστά στα μάτια μας- και πρέπει να ειπωθεί αυτή τη στιγμή. Φυσικά και είναι υποκριτικό και διασπαστικό αυτό που λένε.

Εν τω μεταξύ, τελείωσε η ταινία και σκεφτόμουν τελικά τι άνθρωπος ήταν ο ήρωας; Ήταν καλός τύπος;
Κοίτα, το μεγάλο κέρδος της ταινίας είναι ότι έχει έναν ήρωα πολύ ανθρώπινο. Είναι ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, δηλαδή μέσα στις αντιφάσεις του, στις επιπολαιότητες του, σε όλα τα καλά και τα κακά που κάνει, είναι κάποιος που μας μοιάζει.

Κι έτσι ο θεατής μία ταυτίζεται μαζί του, μία όχι, μια θέλει να τον κλωτσήσει, μια θέλει να τον αγκαλιάσει.

Εδώ δεν έχεις να κάνεις με μια αμερικανική ταινία που είσαι από την αρχή με τον ήρωα.

Σε όλες τις ταινίες μου προσπαθώ να έχω χαρακτήρες με βάθος. Και τότε αναγκαστικά θα πας στον πυρήνα του ανθρώπινου όντος, ο οποίος είναι σύνθετος, δεν είναι καλός/κακός. Και η κουβέντα αρχίζει από εκεί και πέρα.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Η ταινία δεν μοιάζει και λίγο με ένα ιδιότυπο road trip; Γιατί αυτός πάει από άνθρωπο σε άνθρωπο ζητώντας κάτι, μπαίνει στο αυτοκίνητό του, βγαίνει. Σαν να βλέπεις ένα αθηναϊκό road trip.
Όταν μόνταρα την ταινία και συζητούσα με τον μοντέρ, τον Γιάννη Χαλκιαδάκη, έλεγα ρε γαμώτο είναι μια μικρή Οδύσσεια αυτό που ζει ο Θωμάς Αλεξόπουλος εκείνη την εβδομάδα.

Γιατί έχει τέτοια χαρακτηριστικά, είναι σαν να ανοίγει μπροστά σου όλος ο καμβάς της πόλης. Ανοίγουν χαρακτήρες, ανοίγουν σκηνές, ανοίγουν περιπέτειες που είναι και διαφορετικές μεταξύ τους.

Πάντως πέρα από ένταση και πίεση, δημιουργείς και ένα άγχος.
Εντάξει, η ταινία είναι και λίγο θρίλερ, με την έννοια ότι αυτός είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος πιέζεται από παντού, έχει τιναχτεί η οικογένειά του στον αέρα, χρωστάει και έχει περιορισμένο χρόνο για να λύσει το πρόβλημα του.

Τα πράγματα μέρα με τη μέρα πάνε όλο και χειρότερα. Ε, όλο αυτό είναι ένα ανθρωπολογικό κοινωνιολογικό θρίλερ.

Αυτό το άγχος, έτσι το βλέπεις να λειτουργεί και στους ανθρώπους γύρω σου;
Όλοι είναι αγχωμένοι. Είναι η κατάσταση σήμερα έτσι.

Μόνο ο Παντελής ο τοκογλύφος δεν είναι αγχωμένος. Και οι τράπεζες. Αυτές δεν αγχώνονται ποτέ.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Είχαμε καμία ένταση στα γυρίσματα; Γιατί θυμάμαι όταν είχαμε κάνει και παλιότερα συνέντευξη μου είπες ότι έχουν υπάρξει τέτοιες στιγμές, πχ όταν γυρνούσατε το “Σπιρτόκουτο”.

(σ.σ. σκέφτεται λίγο) Είχε πολλές εντάσεις αυτή η ταινία, γιατί είχε δύσκολα πράγματα, αλλά ποτέ δεν ξέφυγε από τον έλεγχό μου. Ποτέ δεν ξεφύγαμε.

Υπήρχε πολλή αγωνία και νευρικότητα για να πάρουμε την κάθε σκηνή. Κατάλαβες; Δηλαδή όλη αυτή η σεκάνς που είναι στο σπίτι, στο μπουκάρισμα… Αυτά ήταν πολύ δύσκολα γυρίσματα. Υπήρχαν στιγμές που τσακωνόμασταν. Και με το συνεργείο. Υπήρχε δηλαδή ηλεκτρισμός.

Επίσης η σκηνή στην καντίνα που είναι ο Σταμουλακάτος με τη Σοφία Κουνιά. Ήμασταν δέκα ώρες εκεί, δίπλα στη Λαυρίου και το κεφάλι μας είχε γίνει καζάνι. Και εκεί έπρεπε να παίξουν και οι ηθοποιοί. Δύσκολα πράγματα.

Και στη “Σπασμένη Φλέβα” ασχολείσαι με μια ελληνική οικογένεια. Όλες οι ταινίες σου έχουν να κάνουν κυρίως μ’ αυτό.
Πάντα. Θεωρώ ότι είναι η κυρίαρχη μας μυθολογία.

Εννοείς, ως Ελλάδα γενικά ή ως ελληνικός κινηματογράφος;
Ως Ελλάδα και ως μεσογειακός πολιτισμός. Για παράδειγμα, η κυρίαρχη μυθολογία των Αμερικανών είναι το ταξίδι, ο δρόμος. Ανοιχτές πεδιάδες, ανοιχτός χώρος. Χάνεσαι.

Σε εμάς, στους Ιταλούς, στους Ισπανούς η κυρίαρχη μας μυθολογία είναι η οικογένεια, είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Όλα από εκεί ξεκινούν για εμάς.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Πού έχει γυριστεί η ταινία;
Κοίτα, ο ήρωας αυτήν τη φορά είναι μεσοαστός, καλοζωισμένος, επιχειρηματίας. Η βάση του είναι η Βούλα και η εργασία του είναι στα Γλυκά Νερά. Το βασικό ντεκόρ της ταινίας είναι τα Μεσόγεια και τα Νότια Προάστια. Και έχει λίγο κέντρο Αθήνας και ορεινή Αρκαδία.

Α, εκεί ήταν αυτό το ξενοδοχείο;
Ναι. Στο κομμάτι που φεύγει ο ήρωας για να ξεσκάσει με τη γυναίκα του. Δείχνει την αστική υποκρισία και τον κομφορμισμό και όλο αυτό το ψέμα που υπάρχει σε έναν κόσμο που πάνω απ’ όλα βάζει το φαίνεσθαι. Κάνουν τα στραβά μάτια, τα βάζουν όλα κάτω από το χαλί, φτάνει να μη χαθεί τίποτα από τα κεκτημένα.

Πάντα είχα στο μυαλό μου ότι αυτή η σεκάνς συναντά με έναν τρόπο τον “Κομφορμίστα” του Μπερτολούτσι. Τώρα, όποιος το δει αυτό, το ‘δε.

Απλά νομίζω ότι αυτός ο κόσμος των νοτίων προαστίων είναι λίγο ξένος για σένα.
Είναι η πρώτη φορά που πιάνω αυτές τις περιοχές.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Και γενικά εδώ δεν έχεις πιάσει σχεδόν καθόλου υπόκοσμο, αν εξαιρέσεις τον τοκογλύφο. Έχεις πιάσει όμως πάλι τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους. Δηλαδή ακόμα και ο ήρωας μπορεί να είναι απ’ την ανώτερη τάξη, αλλά πίνει το ουίσκι του, μιλάει όπως μιλάει. Είναι κι αυτός κάπως λαϊκός.
Πώς να στο πω τώρα. Δεν είναι ακριβώς λαϊκός, αλλά ούτε κι αριστοκράτης είναι.

Σαν κάποιος λαϊκός που να ‘χει βγάλει λεφτά;
Και τι πάει να πει “λαϊκός”; Στην Ελλάδα όλοι λαϊκοί είναι, μην την ψάχνεις. Δηλαδή ο Μεϊμαράκης κι ένα σωρό άλλοι δεν είναι λαϊκοί;

Ο ήρωάς μου δεν είναι ο αστός, ο καβατζωμένος, από τζάκι και από οικογένεια “πολιτισμένη”, που κρατάει εκατό χρόνια πίσω. Είναι ο φραγκάτος Έλληνας της “καινούριας τάξης”.

Πιο πολύ θυμίζει παλιό ΠΑΣΟΚ.
Φυσικά. Είναι ΠΑΣΟΚ και στη σκηνή με τον πατέρα το καταλαβαίνεις αυτό. Είναι αυτά τα σόγια που έκαναν χοντρά λεφτά τις δεκαετίες του ‘80-’90. Και μετά έρχεται όλο το γνωστό πακέτο: χλίδα, πανηδονισμός, μπουζούκια, νύχτα, σπίτια, δάνεια, αμάξια, φιγούρα.

Έτσι κι αλλιώς, όλοι μας ζούμε την κληρονομιά του ΠΑΣΟΚ, θέλουμε δε θέλουμε.

Εσύ πού ήσουν ιδεολογικά όταν το ΠΑΣΟΚ έκανε όλα αυτά;
Κοίτα, ήμουν πιτσιρικάς τότε και πίστεψα κι εγώ. Δηλαδή, θυμάμαι, είχα έρθει για ένα πρόβλημα υγείας στην Αθήνα και είχα φύγει μόνος μου από το σπίτι που μέναμε τότε στου Ζωγράφου και είχα πάει μπροστά μπροστά στην εξέδρα στην πρώτη συγκέντρωση του Αντρέα. Υπήρχε ενθουσιασμός, “Αλλαγή” και τα λοιπά. Πήγε να με σκοτώσει ο πατέρας μου που εξαφανίστηκα έτσι. Πόσο χρονών να ήμουν; Το ‘67 γεννήθηκα άρα ήμουν δεκατεσσάρων.

Και αργότερα όταν ήμουν φαντάρος, διαβάζαμε κάθε μέρα Ελευθεροτυπία, “στηρίζουμε την Αλλαγή – ελέγχουμε την Εξουσία” κι έτσι. Παπαριές.

Σε μια συνέντευξή σου έλεγες ότι μετά ως νέος ήσουν σε πιο αυτόνομες καταστάσεις.
Εντάξει, μετά ξεφύγαμε, πήγαμε αλλού. Κάτι καταλάβαμε… Πολλές οι κατραπακιές, πολλές οι διαψεύσεις και οι απογοητεύσεις.

Άσχετο. Χάρηκα πολύ που είδα τον Βασίλη Μαρματάκη να σου κάνει αφίσα.
Αφισάρα!

Εξαιρετικός καλλιτέχνης ο Μαρματάκης.

Ξέρεις, πάντα θα πρέπει πρώτα κάποιος να δει την ταινία για να καταλάβει 100% τι λέει μια αφίσα του. Αυτό κάνει και με τον Λάνθιμο.
Ακριβώς. Αλλά και από μόνη της όμως η αφίσα είναι έργο τέχνης. Είναι πολύ ιντριγκαδόρικη.

Έχει και κάτι πολύ συναισθηματικό.

Δεν τη φοβήθηκες λίγο; Ότι θα δουν τον Μπισμπίκη έτσι και ότι θα ασχοληθούν με αυτό και μόνο;
Καθόλου. Καταρχάς έχει δουλειά πάνω με τα χέρια, δεν είναι ψηφιακίλα και τέτοια.

Επίσης η αφίσα δουλεύει. Κολλάς. Σε βάζει σε μια διαδικασία να αναρωτιέσαι “τι ταινία θα δω;”.

Και όχι απλά δεν φοβήθηκα εγώ, αλλά ούτε και οι “Αργοναύτες” (σ.σ. εταιρεία παραγωγής της ταινίας) ούτε κι η “Tanweer” (σ.σ. εταιρεία διανομής).

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Την Μπέτυ Αρβανίτη πώς την έπεισες να επιστρέψει στο σινεμά;
Καταρχάς την παρακολουθώ χρόνια στο θέατρο. Είμαστε και φίλοι. Είμαι φίλος και με τον γιο της, τον Αλέξη Σταμάτη.

Η αλήθεια είναι ότι το σενάριο εκείνο το καλοκαίρι το είχα στείλει προηγουμένως σε μια άλλη, επίσης κορυφαία ηθοποιό. Εκείνη όμως, ίσως επειδή είδε ότι έχει σκηνές σεξ ή ίσως απλώς να μην της άρεσε στο πως εξελίσσεται ο χαρακτήρας, είπε όχι.

Και κάποια στιγμή η Μαρία Κεχαγιόγλου μου λέει “Έχεις σκεφτεί την Μπέτυ Αρβανίτη;”. Της λέω “Τι είπες τώρα; Ναι, η Μπέτυ!”.

Την πήρα τηλέφωνο, χάρηκε πολύ και πήγα στο θέατρο που είχε την πρεμιέρα της στον “Βασιλιά Ληρ”, μαζί με το σεναριάκι στη σακουλίτσα για να τη δω μετά. Και ρε φίλε, σπάει ο διάολος το ποδάρι του και δίπλα μου καθόταν η ηθοποιός που είχε πει όχι. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.

Της έδωσα το σενάριο και τι να πω, η Μπέτυ παλικάρι μεγάλο, δεν το συζητάμε. Μεγάλη προσωπικότητα.

Στη συνέντευξη που κάναμε το καλοκαίρι, μου είπε ότι στην αρχή είχε μερικούς ενδοιασμούς λόγω κάποιων σκηνών.
Αυτά τα είχε μόνη της μάλλον, με τον εαυτό της (σ.σ. γελάει). Εμένα με πήρε τηλέφωνο, “μέσα”, μου λέει. “Πάμε να το κάνουμε”.

Φαίνεται ότι κάθε ηθοποιός που του έρχεται ένα σενάριο κάνει ένα ντιμπέιτ με τον εαυτό του.

Και είναι εξαιρετική, έτσι; Είναι πάρα πολύ καλή.

Μου είπε κιόλας ότι αυτή είναι η πιο ώριμη ταινία σου.
Μπορεί και να είναι. Ίσως φταίει το ότι μεγαλώνω. Οι εμπειρίες της ζωής… Ο χρόνος που περνάει, ρε φίλε.

Ίσως να φταίει και το στοίχημα που βάζει αυτή η ταινία. Είναι σοβαρά τα πράγματα που διακυβεύονται εδώ.

Οπότε ή θα τα αντιμετωπίσεις στα ίσα εφ’ όλης της ύλης ή κάτσε λέγε τραγουδάκια στο απ’ έξω, απ’ έξω. Στο περίπου. Κάτσε λέγε μεταφορές και παρομοιώσεις.

Δεν παίζει αυτό.

Και ο ΛΕΞ έγραψε το κομμάτι των τίτλων τέλους. Αν θες να μου πεις πώς προέκυψε.
Ε, κοίτα, το είχαμε πει από πριν. Ο ΛΕΞ παρακολουθούσε όλα τα στάδια του μοντάζ, δηλαδή κάθε μισή ώρα που είχα μονταρισμένη, του την έστελνα. Μιλάγαμε. Έπρεπε πρώτα να βρεθεί και η μουσική, η οποία είναι των Kepler is free.

Και ξέρεις, ο ΛΕΞ είναι ένας βραδυφλεγής ποιητής και καλλιτέχνης.

Θέλει τον χρόνο του.
Θέλει το χρόνο του γιατί είναι σοβαρός ο άνθρωπος.

Εν τω μεταξύ, η κουβέντα μας είχε γίνει έναν χρόνο πίσω και όταν σχεδόν ολοκληρώθηκε το μοντάζ, τότε του βγήκε και το κομμάτι. Και ήταν γαμάτο.

Εγώ όμως είχα ένα φοβερό άγχος γιατί λέω “ΟΚ, κι αν…”.

“Αν δεν είναι καλό, τι κάνεις;”.
Τι κάνεις μετά; Γιατί το είχαμε πει κιόλας δημόσια ότι θα μου γράψει το κομμάτι.

Αλλά το ρίσκο ήταν μικρό απ’ την αρχή.
Εντάξει, ο άνθρωπος είναι ευφυής. Είχε και την πολύ έξυπνη ιδέα να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο, δηλαδή να πάρει τη φωνή του Θωμά του Αλεξόπουλου. Να μπει στο χαρακτήρα του και να μιλάει σαν να είναι ο ήρωας της ταινίας.

Ακούς το κομμάτι κι ανατριχιάζεις.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Γιατί διαλέγεις ερασιτέχνες ηθοποιούς;
Κοίτα να δεις, υπάρχει και η δική μου η ζωή, όπου μέσα σ’ αυτήν γνωρίζω και κάποιους ανθρώπους οι οποίοι…

Κάτι σου κάνουν στη φάτσα;
Και στη φάτσα, αλλά και στη συμπεριφορά, στο πως υπάρχουν. Και αυτοί, πολλές φορές, όταν γράφεις ένα σενάριο σου έρχονται στο κεφάλι.

Έτσι, γλιτώνεις και πολύ χρόνο, πολύ κόπο από το να ασχοληθείς με έναν ηθοποιό, να τον πας εκεί, εφόσον υπάρχει ένας ερασιτέχνης που είναι έτοιμος να μπει.

Δεν χάνεις χρόνο όμως να τον κάνεις να παίξει σαν ηθοποιός;
Όχι πάρα πολύ. Και έχει και πιο πολύ ενδιαφέρον. Και πιο πολλή πλάκα.

Απλώς άλλοι που χρησιμοποιούν ερασιτέχνες ηθοποιούς, το αφήνουν αυτό να είναι εμφανές, δηλαδή τους αφήνουν να παίξουν σαν να μην μπορούν. Εσύ δεν το κάνεις αυτό. Βάζεις τον ερασιτέχνη να παίξει σαν κανονικός ηθοποιός.
Μη σου πω και καλύτερος καμιά φορά.

Αλλά θέλω να πω ότι το ερασιτεχνικό εσύ δεν το χρησιμοποιείς όπως οι άλλοι. Όπως το έκαναν πχ στο νεορεαλιστικό σινεμά.
Όχι, μα αν είναι δυνατόν. Εμένα η αρχή μου είναι ότι ηθοποιοί / ξεηθοποιοί, θα είστε αυτοί που πρέπει να είστε μέσα στην ταινία. Δεν θέλω να υπάρχει ταμπέλα στο κούτελο που να λέει “τώρα είμαι ηθοποιός και παίζω”. Όλοι πρέπει να είναι στο ίδιο κούρδισμα, στον ίδιο πήχη, στον ίδιο συντονισμό.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Σήμερα υπάρχει αυτό το νεοελληνικό ρεαλιστικό θέατρο, το οποίο έχει φουλ ρίζες σε σένα.
Το λένε τα παιδιά κιόλας, δεν το κρύβουν. Ένα ρεαλιστικό θέατρο πρόζας με καλή δραματουργία.

Δεν νιώθεις ότι έχει κουράσει κάπως; Δηλαδή εγώ ξέρεις βλέπω μια παράσταση και λέω “όπου να ‘ναι θα αρχίσουν να φωνάζουν τώρα αυτοί”. Ξέρω ότι κάποια στιγμή προς το τέλος θα συμβεί αυτό.
Κοίτα, Κώστα, μην τα μπλέκεις. Σε αυτή την παράδοση μπορούν να γίνουν πάρα πολλά πράγματα. Αυτή η τάση έχει πολλές εκφάνσεις. Έχει και καλά πράγματα, έχει και σκάρτα. Εννοείται. Και βλέπεις ότι στα ωραία έργα, ο κόσμος ανταποκρίνεται.

Υπήρχε ένα τεράστιο κενό. Υπήρχε η ανάγκη για ένα θέατρο πρόζας ελληνικής, με προβλήματα δικά μας, σύγχρονο. Αυτό έπρεπε να υπάρχει και πρέπει να υπάρχει.

Οι παλιοί συγγραφείς γράφανε λίγο στο περίπου, λίγο συμβολικά, λίγο μεταφορικά, λίγο καθαρισμένα. Ενώ τώρα έχει απελευθερωθεί η έκφραση.

Απλά δεν φοβάσαι ότι τώρα πια αυτή η γλώσσα η επιθετική, με τα μπινελίκια, μπορεί να μην ενοχλεί το ίδιο από τη στιγμή που χρησιμοποιείται τόσο πολύ;
Μα δεν γίνεται για να ενοχλεί, γίνεται για να μεταφέρει συναισθήματα, ιδέες και καταστάσεις. Τώρα αυτό το θέατρο, αν περιπέσει σε τέλμα, θα περιπέσει σε τέλμα. Αλλά πρέπει να υπάρχει.

Εννοείται ότι είναι κάποιοι οι οποίοι πάνε να το κάνουν αυτό αβασάνιστα. Νομίζουν ότι γίνεται εύκολα. Δε γίνεται έτσι όμως. Πρέπει να δουλέψεις.

Και στο σινεμά υπάρχει μια ολόκληρη φουρνιά ταινιών, οι οποίες, αβασάνιστα, προσπαθούν να περπατήσουν αυτό το δρόμο και απλά γελοιοποιούνται.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-ΓΟΥΑΤΚΙΝΣΟΝ

Τώρα πια που έχεις τόσα βλέμματα πάνω σου, που τόσος κόσμος περιμένει νέα ταινία από σένα, σε αγχώνει αυτό; Δεν είναι όπως όταν έκανες το “Μικρό Ψάρι” πχ.
Άμα σου πω ότι δεν έχω κανένα άγχος; Ότι είμαι πάρα πολύ ήρεμος και χαλαρός. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ξέρω ότι έχω κάνει μια ταινία για την οποία νιώθω σίγουρος και περήφανος.

Όταν πήγαινες να την κάνεις όμως, το σκεφτόσουν;
Άλλο αυτό. Όταν πήγα να την κάνω έτρεμα. Γιατί σου είπα είχα πολύ μεγάλο διακύβευμα. Έπρεπε να πετύχει η ταινία, αλλιώς θα με έπαιρναν με τα γιαούρτια. Θα τη δει ο κόσμος και θα καταλάβει για τι πράγμα μιλάω.

Αυτό που πραγματικά εύχομαι να συμβεί είναι οι θεατές να δουν την ταινία που έχω φτιάξει στο σινεμά, γιατί είμαι και κινηματογραφιστής και θέλω να την δουν με τα καλά της τα ρούχα.

Credits

Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης

Σενάριο: Γιάννης Οικονομίδης – Βαγγέλης Μουρίκης

Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Μπισμπίκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μπέττυ Αρβανίτη, Στάθης Σταμουλακάτος, Σοφία Κουνιά, Γιάννης Νιάρρος, Γιάννης Αναστασάκης, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Κλέλια Ρένεση, Αναστασία Χατζηαθανασίου, Δημήτρης Καπετανάκος και Μαρία Καλλιμάνη

Μαζί τους οι: Βασίλης Κουκαλάνι, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Αργύρης Γκαγκάνης, Αλέκος Πάγκαλος, Γιώργος Κολλιόπουλος, Nectar De Leon, Σταύρος Μπένος, Δαυίδ Σταμούλος, Ελένη Μπούκλη

  • Οργάνωση Παραγωγής: Γιάννης Καραντάνης
  • Διεύθυνση Φωτογραφίας: Δημήτρης Κατσαΐτης
  • Μοντάζ: Γιάννης Χαλκιαδάκης G.F.E.
  • Μουσική: Μπάμπης Παπαδόπουλος
  • Ήχος: Άρης Αναστασόπουλος
  • Σχεδιασμός Ήχου – Μιξάζ: Κώστας Φυλακτίδης
  • Σκηνικά: Σταμάτης Δεληγιάννης
  • Κοστούμια: Δέσποινα Χειμώνα
  • Μακιγιάζ-Κομμώσεις: Γιάννης Παμούκης
  • VFX Supervisor: Αντώνης Κοτζιάς | YAFKA
  • Τραγούδι τίτλων τέλους: ΛΕΞ / Kepler is Free

Σχεδιασμός Αφίσας: Βασίλης Μαρματάκης

Ψηφιακή Επεξεργασία: Ειρήνη Αλέξη

Παραγωγοί: Πάνος Παπαχατζής, Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος

Παραγωγός: Γιάννης Καραντάνης

Συμπαραγωγοί: Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Αλεξάνδρα Δασκαλοπούλου, Δημήτρης Μάρης, Γιάννης Οικονομίδης

Executive Producers: Κωνσταντίνος Πολίτης, Γιάννης Ρήγος

Μία παραγωγή των: Athens Productions A.E., Αργοναύτες Α.Ε., Faliro House S.A., Yannis Economides Films Ltd

Σε συμπαραγωγή με: ΕΡΤ, Onassis Culture, Frontstage Entertainment, Custom Productions A.E.

Με την υποστήριξη των: Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας – Creative Greece, Υφυπουργείου Πολιτισμού Κύπρου (Σ.Ε.ΚΙΝ.)

Χορηγοί: Ζαγόρι, Green Cola, Kaiser

Διανομή: Tanweer Alliances – Από 27 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους.

Σχετικό Άρθρο
Info:

Η ταινία “Σπασμένη Φλέβα” του Γιάννη Οικονομίδη θα κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους στις 27 Νοεμβρίου από την Tanweer.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα