Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΙΑ: ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΤΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΚΕΡΔΙΖΟΥΜΕ ΚΟΙΝΟ ΑΛΛΑ ΚΕΡΔΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΜΑΣ

Τα δύο αδέρφια απ’ την Κρήτη, ο Μιχάλης και ο Παντελής Καλογεράκης, μιλούν στο NEWS 24/7.

Δεν μοιάζουν με τίποτα άλλο και το αν σ’ αρέσουν ή όχι, έρχεται δεύτερο. Το προσωπικό στίγμα σε μια εποχή που (νομίζουμε ότι) όλα έχουν παιχτεί και όπου η μια επανάληψη ακολουθεί την άλλη, είναι δυσεύρετο.

Τα δύο αδέρφια απ’ την Κρήτη, ο Μιχάλης και ο Παντελής Καλογεράκης, οι δίδυμοι που μπερδεύουν την πρόζα με το τραγούδι πάνω σε ποιήματα άλλων και μελωδίες δικές τους, θα συμμετάσχουν στη δεύτερη μέρα του Φεμινιστικού Φεστιβάλ στις 28 Σεπτεμβρίου.

Και αυτή ήταν η αφορμή που χρειαζόμασταν για να μιλήσουμε μαζί τους.

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Θα ακουστεί λίγο απλοϊκό τώρα, αλλά εσείς τον φεμινισμό πώς τον αντιλαμβάνεστε;
Μ.Κ. Απλό είναι αυτό; Βέβαια, το απλό είναι και δύσκολο.

Να το πάμε αλλιώς. Λένε για μερικές φεμινίστριες ότι υπερβάλλουν, ότι το παρακάνουν. Πώς το ακούτε αυτό;
Π.Κ. Εγώ ως ένα άτομο, το οποίο ανήκει στην LGBTQ+ κοινότητα θεωρώ ότι για να μιλήσουμε για οποιοδήποτε δικαίωμα αυτής της κοινότητας, πρέπει πρώτα να μιλήσουμε για τα θέματα της γυναίκας. Δηλαδή για μένα το θέμα της κατάλυσης της πατριαρχίας και του φαλλοκρατισμού είναι το κεντρικό κοινωνικό ζήτημα το οποίο καλούμαστε να πολεμήσουμε, γιατί έτσι κι αλλιώς θεωρώ ότι η ομοφοβία είναι μισογυνισμός.

Η ομοφοβία είναι θέμα του φεμινιστικού κινήματος διότι το θέμα, παραδείγματος χάριν της θηλυπρέπειας των ατόμων, είναι αυτό το οποίο ενοχλεί. Κι αυτό επειδή η θηλυπρέπεια έχει να κάνει με τη γυναίκα. Δεν θα ενοχλήσει ο Μασκ πχ.

Γι’ αυτό και το τρανς ζήτημα είναι τόσο μεγάλο, διότι έχει να κάνει και με άλλα. Μπαίνει μέσα και η σιχαμένη πατριαρχία.

Μ.Κ. Υπάρχουν ακόμα πολλά ανοιχτά ζητήματα. Το ποιος πλένει τα πιάτα, το σκούπισμα, το ζήτημα της σερβιέτας -και το πόσο άνετα μιλάμε γι’ αυτό ή το πως το διαφημίζουμε. Υπάρχει το ζήτημα της πατριαρχίας, το οποίο δεν συναντάνται μόνο στους άντρες, αλλά δυστυχώς και στις γυναίκες.

Υπάρχει το να μιλήσουμε για τις αμοιβές των γυναικών.

Μπορεί να ζω σε μια κοινωνία που η γυναίκα μπορεί να αρθρώσει λόγο, ωστόσο εμένα με πονάει το να βλέπω σε σπίτια φίλων τις μανάδες τους να ταΐζουν, να ποτίζουν, να ξεσκατίζουν τους άντρες τους. Με πληγώνει βαθιά.

Μεγαλώσαμε σε μια οικογένεια που δεν συνέβαινε αυτό… όπου ο μπαμπάς θα μαγείρευε, όπου η μάνα μου αν της λέγαμε “πεινάω”, θα μας έλεγε “εκεί είναι τα πιάτα και εκεί το φαγητό”. Θα καθάριζε, βέβαια, θα τα έκανε όλα αλλά υπήρχε μια ισορροπία.

Π.Κ. Υπήρχε ένας διάλογος.

Μ.Κ. Ναι. Υπήρχε μια ανοιχτή προοπτική στο τι θα κάνουμε. Δεν υπήρχε αυτός ο περιορισμός του ατόμου που τον βλέπουμε τόσο πολύ γύρω μας.

Το βλέπατε να συμβαίνει στον ευρύτερο περίγυρο σας;
Μ.Κ. Φυσικά, πάρα πολύ.

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Ήταν πιο σκληρά στην Κρήτη;
Μ.Κ. Όχι από θέμα φεμινισμού. Το σκληρό ήταν σκληρό από άλλη πλευρά.

Π.Κ. Ήταν πολύ πιο αυστηρά. Όπως και όλες οι επαρχίες είναι λίγο πιο στριφνές. Και γενικά την πατριαρχία τη βλέπαμε και τη βλέπουμε παντού.

Μ.Κ. Ήμασταν τυχεροί γιατί το σπίτι μας ήταν αρκετά διαφορετικό από το μέσο κρητικό ή το μέσο επαρχιώτικο σπίτι, καθώς ο μπαμπάς είναι πολύ ευγενική ψυχή.

Οι γονείς μας είναι δάσκαλοι, αγαπούν τη φύση και είναι ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον.

Έχετε κι άλλα αδέρφια;

Μ.Κ. Ναι, τον Νικόλα, δέκα χρόνια μικρότερο.

Οπότε σήμερα δεν συμφωνείτε με αυτούς που λένε ότι “εντάξει, αφού έχουμε ισότητα, τι θέλετε πια”;
Μ.Κ. Αυτός που τα λέει αυτά είναι ο πατριάρχης, ο φαλλοκράτης, ο τοξικός άνθρωπος.

Ούτε στο ελάχιστο δεν έχει φτάσει εκεί η κατάσταση και δεν θεωρώ ότι θα φτάσει κιόλας. Δηλαδή οι άντρες θα κάνουν κουμάντο και θα βασανίζουν τις ψυχές και των γυναικών και των εαυτών τους. Η κοινωνία θα πηγαίνει πολύ αργά προς τα μπροστά.

Σου βγήκε και μια κρητική προφορά τώρα.
Μ.Κ. Ναι, τα νεύρα μου.

Σας συμβαίνει όταν τσαντίζεστε;
Π.Κ. Ναι…

Μ.Κ. Με μένα συμβαίνει σίγουρα.

Όταν ήρθατε στην Αθήνα η προφορά σας ήταν πιο έντονη;
Μ.Κ. Είχε ήδη ξεκινήσει να φεύγει όσο ήμασταν στο λύκειο.

Π.Κ. Αλλά σίγουρα έφυγε πολύ όταν ήρθαμε στην Αθήνα, χωρίς να το προσπαθήσουμε. Απλά συνέβη.

Μ.Κ. Βρήκαμε κάτι βιντεοκασέτες απ’ το δημοτικό, όπου ακόμα και η τοποθέτηση της φωνής ήταν άλλη.

Π.Κ. Εντελώς κρητική. “Τυρί φέτα, Καλογεράτσης”.

Έχετε ένα τραγούδι που είναι αρκετά φεμινιστικό, τα “Κορίτσια”. Έχετε κάποιο άλλο που μου διαφεύγει;
Μ.Κ. Το “Μη μένεις κοντά”… Μη μένεις κοντά σε φαλλοκράτη άνθρωπο. Μείνε κοντά σε όσους έχουν χάρη και μεγάλη καρδιά.

Ξέρεις ποιο είναι το θέμα με εσάς και μπερδεύομαι; Ότι επειδή έχετε μελοποιήσει άπειρα ποιήματα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιοι είναι οι δικοί σας στίχοι και ποιοι είναι των άλλων.
Μ.Κ. Όλα είναι των άλλων.

Π.Κ. Απλά έχω γράψει εγώ ένα ποίημα, το “Λουκάνικο Berry” και αυτό είναι όλο. Όλα τα άλλα είναι ποιήματα, τα οποία επιλέγουμε επειδή ακουμπάνε στην ψυχή μας.

Πότε είναι καλό ένα ποίημα;
Π.Κ. Για μένα καλό είναι εκείνο το ποίημα το οποίο με συγκινεί.

Μ.Κ. Και δεν είναι ακριβώς καλό. Είναι το ότι σε αγγίζει.

Η Ρουκ για παράδειγμα έχει πει ότι δεν υπάρχει καλή και κακή ποίηση. Υπάρχει: ή είναι ποίημα ή δεν είναι.

Ότι δηλαδή ένα ποίημα από μόνο του δεν μπορεί να είναι κακό;
Π.Κ. Είναι μια κατασκευή η οποία είτε λειτουργεί είτε δεν λειτουργεί. Γενικότερα εμένα δεν μ’ αρέσει στην τέχνη το “μ’ αρέσει / δεν μ’ αρέσει”. Μου κάνει οτιδήποτε εφόσον λειτουργεί. Και μπορεί και να μη μου λειτουργεί μετά από κάποιο διάστημα.

Και το αν με συγκινεί είναι επίσης ένας σημαντικός δείκτης.

Είστε από αυτούς που δεν φοβούνται να μιλήσουν για κοινωνικά θέματα. Νιώθετε ότι κερδίζετε ή ότι χάνετε έτσι;
Π.Κ. Εγώ νιώθω ότι κερδίζω διότι εκφράζομαι ελεύθερα. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν ήμασταν οι άνθρωποι που ο στόχος μας ήταν να γίνουμε viral ή να έχουμε πάρα πολύ κόσμο. Εκφράζουμε αυτά τα οποία έχουμε ανάγκη, προκειμένου εμείς να πατάμε τα πόδια μας στη γη.

Αυτό επιθυμούμε και εμείς ως ακροατές από τους καλλιτέχνες που μας ενδιαφέρουν.

Μ.Κ. Απλά δεν θεωρώ ότι λέμε και κάτι ιδιαίτερο. Το αυτονόητο λέμε, το προφανέστατο.

Π.Κ. Το προφανές για εμάς, βέβαια Μιχάλη, έτσι;

Μ.Κ. Μα το να πεις ότι ζούμε σε μια διεφθαρμένη χώρα, προφανές δεν είναι;

Π.Κ. Μάλλον, από ό, τι φαίνεται, όχι για όλους.

Μ.Κ. Ναι, αλλά το ότι δεν είναι προφανές για όλους, πρόβλημά τους.

Βέβαια, το πρόβλημα είναι ότι καμιά φορά μιλάς και ακούγεσαι μόνο απ’ τους ανθρώπους που ήδη ταυτίζονται μαζί σου.

Και δημιουργείται έτσι μια φούσκα, όπου ζεις μέσα της;
Μ.Κ. Εντελώς. Το είδαμε σε πάρα πολλές περιπτώσεις αυτό.

Νομίζω ότι η βασική δουλειά γίνεται όταν μαζευόμαστε στους δρόμους, όπως έγινε για τα Τέμπη. Τότε αντιλαμβάνεσαι μια διαφορά.

Πάντως εμείς τα αυτονόητα λέμε. Και κερδίζουμε την υγειά μας, όχι κοινό, γιατί όπως είπε ο Παντελής δεν έχουμε καμία καούρα για αυτό.

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Εν τω μεταξύ, νιώθω ότι με τη μουσική που κάνετε είναι σαν να έχετε πει από την αρχή στον εαυτό σας ότι “το κοινό μας δεν θα γίνει ποτέ μαζικό”.
Π.Κ. Ναι. Δεν μας ένοιαξε ποτέ το να αποκτήσουμε πολύ κοινό.

Έχετε αρκετό πάντως.
Π.Κ. Συμβαίνει επειδή μάλλον λέμε αυτό που έχουμε ανάγκη να πούμε. Αλλά ο στόχος μας δεν ήταν το μαζικό κοινό.

Μ.Κ. Τη μαζικότητα δεν την διεκδικούμε, όχι.

Π.Κ. Μπορεί να έρθει, μπορεί να μην έρθει.

Μ.Κ. Το θέμα είναι τι ζητάς. Ποια είναι η ανάγκη σου. Εμείς έχουμε άπειρη υπομονή και επιμονή σε αυτό που κάνουμε και νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που εν τέλει καταλήγει να μαζεύεται ο κόσμος.

Το θέμα είναι να έχεις εσύ την κατεύθυνσή σου και σιγά σιγά κάποιοι θα ακολουθήσουν. Γιατί άμα κυνηγάς το φως θα είσαι σαν τη μύγα.

Απλώς, ξέρεις, έχετε και λίγο δύσκολο ήχο. Είναι σαν ένα βήμα πιο μετά από τα υπόλοιπα.
Μ.Κ. Το θέλουμε. Αυτός είναι ο στόχος.

Θέλει και λίγο να εκπαιδευτεί ο άλλος σε εσάς. Μπορεί να του φανει παράξενο στην αρχή που θα ακούσει μια φωνή να του απαγγέλει ποίηση και ταυτόχρονα μια άλλη φωνή που θα του τραγουδάει.
Π.Κ. Μου αρέσει αυτό. Βλέπω πολύ συχνά κάποιον να τον παραξενεύει αυτό το οποίο συμβαίνει. Και υπάρχουν και φορές που βλέπω αυτόν τον άνθρωπο να τον χάνω, που και πάλι όμως δεν με ενοχλεί καθόλου, διότι αναγνωρίζω ότι δεν είναι στη φάση αυτή.

Ούτε θα πω κάτι άλλο για να με καταλάβει

Μ.Κ. Και είναι και κάπως σαν αυτοσκοπός. Δηλαδή εγώ προτιμώ να πει ο άλλος “τι βλακείες είναι αυτές” από το να προσπαθήσω εγώ να τον πιάσω.

Π.Κ. …με οποιονδήποτε τρόπο.

Μ.Κ. Ναι. Άμα σου πω το “Γλέντι” θα σε πιάσω. Αλλά το θέμα δεν είναι να πιάσεις αυτόν. Το θέμα είναι να πιάσεις εκείνον που έρχεται με ανοιχτές αγκάλες να λάβει πράγματα.

Π.Κ. Που και αυτός που δεν ήταν σε αυτήν τη φάση, μπορεί να μπει μετά.

Μ.Κ. Ακριβώς. Έχουν έρθει πολλά άτομα στις παραστάσεις, γιατί μία τύπισσα μπορεί να είπε στην παρέα της “παιδιά πάμε, είναι πολύ ωραίοι”.

Είναι και λίγο word of mouth η κατάσταση σας δηλαδή;
Π.Κ. Ναι. Πάρα πολλοί έρχονται και μας λένε “μου ‘χει σπάσει τα νεύρα. Σας ακούει όλη μέρα”.

Έχετε πολύ γυναικείο κοινό, έτσι;
Μ.Κ. Και γυναικείο και κουηράκια.

Π.Κ. Το κοινό μας είναι απλά τέλειο! Είναι τέλειο κοινό, τέλειο!

Και στα live δηλαδή βλέπετε ένα πολύχρωμο κοινό.
Π.Κ. Πολύχρωμο κοινό, διαφορετικές ηλικίες. Και μ’ αρέσει τόσο πολύ να μιλάω μαζί τους μετά την παράσταση.

Χθες είχαμε live με τη Μάρθα και γύρισα σπίτι μου 4 η ώρα γι’ αυτόν τον λόγο. Ήταν πάρα πολύ συμπαθητικά παιδιά.

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Εν τω μεταξύ, είδα τώρα που η Μάρθα Φριντζήλα πήγε σε μια εκπομπή στην ΕΡΤ και της είπαν απ’ την παραγωγή μήπως να έβγαζε την κονκάρδα της Παλαιστίνης και αρνήθηκε.
Μ.Κ. Η γυναίκα έκανε το αυτονόητο.

Π.Κ. Ναι, ο φόβος είναι πολύ περίεργο πράγμα. Τι φοβούνται; Τι φοβάστε; Να πείτε αυτό που βλέπετε;

Μ.Κ. Και το έκανε εκεί που μετράει, εκεί που έχει νόημα. Στην κρατική τηλεόραση. Είναι αυτό που λέγαμε και πριν. Καμιά φορά νιώθω ότι χάνεται το μήνυμα όταν θα το ποστάρω στο Instagram ή στο Facebook, όπου όλοι μου οι φίλοι συμφωνούν με μένα. Τι κερδίζω εκεί;

Αυτό το συνειδητοποιώ όταν βγαίνω στα live με κονκάρδα της Παλαιστίνης.

Π.Κ. Και όλο το κοινό φοράει κονκάρδα της Παλαιστίνης.

Μ.Κ. Να το πω αλλιώς. Ήμουν στο αεροδρόμιο, πηγαίναμε για ένα live στη Σαντορίνη με τη Νεφέλη και φορούσα μια κονκάρδα της Παλαιστίνης. Εκεί έβλεπα κατά βάση βλέμματα με μεγάλη απέχθεια γιατί στο αεροδρόμιο τώρα υπάρχουν Αμερικανοί, Ισραηλινοί κλπ.

Π.Κ. Και εγώ με το παλαιστινιακό βραχιόλι μου στην Πλάκα πρόσεξα πολλά βλέμματα.

Μ.Κ. Και τώρα εδώ στα Εξάρχεια θα σε δούνε αλλά εκεί για μένα έχει σημασία. Εκεί να σκας σαν την μύγα μες στο γάλα.

Αυτό έκανε η Μάρθα στην κρατική τηλεόραση που δεν μιλάει άνθρωπος. Βγήκε και είπε για τα νεκρά παιδιά στη Γάζα. Ε, πώς μετά να μην πάθουν;

Η Μποφίλιου γιατί πιστεύεις ότι δέχεται τόσο πόλεμο κάθε τόσο; Τι έχουν εναντίον της πια;
Π.Κ. Επειδή είναι γυναίκα.

Μ.Κ. Πρώτα απ’ όλα.

Π.Κ. Βέβαια. Αν ήταν άντρας θα ήταν πολύ η διαφορετική αντιμετώπιση.

Μ.Κ. Θα λέγανε “ο επαναστατικός” πχ…

Π.Κ. Ναι, θα λέγανε, “ο αντισυμβατικός”, ενώ τώρα είναι μια γυναίκα που τα λέει. Οπότε “ηρέμησε κουκλίτσα μου με τα ωραία σου τα φορέματα, σε παρακαλώ”. Αυτό παθαίνουν.

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Έχετε πολύ ωραία εξώφυλλα. Στο τελευταίο άλμπουμ, στα “παραμύθια της Μελπομένης”, αυτό το κοριτσάκι ποιο είναι;
Μ.Κ. Η μαμά μας, που τη λένε και Μελπομένη. Είναι μικρή στο χωριό εκεί.

Π.Κ. Αυτή ήταν μια φωτογραφία που αγαπούσαμε.

Μ.Κ. Τη λατρεύαμε. Έχει αυτήν τη χαρά του παιδιού, που κάνει σχοινάκι.

Σε όλους τους δίσκους έχουμε κάτι προσωπικό, κάτι δικό μας ώστε να πολλαπλασιάζουμε και αυτήν την αίσθηση. Στο εξώφυλλο στα “Ρεμπώτικα” είναι ο μπαμπάς μας με τον αδερφό του τον Πάρη, όταν ήταν μικροί στο χωριό. Το “Βαρβάρα Πρότζεκτ” είναι απ’ τη τη γάτα μας την Βαρβάρα. Και το σχέδιο στο εξώφυλλο είναι όντως η γατούλα μας.

Παρότι η μουσική σας έχει λίγο κάποια στοιχεία απ’ το παρελθόν, εσείς βγάζετε την αίσθηση ότι είστε πολύ άνθρωποι του τώρα.
Μ.Κ. Μπορεί οι δίσκοι να παραπλανούν λίγο, αλλά το vibe στο live μας είναι εντελώς του σήμερα.

Νιώθω ότι κάπως παλεύετε να ισορροπήσετε.
Π.Κ. Η ισορροπία έρχεται στα live γιατί υπάρχει μια διαφορά από το τι συμβαίνει όταν ακούς τα τραγούδια ή βλέπεις τα εξώφυλλα από το τί συμβαίνει εκεί.

Πάνω στη σκηνή αναπνέουμε πολύ το τώρα μας.

Μ.Κ. Ίσως έχει να κάνει με το ότι οι δίσκοι είναι μια καταγραφή, πράγμα το οποίο μένει στο διηνεκές και απευθύνεται σε όλες τις εποχές. Ενώ το λάιβ είναι σήμερα.

Εσείς νιώθετε πιο πολύ άνθρωποι του λάιβ παρά του στούντιο;
Π.Κ. Εγώ 100%. Μου άρεσε να είμαι πάνω στη σκηνή. Εκεί νιώθω πολύ πιο γεμάτος, πολύ πιο πολύχρωμος απ’ ό,τι στη ζωή μου, που είμαι λίγο πιο μουντός. Το στούντιο με στρεσάρει.

Κι όμως ξέρεις όσοι ακούμε μουσική, έχουμε ακούσει κατά καιρούς πολύ ωραίες ιστορίες από πράγματα που συνέβησαν μέσα σε κάποιο στούντιο.
Μ.Κ. Κοίταξε, και σε εμάς υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες γιατί έχουμε κάνει και έξι δίσκους. Αλλά η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία πολύ χρονοβόρα και κυρίως κοστοβόρα. Είμαστε παιδιά τα οποία δεν έχουμε λεφτά, ξέρεις, κινούμαστε με τα μέσα. Δεν έχουμε δηλαδή μπάτζετ, οπότε ό, τι μπορούμε να βγάλουμε από λάιβ ή από άλλες δουλειές μπαίνει εκεί στην ηχογράφηση.

Είναι αλλιώς ένας άνθρωπος που έχει έναν παραγωγό από πίσω και του δίνει 15.000 ευρώ να κάνει έναν δίσκο και αλλιώς ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ελάχιστα λεφτά να βγάλει κάτι.

Και κάθε ώρα μετράει…
Π.Κ. Εννοείται. Και δανεικά από εδώ και από εκεί. Πραγματικά ευχαριστώ όσους μου έχουν δανείσει λεφτά (σ.σ. γελαει).

Μ.Κ. Ναι, και δανεισμούς και να βρεις τρόπους να ηχογραφήσεις κάτι οικονομικά για να μπορείς να επενδύσεις κάπως αλλιώς μετά.

Το λάιβ είναι σίγουρα πολύ πιο ευχάριστο.

Υπάρχουν καλλιτέχνες “φτασμένοι” που να πεις ότι βοηθάνε;
Μ.Κ. Υπάρχουν και μπορεί να έχουν βοηθήσει με τον τρόπο τους.

Ναι, δεν εννοώ με λεφτά. Μπορεί να πουν ότι “αυτό το στούντιο το έχει φίλος μου. Πήγαινε δύο ώρες τζάμπα”.
Π.Κ. Παντού υπάρχουν κοινότητες ανθρώπων που στηρίζουν ο ένας τον άλλον.

Μ.Κ. Η Μάρθα στηρίζει πάρα πολύ.

Π.Κ. Η Μάρθα από το 2010 που ξεκινήσαμε τη σχέση μας, έχει σταθεί δίπλα μας εξωφρενικά βοηθητική. Από το να μας παραχωρεί χώρους, μέχρι…

Μ.Κ. Ανοίγει το στούντιο του Baumstrasse όποτε το θέλουμε.

Π.Κ. Αλλά και όλα αυτά τα χρόνια έχουν υπάρξει πολλοί άνθρωποι που μάς έχουν βοηθήσει.

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

(σ.σ. Αρχίσαμε να μιλάμε για παραστάσεις του Δεληβοριά όπως την Ταράτσα και το 1821: Η Επιθεώρηση)

Μ.Κ. Χρειάζονται αυτές οι παραστάσεις. Ο κόσμος πάει εκεί και καθαρίζει η ψυχούλα του γιατί ακούει το αυτονόητο, το οποίο δεν το ακούει από πουθενά.

Όλοι μιλάνε για τον έρωτα και για το χωρισμό και για το πόσο ο άνθρωπος υποφέρει. Και δεν μιλάει κανείς πραγματικά για το πόσο συντηρητισμό έχουμε.

Π.Κ. Ακόμα και όταν μιλάς για τον έρωτα, μπορείς να μιλήσεις για το ταξικό ζήτημα του έρωτα. Γιατί υπάρχει. Εκεί μέσα είναι και αυτό.

Μ.Κ. Τόσα χρόνια το ελληνόφωνο τραγούδι πήγε με τη φάση ότι ο έρωτας για να αξίζει πρέπει να έχει πόνο, να μην έρχεται εύκολα… Υπήρχε μία τάση προς το μίζερο και προς το στενάχωρο.

Και αυτό θεωρείται το ποιοτικό.
Μ.Κ. Όχι μόνο αυτό, αλλά συντονίζει και τον κόσμο προς τα εκεί. Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας ότι όταν είναι όλα δύσκολα και μαύρα, το θέμα είναι εμείς τι κάνουμε. Εμείς πρέπει μέσα σε όλο αυτό το πράγμα να χορέψουμε, να γελάσουμε, να χαρούμε. Γιατί δεν έχει νόημα να κουνάμε μια σούπα μιζέριας.

Πιστεύεις ότι δεν δίνουν διέξοδο αυτά τα τραγούδια;
Μ.Κ. Όχι. Και αυτή η λογική δίνει και ένα πάτημα στους τοξικούς ανθρώπους.

Δηλαδή αρκετά με το “θα τον αλλάξω μωρέ εγώ αυτόν τον μαλάκα, θα τον κάνω καλό”. Όχι, άστον τον μαλάκα. Κατάλαβες τι θελω να σου πω; Άστον τον τοξικό.

Π.Κ. Μην χάνεις τον καιρό σου με τα αγριόχορτα που λέει και ο Τζελαλεντίν Ρουμί.

Μ.Κ. Μακριά απ’ τους μαλάκες.

Απλά ξέρεις τι σκέφτομαι. Μήπως σήμερα παρατάμε κάποιον υπερβολικά εύκολα; Δεν χρειάζεται να τον αλλάξουμε αλλά δώσε και λίγο παραπάνω χρόνο. Μη δεις ένα στραβό και αμέσως να φύγεις. Κατάλαβες; Δεν μιλάω για τρομερά πράγματα, εκεί εντάξει, φεύγεις κατευθείαν.
Π.Κ. Ναι, δεν ξέρω, γιατί είναι και πολύ προσωπικό βέβαια για τον καθένα. Πχ εγώ ως Παντελής έχω μάθει ότι όποιος άνθρωπος μού φέρεται με ωραίο τρόπο να κολλάω πάνω του. Όμως αυτό δεν είναι απαραίτητα σωστό. Εννοώ ότι δεν αρκεί.

Μ.Κ. Ναι, έχει μια διαφορά αυτό που είπες με αυτό που λέω εγώ. Πώς το είπες;

Ότι δεν παλεύουμε τόσο πολύ πια για τις σχέσεις.
Μ.Κ. Εγώ θεωρώ ότι μπαίνουμε στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους με πάρα πολύ υψηλές προσδοκίες, οπότε απογοητευόμαστε εύκολα. Είναι προτιμότερο να μπαίνεις με χαμηλές προσδοκίες. Να καλωσορίσεις ό, τι έρχεται, αλλά αν κάτι δεν σου κολλάει, να το διώχνεις. Αν είναι μαλάκας, άστο να πάει στο διάολο.

Γενικά πάντως να μην ξεκινάς με το υψηλό στάνταρ του τύπου “εγώ θέλω να είναι έτσι, έτσι και έτσι”. Τίποτα δεν θες. Ξεκίνα από κάτω και μπες στη φάση.

Π.Κ. Και γενικά άμα δεις red flag, φύγε! Μην το καταπίνεις το red flag.

Μ.Κ. Σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, όχι μόνο σεξουαλικές. Σε όλα. Μπες γυμνός στη φάση και άμα δε σου κάνει το ρούχο, μην το βάλεις. Κατάλαβες; Όχι ότι “εγώ θέλω μόνο αυτά τα ρούχα, εγώ θέλω να είναι μόνο έτσι”.

Αλλά αν δεν σου κάνει κάτι, άστο, φύγε. Μην προσπαθήσεις γιατί δεν προλαβαίνουμε.

Δεν προλαβαίνετε; Πόσο χρονών είστε;
33.

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Άσχετο. Τα πανηγύρια πώς τα βλέπετε;
Μ.Κ. Εμείς μεγαλώσαμε σε κρητικά πανηγύρια. Εμένα με έχει πάρει ο ύπνος δίπλα σε λαούτα και λύρες από μικρό παιδί. Ειδικά στον Παντελή αρέσουν και πάρα πολύ.

Π.Κ. Αγαπάω πολύ πανηγύρια, μου αρέσει πάρα πολύ να χορεύω. Αλλά κυρίως τα κρητικά.

Τώρα έχουν πάρει μεγάλη δημοφιλία. Καταλαβαίνω ότι είναι ανάγκη των ανθρώπων.

Σκέφτομαι καμιά φορά μήπως είναι λίγο μια συντηρητική στροφή. Κάπως μου κλωτσάει να βλέπω ένα εικοσάχρονο τόσο τρελαμένο με τα πανηγύρια.
Μ.Κ. Εμένα μ’ αρέσει και το πανηγύρι αλλά δεν μπορώ να πω ότι μ’ αρέσει πολύ να το βλέπω στην Αθήνα. Προτιμώ εδώ να ακούω πρωτότυπα έργα, να ακούω κάποιον που θέλει να προτείνει κάτι στο κοινό και να πηγαίνω στην Αμοργό και να δω εκεί ένα πανηγύρι. Όχι το ανάποδο. Δεν θα πάει ο άλλος στην Ικαρία να παίξει μελοποιημένη ποίηση και να τραγουδάει Αρλέτα.

Π.Κ. Δεν ξέρω αν αυτό που λες με βρίσκεις έστω και 1% σύμφωνο. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο να μην μπορεί κάποιος να πάει να πει μελοποιημένη ποίηση στην Ικαρία;

Μ.Κ. Σ’ ένα πανηγύρι στη γιορτή της Παναγίας να βγαίνει ο άλλος να τραγουδάει τη Σερενάτα;

Π.Κ. Όχι στη γιορτή της Παναγίας.

Μ.Κ. Μα εγώ αυτό λέω. Τη στιγμή που κάνεις ένα πανηγύρι Δεκαπενταύγουστο, τι θες στην Τεχνόπολη;

Π.Κ. Ρε φίλε όμως άμα όμως έχουν ανάγκη άνθρωποι να πάνε να βιώσουν ένα πανηγύρι όντας στην Αθήνα.

Μ.Κ. Άλλο το να θες να βιώσεις ένα πανηγύρι και να κάνει ένας μία εκδήλωση, να παίζουν πανηγύρι και άλλο το να βγαίνουμε εμείς να ξεκινάμε με τον Γκανά και μετά κάποια στιγμή να πούμε “ωραία, έλα, να παίξουμε τώρα και τρια παραδοσιακά να χορέψει ο κόσμος”.

Αλλά αυτό είναι άλλο. Το πανηγύρι μια χαρά είναι. Προχωράει και αλλάζει και εξελίσσεται.

Π.Κ. Τώρα που το λες έτσι, ναι.

Με αφορμή το περιστατικό στην Αμοργό με τα παιδιά που σήκωσαν την παλαιστινιακή σημαία και κάποιους τους ξένισε, σκεφτόμουν ότι φάνηκε ο συντηρητικός χαρακτήρας που γενικά έχουν τα πανηγύρια. Ότι όσο και να τα αγκαλιάσουν οι προοδευτικοί άνθρωποι, αυτή η φάση δεν θα είναι ποτέ “δικιά μας”.
Μ.Κ. Έβλεπα έναν καθηγητή λαογράφο στην τηλεόραση, ο οποίος έλεγε ότι “στην πραγματικότητα το πανηγύρι, ούτως ή άλλως, έχει να κάνει με το σήμερα. Το σημερινό παραδοσιακό είναι άλλο από αυτό που ήταν πριν 50 χρόνια και μ’ αυτό που θα είναι μετά από 50 χρόνια. Γιατί αλλάζει συνέχεια. Και αυτό τώρα που έχουμε είναι πάλι νέο. Δηλαδή το τωρινό παραδοσιακό θα έχει μέσα και την παλαιστινιακή σημαία.

Και από τη στιγμή που στις συναυλίες πάντα φωνάζανε συνθήματα για τους φασίστες ή είχαν σημαίες, τώρα αφού ο ίδιος κόσμος πάει στα πανηγύρια και τα αντιμετωπίζει και ως λάιβ, όλα αυτά θα μεταφερθούν κι εκεί.
Μ.Κ. Απλά με το που θα βάλεις μέσα σε ένα είδος και τη μαζικότητα -όπως τώρα στο πανηγύρι- προφανώς μέσα θα δεις και τον κάγκουρα, θα δεις και τον φαλλοκράτη και όλους.

Αλλά όλο έχει να κάνει με τη μαζικότητα, διότι δεν θα μιλάγαμε τώρα για το πανηγύρι αν είχε παραμείνει όμως ήταν πριν 15 χρόνια.

Σωστά, ναι. Άσχετο αλλά σημαίες έχουμε και στις δικές σας συναυλίες, έτσι;
Μ.Κ. Πρώτα απ’ όλα από εμάς τους ίδιους. Εμείς βγαίνουμε με σημαία.

Π.Κ. Υπάρχει μία τρανς σημαία πολύ όμορφη που είχα αγοράσει από το Βερολίνο που πλέον έχει ξεθωριάσει -μάλλον πρέπει να ξαναπάω στο Βερολίνο να πάρω. Και συνήθως έχουμε και μία καφίγια.

Μ.Κ. Αλλά γενικά στα live είναι ελεύθερος ο καθένας να φέρει ό,τι σημαία γουστάρει και να πει ότι ό,τι θέλει.

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Να σας ρωτησω κατι για τους γονείς σας; (σ.σ. χαμογελούν κατευθείαν). Έχουν καταλάβει τι κάνετε ή πρέπει να δουν μια συναυλία με τον Νταλάρα, όπως κάνατε, για να πούνε “α, τα παιδιά μας κάτι καλό πρέπει να έχουν πετύχει”.
Μ.Κ. Κοίταξε, όταν ήμασταν είκοσι χρονών παίζαμε με τη Φαραντούρη, οπότε το κατάλαβαν νωρίς.

Ή όταν ήμασταν 16 χρονών είχαμε γνωρίσει τον Γκανά, ο οποίος τους μίλησε κιόλας, οπότε καταλάβαιναν ότι αυτό που κάνουμε έχει κάποιες ποιότητες και κάποια νησιά στα οποία πατάμε.

Π.Κ. Αλλά επιπλέον η μάνα μας πάντα χαίρεται όταν βλέπει κάτι το οποίο είναι σκέτο μπρίο και χαρά.

Γενικά, ως άνθρωπος δηλαδή.
Π.Κ. Ναι. Πολύ συχνά μετά τα live έρχεται και μου λέει “Παντελή, ήσουν τέλειος”, παρότι δεν καταλάβαινε ακριβώς αυτό που κάναμε. Έπαιρνε όμως το vibe, το οποίο είναι μέσα στη χάρη και στο φως.

Μ.Κ. Γι’ αυτό σου λέω ότι είμαστε τυχεροί: γιατί χαίρονται να μας βλέπουν καλά -χαρούμενους, υγιείς, αγαπημένους. Κι αυτό είναι βασικό.

Το επίσης βασικό είναι ότι οι ίδιοι δεν είχαν κάποια σχέση με τη μουσική, έτσι ώστε να έχουν το ψώνιο “να γίνουν τα παιδιά μου καλλιτέχνες”.

Τραγουδάνε καθόλου;
Π.Κ. Βέβαια, τραγουδάει πολύ γλυκά η μαμά.

Μ.Κ. Η μανούλα τραγουδάει σε μια χορωδία, αλλά μόλις τον τελευταίο χρόνο.

Π.Κ. Επίσης η μαμά όταν ήταν μικρή έγραφε ποιηματάκια. Και ο μπαμπάς είναι καλλιτέχνης, τεχνίτης. Έχει φτιάξει ένα σπίτι στο χωριό πέτρα την πέτρα. Φυτεύει δέντρα και είναι σαν να γράφει ποίηση.

Μ.Κ. Έχει φτιάξει αυτό το σπίτι (σ.σ. μου δείχνει φωτογραφία ένα πέτρινο σπίτι με μεγάλο κήπο και με ελαιόδεντρα δίπλα στη θάλασσα).

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Σκοπεύετε κάποια στιγμή να βγάλετε κι έναν δίσκο με δικά σας ποιήματα;
Μ.Κ. Όχι μωρέ, γιατί εγώ τα ποιήματα που μελοποιώ, σαν δικά μου τα έχω.

Π.Κ. Εμείς πάντα ψάχνουμε να βρούμε υλικό που ταυτιζόμαστε. Δεν μας ενδιαφέρει καθόλου να βγούμε μπροστά με δικό μας υλικό. Μας ενδιαφέρει να περνάει το μήνυμα και η ανάγκη μας.

Μ.Κ. Και το ωραίο με την ποίηση είναι ότι αυτά που έχει γράψει κάποιος τα έχει κλείσει. Δεν περιμένει μουσική. Έχει γράψει τη συλλογή του και έχει επικοινωνήσει το μήνυμα ακριβώς όπως το θέλει, με αποτέλεσμα όταν εγώ πλέον θα το διαβάσω το ποίημα να είναι όντως δικό μου.

Το λένε αυτό για τους ποιητές ότι το ποίημα φεύγει από τον ίδιο, γιατί έχει βρει μια απόχρωση στο σύμπαν και σου λέει αυτή την απόχρωση εννοώ. Οπότε μετά και εσύ όταν ψάχνεις τη δική σου απόχρωση και την βρίσκεις σε ένα ποίημα, τότε γίνεται δικό σου.
Και αυτός ο τρόπος μας κάνει να μη βαριόμαστε. Δηλαδή, κάθε φορά που θα πω ένα ποίημα του Πεσσόα, ένα ποίημα του Γκανά, δεν βαριέμαι.

Εν τω μεταξύ τον Γκανά τον έχει μελοποιήσει και ο Ξυδάκης… Θέλω να πω έχετε να “ανταγωνιστείτε” και βαριά ονόματα σε αυτό το πεδίο. Δεν είναι εύκολο.
Μ.Κ. Ναι, είναι ωραίο. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό και ευνοημένο που έκανα παρέα με αυτούς τους ανθρώπους… με τον Μιχάλη Γκανά, με τον Νίκο Μοσχοβάκο, τον Ντίνο Σιώτη, τον Χρονά, την Αγγελάκη-Ρουκ. Έτσι είδα ένα πλανήτη άλλον από αυτό που συμβαίνει σήμερα.

Τι πιστεύεις ότι αυτοί έπαιρναν από εσάς;
Π.Κ. Το νέο. Αυτοί χαίρονταν πάρα πολύ, διότι έβλεπαν νέους ανθρώπους να αγαπάνε την ποίηση. Νομίζω αυτό και μόνο τους αρκούσε.

Μ.Κ. Νομίζω ότι η ηλικία δεν παίζει ρόλο στον συντονισμό με κάποιους ανθρώπους.

Ακόμα και 60 χρονών να είσαι μπορείς να συντονιστείς πνευματικά με έναν 20άρη και αυτό φαίνεται πάρα πολύ στην ποίηση.

Ο Ρεμπώ έγραψε το 1873 και εσύ διαβάζεις ένα ποίημα του σήμερα και συντονίζεσαι το 2025.

Νιώθατε ότι είστε ίδια ηλικία;
Π.Κ. Ξεκάθαρα.

Ετοιμάζετε κάτι από μουσική αυτό το διάστημα;
Μ.Κ. Θα βγει ένα κομμάτι μας στις 29 του Σεπτέμβρη που είναι για το τέλος του καλοκαιριού. Ένα ποίημα του Ντίνου Σιώτη, που μιλάει για το πως κλείνουμε το εξοχικό και γυρίζουμε πίσω στην Αθήνα. Επίσης ετοιμάζουμε και με τη Μάρθα Φριντζήλα ένα δίσκο παρέα σε δικά της ποιήματα και δική μου μουσική.

Οι στιχουργοί δεν σας κάνουν;
Μ.Κ. Μας κάνουν απλά δεν έχω λάβει ιδιαίτερα πολλά πράγματα από στιχουργούς.

Υπάρχουν άνθρωποι που σας στέλνουν ποιήματά τους στο ίντερνετ για να βάλετε μουσική;
Μ.Κ. Συνέχεια.

Π.Κ. Το αστείο είναι ότι συνήθως έρχονται σε μένα. Δεν ξέρω τι νομίζουν. Μίλα λίγο, Μιχάλη μου, πάνω σ’ αυτό. Να ξέρουν τα παιδιά τι να κάνουν, διότι προσεγγίζουν εμένα και αυτό είναι λάθος. (σ.σ. Σκύβει προς το κινητό μου που ηχογραφεί την κουβέντα μας) Στον Μιχάλη να πηγαίνετε.

Επειδή μάλλον εσύ κάνεις την πρόζα, έχουν ταυτίσει τα ποιήματα με σένα. Δεν θέλω να προσβάλλουμε κάποιον αλλά μπορείτε να θυμηθείτε έναν πολύ αστείο στίχο που έχετε διαβάσει;
Π.Κ. Ο Κοέλιο έχει γράψει κάτι ποιήματα τα οποία είναι ξεκαρδιστικά.

Μ.Κ. Πολύ γέλιο!

Π.Κ. Δηλαδή προτείνω τον κόσμο να πιει κανένα ποτάκι, να καπνίσει τίποτα και να αρχίσει να διαβάζει Πάολο Κοέλιο. Θα γελάσει πάρα πολύ.

Μ.Κ. Όσο για άλλους που μας έχουν στείλει, δεν θυμάμαι τώρα κανένα στίχο να σου πω αλλά σίγουρα ρε φίλε, μην κάνεις ομοιοκαταληξία “Άδη/χάδι”. Όχι άλλο Καιάδα.

Π.Κ. Ή κάνε για να γελάσουμε. Το αληθινό γέλιο βγαίνει από πολύ καλά γραμμένα ποιήματα. Παραδείγματος χάριν, και θα την κάνω αυτήν τη μνεία τώρα, είναι ένα ποιητό, το Μότσι Γεωργίου, το οποίο έχει γράψει ένα ποίημα το οποίο λέει περίπου το εξής:

Μαζί σου ένιωθα σαν την τυχερή πινιάτα. Πάντα χαιρόσουν όταν με έβλεπες, αλλά ποτέ δεν έβρισκες κάτι που να σου αρέσει.

Φίλε, όταν το διάβασα αυτό το ποίημα τρελάθηκα.

Υπάρχει και χιούμορ στην ποίηση.

Σχετικό Άρθρο
Info:

Το 4ο Φεμινιστικό Φεστιβάλ θα διεξαχθεί στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου στον Κήπο του Παντείου Πανεπιστήμιου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα