Η ΟΠΛΟΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΑ SOCIAL MEDIA ΑΝΟΙΞΑΝ ΤΗΝ ΠΛΗΓΗ ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Μετά τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ ζούμε μια διαρκή «επόμενη μέρα» με το βλέμμα του κόσμου να είναι στραμμένο με αγωνία στις ΗΠΑ.
Ο φόβος ότι η χώρα βυθίζεται σε μια πρωτόγνωρη και αλλόκοτη εποχή πολιτικής βίας παραμένει παρών , ενώ δεν λείπουν αυτοί που προβλέπουν πως στο εξής οι διαφορές δεν θα λύνονται με λόγια και επιχειρήματα, αλλά πιο συχνά με όπλα και αίμα.
Οι ΗΠΑ δεν είναι σκανδιναβική χώρα. Γεννήθηκαν μέσα στον πόλεμο και την αιματοχυσία. Σε λιγότερο από έναν αιώνα από τη ίδρυσή τους έζησαν και έναν εμφύλιο πόλεμο με συγκλονιστικές κοινωνικές , πολιτισμικές και οικονομικές αντιθέσεις που λειτούργησαν σαν ανοιχτές πληγές και ενέπνευσαν λογοτέχνες και σκηνοθέτες.
Αλλά και στην εκρηκτική κοινωνικά δεκαετία του 1960 οι πολιτικές δολοφονίες (Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Μάλκολμ Χ, Μέντγκαρ Έβερς, Τζον και τον Μπόμπι Κένεντι). και οι μαζικές διαδηλώσεις ήρθαν να προστεθούν στην άνθιση της μουσικής, του σινεμά, της σεξουαλικής απελευθέρωσης και της ουτοπίας.
Παρολα αυτά η Αμερική άντεξε.
Αυτές οι διαπιστώσεις σύμφωνα με τον Jonathan Freedland, αρθρογράφο του Guardian, «θα πρέπει να προσφέρουν την παρηγοριά και τη γνώση ότι η χώρα ενώ έχει περάσει από τέτοιο παρελθόν, έχει επιβιώσει». Εν μέσω εντάσεων άλλωστε , οι ΗΠΑ ήταν αυτές που ανέπτυξαν μηχανισμούς που σταδιακά ενσωμάτωναν διαφορετικές εθνότητες, δίνοντας την αίσθηση ότι το «αμερικανικό όνειρο» ήταν διαρκώς εφικτό. Η συνεχής διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών και των γυναικών σταδιακά στον 20ό αιώνα θεωρείται ανάλογης υψηλής αξίας με το γεγονός ότι Ο Εμφύλιος Πόλεμος (1861–1865) παρότι ήταν καταστροφικός, οδήγησε σε ενίσχυση της ομοσπονδιακής δομής εξουσίας και σε μια πιο ενιαία εθνική ταυτότητα.
Σήμερα όμως όλα αυτά δείχνουν να είναι εν κινδύνω.
Οι διάφορες εποχές μπορεί να μοιάζουν μεταξύ τους αλλά ποτέ δεν είναι ίδιες. Τι σχέση έχει η πολύ πιο αθώα , νεανική και ευφάνταστη δεκαετία του 1960 όταν έκανε παιχνίδι η νεολαία , με την σημερινή κυνική και αποπροσανατολισμένη από τα social media Αμερική , όπου τα όπλα είναι διαθέσιμα παντού.
Οι αριθμοί μιλούν. Για κάθε 100 Αμερικανούς υπάρχουν 120 όπλα. Ή αλλιώς, υπάρχουν περισσότερα από 850 εκατομμύρια πυροβόλα όπλα σε ιδιωτικά χέρια στον κόσμο, και σχεδόν τα μισά από αυτά ανήκουν σε Αμερικανούς.
Τα όπλα και τα social media κάνουν σήμερα τη βάναυση διαφορά.
Από την εποχή της προεδρικής νίκης του Ντόναλντ Τραμπ επί της Χίλαρι Κλίντον άρχισαν οι ανησυχίες για το πώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «πειράζουν» το μυαλό μας, πυροδοτούν την πόλωση και τις υπεραπλουστεύσεις και προβάλλουν παράλογα εξιδανικευμένες εκδοχές της ζωής των ανθρώπων προκαλώντας την οργή των πολλών.
Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια φτάσαμε στη λατρεία των μικρής διάρκειας βίντεο και τα δάχτυλά μας, που κάνουν scroll , μας σερβίρουν ένα πιάτο τεχνητής ευδαιμονίας αλλά και βίας, προκαταλήψεων και κοινωνικής αναταραχής.
Η πιο αχαλίνωτη και δημοφιλής μόδα του διαδικτύου είναι πλέον τα μικρής διάρκειας βίντεο που κυριάρχησαν με «όχημα» το TikTok αλλά και μετά με τα Reels και τις «μινιατούρες» του YouTube. Πριν από τη δολοφονία του, ο ακροδεξιός Αμερικανός ακτιβιστής Τσάρλι Κερκ είχε συγκεντρώσει περισσότερους από επτά εκατομμύρια ακόλουθους στο TikTok. Όπως κυνικά έγραψε ένας Αμερικανός συγγραφέας, η ουσιαστική ιστορία της στυγερής δολοφονίας του, αφορούσε «έναν influencer που πυροβολήθηκε θανάσιμα μέσα σε μια σχολή, μπροστά σε ένα πλήθος smartphones».
Μια αναδρομή ίσως είναι χρήσιμη, για να δούμε πόσο άλλαξε η μετάδοση , η διάδοση και η απήχηση ενός γεγονότος.
Στις 22 Νοεμβρίου 1963, ο παρουσιαστής του τηλεοπτικού καναλιού CBS News, Γουόλτερ Κρόνκαϊτ, μπροστά σε ένα εμβρόντητο κοινό εκατομμυρίων δακρυσμένος πάλεψε να συγκρατήσει τα συναισθήματά του καθώς διάβαζε ένα ρεπορτάζ και κοιτώντας το ρολόι του, ανακοίνωνε ότι ο Πρόεδρος Τζον Κένεντι είχε «πεθάνει στη 1 μ.μ. ώρα Κεντρικής Αμερικής».
Στο NBC News, λίγες ώρες αργότερα οι παρουσιαστές άκουγαν τον ανταποκριτή τους Ρόμπερτ ΜακΝίλ από το Ντάλας, να μεταφέρει λεπτομέρειες που περιέγραφαν πώς ο Κένεντι πυροβολήθηκε θανάσιμα μέσα στην ανοιχτή λιμουζίνα σε μια αυτοκινητοπομπή στο κέντρο της πόλης.
Εκείνες οι στιγμές ήταν ιστορικές και για την πορεία της τηλεόρασης και της δημοσιογραφίας. Τα τότε τρία τηλεοπτικά δίκτυα – NBC, CBS και ABC – τα οποία έβλεπε η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού, επέλεξαν να παραμείνουν στον «αέρα» για τέσσερις ημέρες εγκαινιάζοντας χωρίς να το ξέρουν, την είσοδο στην εποχή της ζωντανής, συνεχούς κάλυψης ενός γεγονότος.
Η ανάλογη επιλογή πλέον για θεομηνίες, στρατιωτικές εισβολές, επαναστατικές εξεγέρσεις, τρομοκρατικές επιθέσεις και γεγονότα εθνικής κρίσης, γινόταν πλέον αυτονόητη. Οι μαραθώνιες εκπομπές ήρθαν για να μείνουν τις δεκαετίες που ακολούθησαν και η απίστευτη ψηφιακή τεχνολογία και το διαδίκτυο ήρθαν να τις τελειοποιήσουν. Οι τηλεθεατές συνήθισαν να βλέπουν το γεγονός να να εκτυλίσσεται σε πραγματικό χρόνο.
Σε αντίθεση με το μέχρι τις αρχές του 1960 τοπίο των μέσων ενημέρωσης όπου ναι μεν ραδιόφωνο και τηλεόραση ανακοίνωναν το γεγονός αλλά μόνο την επόμενη μέρα μετά από τις εφημερίδες ο κόσμος διάβαζε αναλυτικά το τι συνέβη, πώς και γιατί όπως και για την απήχησή του.
Η δολοφονία του Κερκ πέρα από τα ανησυχητικά διδάγματα που έστειλε επικύρωσε για μια ακόμα φορά αυτό για το οποίο πνευματικοί άνθρωποι και πολιτικοί αναλυτές είχαν επισημάνει έγκαιρα: Ο κόσμος του διαδικτύου μοιάζει πολύ πιο τοξικός και διχαστικός απ’ ό,τι δείχνει η πραγματική μας ζωή.
Στην ουσία όμως γνωρίζουμε ότι η τοξικότητα αυτή προέρχεται ένα πολύ μικρό αλλά δυναμικό ποσοστό χρηστών που φτιάχνει το μεγαλύτερο μέρος του «διχαστικού» περιεχομένου.
Το τι ακριβώς συμβαίνει ίσως αποτυπώνεται σε κάτι που έγραψε ο καθηγητής Ψυχολογίας Jay Van Bavel του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης: «Όταν κάνω κύλιση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συχνά φεύγω απογοητευμένος, με την αίσθηση ότι ολόκληρος ο κόσμος καίγεται και οι άνθρωποι είναι δονούνται από μίσος ο ένας προς τον άλλον. Ωστόσο, όταν βγαίνω έξω στους δρόμους της Νέας Υόρκης για να πάρω έναν καφέ ή να συναντήσω έναν φίλο για μεσημεριανό, νιώθω απόλυτα γαλήνια. Η αντίθεση μεταξύ του διαδικτυακού κόσμου και της καθημερινής μου πραγματικότητας έχει γίνει ακόμα πιο ενοχλητική.»