ΜΑΘΑΜΕ ΠΩΣ ΕΧΕΙΣ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ. ΚΑΙ ΞΕΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ
Βρήκαμε ένα βιβλιοπωλείο που σε “καλεί” να προχωρήσεις στα ενδότερα και να ανακαλύψεις ή να αναγεννήσεις την αγάπη σου για τα βιβλία.
Περπατάς, περπατάς όχι στο δάσος, αλλά σε έναν από τους πιο γνωστούς δρόμους της Νέας Σμύρνη -την Ομήρου-, που δεν ξέρω αν ξέρεις, αλλά συνεχίζεται και μετά το ύψος της πλατείας -μετά τον κινηματογράφο Σπόρτινγκ. Διαπιστώνεις πως η πόλη έχει να δώσει διάφορα ιδιαίτερα, πέρα από καφέ και ρούχα και ξαφνικά νιώθεις ότι διακτινίστηκες στο Λονδίνο.
Είναι η στιγμή που πέφτει το μάτι σου πάνω στο Penny Lane, που δεν είναι το τραγούδι των Beatles, αλλά βιβλιοπωλείο που σε ‘τραβάει’ να το επισκεφτείς.
Αρχικά σε κερδίζει η αισθητική που δεδομένα είναι διαφορετική από ό,τι συνάντησες στο διάβα σου. Αυτομάτως, σε ‘στέλνει’ σε άλλες εποχές και χώρες. Νιώθεις τη διάθεση σου να ‘φτιάχνει’. Αυτό είναι κάτι που λένε οι γείτονες στην Πέννυ Μοσχογιάννη, την ιδιοκτήτρια του Penny Lane: πως κάθε πρωί που ανοίγουν τα παράθυρα τους και πέφτει το βλέμμα τους στην επιχείρηση της, αισθάνονται καλύτερα. “Ανοίγει” η ψυχή τους.
Το design και η βιτρίνα εξάπτουν την περιέργεια, στο βαθμό που να θες να μπεις στο βιβλιοπωλείο. Τα όσα αντικρίζεις με το που ανοίγεις την πόρτα, σε κάνουν να θες να μείνεις στο χώρο, ώστε να κάνεις τις αναζητήσεις σου ή ενδεχομένως να απολαύσεις κι έναν καφέ, όπως διαβάζεις τις πρώτες σελίδες μιας επιλογής σου.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε τυχαία. Ήταν το όνειρο της Πέννυς που φέτος έγινε πραγματικότητα σε ένα χώρο που για χρόνια λειτουργούσε ένα μανάβικο.
Εξηγεί στο NEWS 24/7 πως «η αγάπη μου για τα βιβλία υπήρχε στην οικογένεια. Διάβαζα πολλά βιβλία από μικρή, όπως και οι γονείς μου, αλλά και η αδελφή μου. Ο πατέρας μου μας έβαλε σε αυτό το μονοπάτι, γιατί τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα, όταν επέστρεφε από τη δουλειά μας έφερνε από ένα βιβλίο. Έτσι τα μάθαμε. Όταν τα έχεις μέσα στο σπίτι και βλέπεις τον γονιό να τα ανοίγει και να τα διαβάζει, είναι μοιραίο κάποια στιγμή να θες να τα ανοίξεις και να τα διαβάσεις κι εσύ».
Ως σπουδάστρια γραφιστικής άρχισε να αναζητά μια δουλειά, για να έχει ένα εισόδημα. Ο πρώτος προορισμός ήταν τα βιβλιοπωλεία «και με προσέλαβαν σε μικρό, συνοικιακό βιβλιοπωλείο της Νέας Σμύρνης. Μετά το πτυχίο, εργάστηκα ως γραφίστρια σε ένα γραφείο, δούλεψα για λίγες ημέρες, αλλά έφυγα γιατί μου έλειπε πραγματικά το βιβλίο».
Ακολούθησαν 18 χρόνια στον Ελευθερουδάκη και πολλά ακόμα χρόνια σε άλλους εκδοτικούς οίκους («όπως τον Κλειδάριθμο, τον Κάκτο κ.α.»), σε θέσεις πώλησης, αλλά και οργανωτικές «καθώς μου άρεσε να αναλαμβάνω διάφορες προκλήσεις».
Τι ήταν όμως, αυτό που της έλειψε -κάτι που μπορούμε να καταλάβουμε οι παλαιότεροι, όχι όμως και οι γενιές που γεννήθηκαν ουσιαστικά, με ένα κινητό στο χέρι.
«Η αφή, η μυρωδιά και η επικοινωνία με τον κόσμο. Μέσα από αυτήν έμαθα να δουλεύω στο βιβλίο. Έμαθα τα βιβλία και τους ανθρώπους».
Τι της δίδαξε αυτή η επικοινωνία; «Την υπομονή, την κατανόηση, το να φιλτράρω δυο και 3 φορές αυτό που θα πω, να μην κρίνω κανέναν από μια κουβέντα. Ή από την εμφάνιση. Έμαθα να διαχειρίζομαι τα στερεότυπα με τα οποία μεγαλώνουμε όλοι και κάποια κλισέ του εμπορίου.
Παραδείγματος χάριν, αν κάποιος μπει στο βιβλιοπωλείο και δεν είναι πολύ καλά ντυμένος, δεν σημαίνει αυτομάτως πως δεν έχει μεγάλη αγοραστική δύναμη. Για εμένα είτε κάποιος αφήνει 5 ευρώ είτε 5.000 ευρώ είναι το ίδιο. Προσφέρω μια υπηρεσία και ένας άνθρωπος μου προσφέρει τα χρήματα του.
Με την ενασχόληση μου με τα βιβλιοπωλεία έμαθα να μπορώ να βλέπω πίσω από τις λέξεις. Νιώθω πως η επικοινωνία με τον κόσμο στα βιβλιοπωλεία με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Αναφέρομαι στο συγκεκριμένο είδος επικοινωνίας. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν εργαζόμουν σε ένα κατάστημα με παπούτσια, αν θα ήταν το ίδιο».
Έγινε το μήνυμα που ήθελε να περάσει στην 10χρονη κόρη της
Έπειτα από δεκαετίες εργασίας για άλλους, πέρυσι αποφάσισε να δουλέψει για τον εαυτό της. «Άργησα λίγο (γελάει), αλλά ήταν κάτι το αναπόφευκτο, ένα στοίχημα που έβαλα με τον εαυτό μου. Έχω ένα κοριτσάκι 10 ετών που με άκουγε κατά καιρούς να λέω ότι θέλω να δημιουργήσω το δικό μου βιβλιοπωλείο, Ήθελα να της δείξω πως όταν θες κάτι πραγματικά, όταν αγαπάς πολύ κάτι δεν το βάζεις ποτέ κάτω. Το προσπαθείς και το πετυχαίνεις.
Ήθελα να δείξω στην κόρη μου πως πάντα είναι προτιμότερο να διεκδικείς κάτι που αγαπάς, να το προσπαθείς, ακόμα και αν είναι αμφίβολο το αποτέλεσμα, από το να μην το επιχειρείς καν και να μετανιώνεις που δεν έκανες τίποτα».
Πριν την απόφαση της να τολμήσει, είχε έτοιμο το βιβλιοπωλείο στο μυαλό της.
«Πρώτα απ’ όλα, ήθελα να έχει ποικιλία από τίτλους, να μην είναι δηλαδή ένα ειδικό βιβλιοπωλείο. Να μπορεί να βρει κάτι που του αρέσει ακόμα και κάποιος άνθρωπος που δεν διαβάζει πολύ. Ή ακόμα και αν ανήκει σε δύσκολο αγοραστικό κοινό.
Επίσης, ήθελα οπωσδήποτε να μένει στο χώρο, όποιος μπαίνει σε αυτόν είτε ψωνίσει είτε όχι. Στο μυαλό μου, το βιβλίο, για αυτούς που το αγαπούν, είναι ένα προϊόν πολιτισμού. Δευτερευόντως είναι εμπορικό προϊόν.
Δεν με απασχολεί λοιπόν, αν έλθει κάποιος, χαζέψει, πούμε δυο κουβέντες και φύγει χωρίς να πάρει κάτι. Προφανώς και κάνω αυτήν τη δουλειά για βιοποριστικούς λόγους, αλλά με ενδιαφέρει να ξαναέλθει ο ίδιος άνθρωπος για να πάρει κάτι και να δώσει κάτι.
Αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα να αισθάνεται οικεία, σαν να είναι στο σπίτι του όποιος έρχεται στο Penny Lane. Για αυτό και έχω σοκολατάκια για το κέρασμα των επισκεπτών».
Έχει εξαιρετικές πολυθρόνες και ακόμα πιο εξαιρετικό καναπέ. Δεν υπάρχει έπιπλο ή αντικείμενο που δεν έχει αισθητική.
«Είχα την απόλυτη εικόνα του τι ήθελα, αρχής γενομένης από τα χρώματα. Μου πήρε καιρό για να επιλέξω. Το ζητούμενο μου ήταν κάτι που να γαληνεύει, αλλά να μην είναι και αδιάφορο». Δεν θυμάται πόσα μπλε είδε, πριν καταλήξει σε αυτό που ξεχωρίζει το βιβλιοπωλείο από το περιβάλλον του.
Δούλεψε και πολύ επί του φωτισμού «γιατί ήθελα να είναι επαρκής, αλλά όχι… ανακριτικός -σαν να μπαίνεις σε οδοντιατρείο». Ό,τι θα δεις στο χώρο, έχει από πίσω του πολλή έρευνα «και όλα συνδέονται με κάποιον τρόπο με το βιβλίο». Από τις κούπες έως τα πορτατίφ που μπορείς να αγοράσεις.
«Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ»
Τη σήμερον ημέρα ζούμε εν πολλοίς, στον ψηφιακό κόσμο που έχει απλοποιήσει μεν την καθημερινότητα μας, αλλά έχει δημιουργήσει και πολλά προβλήματα. Δυσκολευόμαστε να συγκεντρωθούμε σε κάτι που διαρκεί περισσότερο από κάποια δευτερόλεπτα.
Πώς μετά, να μπορούμε να απολαύσουμε την ανάγνωση ενός βιβλίου, όταν δεν είναι καλοκαίρι και δεν είμαστε στην παραλία;
«Αυτό που βλέπω τώρα είναι ότι επιστρέφει πολύς κόσμος -και νέος κόσμος- στην κλασική λογοτεχνία, την ελληνική και τη μεταφρασμένη. Αυτό για αρκετό διάστημα είχε μειωθεί κατά πολύ».
Πώς εξηγείται το comeback και μάλιστα μέσω κλασικών έργων;
«Νομίζω ότι γυρνούν πίσω σε μια στιγμή στην αισθητική της εποχής, γιατί η κλασική λογοτεχνία δεν είναι μόνο το ανάγνωσμα αυτό καθεαυτό. Σου περιγράφει και μια εποχή γενικά. Ίσως αυτό να αναπολεί λίγο ο κόσμος. Επίσης, έχω δει και μια στροφή προς την ιστορία, τη φιλοσοφία και τα δοκίμια. Δηλαδή, το ερευνητικό κομμάτι απασχολεί αρκετό κοινό. Αναφέρομαι στο αναγνωστικό, το επιμελές, όχι σε κάποιον που θα έλθει για να πάρει ένα δώρο.
Βλέπω πως ψάχνουν. Τι; Μάλλον πώς φτάσαμε εδώ όπου είμαστε σήμερα. Να βρουν μια σύνδεση. Ενδεχομένως αυτός είναι ο λόγος που για παράδειγμα, το «Δωσίλογοι» του Μενέλαου Χαραλαμπίδη έχει τόση μεγάλη επιτυχία. Είναι καλογραμμένο, έχει γίνει φοβερή έρευνα επί ενός δύσκολου θέματος, ωστόσο βοηθά ως προς την κατανόηση του να μάθουμε πώς φτάσαμε σε αυτήν την εχθρική καθημερινότητα».
Το βιβλίο εξακολουθεί να είναι δώρο, σε περιόδους πέραν των Χριστουγέννων -και του Secret Santa;
«Ναι, εξακολουθεί να είναι δώρο. Δεδομένα το αναγνωστικό κοινό, οι άνθρωποι που διαβάζουν συστηματικά, είναι μικρό -οι έρευνες λένε πως είναι το 10% του συνολικού πληθυσμού. Ωστόσο, είναι πολλοί εκείνοι που επιλέγουν ένα βιβλίο για δώρο και δη για παιδιά».
Το καλοκαίρι εξακολουθεί να είναι η high season του βιβλίου;
«Ναι, κάτι που ισχύει φυσικά για τα Χριστούγεννα και τις γιορτές. Για να λέμε την αλήθεια, πέρα των ανθρώπων που απολαμβάνουν το διάβασμα και θεωρούν το βιβλίο κομμάτι του πολιτισμού, αναφερόμαστε σε ένα δώρο που μπορείς να αγοράσεις με 15, 20 ευρώ. Εν τω μεταξύ, κάποιος μπορεί να διαβάσει το ίδιο βιβλίο μια και δυο και τρεις φορές και να αντιλαμβάνεται διαφορετικά πράγματα, σε κάθε διαφορετική φάση της ζωής του -αναφέρω χαρακτηριστικά την Ασκητική του Καζαντζάκη».
Τα παιδιά τι επιλέγουν;
«Είναι πολύ παρήγορο αυτό που συμβαίνει με τα παιδάκια. Όταν άρχισα την πορεία μου, τη δεκαετία του ‘90 οι γονείς ήταν ιδιαίτερα χειριστικοί. Έλεγαν στο παιδί να διαλέξει ό,τι θέλει, διάλεγε, το ρωτούσαν “καλά τώρα, σου αρέσει αυτό;” και τελικά αγόραζαν αυτό που ήθελαν εκείνοι. Τώρα, έρχονται με τα παιδιά και τα αφήνουν για ώρα να περιηγηθούν στο χώρο, να ανακαλύψουν τι τους αρέσει και να τους το αγοράσουν. Το παιδί παίρνει την πρωτοβουλία», μάλλον γιατί οι γονείς έχουν ως προτεραιότητα να το απομακρύνουν όσο μπορούν από τις οθόνες.
«Συμβαίνει και κάτι άλλο που βλέπω και στο δικό μου σπίτι: πόσα ρούχα και πόσα παιχνίδια να πάρεις στο παιδί;».
Η Πέννυ λέει και ότι τα παιδιά αγοράζουν και διαβάζουν βιβλία έως τα 12, 13 «μετά σταματούν για ένα διάστημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν επιστρέφουν αργότερα. Τουναντίον. Μάλιστα επιστρέφουν και δυναμικά, αρχίζοντας με φανταστική λογοτεχνία. Διαλέγουν συνήθως τις σειρές μυστηρίου και περιπέτειας που έχουν και λίγο χιούμορ».
Πώς δημιουργούνται πια οι νέοι αναγνώστες;
«Αρχικά έρχονται στο βιβλιοπωλείο, συχνά με παρέα που θέλει να αγοράσει ένα βιβλίο. Επιστρέφουν και αγοράζουν κάτι για τους ίδιους. Πριν λίγες ημέρες περνούσαν δυο κορίτσια απ’ έξω, η μια έσυρε την άλλη μέσα, δεν θυμάμαι καν αν ψώνισαν κάτι. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι δυο ημέρες μετά, η φίλη -το κορίτσι που είχε συρθεί στο χώρο- ήλθε μόνη.
Αισθάνθηκα πως αυτή ήταν μια νίκη. Κάθε φορά που κερδίζεις μικρά παιδιά, που τα βγάζεις έστω και για πέντε λεπτά από τον ψηφιακό κόσμο για να τα βάλεις στον πραγματικό, είναι νίκη. Η ιδανική συνθήκη για εμένα είναι να υπάρχουν συμπληρωματικά οι δυο κόσμοι».
Είναι το βιβλίο ο πιο εύκολος τρόπος να μάθεις σωστά ελληνικά και άρα να εκφράζεσαι και να επικοινωνείς;
«Ποιος άνθρωπος μπορεί να ζει μέσα στο μυαλό του, με γραμματικούς κανόνες και συντακτικό; Όποιος άνθρωπος διαβάζει βιβλία, μαθαίνει ασυναίσθητα και τη δομή της γλώσσας. Ξέρει πώς να χρησιμοποιεί τις λέξεις, να γράφει σωστά, να επικοινωνεί σωστά. Αυτό σημαίνει ότι έχει βαθιά γνώση της γλώσσας».
Και αυτό συμβαίνει με έναν πολύ απλό και διασκεδαστικό τρόπο: την ανάγνωση ιστοριών που μπορούν να μας μεταφέρουν σε άλλους κόσμους εποχές και να μας κάνουν την ημέρα μας καλύτερη.