ΕΥ: Άλμα προσέλκυσης επενδύσεων στην Ελλάδα και οι προοπτικές της τριετίας

Διαβάζεται σε 6'
ΕΥ: Άλμα προσέλκυσης επενδύσεων στην Ελλάδα και οι προοπτικές της τριετίας
I-stock

Η παγκόσμια έρευνα η EY κατατάσσει τη χώρα ανάμεσα στις 20 πιο ελκυστικές για επενδύσεις, ωστόσο καταγράφει και την ανάγκη βελτίωσης και προώθησης μεταρρυθμίσεων. Σε νέες επενδύσεις τον επόμενο χρόνο προχωρούν 4 στις 10 επιχειρήσεις.

Την καλύτερη ιστορικά επίδοση ως προς τον αριθμό των άμεσων ξένων επενδύσεων πέτυχε η Ελλάδα, ενώ βελτιώνεται η ποιοτική σύνθεσή τους, σύμφωνα με τη μεγάλη έρευνα EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2023, τηΝ πέμπτη έκδοση με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, η οποία διενεργήθηκε από την FT Longitude για λογαριασμό της EY Ελλάδος, μεταξύ 3 και 26 Ιουλίου 2023.

Σύμφωνα με το ΕΥ European Investment Monitor, μία εκτεταμένη βάση δεδομένων που επεξεργάζεται η ΕΥ, το 2022 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα 47 άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), έναντι 30 το 2021. Ο αριθμός αυτός, κατατάσσει – για πρώτη φορά – την Ελλάδα, στην πρώτη εικοσάδα μεταξύ των 48 χωρών που παρακολουθεί η έρευνα και αποτελεί, με διαφορά, την καλύτερη επίδοση της χώρας από την έναρξη της παγκόσμιας σειράς ερευνών, Attractiveness Survey, το 2000. Αθροιστικά, οι επενδύσεις της τελευταίας τριετίας αντιπροσωπεύουν το 35% του συνόλου των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία 23 χρόνια.

Καταγράφεται, επίσης, μία συνεχιζόμενη βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων, με μεγαλύτερη διασπορά σε περισσότερες δραστηριότητες, και σημαντικό ποσοστό να κατευθύνεται σε δραστηριότητες έντασης γνώσης με σχετικά υψηλή προστιθέμενη αξία και κλάδους, όπως του λογισμικού και υπηρεσιών πληροφορικής, που μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας.

Σε ένα περιβάλλον παγκόσμιων οικονομικών προκλήσεων, η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, εξακολουθεί να ενισχύεται, παρατηρεί η ΕΥ.

Συγκεκριμένα, 40% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε έρευνα της EY Ελλάδος, σχεδιάζουν να επενδύσουν, ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου, ενώ 67% εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί περαιτέρω στα επόμενα τρία χρόνια – το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των υπό σύγκριση ευρωπαϊκών χωρών, όπου πραγματοποιήθηκε η έρευνα φέτος. Αυτά είναι μερικά από τα ευρήματα της.

Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ, που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 250 στελεχών ξένων επιχειρήσεων από ολόκληρο τον κόσμο, δύο στις πέντε επιχειρήσεις (40%) σχεδιάζουν να επενδύσουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σταθερά τα τελευταία τρία χρόνια, από 28% το 2020, σε 34% το 2021 και 37% το 2022.

Όπως και για την υπόλοιπη Ευρώπη, οι σημαντικότεροι οικονομικοί κίνδυνοι που επηρέασαν περισσότερο τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων για την Ελλάδα το 2023, σύμφωνα με την έρευνα, ήταν ο πληθωρισμός και ο αντίκτυπός του στην καταναλωτική δαπάνη (50%), καθώς και η αύξηση των επιτοκίων και η περιοριστική νομισματική πολιτική (43%).

Σε ερώτηση προς τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη παρουσία στη χώρα, σχετικά με τους τομείς όπου αναμένουν να αυξήσουν το τρέχον επενδυτικό τους αποτύπωμα, κατά την επόμενη τριετία, στις πρώτες θέσεις βρέθηκαν οι υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (61%) και τα logistics (58%). Αντίθετα, μία στις τρεις επιχειρήσεις σκοπεύει να αυξήσει το αποτύπωμά της στον κρίσιμο τομέα της έρευνας και ανάπτυξης (R&D) στην Ελλάδα (33%), έναντι 64% στο σύνολο της Ευρώπης, ενώ 25%, μάλιστα, δήλωσαν ότι αναμένουν να το μειώσουν.

Ως προς τους σημαντικότερους κινδύνους που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη συνολική ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, οι συμμετέχοντες στην έρευνα ανέφεραν τον εντεινόμενο πληθωρισμό (28%), την ενεργειακή κρίση (23%), την κοινωνική και οικονομική αστάθεια (21%) και το εργατικό κόστος (20%).

Το 60% των συμμετεχόντων αναφέρουν ότι η άποψή τους για την Ελλάδα, ως μία χώρα όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, έχει βελτιωθεί, με το 8% να εκτιμούν ότι έχει βελτιωθεί σημαντικά. Το συνολικό ποσοστό όσων διαπιστώνουν βελτίωση, είναι αυξημένο σε σχέση με το 2022 (58%), και το υψηλότερο από την έναρξη διεξαγωγής της έρευνας – με εξαίρεση το 2021, όταν είχε προσεγγίσει το 62%.

Δύο στους τρεις ερωτηθέντες (67%) εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια, εκ των οποίων, 5% προσβλέπουν σε σημαντική βελτίωση, ενώ 9% αναμένουν ελαφρά επιδείνωση και μόλις 2%, σημαντική επιδείνωση. Το ποσοστό των θετικών εκτιμήσεων (67%), παρότι μειωμένο έναντι του 2022 (75%), είναι μακράν το υψηλότερο μεταξύ των υπό σύγκριση ευρωπαϊκών χωρών.

Τρεις στους τέσσερις συμμετέχοντες στην έρευνα (76%) κρίνουν την πολιτική ελκυστικότητας της χώρας για την προσέλκυση επενδύσεων ως «πολύ» (16%) ή «σχετικά» (60%) αποτελεσματική, υποδηλώνοντας ότι η βελτίωση της ελκυστικότητας της Ελλάδας αποδίδεται από τους επενδυτές στην υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών, και όχι μόνο στη χρονική συγκυρία και τη λήξη μιας μακράς περιόδου οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας. Ωστόσο, η υψηλή αναλογία όσων χαρακτηρίζουν την πολιτική ελκυστικότητας της Ελλάδας ως «σχετικά» αποτελεσματική, υποδηλώνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης.

Μεταξύ των επιμέρους πολιτικών ελκυστικότητας, οι ερωτηθέντες προκρίνουν τις πολιτικές για την προσέλκυση επιχειρήσεων (76%), καινοτόμων δραστηριοτήτων (68%) και ανθρώπινου ταλέντου (64%) και, λιγότερο, την προσέλκυση κεντρικών γραφείων επιχειρήσεων (58%) και τη δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας και κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (54%).

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αξιολόγησαν, επίσης, την Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες χώρες, με βάση μία σειρά από κριτήρια που συνδέονται με τρεις κρίσιμους παράγοντες που επηρεάζουν σήμερα τις επενδυτικές αποφάσεις: τη βιώσιμη ανάπτυξη, την τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό.

Σε όλους τους επιμέρους τομείς, η πλειονότητα των ερωτώμενων εκτιμούν ότι οι επιδόσεις της Ελλάδας κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα με αυτές των άλλων χωρών. Η καλύτερη εικόνα για τη χώρα αναδεικνύεται στη βιώσιμη ανάπτυξη, όπου σε πέντε από τα έξι επιμέρους κριτήρια πλειοψηφούν όσοι αξιολογούν τις επιδόσεις της χώρας ως καλύτερες, έναντι όσων τις θεωρούν χειρότερες σε σχέση με άλλες χώρες.

Αντίθετα, στα κριτήρια που συνδέονται με την τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό, η εικόνα είναι λιγότερο ενθαρρυντική, με τα ποσοστά όσων θεωρούν τις επιδόσεις της χώρας καλύτερες στα επιμέρους κριτήρια, να βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτά που τις κρίνουν χειρότερες, υπογραμμίζοντας κάποιους κρίσιμους τομείς όπου θα χρειαστούν σημαντικές παρεμβάσεις τα επόμενα χρόνια.

Οι ερωτώμενοι φαίνεται να επικροτούν τον τρόπο με τον οποίο η χώρα διαχειρίστηκε την ενεργειακή κρίση του 2022. Σε σχετική ερώτηση, δύο στους πέντε εκφράστηκαν θετικά, με 36% να δηλώνουν ότι η Ελλάδα διαχειρίστηκε την κρίση «ελαφρώς καλύτερα» και 7% «σημαντικά καλύτερα» από τις άλλες χώρες, ενώ 22% θεώρησαν ότι η διαχείριση της κρίσης ήταν συγκριτικά χειρότερη.

Ως προς τους τομείς όπου θα πρέπει να εστιάσει η χώρα για να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια οικονομία, οι ερωτώμενοι εξακολουθούν να τονίζουν τρεις προτεραιότητες: τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (31%), τη μείωση της φορολογίας (28%) και την υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, όπως οι καθαρές τεχνολογίες, κ.ά. (26%).

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα