Αιχμάλωτες των ‘υπερόπλων’ του Ντράγκι οι διεθνείς αγορές

default image

Ο Ντράγκι υποσχέθηκε περισσότερη ποσοτική χαλάρωση τον Μάρτιο, αλλά δεν αποκάλυψε πόσο πρέπει να τεντωθεί το σχοινί πριν χρειαστεί η ΕΚΤ να δράσει ξανά

*Του Βασίλη Γεώργα

Μια στο καρφί και μια στο πέταλο χτυπούν τις κεντρικές τράπεζες οι διεθνείς κεφαλαιαγορές αναζητώντας “πατήματα” στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνουν οι ανησυχητικές ενδείξεις για την παγκόσμια ανάπτυξη και την αναζωπύρωση της τραπεζικής κρίσης.

Η χθεσινή ισχυρή ανοδική αντίδραση στην Ευρώπη που στην περίπτωση της Αθήνας μετατράπηκε σε εκρηκτικό ράλι ανακούφισης λόγω της προσδοκίας για επανεκκίνηση της αξιολόγησης την ερχόμενη Δευτέρα, είχε ως κύριο ενορχηστρωτή τον Μάριο Ντράγκι και εκτελεστές τους διαχειριστές κεφαλαίων που ποντάρουν σε περισσότερη στήριξη από τις κεντρικές τράπεζες.

Ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης υποσχέθηκε μεν περισσότερη ποσοτική χαλάρωση τον Μάρτιο λέγοντας στις αγορές και ειδικά στους μετόχους των τραπεζών αυτό που ήθελαν να ακούσουν, αλλά δεν αποκάλυψε πόσο πρέπει να τεντωθεί το σχοινί πριν χρειαστεί η ΕΚΤ να δράσει ξανά.

Προτού στεγνώσει το μελάνι από την τοποθέτηση του “σούπερ Μάριο”, η ευρισκόμενη στο επίκεντρο της χρηματιστηριακής θύελλας,  Deutsche Bank, έσπευσε να πετάξει το μπαλάκι στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, υποστηρίζοντας ότι το ξεπούλημα που έχει ξεκινήσει στα διεθνή assets δεν θα σταματήσει αν η Federal Reserve δεν κάνει στροφή 180 μοιρών από τις αυξήσεις επιτοκίων και δεν στραφεί ξανά σε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της.

Με λίγα λόγια τα όσα είδαν οι επενδυτές να διαδραματίζονται στις χρηματιστηριακές οθόνες τους όλο το προηγούμενο διάστημα της ελεύθερης  πτώσης όσο και χθες με την άνοδο στις κεφαλαιαγορές μετά από εβδομάδες απωλειών, ήταν  μια παράσταση επικρότησης της “αέναης” διεύρυνσης των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης.

Τα χρηματιστήρια έχουν αρχίσει να τρεκλίζουν πάνω στη φούσκα των τρισεκατομμυρίων που διοχετεύθηκαν τα τελευταία χρόνια και δεν αρκούνται πλέον μόνο στις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις. Η μεγάλη υποχώρησή τους, ερμηνεύεται αφενός ως μια ένδειξη πως η επόμενη μέρα έχει γίνει πολύ πιο γκρίζα, αλλά και ως προειδοποίηση ότι απαιτούν πλέον ακόμη περισσότερη στήριξη από το μεγάλο πορτοφόλι των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες με τη σειρά τους προσπαθούν να μηχανευτούν νέα “εργαλεία” ώστε να εμποδίσουν την επαπειλούμενη κατάρρευση της εμπιστοσύνης συνεχίζοντας να ταϊζουν τις επενδυτικές τράπεζες με άφθονο φρεσκοκομμένο χρήμα αγοράζοντας τα ομόλογά τους.

Ο Μάριο Ντράγκι προσέθεσε, όμως, χθες και μια νέα διάσταση στο εγχείρημα “διάσωσης” της ευρωπαϊκής οικονομίας και των κεφαλαιαγορών, βάζοντας στο μείγμα των πολιτικών που προτείνει να υιοθετηθούν, τη χαλάρωση της λιτότητας και της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής. Όπως χαρακτηριστικά υπογράμμισε μιλώντας στο ευρωκοινοβούλιο “γίνεται όλο και πιο σαφές ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να υποστηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη μέσω των δημόσιων επενδύσεων και της χαμηλότερης φορολόγησης” και ότι “δράσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων με τη δημιουργία επαρκών δημόσιων υποδομών, είναι ζωτικές για την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, των νέων θέσεων εργασίας και της αύξησης της παραγωγικότητας”.

Για τις αγορές που επί χρόνια τρέφονταν με τα λεφτά των φορολογουμένων αλλά την ιδέα ότι η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία είναι το αντίδοτο κάθε κρίσης και ότι οι δημόσιες επενδύσεις απλώς φουσκώνουν τα κρατικά χρέη, η στροφή της φρασεολογίας αρκετών κεντρικών τραπεζιτών υπέρ μιας επιθετικότερης  νομισματικής και δημοσιονομικής χαλάρωσης, σηματοδοτεί αλλαγή πλεύσης στο καράβι της ευρωζώνης.

Ο Ντράγκι δεν είναι αυτό που θα έλεγε κανείς κλασικός “κεϋνσιανιστής”, και οι αναφορές του σε ένα διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής που δεν θα στηρίζεται στη λιτότητα και θα κατευθύνει πακτωλούς φτηνής ρευστότητας στους ισολογισμούς των τραπεζών και στα χρηματιστήρια, αλλά θα έχει σκοπό την τόνωση των άμεσων επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, αποτελεί ένα ισχυρό μήνυμα. Ιδιαίτερα για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου οι οποίες παραμένουν το “αγκάθι” στη σάρκα της ευρωζώνης πασχίζοντας να συμμαζέψουν τα χρέη τους, να διαχειριστούν το εκρηκτικό πρόβλημα των κόκκινων δανείων και να ισορροπήσουν μεταξύ της ανάγκης για δημοσιονομικό έλεγχο και της τόνωσης των επενδύσεων.

Η συγκεκριμένη τοποθέτηση του Μάριο Ντράγκι έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα καθώς από την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται να ξεκινήσουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις κυβέρνησης-δανειστών για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, σε ένα περιβάλλον πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τοξικό και με την προσφυγική κρίση να το καθιστά εκρηκτικό. Η πραγματική οικονομία αλλά και το Χρηματιστήριο έχουν ποντάρει “τα ρέστα τους” στην έγκαιρη ολοκλήρωση των συζητήσεων αλλά κυρίως σε ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα που δεν θα βυθίσει ξανά τη χώρα στην ύφεση για έβδομο συνεχόμενο έτος.

Το ελάχιστο που αναμένουν με την δρομολόγηση της αξιολόγησης είναι η επαναφορά της εξαίρεσης αποδοχής των ελληνικών ομολόγων ως collateral στην ΕΚΤ για την πρόσβαση των τραπεζών σε φτηνή ρευστότητα, και η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης με αγορές ελληνικών ομολόγων.

Το περισσότερο, σε αυτή τη φάση,  είναι η συμφωνία αναδιάρθρωσης του χρέους και η απομάκρυνση από το τραπέζι των κινδύνων του Grexit. Αν το χρονοδιάγραμμα της συμφωνίας αυτή τη φορά τηρηθεί και βγει λευκός καπνός τον Μάρτιο, τα “καλά νέα” θα συμπέσουν με την υποβάθμιση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς από τον FTSE σε “προηγμένη αναδυόμενη αγορά” (advanced emerging market) αλλά πιθανόν και με την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας σε υψηλότερες βαθμίδες αξιολόγησης από τους ξένους οίκους. Στη μια περίπτωση θα έχουμε έξοδο “αναπτυγμένων” επενδυτικών κεφαλαίων από το Χ.Α και στην άλλη μεγαλύτερη είσοδο funds που επενδύουν σε αναδυόμενες αγορές αλλά υπό τις σημερινές συνθήκες είναι underweighted στο Χ.Α.

Σύμφωνα με την άποψη πολλών αναλυτών, αρκετά από τα δεινά που θα μπορούσαν να συμβούν στο άμεσο μέλλον, έχουν ήδη προεξοφληθεί στις τιμές με την καταβαράθρωση των τραπεζικών αποτιμήσεων 70% χαμηλότερα σε σχέση με την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση, και την υποχώρηση του Γενικού Δείκτη στις παρυφές των 400 μονάδων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι περιπέτειες έχουν τελειώσει.

Δεν αποκλείεται αν η δυναμική της ανοδικής αντίδρασης εξαντληθεί κάτω από τις 570-600 μονάδες και το διεθνές ή εσωτερικό κλίμα επιβαρυνθεί ξανά,  η αγορά να αναζητήσει “πυθμένα” σε ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα. Εντούτοις όλο και περισσότεροι έχουν αρχίσει να συμφωνούν πως χρηματιστηριακά η αγορά έχει εισέλθει στη φάση της υπερβολής και βρίσκεται στο κομβικό σημείο που είτε θα καταρρεύσει, είτε θα αρχίσει να αντιστρέφει τη μακροχρόνια καθοδική πορεία της.

Πηγή: capital.gr

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα